Δρομολόγια: Πλάνητες στην χώρα της Τοκάρτσουκ

Δρομολόγια: Πλάνητες στην χώρα της Τοκάρτσουκ

Με έμπνευση από τους «Πλάνητες» της βραβευμένης με Νόμπελ συγγραφέως Όλγκα Τοκάρτσουκ, μερικοί στοχασμοί για τη σημασία των ταξιδιών και τη νοσταλγική επιστροφή σε τόπους που κουβαλούν στοιχεία ρευστότητας, κινητικότητας και αυταπάτης.

2' 19" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είσαι ένας εξαφανισμένος άνθρωπος. Απουσιάζεις από ό,τι συμβαίνει γύρω σου. Βλέπεις τις ταμπέλες του αεροδρομίου για τερματικούς σταθμούς όπου παρκάρουν τις low-cost εταιρείες, μη και χαλάσει τη μόστρα των Boeing των αραβικών χωρών και των Airbus της Τουλούζης. Στέκεσαι μπροστά από τις οθόνες που αναγράφουν τις πύλες αναχώρησης και εξαρτάσαι μόνο από το όνομα του τόπου στον οποίο θα ταξιδέψεις. Αδιαφορείς τόσο, που στις δυόμισι ώρες που διαρκεί η πτήση ο αυχένας σου πιάνεται, επειδή δεν έχεις φουσκωτό μαξιλάρι να το βάλεις στον λαιμό, όπως οι άλλοι επιβάτες. Το σώμα σου είναι εκεί, αλλά το μυαλό σου είναι δυόμισι ώρες μπροστά, στο χρονικό σημείο που πατάς γη. Τότε θα αντιληφθείς τη ρευστότητα των εμπειριών στα ταξίδια και την αυταπάτη πως επιστρέφεις πίσω σε ένα σπίτι γεμάτο με στιγμές ανεπανάληπτες. Κανένα σπίτι, καμία στιγμή. Μόνο προσωπική μνήμη και εικόνες. 

Στην αίθουσα αφίξεων αναβιώνει η εικόνα ενός ζαλισμένου από την τσεχική μείξη βύνης και λυκίσκου εικοσάχρονου που χόρευε περιμένοντας τον αγαπημένο του. Σε αυτή τη γέφυρα ταχείας κυκλοφορίας το ποδήλατό σου είχε πάθει φούιτ (sic) και οι οδηγοί σταματούσαν σε απόσταση αναπνοής από πίσω σου με τα υδραυλικά τους φρένα. Νόμιζες ότι έχεις το τέρας να έρχεται από πίσω να σε καταπιεί με τα δόντια του προφυλακτήρα του. Κάποτε, έξω από εκείνη την εκκλησία με το μεταλλικό καμπαναριό, κόσμος συγκεντρωμένος κοιτούσε ένα σεντόνι απλωμένο και δεν τολμούσε να διασχίσει τις γραμμές του τραμ, οι οποίες ήταν γεμάτες κοκκινάδια. Δακρύβρεχτες εξομολογήσεις σε σοβιέτ δωμάτια, κρυφά φιλιά σε σοφίτες, βλέμματα γεμάτα νόημα σε σκοτεινές αίθουσες κινηματογράφων που τώρα ανακαινίζονται και γλίστρες στην πίστα ενός παγοδρομίου. Τώρα, μαζεύεσαι στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και προσπαθείς να κρυφτείς και να μη νιώσεις τη γεύση των δακρύων στα χείλη. Εκείνος ο εαυτός σου ήταν αυθεντικός. Δεν μπορείς να τον επινοήσεις σήμερα. 

Πέντε χρόνια μετά, κρατάς μια ανθοδέσμη στα χέρια. Δεν ξέρεις γιατί την πήρες. Θα μπορούσες να τη δώσεις στην κοπέλα που σε προσπέρασε κλαίγοντας. Απουσιάζεις όμως από το δράμα της, σε νοιάζει μόνο το δικό σου. Μπαίνεις με αυτή στο τραμ. Μια κοπέλα φτερνίζεται από τη γύρη. Σύντομα δεν θα φτερνίζεται πια. Πετάς το μπουκέτο με τα λουλούδια στο δέντρο μπροστά από το μέρος που κάποτε ήταν σπίτι. Εις μνήμην της ανάμνησης, της καλής ζωής. Κάπως κριντζ. Ντρέπεσαι λίγο, αλλά τουλάχιστον τώρα δεν μπορείς να κλάψεις πια. Τα τάματα δεν γνωρίζουν από αυταπάτες και διαρκείς κινήσεις. Μολαταύτα, παραμένουν ρευστά. Τώρα πια διαρκώς κινείσαι. Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Βελιγράδι, Τελ Αβίβ, Βρότσουαφ. Έχεις ένα κομμάτι ενός χάρτη που σου έχει καθίσει στον λαιμό και το σέρνεις ξημερώματα σε τοποθεσίες με δυσπρόφερτα ονόματα με πόδια τσακισμένα, η πολωνική γλώσσα δεν αποτυπώνεται με ακρίβεια στα ελληνικά. Μέχρι να φτάσεις σε μια γρανιτένια γέφυρα, πάνω από ένα ορμητικό ποτάμι. Το βήχεις και το ξερνάς. Τώρα πια δεν εξαρτάσαι από τους τόπους, αλλά δεν ζεις και σαν πλάνης.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT