Σημειώσεις σοφίας από τους Ντίλαν και Ταραντίνο

Σημειώσεις σοφίας από τους Ντίλαν και Ταραντίνο

Σε ένα διάλειμμα από τις κανονικές τους δουλειές, δύο κορυφαίοι καλλιτέχνες της Αμερικής δοκιμάζονται ως συγγραφείς, αναλύοντας τραγούδια και ταινίες. Διαβάσαμε τα νέα τους βιβλία και κρατήσαμε σημειώσεις.

11' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Έλβις Πρίσλεϊ χαζεύει τα εξώφυλλα σε ένα δισκάδικο των ’50s. Είναι η πρώτη εικόνα που αντικρίζει κανείς ανοίγοντας το νέο βιβλίο του Μπομπ Ντίλαν, The Philosophy of Modern Song. Τοποθετημένη σε στρατηγική θέση, η φωτογραφία βάζει γκολ από τα αποδυτήρια, μεταφέροντας τον αναγνώστη σε μια συναρπαστική, παλλόμενη Αμερική, που σήμερα ζει μόνο ως ανάμνηση. Στις επόμενες σελίδες, ο πατέρας των μοντέρνων τραγουδοποιών καταθέτει 66 κείμενα για ισάριθμα τραγούδια που αγαπάει. Με κυμαινόμενη επιτυχία, αλλά αυτό ας το αφήσουμε για αργότερα. 

Ακριβώς δίπλα έχω το νέο βιβλίο του Ταραντίνο. Στο Cinema Speculation, ο σκηνοθέτης, που μιλάει για παλιές ταινίες με την ίδια όρεξη που οι παλιοί άνδρες διηγούνται ιστορίες από τον στρατό, θυμάται τα αμερικανικά φιλμ της παιδικής του ηλικίας. Όπως το Dirty Harry. Ή όπως το Joe του 1970, μια ταινία που πιθανότατα δεν γνωρίζεις, αλλά διαβάζοντας το εισαγωγικό κεφάλαιο θα θέλεις οπωσδήποτε να δεις. Πώς μου ήρθε να συνδυάσω τα δύο βιβλία σε ένα θέμα; Πρώτον, κυκλοφόρησαν την ίδια μέρα, 1 Νοεμβρίου. Δεύτερον, όπως ήδη υποψιαζόμουν προτού τα διαβάσω, στις σελίδες τους καθρεφτίζονται όψεις των Ηνωμένων Πολιτειών. Ας μη γελιόμαστε, η γέφυρα που συνδέει τους περισσότερους από εμάς με την Αμερική είναι οι ταινίες και τα τραγούδια της. Αγαπάμε το Μανχάταν λόγω Γούντι Άλεν. Έχουμε μια εικόνα της Καλιφόρνια μέσα από τους Red Hot Chili Peppers. Υπό αυτή την έννοια, η μουσική και το σινεμά αποτελούν ιδανικό έδαφος για να εξερευνήσουμε σε βάθος αυτή την ήπειρο, πολύ απλά γιατί έθεσαν τα θεμέλια της σχέσης που αναπτύξαμε μαζί της. 

Παππούς στο τζάκι

Η πρώτη έγνοια στο The Philosophy of Modern Song είναι η αναμενόμενη: Ποια τραγούδια έχει συμπεριλάβει ο Μπομπ Ντίλαν; Είναι ωραία; Τα ξέρουμε; Μια κρυάδα απογοήτευσης έρχεται με τη διαπίστωση ότι τα περισσότερα κυκλοφόρησαν τη δεκαετία του 1950. Το πιο παλιό, δε, έχει γραφτεί το 1849. Σε ποιο ακριβώς «μοντέρνο τραγούδι», λοιπόν, αναφέρεται ο τίτλος; Παρότι θα ήταν ενδεχομένως υποκριτικό και υστερόβουλο από μέρους του Ντίλαν να προσποιείται ότι καταλαβαίνει τους καλλιτέχνες που βγήκαν από τα ’70s και μετά, τα σχόλια για κομμάτια όπως το Pump it up του Έλβις Κοστέλο ή το London Calling των Clash αποτελούν ευχάριστες εκπλήξεις σε ένα βιβλίο που, κατά τα άλλα, δεν βρίσκει κανέναν λόγο να κρύψει την ηλικία του συγγραφέα του. Αυτό το παλαιικό στοιχείο μπορεί να είναι και θετικό και αρνητικό. Όπως το δει κανείς. Για μένα, π.χ., η ανάγνωση συνδυάστηκε με τα πρώτα κρύα. Λίγο η άψογη εικονογράφηση, λίγο η παλιομοδίτικη θεματολογία και γραφή, αισθανόμουν τον 81χρονο Ντίλαν σαν παππού που μου διαβάζει παραμύθια στο τζάκι – και έτσι πορεύτηκα. 

Μέσα στη λίστα υπάρχουν κομμάτια που σίγουρα ξέρεις (Blue Moon, Strangers in the night), αλλά και κομμάτια που δεν έχεις ακούσει ποτέ, όπως τo Νelly was a lady. Ο Ντίλαν το περιγράφει ως «το πιο στενάχωρο τραγούδι που γράφτηκε ποτέ». Ίσως υπερβάλλει, αλλά ποιος νοιάζεται; Oι καλύτερες στιγμές του βιβλίου είναι αυτές όπου η ψύχραιμη ματιά κάνει στην άκρη, για να περάσουν η αυθαιρεσία και το πάθος. «Είναι ιεροκήρυκας», διαβάζουμε για τον Λιτλ Ρίτσαρντ. «Σου λέει ότι κάτι συμβαίνει. O κόσμος θα καταρρεύσει». Και όλα αυτά με αφορμή το τραγούδι Tutti Frutti… Τι να πω; Ο Μπομπ Ντίλαν είναι, κάτι παραπάνω θα ξέρει. 

Έως έναν βαθμό το βιβλίο θυμίζει τη δορυφορική ραδιοφωνική εκπομπή Theme Time Radio Hour, που ο ίδιος παρουσίαζε μεταξύ 2006 και 2009. Μόνο που τούτη τη φορά είναι πιο ελεύθερος, πιο επιρρεπής στην πολυλογία, πιο αθυρόστομος και πιο πρόθυμος να τσαλακωθεί. Είναι επίσης πιο γέρος. Αυτό το τελευταίο ίσως εξηγεί πολλά. Γενικά, αν ψάχνεις λόγους να γκρινιάξεις, το The Philosophy of Modern Song θα σου τους δώσει. «Η μεγαλύτερη απογοήτευση», γράφει στο New Statesman η Βρετανίδα κριτικός Τζουντ Ρότζερς, «έγκειται στο γεγονός ότι το βιβλίο είναι βουτηγμένο στην τεστοστερόνη: 62 από τα 66 τραγούδια ερμηνεύονται από άνδρες» παρατηρεί, ενώ διερωτάται αν «ο 81χρονος τραγουδοποιός αποσκοπεί μέχρι και σήμερα στην πρόκληση». Ασφαλώς, σε ένα άρθρο που τιτλοφορείται Το πρόβλημα του Μπομπ Ντίλαν με τις γυναίκες αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι όποιος θέλει να προκαλέσει σήμερα, μπορεί να το κάνει με πιο απλούς τρόπους… Ο Ντίλαν δεν έχει ιδιαίτερο πρόβλημα με τις γυναίκες. Η εποχή του είναι που είχε το πρόβλημα. Από την άλλη, ακόμα και εγώ που τον αγαπάω και θα τον υπερασπιζόμουν σε κάθε λαϊκό δικαστήριο, τολμώ να πω ότι σε ορισμένα σημεία ένιωσα άβολα. «Η γυναίκα-μάγισσα είναι η άστεγη γυναίκα», γράφει με αφορμή το Witchy Woman των Eagles. «Αυτή με την κοσμοθεωρία –η προοδευτική γυναίκα– νεανική, φαντασιόπληκτη και αλλόκοτη. Η γυναίκα από το παγκόσμιο χωριό του πουθενά – καταστροφέας πολιτισμών, παραδόσεων, ταυτοτήτων και θεοτήτων. Tα χείλη του αιδοίου της είναι χαλύβδινη παγίδα και σε σκεπάζει με σκατά αγελάδας…». ΟΚ, σταματάω εδώ. 

Με μια σύντομη έρευνα διαπιστώνει κανείς ότι οι αναρίθμητοι φαν του Ντίλαν έχουν ανάμεικτα συναισθήματα για το βιβλίο. «Με τραβάει σε κάποια κεφάλαια κι ύστερα με πετάει έξω», γράφει ένας στις δημόσιες συζητήσεις του expectingrain.com. Η αλήθεια είναι ότι σε πολλά σημεία βαρέθηκα κι εγώ. Προφανώς, κανένας επιμελητής δεν είχε το θάρρος να πει στον ζωντανό θρύλο ότι το κειμενάκι για το τάδε τραγούδι θέλει κόψιμο, όμως αυτή η ανοχή λειτουργεί εις βάρος του αναγνώστη. Ακόμη, το βιβλίο μετά βίας δικαιώνει τη φράση «master class πάνω στην τέχνη και τη μαστοριά της τραγουδοποιίας» που συνοδεύει την προώθησή του. Το αληθινό masterclass, αν υπάρχει κάτι τέτοιο, είναι τα ίδια τα τραγούδια του Ντίλαν, που 60 χρόνια τώρα αναπνέουν δίπλα μας. 

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες βρήκα ορισμένες παρατηρήσεις. «Στην παλιά Αγγλία», μας λέει o Nτίλαν, «οι άνθρωποι ντύνονταν με κοστούμια και γραβάτες, ανεξαρτήτως του πόσο φτωχοί ήταν. Με αυτόν τον τρόπο ντυσίματος κάθε Άγγλος ήταν ίσος. Σε αντίθεση με την Αμερική, όπου τα μπλου τζιν, οι μπότες εργασίας και οι άλλες ενδυμασίες πρόβαλλαν μια καταφανή ανισότητα». Λίγο παρακάτω, αναλύοντας το Black magic woman των Σαντάνα, ομολογεί ότι στο χαρτί οι στίχοι δεν εντυπωσιάζουν. Σε συνδυασμό με τη μουσική, όμως, αποκτούν μια άλλη υπόσταση: «Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι αυτές οι λέξεις γράφτηκαν για το αυτί και όχι για το μάτι. Και όπως στην κωμωδία, όπου μια φαινομενικά απλή φράση μπορεί να μεταμορφωθεί σε αστείο μέσα από τη μαγεία της ερμηνείας, ένα ανεξήγητο πράγμα συμβαίνει όταν οι λέξεις φορμάρονται στη μουσική. Το θαύμα βρίσκεται στην ένωσή τους». 

Η άλλη αρετή του βιβλίου είναι η άλλοτε ρομαντική και άλλοτε καταγγελτική ανάγνωση του αμερικανικού αφηγήματος. Όπως στο σημείο όπου ο Ντίλαν αναφέρεται με επιείκεια στους επικηρυγμένους, τους περίφημους outlaws που ξέρουμε από τα γουέστερν. Ή όπως εκεί όπου μας συστήνει τον Τζον Τρουντέλ, έναν ινδιάνικης καταγωγής τραγουδοποιό με ακτιβιστική δράση. Το 1979, ο Τρουντέλ βρέθηκε επικεφαλής μιας διαδήλωσης με ανθρώπους διάφορων φυλών, κατά τη διάρκεια της οποίας έκαψε την αμερικανική σημαία. Το επόμενο πρωί, μια φωτιά «ύποπτης προέλευσης» ξέσπασε στο τροχόσπιτό του, σκοτώνοντας την έγκυο γυναίκα του, τα τρία τους παιδιά και την πεθερά του. «Η αντιμετώπιση των Ινδιάνων είναι ένα θέμα ξεχασμένο από καιρό στην Αμερική, ιδίως στα πρωτοσέλιδα», σημειώνει ο Ντίλαν. «Οι άνθρωποι που μιλάνε όλη την ώρα για τα πολιτικά δικαιώματα, τα δικαιώματα των γυναικών, των γκέι, των ζώων και λοιπά, χρειάζεται να ρίξουν μια ματιά σε αυτά που έχει κάνει η Αμερική στους ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονταν εδώ από την αρχή». 

Σημειώσεις σοφίας από τους Ντίλαν και Ταραντίνο-1

Ένα παιδί στις αίθουσες

Με το που διάβασα την τελευταία πρόταση του Ντίλαν, ξεκίνησα τον Ταραντίνο. Πιο απολαυστικός, αλλά και πιο ουσιαστικός. Το Cinema Speculation είναι το πόνημα ενός κριτικού, ενός κινηματογραφιστή που ξέρει τη δουλειά από μέσα, αλλά και ενός film geek. Είναι όλα αυτά μαζί. Στην εισαγωγή, ο συγγραφέας θυμάται τον 9χρονο εαυτό του μέσα σε κινηματογραφικές αίθουσες, με τη μητέρα του και τον εκάστοτε σύντροφό της. Σκεφτείτε το λίγο. Ένα παιδί μεγαλώνει χωρίς μπαμπά (ο Τόνι Ταραντίνο εγκατέλειψε την οικογένεια πριν από τη γέννηση του γιου του), παρακολουθώντας ταινίες δράσης, βίας και σεξουαλικής έντασης. Ανάμεσα σε αυτές και το Black Gunn. Ένα φιλμ που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ορισμός των Β-movies. Ο Ταραντίνο θυμάται ότι το παρακολούθησε όντας το μόνο λευκό παιδάκι σε μια τεράστια κινηματογραφική αίθουσα με περίπου 850 έγχρωμους θεατές, από τους οποίους οι 800 ήταν άνδρες. «Και πραγματικά, δεν ήμουν ποτέ ξανά ίδιος», σχολιάζει με ωραία, αγνή αμερικανική υπερβολή. 

Παρότι δεν του λείπει η καλλιτεχνική ματιά ή η ροπή προς τον στοχασμό, ο Ταραντίνο ξέρει καλά ότι το σινεμά είναι φτηνή λαϊκή διασκέδαση. Θέαμα. Δεν θα ξεχάσω αυτό που συνέβη στο θερινό σινεμά Άνεσις της οδού Κηφισίας κατά το τελευταίο εικοσάλεπτο της ταινίας Κάποτε στο Χόλιγουντ. Η ενέργεια στον χώρο ήταν λες και βλέπαμε συναυλία! Έχοντας ζήσει μια τέτοια εμπειρία σε προβολή ταινίας του, καταλαβαίνω ακριβώς τι εννοεί στο κεφάλαιο που αφιερώνει στον 86χρονο κριτικό Κέβιν Τόμας: «Aν δεν του άρεσε το Halloween και του κάθισε στο στομάχι, το δέχομαι», σημειώνει. «Θα ήταν ενδιαφέρον, όμως, να δούμε τι γνώμη θα σχημάτιζε ο Τόμας για το Halloween αν δεν το είχε δει σε μια πρακτικά άδεια αίθουσα προβολής, αλλά σε ένα σινεμά γεμάτο εφήβους που σφύριζαν, φώναζαν, ούρλιαζαν, γελούσαν και βασικά το καταδιασκέδαζαν, όπως συνέβη με τους περισσότερους από εμάς». Το βιβλίο του Ταραντίνο είναι σαν τις ταινίες του: έχει κάτι να δώσει τόσο στον σινεφίλ, όσο και στον τύπο που ερεθίζεται με τη βία, μιλάει χυδαία, γελάει με χοντράδες. 

Πόσο διαφέρουν αυτά τα δύο πρόσωπα; Μήπως τα εμπεριέχουμε και τα δύο; Στο «αυτί» της έκδοσης, πάνω από ένα μίνι βιογραφικό, ο Ταραντίνο ποζάρει με ένα πέτσινο μπουφάν της Πολεμικής Αεροπορίας. Όχι ακριβώς αυτό που περιμένεις από έναν σκηνοθέτη… Σου υπενθυμίζει όμως ότι είναι ένας άνθρωπος γεμάτος αντιφάσεις, ακριβώς όπως και η χώρα που τον ανέδειξε.

Καλλιτεχνικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Ταραντίνο είναι ένα «παιδί της αλλαγής». Στα τέλη των ’60s, την εποχή δηλαδή που το συγκεκριμένο βιβλίο θέτει ως αφετηρία του, μια νέα γενιά σκηνοθετών βγαίνει στο προσκήνιο. Στο λεγόμενο New Hollywood τον πρώτο λόγο έχει ο σκηνοθέτης, όχι το στούντιο. Παράλληλα, οι αμερικανικές ταινίες δράσης αντικαθιστούν τους καουμπόηδες με αστυνομικούς. «Ένα από τα πιο αξέχαστα τσιτάτα μοντέρνας ταινίας αυτής της περιόδου», σημειώνει ο Ταραντίνο, «ήταν εκείνο του Easy Rider: “Ένας άνδρας έφυγε ψάχνοντας την Αμερική και δεν τη βρήκε πουθενά”. Φοβερή φράση, αλλά δεν ήταν αλήθεια. Αν αποκρινόσουν στον Billy the Kid του Χόπερ ή στον Captain America του Φόντα αντί για τους άσχημους συντηρητικούς της καφετέριας, δεν χρειαζόταν να αναζητήσεις αλλού την αντιπροσώπευσή μας. Βρισκόταν στη μουσική, στις ταινίες, στην τηλεόραση και στα περιοδικά […]. Οι νέοι είχαν πάρει τα ηνία της ποπ κουλτούρας. Αν ήσουν κάτω των 35, αυτό ήταν θετικό. Όμως, αν ήσουν μεγαλύτερος, μπορεί και όχι». Όλα αυτά με αφορμή το Dirty Harry. Μια ταινία που στόχευε στους μεγαλύτερους ηλικιακά Αμερικανούς, οι οποίοι είχαν φτάσει στο σημείο να μην αναγνωρίζουν τη χώρα τους. Στην πιο εμβληματική σεκάνς, ο αστυνομικός Κλιντ  Ίστγουντ επεμβαίνει σε μια ληστεία τράπεζας συνεχίζοντας να μασάει το χοτ ντογκ του. «Αυτό που δίνει πολιτική χροιά στη σκηνή», σχολιάζει εύστοχα ο Ταραντίνο, «είναι το ότι οι τρεις ληστές ενσαρκώνονται από μαύρους». 

Το Cinema Speculation δεν γίνεται ποτέ βαρετό, ωστόσο σε κάποια σημεία κουράζει (είναι και 400 σελίδες). Πολλές ταινίες, πολλές λεπτομέρειες, πολλά τρένα σκέψης χωρίς προορισμό. Ανά διαστήματα ένιωθα ότι ο Ταραντίνο μιλάει για πράγματα που κανένας φίλος του δεν ενδιαφέρεται να ακούσει. Το θετικό είναι ότι δεν πέφτει ποτέ στην παγίδα της αγιογραφίας. «Παρότι αγαπάω το The Getaway του Πέκινπα», γράφει, «υπάρχουν ενοχλητικά ψεγάδια, για τα οποία ευθύνεται ο σκηνοθέτης». Ψεγάδια βρίσκει και στον Ταξιτζή του Σκορσέζε. Βασικά παντού. Το θάρρος που επιδεικνύει σχολιάζοντας ταινίες-σταθμούς δεν άφησε ασυγκίνητο τον κριτικό των New York Times, ο οποίος ξεκινάει το κείμενό του για το βιβλίο λέγοντας πως «οι περισσότεροι σκηνοθέτες θα προτιμούσαν να συζητήσουν τις επιδόσεις τους στο κρεβάτι από το να κρίνουν ο ένας τα φιλμ του άλλου». Ο Ταραντίνο αποτελεί εξαίρεση. Πιστεύω μάλιστα ότι η δίψα του να διορθώσει (λες και μπορεί) τα φιλμ που αγαπάει, είναι η ίδια δίψα που τον έσπρωξε να φτιάξει τα δικά του. Κατά τα άλλα, ο γνωστός εφηβικός ενθουσιασμός του διαποτίζει κάθε σελίδα του βιβλίου, όπως βέβαια και τις on camera συνεντεύξεις που έδωσε για την προώθησή του. Σε μία από αυτές περιγράφει πώς γνώρισε τη γυναίκα του. Είναι απόλαυση. Toν ακούς και θέλεις να ζήσεις. 

Γέλια & κουκούλες

Τελικά, έχουν κάτι κοινό οι δύο συγγραφείς; Προσωπικά, δεν μπορώ καν να τους φανταστώ στο ίδιο τραπέζι. Ο ένας είναι ενθουσιώδης, φωνάζει, βουίζει, γελάει δυνατά (έστω κι αν η χαρά του μοιάζει προσποιητή). Ο Ντίλαν, πάλι, αποφεύγει τους πάντες και τα πάντα. Κρύβεται κάτω από κουκούλες. Και όμως, αν ξέρεις πού να κοιτάξεις, υπάρχουν και ομοιότητες: Πρώτον, τόσο ο ένας όσο και ο άλλος έχουν κάτι ψυχαναγκαστικό στον τρόπο που μιλάνε. Δεύτερον, ως καλλιτέχνες, κατάφεραν να καινοτομήσουν μέσα από συνεχείς αναφορές και φόρους τιμής στο παρελθόν. Τρίτον, είναι και οι δύο φλύαροι. Ο ένας στους στίχους, ο άλλος στους διαλόγους. Τέλος, είναι δύο παιδιά λαϊκής καταγωγής που ανάγκασαν τον «σοβαρό» κόσμο να τους δεχτεί, χωρίς να προέρχονται από κανένα ακαδημαϊκό background. 

Τώρα που πέρασαν οι μέρες, τα δύο βιβλία μπλέκονται στο μυαλό μου. Μιλάνε μεταξύ τους. Υπάρχουν βέβαια και σημεία που όντως ενώνονται. Όπως εκεί όπου ο Ταραντίνο εκμυστηρεύεται ότι στην εφηβεία του περιφρονούσε εντελώς το ροκ των ’70s, προτιμώντας τη σόουλ και το ροκ εν ρολ των ’50s. Ή όπως εκεί όπου ο Ντίλαν παραθέτει (και βασικά αναπολεί) τα αγαπημένα του φιλμ. «Οι άνθρωποι λένε και ξαναλένε ότι θέλουν να κάνουν την Αμερική υπέροχη ξανά», γράφει. «Ίσως πρέπει να ξεκινήσουν από τις ταινίες». Το θέμα είναι ότι ο κόσμος πλέον βλέπει σειρές! Ακόμα και ο Ταραντίνο, ο νούμερο ένα λάτρης της μεγάλης οθόνης, εντός του 2023 θα στραφεί στη μικρή για μια σειρά οκτώ επεισοδίων. Άσχετο, θα μου πεις, όμως με κάνει να αισθάνομαι ότι ίσως τα δύο αυτά βιβλία νοσταλγούν κάτι που δεν υπάρχει, ερμηνεύοντας το σήμερα μέσα από το χθες. «Something is happening here and you don’t know what it is», λέει ο Ντίλαν σε έναν από τους πιο διάσημους στίχους του. Ο Ντίλαν έγραψε τον στίχο αυτόν σε ηλικία 24 ετών. Αποτιμώντας το βιβλίο του (το πώς βλέπει τις μοντέρνες γυναίκες ή τον τρόπο που αγνοεί οποιοδήποτε μουσικό ρεύμα εμφανίστηκε από τα ’80s και μετά), μπορώ να φανταστώ εκατομμύρια σημερινούς 24χρονους να του απευθύνουν τον ίδιο στίχο με έναν συνδυασμό αυθάδειας και μεγαλοσύνης.

Σημειώσεις σοφίας από τους Ντίλαν και Ταραντίνο-2
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT