Παύλος Παυλίδης: «Αισθάνομαι ότι διαρκώς παλεύω με τη μανιέρα μου»

Παύλος Παυλίδης: «Αισθάνομαι ότι διαρκώς παλεύω με τη μανιέρα μου»

Ο Παύλος Παυλίδης μιλά στο Κ για το επερχόμενο άλμπουμ με εκδοχές τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου, την παράσταση στη Στέγη, και μοιράζεται μαζί μας ιστορίες από τα παλιά.

15' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Θα ήταν ωραία και στο καθιστικό. Το σπίτι του Παύλου Παυλίδη στην Κυψέλη αναδίδει μια θαλπωρή, από το τζάκι μέχρι το πιάνο και το ξύλινο παρκέ, που κάνει γλυκούς ήχους σε κάθε πάτημα καθώς κατευθυνόμαστε προς το μέσα δωμάτιο. Εδώ θα γίνει η συνέντευξη. Είναι το home studio του Παύλου, το πιο δικό του μέρος. Χαμηλά φώτα, βιβλία, μουσικά όργανα, μια κορνίζα με το εξώφυλλο του πρώτου δίσκου του Λέοναρντ Κοέν. Με ρωτάει τι θα πιω. Φοράει ένα λευκό πουλόβερ. Τα μάτια του, ο τρόπος ομιλίας, το ελαφρύ τραύλισμα που έρχεται κάθε τόσο και τον δυσκολεύει, δημιουργούν την εντύπωση ότι βιώνει μια μόνιμη συγκίνηση. Είναι και αυτά που λέει. Καθώς τον ακούω, νιώθω ότι, αν γρατζουνίσω μία από τις κιθάρες δίπλα μας, θα ακουστεί τραγούδι του Παυλίδη. 

Αφορμή για τη συνάντησή μας, η δική του συνάντηση με το έργο του Γιάννη Μαρκόπουλου. Το άλμπουμ Πέρα από τη Θάλασσα, που κυκλοφορεί στις 20/1 από τη United we fly, περιλαμβάνει δώδεκα γνωστά και λιγότερο γνωστά τραγούδια του σπουδαίου  Έλληνα συνθέτη, που αποδίδονται με ελεύθερο και συναρπαστικό τρόπο. Ο Παυλίδης μπαίνει σε ρόλο ερμηνευτή αλλά και αναμορφωτή. Τα λαϊκά γυρίσματα καθώς τραγουδάει τη λέξη «μπαλκόνια» στα Λόγια και τα χρόνια, οι καινούργιοι στίχοι που προσθέτει εδώ κι εκεί, η σέξι (ας επιτραπεί η λέξη) ηχητική προσέγγιση σε ένα παλαιάς κοπής, στιβαρό υλικό οδηγούν στο πιο τολμηρό, ίσως, καλλιτεχνικό βήμα της σόλο πορείας του. Λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία, από 1 έως 5/2, το άλμπουμ θα παρουσιαστεί στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης με ροκ μπάντα, χορωδία και σύνολο εγχόρδων. Καθισμένος σε μια χαμηλή πολυθρόνα, ο Παύλος Παυλίδης ξετυλίγει το νήμα του πρότζεκτ, ενθαρρύνοντας το επικριτικό πνεύμα ορισμένων ερωτήσεων και ζητώντας από τον σκύλο του να κάνει ησυχία. 

Μήπως έχει παραγίνει το πράγμα με τα αφιερώματα και τους φόρους τιμής στους παλιούς συνθέτες;
Κατ’ αρχάς, δεν πρόκειται ούτε για αφιέρωμα ούτε για φόρο τιμής. Είναι κάτι που μου ζητήθηκε πριν από την πανδημία, επί τη ευκαιρία των γενεθλίων του Γιάννη Μαρκόπουλου, που τότε γινόταν 80 χρονών. Μου το ζήτησε η κόρη του, Λέγκα Μαρκοπούλου. Ανταποκρίθηκα κατευθείαν, oργανωθήκαμε με τους συνεργάτες μου και, επειδή δεν έχω αναλάβει ποτέ κάτι τέτοιο, ήταν σίγουρα μια πρόκληση. Αρχικά πήρα τον χρόνο μου, για να καταλάβω αν μπορώ να μπω στον κόσμο του συνθέτη. Η κιθάρα με οδηγούσε σε επανεκτελέσεις περισσότερο, παρά σε διασκευές. Η σωτηρία μου ήταν αυτό το πιάνο που βλέπεις εδώ. Επειδή δεν είμαι πιανίστας, άρχισα να πατάω σαν παιδάκι περίπου τα ακόρντα και την αρμονία, άφησα τον εαυτό μου να χαθεί και εκεί ήταν που αισθάνθηκα ότι ίσως μπορώ να κάνω κάτι. Σε δεύτερο χρόνο, καθοριστική ήταν η συμβολή του συμπαραγωγού Χρήστου Λαϊνά. 

Πώς επέλεξες ποια κομμάτια θα πειράξεις;
Να σου πω την αλήθεια, στην αρχή ήταν σαν να έμπαινα σε μια αχανή έκταση. Πολλά άλμπουμ, από διαφορετικές περιόδους και με διαφορετικές κατευθύνσεις. Μου πήρε χρόνο. Από τη στιγμή που θα αναλάμβανα εγώ και το ερμηνευτικό κομμάτι, έπρεπε να πάω εκεί που αισθάνομαι ότι μπορώ να λειτουργήσω, να ταυτιστώ. Μπορώ να πω ότι τα κείμενα, οι στίχοι δηλαδή και τα ποιήματα, ήταν που καθόρισαν ποιο υλικό θα διασκευάσω. Κάποια στιγμή, πήρα τη Λέγκα τηλέφωνο και της είπα: «Είστε σίγουροι γι’ αυτό που πάμε να κάνουμε; Γιατί εγώ δεν είμαι τραγουδιστής, θα τα πάω όλα στον δικό μου τρόπο». Η απάντηση ήταν: «Ο πατέρας μου δεν σε διαλέγει σαν τραγουδιστή, ο πατέρας μου διαλέγει ρόλους». Κατ’ αυτόν τον τρόπο είχε διαλέξει παλιότερα και ανθρώπους οι οποίοι ίσως δεν ήταν οι κλασικοί ερμηνευτές. 

Ξεχωρίζω το Η Ρόζα η ναζιάρα και το Γκρεμισμένα σπίτια. Στα κομμάτια αυτά, μάλιστα, έχεις προσθέσει και δικά σου λόγια… 
Ναι, στο πλαίσιο της αυθαιρεσίας η οποία μου επετράπη (γέλια). Αφέθηκα εκεί. 

Πετάς και ένα «show must go own» στο Η Ρόζα η ναζιάρα…
Υποτίθεται πως είναι θεατρίνα. Το δικό της σόου, όμως, είναι αυτό που έπρεπε να συνεχίσει και να φτάσει στα άκρα, ώσπου να βρεθεί να «παίζει Γενοβέφα ντυμένη στα λευκά». Σε αυτό το απίστευτης απλότητας και περιεκτικότητας κείμενο καταλήγει νεκρή, ακριβώς επειδή διαλέγει να μη γίνει ρουφιάνα. Κάποια τραγούδια του Μαρκόπολου δεν είχα ιδέα ότι είναι δικά του. Για τη Ρόζα, ας πούμε, θα έβαζα στοίχημα ότι είναι σμυρναίικο. Ούτε και τον στιχουργό ήξερα (Μιχάλης Φακίνος). Αναρωτιόμουν σε ποια Ρόζα αναφέρεται. Ποια θεατρίνα ήταν αυτή που σήκωσε κεφάλι εκείνη την εποχή; Καταλαβαίνεις και τη φόρτιση που μπορεί να είχε η συγκεκριμένη στιγμή… Μέσα στην πανδημία, ζούσα όλο τον πόνο των καλλιτεχνών του θεάτρου, όλων αυτών των ανθρώπων που ήταν τόσο ενεργοί, στην πρώτη γραμμή της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας – και ξαφνικά βρέθηκαν σε μια τόσο δύσκολη θέση. Αισθάνθηκα λοιπόν ότι ίσως έχω το δικαίωμα να πω κάτι παραπάνω. Και αισθάνθηκα και κάποιου είδους ταύτιση με τη Ρόζα, ως ένας άνθρωπος του θεάματος ο οποίος έχει ζήσει το πώς είναι να βγαίνει κάποιος στο πάλκο. Ένιωσα ότι η Ρόζα είναι κάποιου είδους άγγελος για όλους εμάς και ότι όντως «the show must go on». Είναι σημαντικό να παραμένουμε παρόντες. 

Σε μια παλιά συνέντευξη (περιοδικό Μουσική, 1981) ο Μαρκόπουλος λέει το εξής: «Μια χώρα που καθυποτάσσεται σε ξένη κουλτούρα, χάνει το παιχνίδι και ύστερα υποτάσσεται και στο πολιτικό παιχνίδι αυτής της χώρας». Είναι μια άποψη που μοιράζονταν πολλοί άνθρωποι της γενιάς του οι οποίοι έβλεπαν την έξωθεν επιρροή λιγάκι καχύποπτα…
Νομίζω ότι έχει πει και ένα άλλο, ακόμα πιο έντονο: «Η ηλεκτρική κιθάρα εφευρέθηκε από τη χώρα στην οποία εφευρέθηκε και η ηλεκτρική καρέκλα» (γέλια). Απίστευτα εύστοχο. Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάμε σε ποια εποχή ειπώθηκαν αυτά τα λόγια και ποιο περιβάλλον τούς αντιστοιχεί. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ταυτόχρονα με αυτές τις δηλώσεις ο Μαρκόπουλος, μαζί με τον Σαββόπουλο, υπήρξε ένας μεγάλος ανανεωτής της έθνικ προσέγγισης. Η αίσθηση του πειραματισμού, η διάθεση του να πάμε την παράδοση ένα βήμα πιο πέρα ήταν απολύτως παρούσα στο έργο του.

Αμέσως μετά, στην ίδια συνέντευξη, λέει: «Εμένα οι ροκάδες με αγαπάνε»… Δίκιο έχει!
Φυσικά. Γιατί η πρόθεσή του ήταν πρωτοποριακή. Και το ροκ, εκείνες τις δεκαετίες τουλάχιστον, αποτελούσε κάποιου είδους πρωτοπορία. 

ΤΟ ΛΙΩΜΕΝΟ ΠΑΓΩΤΟ 
ΚΑΙ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΧΘΡΟΣ
Εσύ πώς νιώθεις όταν διασκευάζουν τραγούδια σου; Χαίρεσαι πάντα ή εξαρτάται από το αποτέλεσμα;
Δεν είναι εύκολο να βγεις απ’ το πετσί σου. Είναι πάντοτε αλλόκοτο, στην αρχή. Αλλά υπάρχουν και διασκευές που τις θεωρώ ανώτερες και από το πρωτότυπο. 

Όπως;
H Σιωπή από τη Matina Sous Peau. Μου άρεσε επίσης ο Κηπουρός από τη Μαρία Παπαγεωργίου. Ο τρόπος που η Σοφία Ευκλείδη βάζει το τσέλο σε αυτή την ενορχήστρωση, η προσέγγιση του κιθαρίστα Σταύρου Ρουμελιώτη…

Όταν η Βανδή διασκεύασε το Λιωμένο παγωτό, είχες χαρεί;
Τώρα με πας σε μια εποχή όπου η ΑΕΠΙ είχε ένα νομοθετικό πλαίσιο που περιλάμβανε το εξής: Αν δεν απαντούσες στο αίτημα ενός καλλιτέχνη να διασκευάσει κομμάτι σου εντός δύο εβδομάδων, θεωρούνταν ότι συναινείς. Περιοδεύαμε με τα Ξύλινα Σπαθιά, νομίζω στην Κρήτη, και με παίρνει η μητέρα μου: «Έχει έρθει ένα γράμμα από τη Βανδή και θέλει να κάνει κάτι το Λιωμένο παγωτό». Δεν γνώριζα το πλαίσιο, αδιαφόρησα, οπότε συναίνεσα εν αγνοία μου. Το ίδιο και για τη διασκευή του Ρουβά. Τώρα που πέρασαν τα χρόνια, δεν αισθάνομαι καμία ένταση σε σχέση με αυτά τα πράγματα. 

Σου αρέσει το κομμάτι αυτό ή σε ενοχλεί που έγινε από τα πιο γνωστά σου;
Στην αρχή ενοχλήθηκα, βλακωδώς, που έγινε hit, γιατί αισθάνθηκα ότι επισκιάζει πράγματα που ίσως θεωρούσα σημαντικότερα. Αλλά είναι ένα κομμάτι το οποίο έχω επανεκτιμήσει τα τελευταία χρόνια και το παίζω ξανά. Νομίζω τώρα κατάφερα να ακούσω τι στο διάολο λέει. Και μου αρέσει. Έχει πλάκα, μετά από 30 χρόνια, να λέω «κι όμως είμαι ακόμα εδώ». Είναι ένα τραγούδι που το έγραψα τότε για να το καταλάβω τώρα.

Ένα πράγμα που μου αρέσει στα live σου είναι το ότι δεν αισθάνεσαι υποχρεωμένος να παίξεις τα hits. Επίσης, δεν δείχνεις να ενδιαφέρεσαι για το αν ο κόσμος βαρεθεί. Είναι όντως έτσι; 
Είναι έτσι ακριβώς και πληρώνεται, με πολύ συγκεκριμένο τρόπο (γέλια). Γι’ αυτό και αισθάνομαι ιδιαίτερη αγάπη για τα παιδιά που εξακολουθούν να έρχονται στις συναυλίες. Νιώθω ότι θεωρούν και εκείνοι αυτονόητο ότι δεν έχουμε συναντηθεί για να κάνουμε κάποιου είδους αναμνηστικό παρτάκι.

Το μεγαλύτερο στοίχημα για καλλιτέχνες της δικής σου ηλικίας είναι το να αποφύγουν αυτό που λέμε μανιέρα. Πώς ξεπερνά κανείς αυτό το βούλιαγμα; 
Να σου πω την αλήθεια, δεν αισθάνομαι ότι τα έχω καταφέρει πολύ σε αυτόν τον τομέα… Αισθάνομαι ότι διαρκώς παλεύω με τη μανιέρα μου. Είναι ο μεγάλος εχθρός. Αλήθεια προσπαθώ σε σχέση με αυτό. Πρέπει όμως να επιμείνω εντονότερα. Ενώ υπάρχει η πρόθεση, εκ των υστέρων ακούω τους δίσκους μου και λέω: «Να τος πάλι αυτός».
 
Με την ηλικία σου έχεις συμφιλιωθεί; Σε ρωτάω γιατί συχνά αισθάνομαι από τον τρόπο που τραγουδάς ότι ζεις μια παρατεταμένη εφηβεία…
Με την ηλικία μου έχω συμφιλιωθεί, αλλά δεν αποκλείεται να υπάρχει κάτι εφηβικό, το οποίο παραμένει ως μανιέρα κι αυτό. 

Άρα δεν θα ήθελες να υπάρχει;
(Παύση) Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση. Το ίδιο το σώμα τοποθετείται με κάποιον τρόπο (το σώμα μας παράγει τη φωνή μας). Με απασχολεί αυτό το θέμα… Κάθε φορά που μου λένε «η φωνή σου έχει μείνει αναλλοίωτη», εγώ ταράζομαι, γιατί είναι σαν να μην έχω διανύσει κάποια απόσταση εντός μου. Καταλαβαίνεις; Μου αρέσουν οι τραγουδιστές στους οποίους διακρίνω τον χρόνο που έχουν διανύσει. Μου αρέσουν τα πρόσωπα στα οποία γράφεται πάνω η ιστορία τους. Δεν πιστεύω στη νεανικότητα. Πιστεύω στο να είσαι παρών τη στιγμή που ζεις κάτι. Ίσως είναι μια κακιά συνήθεια του σώματός μου, που τοποθετείται λες και δεν έχει κυλήσει ο καιρός. Ή μήπως η ψυχή μου αρνείται να διανύσει κάποια απόσταση; Κάθε φορά που κάνω μια καινούργια δουλειά, θέτω στον εαυτό μου αυτά τα ερωτήματα. Ελπίζω ότι θα προχωρήσω ερμηνευτικά. Και ότι θα μου αρέσει αυτό (γέλια). Δεν είμαι σίγουρος! 

Έχω έναν φίλο που μιμείται τέλεια τη φωνή σου. Μήπως προσπαθείς να τραγουδήσεις κι εσύ «σαν τον Παυλίδη»;
Μα αυτό είναι το πρόβλημα. Τοποθετούμαι με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Δεν ξέρω… Πάμε να γραπωθούμε από το παρελθόν μας; Από την επιτυχία του παρελθόντος μας; Όταν πηγαίνω να κάνω μια πιο ώριμη ερμηνεία, αισθάνομαι ψεύτικος. Δεν πιστεύω πάντως ότι μιμούμαι συνειδητά τον Παυλίδη των Ξύλινων Σπαθιών. Απλώς πιστεύω ότι έχω μια πορεία πολύ βραδείας ωρίμανσης. 

Πάμε σε άλλο θέμα. Αν και νιώθω ότι μπορούμε να μιλήσουμε ώρες γι’ αυτό…
Είναι ψυχαναλυτικό. Γιατί αλήθεια το ζω και κανείς δεν έρχεται να μου μιλήσει γι’ αυτό. 

«Ο ΕΡΩΤΑΣ ΑΠΛΩΣ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ»
Πιστεύεις στον έρωτα;
Είναι σαν να σε ρωτάει κάποιος: «Πιστεύεις ότι θα ξημερώσει αύριο;». Ο έρωτας δεν είναι ζήτημα πίστης. Δεν συμβαίνει επειδή τον πιστεύουμε. Απλώς συμβαίνει. 

Πιστεύεις στις μονογαμικές σχέσεις; 
Αυτές είναι αρκετά προσωπικές ερωτήσεις…

ΟΚ, πάμε αλλού. Στη δεκαετία του ’80 που μπήκες στη μουσική, υπήρχαν γυναίκες στο ροκ; Γιατί δεν ξεχώρισε κάποια;
Φυσικά υπήρχαν. Θυμάμαι τη Λία Γιόκα των Moot Point, που έπαιζαν πανκ. Η Λία ήταν εξαιρετικό πλάσμα. Λίγα χρόνια μετά, έγινε καθηγήτρια δεν ξέρω κι εγώ σε πόσα πανεπιστήμια. Υπήρχαν προσωπικότητες δηλαδή. Δεν γνωρίζω ποια ήταν η συνθήκη που έδινε προβάδισμα στους άνδρες. 

Είναι πάντως λίγο μάτσο η υπόθεση «ελληνικό ροκ», σε αντίθεση, π.χ., με το λαϊκό τραγούδι… 
Ναι, αλλά χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έφταιγαν απαραίτητα κάποιοι. Είναι κάτι που χαρακτηρίζει την εποχή. Ίσως και τη σημερινή ακόμη. Τα πιο πολλά συγκροτήματα αποτελούνται από αγόρια. 

Ακούω καμιά φορά Ξύλινα Σπαθιά και παρατηρώ τους στίχους. «Χιπ χοπ χάνομαι/ μες στα δίχτυα πιάνομαι/ απόψε πέθανα/ με βρήκανε στην αμμουδιά/ δίπλα στα κύματα/ εδώ είναι ωραία, μίστερ». Είναι λόγια που έχουν ταιριάξει απόλυτα με τον ρυθμό και με αγγίζουν χωρίς να καταλαβαίνω γιατί… Θυμάσαι πώς γράφτηκαν; 
Το «πού» το θυμάμαι, το «πώς» είναι πάντα ένα μυστήριο. Υπάρχει μια εγκεφαλική προσέγγιση και μια εκστατική λειτουργία, κάποια στιγμή, όταν δημιουργείς. Πλησιάζεις δηλαδή με κάποια λογική αυτό που έχεις να κάνεις και κάποια στιγμή πιάνεις τον εαυτό σου να παραληρεί. Η εγκεφαλική διαδικασία αφορά τη διαχείριση του παραληρήματος.

Το 2018 έβγαλες ένα τραγούδι για τον Ζακ Κωστόπουλο, το Ένα αλλιώτικο παιδάκι. Δεν θα μπορούσε κάποιος να πει ότι πας να επωφεληθείς από μια συλλογική συγκίνηση, από ένα «πιασάρικο» θέμα;
Και βέβαια θα μπορούσε. Αυτή ήταν και η μεγάλη μου ένσταση σε σχέση με το βίντεο. Εγώ αισθανόμουν ότι το κομμάτι μου ήταν με αφορμή τον Ζακ, όχι ένα κομμάτι για τον Ζακ. Αναφέρομαι σε αυτόν στο πρώτο κουπλέ, αλλά δίνω και μια συνέχεια μετά, αν ακούσεις τους στίχους. Στο βίντεο, απολύτως καλοπροαίρετα, η Μαρίνα Δανέζη επικεντρώθηκε σε ένα πράγμα, αισθανόμενη βέβαια και η ίδια ότι η διαφορετικότητα είναι που δέχεται την επίθεση – όχι μόνο ο Ζακ. Αν προσέξεις το δεύτερο κουπλέ, επιτίθεται στους τηλεθεατές. Τι φοβερή λέξη! «Τηλεθεατής». Αυτός που κοιτάει από απόσταση… Έτσι θα έπρεπε να λέγεται το κομμάτι. 

Δηλώνεις αριστερός; 
Είμαι στην ευχάριστη θέση να μην αισθάνομαι κανενός είδους υποχρέωση να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα. 

Παρότι έχεις δυνατό λόγο και σκέψη, δεν χρησιμοποιείς σχεδόν ποτέ τα σόσιαλ μίντια για να παρέμβεις ή να σχολιάσεις. Γιατί; 
Δεν αισθάνομαι ότι αυτός ο τόπος συνομιλίας είναι απαραίτητα λειτουργικός, όπως εγώ θα ήθελα. Γιατί ταυτόχρονα βλέπω, ας πούμε, τα fake news να οργιάζουν… Δεν είμαι ενθουσιασμένος με αυτού του είδους την επικοινωνία. 

Ούτε οι κοινωνικότητες σου αρέσουν ούτε οι ομαδικές δράσεις. Ας πούμε, στον τηλεμαραθώνιο για την Ουκρανία δεν συμμετείχες…
Έχω συμμετάσχει σε συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αισθάνθηκα ότι έγινε πολύς θόρυβος… Ίσως και λόγω του μέσου. Δεν αποδίδω απαραίτητα ευθύνες στους καλλιτέχνες. Σαν να έκανε περισσότερο θόρυβο η φωτογραφική μηχανή από αυτό που στ’ αλήθεια απαθανάτισε ή κατήγγειλε. Με κάλεσαν και σε μια εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη. Πάλι έτσι αισθάνθηκα. Ότι κάνουμε θόρυβο περισσότερο για να στρέφονται οι κάμερες σε εμάς, παρά σε εκείνους που βομβαρδίζονται και αδικούνται. Δεν είναι μια πολύ εμπορική στάση αυτή. Απέχω, έχοντας απόλυτη συναίσθηση ότι πετάω τον εαυτό μου εκτός «πραγματικότητας» (με πολλά εισαγωγικά), αλλά το κάνω απολύτως συνειδητά. 

Η πληθώρα μουσικών εκπομπών στην τηλεόραση πώς σου φαίνεται;
Καταλαβαίνω σίγουρα την καλή πρόθεση πολλών ανθρώπων.

Δεν βγαίνεις ποτέ, πάντως…
Ναι. Καμιά φορά κατηγορώ τον εαυτό μου και λέω: «Τι είδους κομπλεξικός τυφλοπόντικας μπορεί να είσαι εσύ;». Επειδή δεν μου απαντάει κανείς, προχωράω προς τα εκεί που νομίζω ότι θέλω να πάω. 

Το τελευταίο άλμπουμ των Arctic Monkeys σου άρεσε;
Ναι. Μου αρέσουν όλα τα πρόσφατα άλμπουμ τους! Είμαι πάρα πολύ χαρούμενος που αυτά τα παιδιά έχουν το θάρρος να προχωράνε τον ήχο τους και να εντάσσουν τοπία στα οποία πολλοί θεωρούν ότι δεν είναι φυσιολογικό να περιφερόμαστε. Αυτό το παιδί ειδικά, ο τραγουδιστής τους, νομίζω ότι και με τους Last Shadow Puppets έδειξε ότι έχει μια πολύ πιο πλατιά αντίληψη από αυτήν που θα μπορούσαμε ίσως να περιμένουμε. Είναι σαφές ότι οι Arctic Monkeys πριονίζουν τον θρόνο τους για να μας πουν κάτι. Απεριόριστος θαυμασμός και απόλαυση. La musica! 

Ξέρω ότι αγαπάς πολύ τη φύση, τα δέντρα… 
Κοίτα, αυτό το φυσιολατρικό δεν έχει να κάνει στ’ αλήθεια με τα φυτά. Όταν λέω ότι μου αρέσουν τα παλιά, μεγάλα δέντρα, δεν εννοώ ότι μου αρέσει ο κορμός, ο φλοιός και τα φύλλα τους. Αν κάποια στιγμή αισθάνομαι ότι μπορώ περιγράφοντας τα δέντρα να πω κάτι, ας πούμε, για τους ηλικιωμένους που στέκονται μπροστά στην έξοδο, θα το κάνω. Όμως λατρεύω το αστικό τοπίο με τον ίδιο τρόπο που λατρεύω ένα ποτάμι. Δεν θέλω να ξεχωρίζω τίποτα. Θέλω να κοιτάζω άναυδος όλα τα τοπία. Το επείγον για μένα δεν είναι να διαλέξεις τι σου αρέσει. Το επείγον είναι να αισθάνεσαι ότι κάθε μέρα τα ανακαλύπτεις όλα εξαρχής. 

Θα έλεγες ότι είσαι περισσότερο άνθρωπος της μέρας ή της νύχτας; 
Μεγαλώνοντας κι εγώ, κάπως φυσιολογικά, μου αρέσει να ξυπνάω το πρωί. Τώρα, αν κάποιο βράδυ καταλήξω να κοιτάω την ανατολή, όπως πολύ συχνά κατέληγα παλιότερα, δεν νομίζω πως υπάρχει πρόβλημα. Αλλά όσο μεγαλώνω χαίρομαι να λέω: «Α, είναι ακόμα εννιά το πρωί και έχω ήδη προλάβει να ζήσω τη μέρα». Το απολαμβάνω, ναι. Σαν καλός μπάρμπας (γέλια).


Παύλος Παυλίδης: «Αισθάνομαι ότι διαρκώς παλεύω με τη μανιέρα μου»-1

Κι όμως είμαι ακόμα εδώ…

1973

«Μένω στην Πέτρου Ράλλη. Τα αυτοκίνητα κορνάρουν όλα μαζί, οι οδηγοί βγαίνουν στον δρόμο και κάνουν το σήμα της νίκης. Πέφτει η χούντα. Μπορεί να είναι και 1974, δεν είμαι σίγουρος. Θυμάμαι πάντως τα αυτοκίνητα να κορνάρουν και να μην καταλαβαίνω γιατί γίνεται όλο αυτό, γιατί τόσος κόσμος κάνει τόσο πολύ θόρυβο, γιατί είναι όλοι τόσο χαρούμενοι». 

1983

«Είμαι 19. Έχω περάσει στη Νομική στη Θεσσαλονίκη και ζω την πρώτη χρονιά της ελευθερίας μου. Έχω ένα δικό μου σπίτι και την κιθάρα μου. Γράφω τα πρώτα μου τραγούδια. Τις Συμμορίες της ασφάλτου, ας πούμε, τις έγραψα στο φοιτητικό μου δωμάτιο. Πριν από τα Μωρά στη φωτιά. Ναι. Έκανα τις Συμμορίες της ασφάλτου, που για μένα ήταν ένα πολύ σημαντικό κείμενο, γιατί με έπειθε ότι αξίζει τον κόπο να παρατήσω τη Νομική. Αισθάνθηκα ότι ο δρόμος μου ήταν αυτός». 

1993

«Ξυπνάω στις πεντέμισι για να πάρω το αστικό από την Τούμπα, να φτάσω στο Βαρδάρη, από το Βαρδάρη να πάρω δεύτερο αστικό λεωφορείο, ασφυκτικά γεμάτο, το οποίο με οδηγεί στο Καλοχώρι μόλις ξημερώνει. Φοβάμαι τα σκυλιά στους χωματόδρομους που πρέπει να διασχίσω ώσπου να φτάσω στην αποθήκη. Ξεφορτώνω νταλίκες με καλοριφέρ. Θυμάμαι το χέρι μου να κολλάει πάνω στο σίδερο του φορτηγού, όπως κολλάει το χέρι στον πάγο. Λίγο καιρό μετά, ο καταπληκτικός μου φίλος Τίτος Καργιωτάκης καταλαβαίνει ότι μάλλον κάτι έχω ετοιμάσει. Προσλαμβάνομαι ως ηχολήπτης στον Μύλο. Ταυτόχρονα ξεκινά η παραγωγή του πρώτου δίσκου από τα Ξύλινα Σπαθιά, ο οποίος κυκλοφορεί τον Δεκέμβρη». 

2003

«Είναι η εποχή που διαλύονται τα Σπαθιά. Καταλαβαίνω ότι περνάμε σε μια επόμενη φάση. Είμαι στην Αμοργό και φτιάχνω τα κομμάτια του Αφού λοιπόν ξεχάστηκα. Πάρα πολύ δύσκολη περίοδος και ταυτόχρονα πάρα πολύ όμορφη. Από τη μία διαλύεται το συγκρότημα, από την άλλη είμαι σε ένα νησί, στη μέση του πελάγου, με το στούντιό μου, το οκτακάναλο και την κονσόλα μου. Ζω αυτό που πάντα ονειρευόμουν: ότι είμαι κάπου στην ερημιά, όπου το σύννεφο μπαίνει από την κουζίνα και βγαίνει από την κρεβατοκάμαρα. Αυτή τη μαγεία που έχει το Αιγαίο στο καταχείμωνο και την πικρή γοητεία τού να αισθάνεσαι ξένος σε έναν τόπο και ταυτόχρονα να αισθάνεσαι πως μια καινούργια ρίζα δημιουργείται εκεί, λόγω όμως των πραγμάτων που φτιάχνεις και όχι κάποιας, ας πούμε, γενεαλογικής κληρονομιάς». 

2013

«Mένω πια στην Αθήνα και ετοιμάζω το Ιστορίες που ίσως έχουν συμβεί. Η πολυαγαπημένη μου μπάντα, που λέγεται B-movies, με συνοδεύει με ιδανικό τρόπο σε έναν δίσκο που νομίζω ότι είναι το peak αυτής της ομάδας. Θυμάμαι τη στιγμή που οι B-movies είναι στο στούντιο στη Νέα Σμύρνη και ετοιμάζονται να μπουν στο αυτοκίνητο να φύγουν για Θεσσαλονίκη, γιατί όλη η μπάντα τότε έμενε εκεί. Έφυγαν όλοι και έμεινα στο στούντιο μόνος. Τους φανταζόμουν να διασχίζουν την εθνική οδό, αισθανόμουν ότι αυτή ήταν μια σημαντική στιγμή της ζωής μου και έτσι έγραψα το τραγούδι Ελλάδα». 

2023

«Μπορώ να πω από τώρα ότι η πιο σημαντική στιγμή του 2023 είναι η δημοσίευση της συνέντευξής μας στο Κ (γέλια)».

Παύλος Παυλίδης: «Αισθάνομαι ότι διαρκώς παλεύω με τη μανιέρα μου»-2ΙΝFO → Το άλμπουμ Πέρα από τη Θάλασσα κυκλοφορεί στις 20/1 από τη United we fly, σε εξώφυλλο του Στέφανου Ρόκου. Η ομώνυμη μουσική παράσταση ανεβαίνει στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης από 1 έως 5 Φεβρουαρίου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT