Μήπως είστε «καιρόφιλοι»;

Μια ερωτική επιστολή στον «κακό καιρό» με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Μετεωρολογίας και μια προσέγγιση στην κουλτούρα των «καιρόφιλων».

11' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ας αρχίσουμε με μια μεγάλη (όσο και άβολη) αλήθεια: ο Μάρτιος δεν είναι ο πιο αγαπημένος μήνας για έναν Ελληνα «καιρόφιλο». Το γεγονός ότι η Παγκόσμια Ημέρα Μετεωρολογίας ορίστηκε να γιορτάζεται στις 23 Μαρτίου, μόλις δύο ημέρες μετά την έναρξη της εαρινής ισημερίας, φαντάζει κακόγουστο αστείο. Σαν να το σκέφτηκε επίτηδες ο διεστραμμένος νους κάποιου υψηλόβαθμου στελέχους του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, όταν εκείνη την ημέρα του 1950 τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη για τη δημιουργία του Παγκόσμιου Οργανισμού Μετεωρολογίας (WMO), ενός εξειδικευμένου οργάνου του ΟΗΕ σε θέματα κλίματος και καιρικών προβλέψεων. Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος, γιορτάζουμε την 23η Μαρτίου ως Παγκόσμια Ημέρα Μετεωρολογίας. 

Γιατί διεστραμμένος; Για τον απλούστατο λόγο ότι οι άνθρωποι που τους αρέσει να ασχολούνται με τον καιρό (κυρίως οι ερασιτέχνες, οι χομπίστες) ή απλώς όλοι αυτοί που λατρεύουν τον κακό καιρό βρίσκουν ενδιαφέρον κατά βάση στις δύο εποχές που μπορούν να τους «προσφέρουν» δράση: στο φθινόπωρο (που τους ανοίγει την όρεξη) και στον χειμώνα, τον «βασιλιά» του σπορ. 

Από αυτή την άποψη, ο Μάρτιος είναι για τον καιρόφιλο ό,τι ο Ιούνιος για έναν οπαδό ποδοσφαιρικής ομάδας: θα πρέπει να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι η «σεζόν» τελείωσε και πως έχει μπροστά του πέντε-έξι μήνες μετεωρολογικής «ξηρασίας». Θα ρωτήσετε (και θα έχετε δίκιο): Σταματάει ποτέ ο καιρός να έχει τις εκπλήξεις του τον Απρίλιο ή τον Μάιο ή ακόμα και μέσα στο (ελληνικό) καλοκαίρι; Όχι, φυσικά. Το 2003, στις 11 Απριλίου, είχε χιονίσει αρκετά έντονα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Αλλά ο Απρίλιος είναι πολύ κοντά στον Μάρτιο. Όσο απρόβλεπτες και εντυπωσιακές μπορεί να είναι μερικές καλοκαιρινές μπόρες, όσο επικίνδυνα μπορεί να εξελιχθούν ορισμένα μπουρίνια, όσο ανυπόφορος μπορεί να είναι ένας καύσωνας, τίποτα δεν μπορεί να απειλήσει το βασίλειο (και το μεγαλείο) του καιρού τον χειμώνα. Γι’ αυτούς τους τρεις μήνες ζει ο άνθρωπος που ξεροσταλιάζει νυχτιάτικα για μια νιφάδα, εστιάζοντας μανιωδώς το βλέμμα του στον γλόμπο της ΔΕΗ κάπου στην Πατησίων ή στους Αμπελοκήπους, για μια καλή βροχή κι ένα αναπάντεχο χιόνι στήθηκαν στην Παλαιολιθική εποχή του ίντερνετ οι πρώτες διαδικτυακές ομάδες και φόρουμ «καιρο-ψυχάκηδων», που ανέλυαν χάρτες, προγνωστικά μοντέλα, ατμοσφαιρικές πιέσεις, θερμοκρασίες ή τα περίφημα σημεία δρόσου για να απαντήσουν στο κρίσιμο ερώτημα της χρονιάς: θα το στρώσει στην Κυψέλη;

Ως «ένας από αυτούς», δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ: Γιατί για μερικούς από μας ο καιρός αποτελεί ένα τόσο σημαντικό κομμάτι της ζωής μας; Γιατί η υπόσχεση μιας «καλής» καταιγίδας μάς εξιτάρει σε αυτόν τον βαθμό; Γιατί η ανάμνηση μιας αναπάντεχης χιονόπτωσης μέσα στην πόλη συγκαταλέγεται στις πιο σημαντικές ολόκληρης της ζωής μας; Γιατί έχουμε την τάση να συνδέουμε σημαντικά γεγονότα με τον καιρό που τα συνόδευε; Γιατί μαραζώνουμε όταν παρουσιαστές στην τηλεόραση προαναγγέλλουν πανευτυχείς καλοκαιρία διαρκείας; Γιατί, τέλος πάντων, σε αυτή τη χώρα δεν μας υπολογίζει κανείς;

Στα καιροφιλικά φόρουμ

Η προσωπική μου εμπειρία λέει ότι ο κλάδος της ψυχολογίας έχει να συνεισφέρει (και πάλι) τα περισσότερα. Σπάνια θα βρεις καιρόφιλους που έχουν ένα μονοδιάστατο επιστημονικό ή επιστημονικοφανές ενδιαφέρον για τον καιρό. Η πλειονότητα δεν ενδιαφέρθηκε να σπουδάσει το αντικείμενο, η πλειονότητα δεν ενδιαφέρεται να εντρυφήσει στις δεκάδες παραμέτρους της μετεωρολογικής πρόγνωσης, οι οποίες εκτός των άλλων προϋποθέτουν και κάποιες βάσεις στη φυσική και στα μαθηματικά. Οι περισσότεροι είναι απλώς ικανοποιημένοι αν μπορούν να διαβάζουν στοιχειωδώς μετεωρολογικούς χάρτες και να έχουν πρόσβαση στα δύο βασικά προγνωστικά μοντέλα, στο ευρωπαϊκό ECMWF και στο αμερικανικό GFS, από το οποίο έχει προκύψει και η κλασική αντίδραση («δείτε το τελευταίο τρέξιμο του GFS για Αθήνα, τζίφος…») όταν τα πιο επικαιροποιημένα στοιχεία υποβαθμίζουν τις πιθανότητες για χιόνια στην Αθήνα, σκορπίζοντας απογοήτευση και θυμό στα καιροφιλικά φόρουμ, που στις μέρες μας κάνουν παιχνίδι κυρίως μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Facebook).
 
Επομένως, αν δεν είναι τα μαθηματικά και η φυσική, είναι ο ψυχισμός. Εκεί καταλήγουν πολλές έρευνες που επιχειρούν να σκιαγραφήσουν το ψυχολογικό προφίλ των ανθρώπων που αισθάνονται καλύτερα με τις πρώτες βροχές, το κλείσιμο στο σπίτι, την αλλαγή της ώρας, τις μεγαλύτερες νύχτες. Αν και υπάρχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά ή μοτίβα (εσωστρέφεια, συσχετισμός της έννοιας της ασφάλειας και της θαλπωρής με τον χώρο του σπιτιού την ώρα που έξω μαίνονται καταιγίδες και ανεμοστρόβιλοι, για παράδειγμα), φαίνεται ότι υπάρχει μια ποικιλία από ψυχολογικούς λόγους πίσω από τους οποίους μερικοί από μας νιώθουμε καλύτερα μια τυπικά χειμωνιάτικη μέρα. Ο εγκέφαλός μας λαχταρά αισθητηριακές εισροές, υποστηρίζουν διακεκριμένοι ψυχολόγοι. Από αυτή την άποψη, ο ήχος της βροχής ή μιας καταιγίδας μπορεί να κατευνάσει τις απαιτήσεις του εγκεφάλου, που στη συνέχεια μας ηρεμεί. Ο ήλιος, από την άλλη, δεν κάνει τίποτα για να μειώσει τη δίψα του εγκεφάλου μας για περισσότερη διέγερση. Υπάρχει επίσης το φαινόμενο του ροζ θορύβου, αν το έχετε ακούσει. 

Μήπως είστε «καιρόφιλοι»;-1
© Milos Bicanski / Getty Images / Ideal Image

Η γοητεία του ροζ θορύβου

Ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν ακούσει ή είναι εξοικειωμένοι με τον λευκό θόρυβο, ο οποίος μπορεί να βοηθήσει στον ύπνο, ο ροζ θόρυβος έχει συχνότητες που επιτρέπουν στους ήχους να αλληλεπιδρούν με το υποσυνείδητό μας, χωρίς να μας αποσπούν την προσοχή. Ο ροζ θόρυβος απαντάται συνήθως στη φύση: σκεφτείτε τα κύματα της θάλασσας που συνθλίβονται στην παραλία μια ημέρα με άστατο καιρό, τον άνεμο που περνά μέσα από τα φύλλα ενός δέντρου ή ακόμα τον καθησυχαστικό ήχο μιας ποτιστικής βροχής. Ο ροζ θόρυβος όχι μόνο ικανοποιεί την αισθητηριακή μας βουλιμία, αλλά είναι και μια πρώτης τάξεως «κουρτίνα» με τον έξω κόσμο· ακόμα κι όταν βρισκόμαστε στον έξω κόσμο. Δοκιμάστε να κάνετε μια καθημερινή σας διαδρομή με τα πόδια μια ηλιόλουστη μέρα και μια μέρα με βροχή. Στη δεύτερη περίπτωση οι αναπόφευκτες οχλήσεις από τη ζωή της πόλης θα σας φανούν πολύ λιγότερο «επιθετικές», γιατί παρεμβάλλονται ο ήχος και η αίσθηση της βροχής. Το συναίσθημα μεγαλύτερης ησυχίας και αυτοσυγκέντρωσης γίνεται ακόμα μεγαλύτερο όταν χιονίζει, η περίφημη σιγαλιά του χιονιού. Παρένθεση: Φαίνεται ότι καμία από αυτές τις έρευνες δεν έχουν πραγματοποιηθεί σε ελληνική πόλη, όπου κάθε σταγόνα βροχής (για να μη μιλήσουμε για τις νιφάδες του χιονιού) είναι σαν ένα αόρατο σύνθημα για περισσότερα νεύρα και επιθετικότητα. Πάντως, σε άλλες χώρες όπου ο κακός καιρός είναι ευκαιρία για περισυλλογή και αυτοσυγκέντρωση, οι άνθρωποι που αγαπούν τον κακό καιρό υποστηρίζουν ότι αισθάνονται πολύ πιο παραγωγικοί κατά τη διάρκεια των βροχερών ημερών.

Σε μια πιο φιλοσοφική διάσταση η εμμονή με τον «καλό καιρό» μοιάζει λίγο με την τοξικότητα της «θετικής σκέψης». Μια υποτιθέμενη μετεωρολογική «Γη της Επαγγελίας» όπου δεν θα βρέχει και δεν θα χιονίζει ποτέ δεν διαφέρει πολύ από τη «ζωή χαρισάμενη» που μας υπόσχονται οι ιεροκήρυκες του «όλα θα πάνε καλά». Στο τέλος, δεν μπορούμε παρά να μη θυμηθούμε τον υπέροχο Τζον Ράσκιν, που έχει γράψει: «Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κακός καιρός· μόνο διαφορετικές εκδοχές καλού καιρού».


Νίκο Γκίκα, γιατί χιονίζει πιο συχνά στην Αθήνα από ό,τι στη Θεσσαλονίκη;

→ Ο διαχειριστής της ιστοσελίδας umeteo.com απαντά σε εύλογες απορίες ελληνικού μετεωρολογικού ενδιαφέροντος.

Με τον Νίκο Γκίκα δεν έχουμε συναντηθεί ποτέ από κοντά. Έπεσα πάνω του στην αρχαϊκή εκδοχή της διαδικτυακής κοινότητας Hellasweather παραμονές ενός ιστορικού, όπως αποδείχθηκε, χιονιά για την Αθήνα, ανάμεσα στην Πρωτοχρονιά και στα Θεοφάνια του 2002. Ακολούθησε μια πλούσια σε καιρικά γεγονότα δεκαετία και με τον… καιρό εκτίμησα τον συνδυασμό ενθουσιασμού, γνώσης και επιστημονικής σοβαρότητας του 37χρονου, πλέον, Νίκου. Σπούδασε Γεωγραφία και μετέπειτα Προγραμματισμό στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, αλλά μέσα από τις σπουδές του επιδίωξε να ασχολείται πάντα με κάτι που έχει σχέση με τον καιρό. Του ζήτησα να κάνουμε μια κουβέντα πάνω σε παράδοξα και μύθους της ελληνικής μετεωρολογικής πραγματικότητας, με τη φιλοδοξία να απαντήσουμε σε φαινομενικά «εύκολες» ερωτήσεις. Ιδού το αποτέλεσμα:

Γιατί τα τελευταία χρόνια χιονίζει περισσότερο στην Αθήνα σε σχέση με τη Θεσσαλονίκη, που είναι γεωγραφικά πιο βόρεια;
Η Αθήνα τον χειμώνα έχει περισσότερες βροχές σε σχέση με τη Θεσσαλονίκη. Αυτό συμβαίνει διότι από τον Δεκέμβριο μέχρι και τον Μάρτιο οι επικρατούντες άνεμοι είναι οι βόρειοι/βορειοανατολικοί στο Αιγαίο, που σημαίνει ότι η Αττική λόγω θέσης δέχεται ευκολότερα την υγρασία και άρα τη δημιουργία νεφώσεων. Με άλλα λόγια, η Αθήνα σε έναν τυπικό χειμώνα έχει μεγαλύτερη «κατοχή μπάλας» και περισσότερες «ευκαιρίες» από τη Θεσσαλονίκη. Υστερεί όμως στη θερμοκρασία, με αποτέλεσμα οι ευκαιρίες που έχει να μην αξιοποιούνται πάντα! Τη Θεσσαλονίκη την προσεγγίζουν πολύ ευκολότερα οι παγεροί άνεμοι των Βαλκανίων, συνεπώς μπορεί να έχει μεν λιγότερες ευκαιρίες, αλλά αξιοποιούνται πολύ εύκολα, σαν να λέμε είναι πιο αποτελεσματική. Όταν λέμε «ευκαιρίες», εννοούμε τη διέλευση των συστημάτων. Κλιματολογικά μιλώντας, τα περισσότερα εξ αυτών διέρχονται νοτίως της Αθήνας και μόνο μια συγκεκριμένη τροχιά από το κεντρικό Ιόνιο προς τη Μαύρη Θάλασσα είναι αυτή που δίνει καλό υετό (και άρα χιόνια) στη Θεσσαλονίκη. Τα τελευταία χρόνια η συγκεκριμένη τροχιά εμφανίζεται όλο και λιγότερο στους χάρτες.

Γιατί, ενώ η χιονόπτωση στην Αθήνα δεν είναι στατιστικά σπάνια, οι δημοσιογράφοι λέμε κάπως δραματικά ότι υπάρχει περίπτωση να χιονίσει «ακόμα και στο κέντρο της Αθήνας»;
Αυτή την ερώτηση θα έπρεπε να την κάνω εγώ! Φυσικά αστειεύομαι. Σοβαρά μιλώντας, είναι μια καλή ευκαιρία να συζητήσουμε την περίεργη συμπεριφορά της Αθήνας σε σχέση με τα χιόνια. Στατιστικά μιλώντας, το κέντρο βλέπει χιόνι περίπου τέσσερις ημέρες τον χρόνο, αλλά η διακύμανση γύρω από αυτή την τιμή είναι μεγάλη. Υπάρχουν λοιπόν χειμώνες που δεν έχει χιονίσει ούτε μία φορά (π.χ. 2009-2010) και άλλοι που χιόνισε πάνω από 10 φορές, με τον κορυφαίο όλων το θρυλικό 1991-1992, όταν χιόνισε 19 φορές (κατ’ άλλους 17) και πρακτικά δεν έλαβε χώρα κανένα άλλο φαινόμενο! Μετά από αυτόν τον χειμώνα ήρθε μια δεκαετία (μέχρι το 2002) όπου το χιόνι σταματούσε στο Μαρούσι και σπάνια βλέπαμε κάποιες νιφάδες και μέσα στην Αθήνα. Τότε ήταν μάλιστα που χιόνιζε πολύ περισσότερο στη Θεσσαλονίκη. Ίσως από τότε να επικράτησε αυτή η έκφραση που έχει παραμείνει μέχρι τις μέρες μας. Γενικά πάντως, οι αρκετές ημέρες ηλιοφάνειας ακόμη και στην καρδιά του χειμώνα είναι χαρακτηριστικό του κλίματος της Αθήνας, οπότε το να χιονίζει ακούγεται κάπως περίεργο! Αυτή είναι όμως η Αθήνα!

Ισχύει ότι, αν δεν υπήρχε η Εύβοια, η Αττική θα κατέγραφε πολύ υψηλότερα ύψη χιονιού;
Μπορεί ο επικρατών άνεμος τον χειμώνα να είναι ο βόρειος/βορειοανατολικός, ο οποίος «κουβαλάει» και αρκετή υγρασία από το Αιγαίο, αλλά, για να φτάσει στην Αττική και δη στην Αθήνα, πρέπει να υπερπηδήσει δύο σημαντικές οροσειρές: την οροσειρά της Δίρφυος, με μέσο υψόμετρο που υπερβαίνει τα 1.000-1.100 μ. και μέγιστο τα 1.743 μ., και στη συνέχεια τα ημιορεινά τμήματα της ΒΑ Αττικής και κυρίως τους ορεινούς όγκους της Πάρνηθας και της Πεντέλης. Αυτοί οι ορεινοί όγκοι αφαιρούν ένα σημαντικό τμήμα της υγρασίας και γι’ αυτό το χιόνι δυσκολεύεται να φτάσει μέσα στην Αθήνα ή, όταν φτάνει, είναι ασθενέστερο με διαλείποντα χαρακτήρα. Υπάρχουν όμως εξαιρέσεις, όπως για παράδειγμα η κακοκαιρία «Ελπίδα» τον Ιανουάριο του 2022, όταν η εισβολή παρέκαμψε το εμπόδιο της Εύβοιας, καθώς ήρθε από τα βορειοανατολικά, γεγονός σπάνιο, ιδίως όταν συνδυάζεται με τόσο χαμηλές θερμοκρασίες. Υπάρχουν κι άλλες περιπτώσεις όπου τα εμπόδια των ορεινών όγκων βορειότερα μας δημιουργούν φαινόμενα εγκλωβισμού μέσα στο Λεκανοπέδιο, με χαρακτηριστικότερες όλων τον χιονιά του Ιανουαρίου 2002 αλλά και την κακοκαιρία «Μήδεια», τον Φεβρουάριο του 2021. Γι’ αυτούς τους λόγους, η πρόγνωση του χιονιού της Αθήνας είναι αρκετά δύσκολη υπόθεση.

Κατά πόσο έχει βάση αυτό που λέγεται, ότι όλα τα συστήματα στην Αττική μπαίνουν από τα δυτικά;
«Αν δεις να βρέχει στην Κούλουρη (Σαλαμίνα), περίμενε κι εδώ», λένε στη γειτονιά μου στην Ηλιούπολη. Γενικά τα συστήματα κινούνται από τα δυτικά προς τα ανατολικά, όμως όχι όλα. Για παράδειγμα, οι χιονιάδες που λέγαμε προηγουμένως μας έρχονται γενικά από τα βόρεια.

Ισχύει πως όταν έχει καλό καιρό η Ιβηρική χερσόνησος, εμείς στην Ανατολική Μεσόγειο μάλλον θα έχουμε κακοκαιρία και το αντίστροφο;
Ακριβώς έτσι. Καλός καιρός σημαίνει συνήθως και αντικυκλωνικές συνθήκες (δηλαδή υψηλές πιέσεις), ενώ όταν έχουμε κακοκαιρία επικρατούν συνήθως χαμηλότερες πιέσεις (υφέσεις). Όμως στην ατμόσφαιρα (όπως τελικά και στη ζωή) υπάρχουν δίπολα. Ένα χαμηλό βαρομετρικό (ή μια οικογένεια υφέσεων) συνδυάζεται πάντα με έναν αντικυκλώνα. Το μήκος των πλανητικών κυμάτων (κύματα Rossby) που ορίζει την απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών υφέσεων είναι τις περισσότερες φορές τέτοιο, ώστε τα δυτικότερα τμήματα της Ευρώπης να βρίσκονται στον καιρικό αντίποδα των ανατολικότερων. Ακριβώς το ίδιο παρατηρούμε και με την Αγγλία.

Έχω παρατηρήσει μια μικρή μετατόπιση των εποχών κατά περίπου έναν μήνα: ο χειμώνας δεν ξεκινάει πια τον Δεκέμβριο, αλλά κοντά στις γιορτές ή και τον Γενάρη. Αντίστοιχα το καλοκαίρι δεν ξεκινάει τον Ιούνιο, αλλά τον Ιούλιο και διαρκεί μέχρι τον Σεπτέμβριο. Συμμερίζεσαι αυτή την αίσθηση;
Ως αίσθηση ναι, αλλά ας μην ξεχνάμε πως η μνήμη μας είναι συνήθως επιλεκτική σε βάθος χρόνου. Εξ όσων έχω δει, αυτή η διαφορά δεν έχει ακόμη αποτυπωθεί στατιστικά, δηλαδή κλιματολογικά, κάτι που θα χρειαστεί τουλάχιστον 15 χρόνια για να το διαπιστώσουμε. Αυτό που όμως παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια είναι τα ανησυχητικά θερμότερα καλοκαίρια σε πολλές περιοχές του πλανήτη, ιδίως μάλιστα στους πόλους. Πολύ γενικά μιλώντας, αυτό καθυστερεί την ψύξη τους κατά τη χειμερινή περίοδο, η οποία έρχεται ετεροχρονισμένα. Αυτό οδηγεί συχνά σε βίαιες ψυχρές εισβολές στις αρχές της άνοιξης. 

Ένας καιρόφιλος μισεί τα καλοκαίρια ή δεν είναι έτσι;
Τα καλοκαίρια όπως έχουν καταλήξει να είναι τα τελευταία χρόνια, με το αστικό περιβάλλον να επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση, είναι πραγματικό βασανιστήριο. Μπορώ να σκεφτώ όμως και τα καλοκαίρια στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, την Εύβοια, όπου η δροσιά και το μελτέμι είναι τα κύρια χαρακτηριστικά. Σίγουρα η ενασχόληση με τον καιρό ατονεί, όμως είναι η περίοδος όπου μπορεί να εμφανιστούν εντυπωσιακές και συχνά επικίνδυνες καταιγίδες σε κεντρικές και βόρειες περιοχές της χώρας μας, αλλά και στην Αθήνα. Όσοι επιχειρούμε προγνώσεις και προσπαθούμε να ενημερώσουμε το κοινό, είμαστε πάντα σε εγρήγορση.

Γιατί έχουμε μελτέμια μόνο στο Αιγαίο;
Για να απαντήσω στην ερώτηση, θα πρέπει να αφιερώσω μερικές προτάσεις περιγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο δημιουργείται αυτός ο άνεμος. Το μελτέμι οφείλεται στη θέρμανση των περιοχών της Μέσης Ανατολής/νότιας Τουρκίας, που έχει ως αποτέλεσμα τις ανοδικές κινήσεις στην ατμόσφαιρα και την πτώση της πίεσης στη συγκεκριμένη περιοχή, διαδικασία που δημιουργεί το λεγόμενο «θερμικό» χαμηλό. Ο σχετικά ψυχρότερος αέρας από τα Βαλκάνια έρχεται να αντικαταστήσει τον θερμότερο και έτσι προκύπτουν τα μελτέμια. Ο άνεμος αυτός είναι επιφανειακός και δεν ξεπερνά τα 1.500-2.000 μ. ύψος, οπότε η οροσειρά της Πίνδου καθώς και η προέκτασή της στην Πελοπόννησο παίζουν τον ρόλο του «φράχτη». Αυτός είναι ο λόγος που τα μελτέμια σχεδόν ποτέ δεν επηρεάζουν τη δυτική χώρα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT