Η Αμάντα Λιρ για τη ζωή, την καριέρα της, την Ελλάδα και την ταινία Daliland

Η Αμάντα Λιρ για τη ζωή, την καριέρα της, την Ελλάδα και την ταινία Daliland

Όλα όσα εξομολογήθηκε στο περιοδικό «Κ» η μούσα του Σαλβαδόρ Νταλί που υπήρξε βασίλισσα της ντίσκο και συνεχίζει να απασχολεί ως τραγουδίστρια, ζωγράφος, ηθοποιός και τηλεοπτική περσόνα.

15' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Μου άρεσε η τραχιά φωνή της Μελίνας Μερκούρη, αλλά κι εκείνη η απίστευτη ηθοποιός, η Ειρήνη Παπά. Την είχα γνωρίσει στη Ρώμη», μου λέει, σε ανύποπτο χρόνο, η Αμάντα Λιρ. Το πρώτο πράγμα που μου αναφέρει είναι ότι τον καλύτερό της φίλο, στο Παρίσι, τον λένε Παναγιώτη, όπως εμένα. Μου επισυνάπτει μια σέλφι που είναι μαζί. Πρόκειται για τον 24χρονο ηθοποιό και stand-up κωμικό Παναγιώτη Πασκό, που έχει το δικό του σόου στο Netflix, το Panayotis Pascot: Presque. Με πληροφορεί ότι τον φωνάζει Πάνα. Εγώ σκέφτομαι πως η φωνή της μοιάζει κάπως με της Μερκούρη. Θυμάμαι ότι το 1998 είχε πει στα ιταλικά (στην έναρξη του ριάλιτι σόου Il Brutto Anatroccolo) Τα παιδιά του Πειραιά. Η διασκευή της είχε τίτλο Nuda (Γυμνή). Δεν βγήκε ποτέ σε δίσκο. Όταν το προηγούμενο βράδυ τής έστελνα αίτημα στο Instagram της γι’ αυτή τη συνέντευξη, δεν περίμενα ότι θα ανταλλάσσαμε μηνύματα το επόμενο πρωί. Ήταν η κατάλληλη στιγμή, καθώς την είχα πετύχει στις διακοπές της.

Είναι τέλη Ιουλίου και τη ρωτάω πώς περνάει το καλοκαίρι της. «Μόλις τελείωσα μια ταινία με τον Ζαν Ρενό, το Maison de Retraite 2 (Γηροκομείο 2), σε σκηνοθεσία του Κλοντ Ζιντί του Νεότερου, και τώρα ξεκουράζομαι για μερικές ημέρες στο σπίτι μου στην Προβηγκία, είμαι κοντά στην Αβινιόν. Είναι πολύ όμορφα εδώ, αυτό το σπίτι το αγόρασα πριν από τριάντα χρόνια. Έχω ελιές και φτιάχνω το δικό μου ελαιόλαδο, για το οποίο είμαι πολύ περήφανη». Οι επαγγελματικές της υποχρεώσεις, όμως, δεν θα την αφήσουν για πολύ καιρό σε ησυχία. «Μέσα στον Αύγουστο ξεκινάω γυρίσματα για μια σειρά κι από Σεπτέμβρη για μία ακόμη ταινία. Γενικά, έχω πάρα πολλή δουλειά». Το 2023 είναι η χρονιά της μεγάλης επιστροφής της. Κάνει συνέχεια πράγματα, συζητιέται. Η αρχή έγινε όταν το Follow Me, μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της, ακούστηκε στο σποτ του Coco Mademoiselle της Chanel. Τον Απρίλιο επανακυκλοφόρησε το άλμπουμ της Let Me Entertain You. Το προώθησε με εμφανίσεις σε γαλλικά τηλεοπτικά σόου, ενώ παράλληλα είχε γυρίσματα και ολοκλήρωσε, όπως μου λέει, ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή και την καριέρα της για το HBO. Πολλοί είναι και όσοι τη θυμούνται ξανά –ή τη γνωρίζουν πρώτη φορά– βλέποντας το φιλμ Dalíland, που θα βγει σύντομα και στις ελληνικές αίθουσες. Αλλά γι’ αυτό θα μιλήσουμε στη συνέχεια.

Η Αμάντα Λιρ για τη ζωή, την καριέρα της, την Ελλάδα και την ταινία Daliland-1
Στο απόγειο της δόξας της, στις 30 Ιουνίου του 1982, κατά τη διάρκεια συναυλίας της στο λονδρέζικο KOKO, τότε γνωστό ως Κάμντεν Πάλας. Φωτογραφία: Morris/ Getty Images/ Ideal Image

Πριν γίνει βασίλισσα της ντίσκο

Δεν με ενδιαφέρει να ρίξω την παραμικρή σπίθα στη φωτιά που θρέφει το μέγα μυστήριο γύρω από το πότε και πού γεννήθηκε, σε ποια ή ποιες χώρες μεγάλωσε, από πού κρατάει η σκούφια της και τι φύλο τής αποδόθηκε κατά τη γέννησή της. Δεν υπάρχουν φωτογραφίες από την παιδική της ηλικία. Τη δεκαετία του 1970, σε συνέντευξή της στη γερμανική τηλεόραση, είχε πει πως οι γονείς της είχαν πεθάνει. Νομικά, είναι Γαλλίδα. Σε όλες τις άλλες γλώσσες που μιλά από την εφηβεία της –αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά και ιταλικά– ακούγεται στην προφορά της ένα γαλλικό αξάν. Όταν, δε, το 2006 ο υπουργός Πολιτισμού της Γαλλίας Ρενό Ντονεντιέ ντε Βαμπρ την παρασημοφόρησε με το μετάλλιο του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων, επιβεβαιώθηκε ότι το επώνυμό της είναι Ταπ ή Ταππ. Την ιστορία της ζωής της η ίδια δεν την αναφέρει πάντοτε με τον ίδιο τρόπο. Όσα, λοιπόν, γράφω κι εγώ στη συνέχεια ευθυγραμμίζονται με την πιο πρόσφατη εκδοχή του ποια είναι, σύμφωνα με την ίδια – άλλωστε, δεν έχει καμία σημασία τι λένε οι άλλοι. Σπούδασε Καλές Τέχνες, χωρίς να πάρει ποτέ πτυχίο. Μπήκε στον χώρο του θεάματος, προς τα μέσα της δεκαετίας του 1960, ως μοντέλο. Έκανε πασαρέλα και φωτογραφιζόταν για τη Μέρι Κουάντ, τον Καρλ Λάγκερφελντ, τον Πάκο Ραμπάν, τον Ιβ Σεν Λοράν, την Κοκό Σανέλ και άλλους σχεδιαστές, που οι οίκοι τους συνεχίζουν να γράφουν ιστορία. Τα νιάτα της τα χάρηκε, κυρίως, μεταξύ Παρισιού και Λονδίνου. Στη δεύτερη πόλη πήρε το επώνυμο με το οποίο έγινε αργότερα διάσημη – τέλεσε λευκό γάμο με κάποιον φοιτητή αρχιτεκτονικής ονόματι Μόργκαν Πολ Λιρ, για να αποκτήσει τη βρετανική υπηκοότητα, που θα της επέτρεπε να ρουφήξει ως το μεδούλι την μποέμ λονδρέζικη ζωή της εποχής του σουίνγκ.

Έκανε παρέα με την Τουίγκι και τους Beatles. Οι φωτογράφοι την απαθανάτιζαν με τον φακό τους στις εξόδους της, ως κοσμική παρουσία. Στα τέλη του 1966, έναν χρόνο μετά την ιστορική της συνάντηση με τον Σαλβαδόρ Νταλί, γνώρισε τον Μπράιαν Τζόουνς των Rolling Stones – γι’ αυτή γράφτηκε το Miss Amanda Jones. Ο αγαπημένος της πνίγηκε το 1969 στην πισίνα του. Θα έκανε τον κόσμο να μιλήσει πραγματικά για κείνη το 1973. Ο λόγος; Η φωτογραφία της, κανονικό έργο τέχνης, που κόσμησε το εξώφυλλο του άλμπουμ For Your Pleasure των Roxy Music. Εκτελώντας μια ιδέα του Μπράιαν Φέρι, με τον οποίο είχε τότε σχέση, πόζαρε φορώντας ένα εφαρμοστό, δερμάτινο φόρεμα, κρατώντας από το λουρί του ένα χαπακωμένο μαύρο πούμα. Μετά, μπήκε στην καρδιά του Ντέιβιντ Μπόουι, ενώ εκείνος ήταν παντρεμένος. Συνυπήρξαν σε ένα τηλεοπτικό σόου, ηχογράφησαν μαζί το ντουέτο Star, που δεν κυκλοφόρησε ποτέ, την ενθάρρυνε να μπει στη μουσική βιομηχανία, χώρισαν. Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1970, η Λιρ βρέθηκε να γράφει μια στήλη με κουτσομπολιά στο περιοδικό Tatler. Δεν είχε γίνει ακόμη επισήμως τραγουδίστρια. Ήταν it girl, μια εξωτική βερσιόν της Τζέρι Χολ.

Η Αμάντα Λιρ για τη ζωή, την καριέρα της, την Ελλάδα και την ταινία Daliland-2
Ο Ερνστ Φουκς, ο Σαλβαδόρ Νταλί και η Αμάντα Λιρ στα εγκαίνια του Μουσείου Νταλί στην πόλη Φιγέρες της Ισπανίας, τον Σεπτέμβριο του 1974. Φωτογραφία: D. Cittanova/ Getty Images/ Ideal Image

Ροκ σταρ στα άγρια ’70s;

Στέκομαι στην καριέρα της στη μουσική, που ξεκίνησε αφού είχε διαγράψει τον κύκλο της στη μόδα και την κοσμική ζωή. Την ενδιέφερε η ροκ. Η δισκογραφική της, όμως, την έπεισε να κάνει ντίσκο – ήταν της μόδας. Ο ερμηνευτικός της τρόπος, κάπου ανάμεσα στην απαγγελία και το τραγούδι, που θυμίζει το στιλ των σταρ του γερμανικού καμπαρέ, και η γαλλική προφορά της συνδυάστηκαν, κατ’ απαίτηση των παραγωγών της, με όσο πιο μπάσα φωνή γινόταν. Για να πιάσει, δε, τις χαμηλές νότες, έπινε ουίσκι και κάπνιζε στο στούντιο. Το πρώτο της άλμπουμ, I Am a Photograph, κυκλοφόρησε το 1977. Ξεχώρισε, συν τοις άλλοις, για τους στίχους που έγραψε η ίδια σε πολλά από τα τραγούδια, μπολιάζοντας την ντίσκο με σουρεαλισμό και ποίηση. Ο τίτλος ήταν μια αναφορά στο εξώφυλλο του άλμπουμ των Roxy Music. Είναι η εποχή που την κύκλωνε η φήμη ότι είναι τρανς. Παράλληλα –ω, τι τρολάρισμα– είχε διαδοθεί πως είναι από την… Τρανσυλβανία. Πλασαριζόταν ως σύμβολο του σεξ, προκαλούσε σκάνδαλα. Τη ρωτάω αν αγαπάει ιδιαίτερα κάποιο από τα τραγούδια του Let Me Entertain You, που περιλαμβάνει μερικά καινούργια τραγούδια, αλλά και άλλα πολύ γνωστά παλιά της, όπως το Follow Me, που έγραψε το 1978. «Μου αρέσει το More, ένα παλιό ιταλικό τραγούδι, πολύ μελωδικό, που πλέον λίγοι θυμούνται τον κλασικό σκοπό του». Πρόκειται για μία ακόμη διασκευή, στο υποψήφιο για Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού θέμα από την ταινία Σκυλίσια ζωή (Mondo Cane), του 1962.

Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάτι που να της λείπει από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, που συνέπεσαν με την ακμή της καριέρας της. «Η μουσική βιομηχανία έχει αλλάξει πάρα πολύ. Αυτά τα χρόνια ήταν συναρπαστικά. Όσο βασίλευε η ντίσκο, μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω περιοδείες σε όλο τον κόσμο, τραγουδούσα συνέχεια σε τηλεοπτικές εκπομπές. Ταξίδεψα από τη Νότια Αμερική μέχρι τη Ρωσία ή την Ιαπωνία, είχα έρθει και στην Αθήνα». Κάποια στιγμή μέσα στην άνοιξη ή το καλοκαίρι του 1980, οι πηγές μας αλληλοδιαψεύδονται, έδωσε μια συναυλία στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. «Πούλησα πάνω από 28 εκατ. δίσκους. Σήμερα, το σύστημα είναι άλλο. Ο κόσμος δεν αγοράζει πλέον δίσκους, ακούει μουσική στο Spotify», μου λέει χωρίς, στην ουσία, να απαντάει στην ερώτησή μου. Μέσα από πλατφόρμες όπως το Spotify, βέβαια, τη γνώρισε πιο εύκολα η νέα γενιά. Δεν είναι μόνο το Follow Me που κάνει ξανά επιτυχία μετά την προβολή του διαφημιστικού της Chanel. Πολλά από τα τραγούδια της συνεχίζουν να γοητεύουν, ίσως λόγω των πανέξυπνων στίχων τους: Το Queen of Chinatown, στο οποίο υμνεί μια βαρόνη του οπίου, το Enigma και το The Sphinx άντεξαν στον χρόνο.

Ποιες τραγουδίστριες λάτρευε όταν ξεκινούσε την πορεία της στον θαυμαστό κόσμο της μουσικής βιομηχανίας; «Πριν από λίγο καιρό πέθανε η απόλυτα αγαπημένη μου βασίλισσα της ροκ, η Τίνα Τέρνερ. Λυπήθηκα τρομερά. Ήταν φίλη μου, συναντιόμασταν. Από πάντα λάτρευα τη μαύρη σόουλ μουσική, όπως αυτή που έκαναν οι Supremes, ο Ότις Ρέντινγκ, η Αρίθα Φράνκλιν. Μου άρεσαν και κάποιες καλές λευκές τραγουδίστριες, όπως η Ντάστι Σπρίνγκφιλντ και η Πέγκι Λι». Σκέφτομαι για λίγο τη διασκευή της στο Fever, ενώ μου προσθέτει στη λίστα της τη Μερκούρη. Μετά τα ’80s συνέχισε να βγάζει δίσκους, όχι με ιδιαίτερη εμπορική επιτυχία, παρότι τους προμόταρε μέσα από την επόμενή της καριέρα: την παρουσίαση τηλεοπτικών σόου στην Ιταλία (τη στήριξε όσο κανείς ο Μπερλουσκόνι), στη Γαλλία και στη Γερμανία. Πριν από λίγες ημέρες ήταν γκεστ κριτής στο Drag Race France, ενώ το 2021 την είχαν προσεγγίσει οι Måneskin για να πει ντουέτο με τον Νταμιάνο Νταβίντ το Zitti e Buoni, που εκπροσώπησε την Ιταλία στη Γιουροβίζιον και κέρδισε. Δεν γνώριζε την μπάντα και αρνήθηκε την πρόταση, λόγω του ότι δεν θα πληρωνόταν. Το μετάνιωσε. Κράτησε επαφή όμως με το συγκρότημα και έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας συνεργασίας μαζί τους στο μέλλον.

Πέρα από τη μουσική, τις ταινίες, τις σειρές και τις τηλεοπτικές εμφανίσεις, κοινώς τις σόου μπίζνες μέσα από τις οποίες την αγάπησε ο κόσμος, τελευταία έχει αναπτύξει ένα πάθος και για το θέατρο. «Ως εμπειρία, είναι υπέροχο. Έπειτα από μερικούς κωμικούς ρόλους, υποδύθηκα στο τελευταίο έργο που ανέβασα την Τζόαν Κρόφορντ ηλικιωμένη, αλκοολική και ετοιμοθάνατη. Ήταν μια πρόκληση», μου λέει. «Απολάμβανα να είμαι πάνω στη σκηνή, το έργο είχε μεγάλη επιτυχία. Ένα βράδυ ήρθε και ο πρόεδρος Μακρόν, με τη σύζυγό του, την Μπριζίτ, να μας δουν και μετά με κάλεσαν σε δείπνο», μου λέει με περηφάνια. Συμπληρώνει ότι θα κάνει ξανά θέατρο τον χειμώνα. 

Η Λιρ και οι Νταλί

Εν αρχή ην, όμως, η alma mater: οι σπουδές της, έστω κι αν τις άφησε στη μέση. Στο Instagram, την παρακολουθώ να ανεβάζει συχνά φωτογραφίες με πίνακές της. Τη ρωτάω αν βρίσκει χρόνο για να εξασκεί την τέχνη της με όλα αυτά που κάνει. «Ναι, ζωγραφίζω πολύ. Την τελευταία μου έκθεση την έκανα στη Ζυρίχη, την επόμενη θα την κάνω στο Παρίσι, τον Οκτώβριο. Τη λατρεύω τη ζωγραφική. Ο Νταλί βέβαια έλεγε ότι δεν υπάρχουν καλές γυναίκες ζωγράφοι, μόνο άντρες. Ήταν αληθινός μάτσο, από την Ισπανία. Την ίδια στιγμή ήταν ο ορισμός της μαγείας». Με αυτή την ντρίμπλα φτάνουμε στη γνωριμία της με τον άνθρωπο που καθόρισε όσο κανείς τη ζωή της. Μία από τις αφορμές γι’ αυτή τη συνέντευξη, άλλωστε, είναι η ταινία Dalíland, στην οποία την υποδύεται η Αντρέα Πέτζιτς. Τη ρωτάω αν την είδε, καθώς στη Γαλλία έχει ήδη προβληθεί. Ο λόγος της γίνεται χείμαρρος. «Την είδα αυτή την απαίσια ταινία, είναι σκέτη καταστροφή. Αποτελεί μια προσβολή για τον αγαπημένο μου Νταλί, που υπήρξε μια ιδιοφυΐα. Δεν ήταν καθόλου τρελός. Ήταν πολύ πειθαρχημένος, είχε πλάκα. Επίσης, στην ταινία, που τη γύρισε μια Καναδέζα η οποία δεν γνώρισε ποτέ τον Νταλί, την Γκαλά, τη σύζυγο του Νταλί, την απεικονίζουν ως μια γυναίκα που είχε μανία με το χρήμα και τη βάζουν να ουρλιάζει σαν ηλίθια. Είναι τόσο κακή η εικόνα που φτιάχνουν γι’ αυτήν. Η Γκαλά λάτρευε τον άντρα της και υπήρξε μια συναρπαστική γυναίκα. Με αποδέχτηκε ισότιμα ως μέλος της οικογένειάς τους. Όσο για την κοπέλα που με “υποδύεται”; Φυσικά, δεν μου μοιάζει καθόλου. Αλλά αυτό είναι το πρόβλημα με τις βιογραφικές ταινίες που είναι αποτέλεσμα επινοήσεων. Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση, θα μπορούσαν να έρθουν και να με συμβουλευτούν. Εγώ υπήρξα εκεί, ήμουν μαζί με τον Νταλί για δεκαέξι χρόνια. Θα μπορούσα να τους πω πώς ήταν στην πραγματικότητα, πώς ζούσε, τι έτρωγε, τι έλεγε. Αυτοί όμως προτιμούν την επινόηση, κάτι που είναι βλακώδες».

Την είδα κι εγώ την ταινία. Το αν είναι πιστή στην πραγματικότητα δεν μπορώ να το γνωρίζω. Δεν μου άλλαξε τη ζωή, αλλά δεν βαρέθηκα παρακολουθώντας την. Η Μέρι Χάρον, η σκηνοθέτιδα που η Λιρ απαξιώνει, βρίσκεται, ανάμεσα στ’ άλλα, και πίσω από τη σκηνοθεσία του American Psycho – που δεν το λες κακή ταινία. Η Πέτζιτς, μια ανοιχτά τρανς γυναίκα με σημαντική πορεία ως μοντέλο, εξελίσσεται σε μάλλον κακή ηθοποιό. Δεν κατάφερε να μοιάσει σε τίποτα στη Λιρ. Δεν είχε τίποτα από τη σπινθηροβόλα και όλο φιλοδοξία λάμψη των ματιών της. Όσον αφορά την Γκαλά (1894-1982), που μεγάλωσε ανάμεσα σε διανοουμένους, με παιδική φίλη τη Μαρίνα Τσβετάγεβα, και την οποία ο Νταλί (1904-1989) γνώρισε όσο ήταν ακόμη παντρεμένη με τον Πολ Ελιάρ, στο φιλμ τη βλέπουμε να μορφάζει όταν βλέπει για πρώτη φορά τη Λιρ. Στη συνέχεια, τόσο εκείνη όσο και ο Νταλί παρουσιάζονται ως ψυχασθενείς. Ο Μπεν Κίνγκσλεϊ, πάντως, που υποδύεται τον Νταλί (στα φλάσμπακ, βλέπουμε τον Έζρα Μίλερ να τον ερμηνεύει νέο), βγαίνει κερδισμένος. Με τη μεταμόρφωσή του, δίνει ρέστα.

Η Αμάντα Λιρ για τη ζωή, την καριέρα της, την Ελλάδα και την ταινία Daliland-3

Οι Αντρέα Πέτζιτς (Αμάντα Λιρ),  Μπεν Κίνγκσλεϊ (Σαλβαδόρ Νταλί) και Μπάρμπαρα Σούκοβα (Γκαλά Νταλί), στην ταινία Daliland.

Μιλάει συχνά για τον Νταλί η Λιρ. Το 1984, πέντε χρόνια πριν από τον θάνατό του, είχε εκδώσει, με την έγκριση του Ισπανού σουρεαλιστή, το αυτοβιογραφικό Le Dalí d’Amanda (στα ελληνικά βγήκε το 1988, με τον τίτλο Ο δικός μου Νταλί, από τις εκδ. Τέχνη και Λόγος), στο οποίο περιέγραφε σε βάθος τη μεταξύ τους σχέση. Το βιβλίο επανεκδόθηκε το 2004, αναθεωρημένο, υπό τον τίτλο Mon Dalí και με αφιέρωση στην Γκαλά. Πολλοί πίστευαν ότι οι τρεις τους σχημάτιζαν ένα ερωτικό τρίγωνο, καθώς γύριζαν μαζί τον κόσμο, για δουλειές και για διασκέδαση. Η Λιρ επιμένει ότι η σχέση τους ήταν ενός «άμωμου γάμου». Υπήρξε ο πιο κοντινός και έμπιστος άνθρωπος του Νταλί, μετά την Γκαλά. Πόζαρε για πίνακές του, έκαναν ειλικρινείς κουβέντες. Αυτός τη συμβούλευε κι εκείνη τον έφερνε σε επαφή με τις τότε ακμάζουσες καλλιτεχνικές υποκουλτούρες στην τέχνη, στη μουσική, στη φωτογραφία και στη μόδα. Λέγεται ότι η Γκαλά τής είχε ζητήσει να τον παντρευτεί μετά τον θάνατό της. Ενδιαφέρον έχει και η πληροφορία ότι υπήρξαν σχέδια να γίνει μια ταινία για τον Νταλί βασισμένη στο δικό της βιβλίο. Στο περιοδικό Night, το 2002, η Λιρ αναφέρεται στη μνημειώδη απάντησή της στην Κλόντια Σίφερ, που ήταν υποψήφια για να την υποδυθεί, όταν το «γερμανικό θαύμα», αφού της είπε ότι της άρεσε το βιβλίο της, τη ρώτησε ποιος το έγραψε αντί για εκείνη: «Χαίρομαι που σου άρεσε. Εσένα ποιος σου το διάβασε;». 

Τη γνωριμία της με τον Νταλί την έχει αφηγηθεί άπειρες φορές. Συναντήθηκαν το 1965 σε ένα κλαμπ στο Παρίσι. Ήταν η εποχή που εκείνη σπούδαζε καλές τέχνες, δούλευε ως μοντέλο, ζούσε την μποέμ και άγρια ζωή της εποχής της. Ίσως να μην είχε περάσει καν από το μυαλό της ότι θα ταυτιζόταν τόσο πολύ με την ευρωπαϊκή σκηνή της ντίσκο και τα μεγάλα τηλεοπτικά σόου. Εκείνος της είπε ότι ήταν ο πιο όμορφος σκελετός που είχε δει ποτέ στη ζωή του, ότι είχε το πιο ωραίο κρανίο. Αυτή ήταν στη φάση «τι ακριβώς μου είπε;». Στη συνέχεια, έδεσαν. Η σχέση της με τον Νταλί και την Γκαλά λέγεται όμως ότι ψυχράνθηκε για κάποιο διάστημα, μετά το 1978, αφού η Λιρ, ενώ είχε ήδη μπει δυναμικά στη δισκογραφία, συνάντησε στην ντισκοτέκ Le Palace (το «παριζιάνικο Studio 54») τον αριστοκράτη Αλέν-Φιλίπ Μαλανιάκ ντ’Αρζάν ντε Βιλέλ (1951-2000), τον οποίο παντρεύτηκε τον Απρίλιο του 1979 στις ΗΠΑ. Έχει γραφτεί πως της ζήτησαν να ακυρώσει τον γάμο, αλλά εκείνη δεν έκανε πίσω. Με τον Νταλί, η Λιρ ήρθε πάλι πιο κοντά μετά τον θάνατο της Γκαλά.

Ο σύζυγός της ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση. Έχει καταγραφεί ως εραστής του «επιτυχημένου μεν, αμφιλεγόμενου δε» συγγραφέα Ροζέ Περεφίτ (1907-2000). Οι δυο τους γνωρίστηκαν και φέρονται να συνδέθηκαν ερωτικά κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων μιας ταινίας που το ομοερωτικό σενάριό της βασίστηκε στο βιβλίο του Περεφίτ Les Amitiés Particulières (Οι ξεχωριστές φιλίες). Εκείνος ήταν 12 ετών και έπαιζε στην ταινία. Ο Περεφίτ –που στα νιάτα του είχε υπηρετήσει ως γραμματέας στη Γαλλική Πρεσβεία της Αθήνας– ήταν 56. Μερικά χρόνια μετά τον υιοθέτησε ενώ, ως νεαρός, ο Μαλανιάκ ντ’Αρζάν ντε Βιλέλ άνοιξε το Le Bronx, ένα από τα πρώτα γκέι κλαμπ του Παρισιού, και μανατζάρισε τη Σιλβί Βαρτάν. Έξι εβδομάδες μετά τον θάνατο του Περεφίτ, ενώ η Λιρ βρισκόταν στην Ιταλία για τις ανάγκες του σόου της που άνοιγε με τη διασκευή των Παιδιών του Πειραιά, ο σύζυγός της, που δεν είχε ακόμη κλείσει τα 50, πέθαινε από εισπνοή καπνού, έπειτα από μια πυρκαγιά που ξέσπασε στη φάρμα τους, στο Σεντ Ετιέν ντι Γκρε, τότε τόπο μόνιμης κατοικίας τους. Πόσο ειρωνικό που ενώ τον Τζόουνς της τον είχε πάρει το νερό, τον Μαλανιάκ ντ’Αρζάν ντε Βιλέλ της τον πήρε η φωτιά.

Τα δάκρυα της Σφίγγας

Η Λιρ γύρισε στη Γαλλία εσπευσμένα. Τα σόου που είχαν γυριστεί προβλήθηκαν κανονικά, παρά το πένθος της, κάτι που προκάλεσε σκάνδαλο. Η ίδια συνέχισε να δουλεύει, για να ξεχαστεί. Μάλιστα, η πυρκαγιά κατέστρεψε, ανάμεσα στ’ άλλα, τους πίνακες που της είχε χαρίσει ο Νταλί. Στο τραγούδι της The Sphinx, από το άλμπουμ της Never Trust a Pretty Face, που κυκλοφόρησε το 1979, υπάρχουν οι στίχοι «μια Σφίγγα δεν μπορεί ποτέ να κλάψει και οι Σφίγγες δεν πεθαίνουν ποτέ». Δεν ξέρω γιατί εγώ αγαπάω τόσο αυτό το τραγούδι. Ίσως γιατί με γοητεύει το αίνιγμα της Σφίγγας. Ρωτώ τη Λιρ αν απολαμβάνει το αίνιγμα, το μυστήριο που συνοδεύει κάθε εκφορά του ονόματός της. «Ποτέ δεν θα καταλάβω γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν ότι είμαι μυστήρια. Είμαι απόλυτα φυσιολογικός άνθρωπος. Η ζωή μου συναρπάζει τον κόσμο επειδή ήμουν πηγή έμπνευσης για πολλούς μεγάλους καλλιτέχνες, όπως ο Ντέιβιντ Μπόουι, ο Σαλβαδόρ Νταλί, και σχεδιαστές μόδας όπως ο Ιμπέρ ντε Ζιβανσί, ο Τιερί Μιγκλέρ, ο Ζαν Πολ Γκοτιέ και άλλοι. Σε κάθε περίπτωση, νομίζω ότι είμαι απόλυτα αληθινή. Όπως οι περισσότεροι καλλιτέχνες, έχω πολλές πλευρές. Απολαμβάνω να είμαι αστεία, να επικοινωνώ με τους ανθρώπους, να εκπλήσσω τους ακολούθους μου. Δεν θέλω να τους κάνω να βαριούνται και γι’ αυτό προσπαθώ να ανανεώνω την εικόνα μου και να επανέρχομαι με νέες ιδέες και νέες δουλειές».

Επιστρέφουμε, νοερά, στην Ελλάδα. Στο ίντερνετ, εδώ και χρόνια κυκλοφορεί μια φωτογραφία που φαίνεται να την απεικονίζει με τον Νταλί στη Σάμο, το 1965, τη χρονιά που γνωρίστηκαν. Θα ήθελε να έρθει ξανά, μου λέει, για να συμμετάσχει σε κάποια ταινία. «Έχω υπέροχες αναμνήσεις απ’ όλες τις φορές που ήρθα. Από το θεϊκό φαγητό, τους φιλικούς ανθρώπους που γνώρισα. Παρ’ όλα αυτά, είχα κάνει μια εμφάνιση που δεν μου άρεσε καθόλου. Ήταν όλα πολύ πρόχειρα οργανωμένα και είχε υπερβολική ζέστη, ήταν μια κακή εμπειρία». Το ψάχνω. Πρόκειται για το Club 22, του 2005. «Είχα περάσει όμως πολύ ωραία το 2002, όταν με κάλεσαν για να παρουσιάσω τα καλλιστεία Mister Gay Greece, στη Μύκονο». Η φράση με την οποία κλείνει την κουβέντα μας, αφού μου εγκωμιάσει την Ειρήνη Παπά, μου μοιάζει λίγο ασυνάρτητη, αλλά μου αρέσει: «Ελπίζω μια μέρα η Ελλάδα, που είναι τόσο μοναδική χώρα, να με θυμάται, παρότι δεν είχα ποτέ μου  Έλληνα εραστή».

ΙΝFO Η ταινία Daliland θα βγει σύντομα στους κινηματογράφους, σε διανομή της Tanweer. Το reissue του άλμπουμ της Αμάντα Λιρ Let Me Entertain You είναι διαθέσιμο στο Spotify.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT