Ένα σκυλί-προσφυγάκι στο τρένο από Γιουγκοσλαβία

Ένα σκυλί-προσφυγάκι στο τρένο από Γιουγκοσλαβία

Σε ένα ταξίδι στην εμπόλεμη Γιουγκοσλαβία, «έπεσε έρωτας» με την πρώτη ματιά στη θέα ενός τετράποδου που εξελίχθηκε σε πολύτιμο σύντροφο και συνοδοιπόρο.

2' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πριν από πολλά χρόνια, στις αρχές του 1998, οι συγκυρίες και η δουλειά με έστειλαν στη διαλυμένη, από τον πόλεμο που είχε ξεκινήσει επτά χρόνια πριν, Γιουγκοσλαβία. Ήταν χειμώνας και η πέμπτη σύρραξη, ο πόλεμος του Κοσόβου όπως βαφτίστηκε αργότερα, είχε μόλις ξεκινήσει.

Εκεί ήταν που πρωτοσυνάντησα τον κ. Τσούι. Δεν είχα σκοπό να ξαναπάρω σκύλο. Τουλάχιστον όχι όσο ήμουν υποχρεωμένος να ταξιδεύω, χωρίς προειδοποίηση ή προγραμματισμένη απουσία. Η τυχαία γνωριμία μας όμως εξελίχθηκε σχεδόν ακαριαία σε έναν κεραυνοβόλο έρωτα κινηματογραφικών προδιαγραφών.

Σε ένα σχεδόν ερημωμένο εκτροφείο, που βρέθηκα από λάθος οδηγίες, σε μια τιμή «το αφεντικό τρελάθηκε και τα πουλάει όλα» και με την εσωτερική ανάγκη να ανατρέψω αυτό το ψυχολογικό άχθος που προκαλεί η έκθεση στον παραλογισμό του πολέμου, δεν το σκέφτηκα καν. Πλήρωσα σε πολύτιμα δολάρια, έβαλα το κουτάβι σε ένα ψάθινο καλάθι και πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Με το τρένο.

Το τρένο της Γιουγκοσλαβίας ήταν το μόνο μεταφορικό μέσο που λειτουργούσε με κάποια συνέπεια, μέσα στο γενικό χάος του πολέμου. Εννοείται ότι, για να κινηθεί, οι μηχανοδηγοί έκαναν λαθρεμπόριο καυσίμων, τα μισά εισιτήρια κόβονταν στο μιλητό και κάποια επικίνδυνα δρομολόγια γίνονταν μόνο όταν είχε εξασφαλιστεί μια μορφή διαβατικής ασυλίας από τους μεν και τους δε του σιδηροδρομικού προσωπικού. Εννοείται επίσης ότι δεν μιλάμε για ένα τρένο, αλλά για πέντε: το πρώτο μέχρι το Βελιγράδι, το δεύτερο μέχρι τη Νις, το τρίτο ως τα Σκόπια, μετά Θεσσαλονίκη και τέλος Αθήνα.

Έχω ταξιδέψει αρκετά στη ζωή μου, έχω πετάξει με αεροπορικές εταιρείες που οι πιλότοι τους έφερναν περισσότερο προς τους πειρατές της Καραϊβικής, αλλά αυτό ήταν –μακράν– το πιο επεισοδιακό ταξίδι έως τώρα.

Με τρομερό κρύο παντού, τον συρμό να σταματάει κάθε 100 χιλιόμετρα, ύποπτους τύπους να ανεβοκατεβάζουν μπιτόνια με ντίζελ και δέματα χωρίς αποστολέα και παραλήπτη, ορδές Τσιγγάνων να κουβαλάνε (στο βαγόνι, μαζί τους) κότες, πρόβατα και κατσίκες και να καπνίζουν ασταμάτητα με σφαλισμένα παράθυρα, κι εγώ, στο επίκεντρο αυτού του ανθρωποκυκλώνα, με ένα σακίδιο στο ένα χέρι και ένα καλάθι με ένα μαύρο πλάσμα τεσσάρων κιλών στο άλλο, να αποκρούω προσφορές από μπαμπάδες που ήθελαν να αγοράσουν –σχεδόν με το ζόρι– το σκυλί «για τα δώδεκα παιδιά τους, που θα το αγαπάνε, να μην ανησυχώ» σε άχρηστα από τότε, πληθωριστικά από τον πόλεμο, δηνάρια!

Το σκυλί-προσφυγάκι που έφερα μαζί μου από την ισοπεδωμένη Γιουγκοσλαβία το λάτρεψα όσο κανένα άλλο τετράποδο στη ζωή μου. Αλλά μαζί του λάτρεψα και το τρένο. Το τρένο που αγαπάω ακόμα και ίσως να είμαι ο μόνος τρελός της γειτονιάς που στενοχωριέται με την υπογειοποίηση των γραμμών που περνάνε κάτω από το μπαλκόνι μου, γιατί δεν θα μπορώ πια να μετράω τα βαγόνια της νυχτερινής εμπορικής…

Αυτό ήταν το τρένο που εκτοπίστηκε, οριστικά πλέον, από τη μνήμη μου μετά το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών. Και είναι τόσο συγκριτικά ασήμαντη η δική μου απώλεια, που δεν τολμάω καν να την κουβεντιάσω. Μόνο να τη γράψω μπόρεσα. Για όσους καταλαβαίνουν.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT