Είδαμε την καλύτερη ταινία του κόσμου

Είδαμε την καλύτερη ταινία του κόσμου

Παρακολουθήσαμε στον κινηματογράφο ΑΣΤΟΡ την «Jeanne Dielman, 23 Quai du Commerce, 1080 Bruxelles» της Σαντάλ Ακερμάν, την καλύτερη ταινία του κόσμου, όπως την ανακήρυξε το περιοδικό Sight and Sound και γράφουμε τις εντυπώσεις μας και όσα εφόδια πήραμε από την προβολή της

3' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αρχές Δεκεμβρίου. Ανά δεκαετία, από το 1952, το μηνιαίο περιοδικό Sight and Sound, το οποίο συνιστά μια βίβλο για τους απανταχού σινεφίλ, απευθύνει κάλεσμα σε εκατοντάδες κριτικούς, ακαδημαϊκούς, διανομείς και καλλιτέχνες του κινηματογραφικού χώρου να επιλέξουν τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.

Από το 1962 μέχρι το 2012, ο «Πολίτης Κέιν» του Όρσον Γουέλς ανακηρύσσεται κάθε δεκαετία ως η καλύτερη ταινία όλων των εποχών. Το 2012, 191 από τους 846 κριτικούς αποφασίζουν πως το «Vertigo» του Άλφρεντ Χίτσκοκ αξίζει την πρώτη θέση της λίστας. Δέκα χρόνια αργότερα, 215 κριτικοί έναντι των 208 του «Vertigo» τοποθετούν στην κορυφή μια ταινία που γυρίστηκε από γυναίκα σκηνοθέτιδα και στην προηγούμενη εκδοχή της λίστας, είχε φτάσει στην 36η θέση.

Ποια είναι, λοιπόν, η «Jeanne Dielman», που μένει στην οδό «Quai du Commerce 23», στις Βρυξέλλες, με ταχυδρομικό κώδικα 1080, για την οποία τα πληκτρολόγια πήραν φωτιά και οι Νύχτες Πρεμιέρας διοργανώνουν προβολές της ταινίας στον κινηματογράφο ΑΣΤΟΡ που γίνονται sold out;

Η Ζαν Ντιλμάν είναι αποκύημα της φαντασίας της Βελγοεβραίας σκηνοθέτιδας Σαντάλ Ακερμάν. Η Ζαν (στον ρόλο, η Ντελφίν Σεϊρίγκ του «Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ») είναι χήρα. Ζει σε ένα διαμέρισμα στις Βρύξελλες με τον έφηβο γιο της (ο οποίος δεν πείθει καθόλου ότι είναι έφηβος). Βάζει το φαγητό στην φωτιά, λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι της πόρτας και δεχτεί τον πελάτη στο σπίτι της, καθώς είναι πόρνη. Τοποθετεί τα λεφτά σε μια σουπιέρα στην τραπεζαρία. Όταν αποχωρεί από κάθε δωμάτιο, σβήνει τα φώτα. Όταν έρχεται ο γιος της, στρώνει το τραπέζι μεθοδικά, ζεσταίνει τις σούπες στο μάτι της κουζίνας και ανταλλάζει δύο κουβέντες μαζί του. Του ανοίγει το κρεβάτι, τον καληνυχτίζει και την επόμενη μέρα, ξανά η ίδια ρουτίνα. Επανάληψη της επανάληψης. Τι μπορεί να πάει στραβά στην ρουτίνα μιας νοικοκυράς, σεξεργάτριας και μητέρας μέσα σε τρεις ώρες και είκοσι λεπτά που διαρκεί η ταινία; Τίποτα και πάρα πολλά.

Ο λόγος για τον οποίο βρέθηκα στο ΑΣΤΟΡ την περασμένη Κυριακή ήταν απλός: να παρακολουθήσω την καλύτερη ταινία όλων των εποχών. Για το hype. Δίχως να γνωρίζω τίποτα για την πλοκή της ταινίας, δίχως να έχω την γνώση του φεμινισμού που διαπερνάει τη φιλμογραφία και την ύπαρξη της Σαντάλ Ακερμάν (1950 – 2015), η οποία επινόησε τον όρο «male gaze (αντρικό βλέμμα)» για την εικόνα των γυναικών που δίνεται από άντρες κινηματογραφιστές, δίχως να ξέρω πόση υπομονή χρειάζεται να μην κλείσουν τα μάτια στο πρώτο εικοσάλεπτο της ταινίας.

Είδαμε την καλύτερη ταινία του κόσμου-1

Ο πρόλογος της Βάλιας Τσιριγώτη, κοινωνιολόγου με ειδίκευση στην ψυχική υγεία και τον πολιτισμό, ήταν εξαιρετικά κατατοπιστικός, απαραίτητος και επεξηγηματικός και σχετίζεται με την απόφαση της Ακερμάν να δημιουργεί ταινίες κλειστών χώρων. «Αυτό το ιδιωτικό για μια γυναίκα νοικοκυρά, όπως η Ζαν διαρρηγνύεται διαρκώς. Δεν υπάρχει προσωπικός χώρος για εκείνην, το σπίτι είναι ένα μέρος επιτέλεσης, μητρότητας, εργασίας, διαρκούς προσφοράς. Η Ακερμάν επιμηκύνει σκόπιμα τα πλάνα της και αφήνεται στη μεγάλη διάρκεια. Με αυτόν τον τρόπο χτίζει ένα χρόνο βιωματικό. Συνθέτει την ανθρώπινη κατάσταση. Είναι βέβαιο πως αναγνωρίζει τι θα προκαλέσει αυτό στο θεατή. Είναι βέβαιο πως αυτό θα προξενήσει και δυσφορία. Μοιάζει ακριβώς με ότι αιώνες τώρα καλείται να αντέξει μια γυναίκα που της επιβλήθηκε το σπίτι ως χώρος υποταγής».

Και όντως, προκαλεί μια δυσφορία. Όχι τόσο βαρεμάρα που φέρνει ύπνους, όπως μάλλον υπονοήθηκε δύο παραγράφους πάνω, αλλά ένα άβολο συναίσθημα που κάνει την θέαση σταδιακά ενοχλητική. Η Ζαν Ντιλμάν χτίζει με τις καθημερινές κινήσεις της μια αίσθηση καταπιεσμένης οργής. Μια οργή που μπαίνει κάτω από το χαλάκι της εξώπορτας, στο οποίο σκουπίζουν τα πόδια τους οι πελάτες της. Έχει φωνή, αλλά την ακούμε με το ζόρι. Σποραδικά, χωρίς σημαντικές λέξεις που μπορούν να φέρουν αλλαγή στο βίωμά και την ρουτίνα της με βατό τρόπο. Σαν να υπάρχει μια αύρα βίας στην ατμόσφαιρα, την οποία δεν ξέρω πώς να εξηγήσω και πώς να ερμηνεύσω. «Δεν ξέρεις, δεν είσαι γυναίκα», θα απαντούσε η Ζαν σε κάθε τέτοια ανημποριά. Όπως ακριβώς απάντησε στον γιο της, όταν της είπε: «αν ήμουν γυναίκα, δεν θα κοιμόμουν με κάποιον που δεν θα αγαπούσα».

Αν τύχει και παίζει κάποιος κινηματογράφος την ταινία της Ακερμάν, δοκιμάστε τον εαυτό σας. Προετοιμαστείτε και παρακολουθήστε την με καθαρό μυαλό. Σίγουρα δεν είναι η καλύτερη ταινία που έχετε δει ποτέ, επειδή το επιβεβαιώνουν πάνω από διακόσιοι κριτικοί. Το γούστο είναι πάντοτε υποκειμενικό. Αξίζει όμως να γίνει κατανοητή η φράση «δεν ξέρεις, δεν είσαι γυναίκα». Και μόνο με τη θέασή της μπορεί να εξηγηθεί και να αποσαφηνιστεί.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT