Το ζευγάρι πίσω από τους ταξιδιωτικούς οδηγούς Lonely Planet

Το ζευγάρι πίσω από τους ταξιδιωτικούς οδηγούς Lonely Planet

Πέρασαν 50 χρόνια από τότε που ο Τόνι και η Μόριν Γούιλερ, ένα νεαρό ερωτευμένο ζευγάρι, διέσχισαν όλη την Ασία με λίγα χρήματα και έγραψαν έναν ταξιδιωτικό οδηγό που θα αποτελούσε την αρχή της παγκόσμιας αυτοκρατορίας του Lonely Planet, αλλάζοντας για πάντα τον τρόπο που ταξιδεύουν οι νέοι.

17' 7" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το 1972, ένα νεαρό ζευγάρι επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο από το Χάργουιτς του Έσεξ, με τετρακόσιες λίρες στην τσέπη. Έξι μήνες αργότερα, όντες απένταροι, πεινασμένοι και εξαντλημένοι, έπιασαν στεριά σε μια παραλία στο απομακρυσμένο ακρωτήριο Νορθ Γουέστ Κέιπ της Αυστραλίας. Δεν το γνώριζαν, αλλά το ταξίδι που μόλις είχαν κάνει θα άλλαζε τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων.

Το ζευγάρι ήταν ο Τόνι και η Μορίν Γουίλερ και αυτό το ταξίδι έγινε το πρώτο βιβλίο της σειράς ταξιδιωτικών οδηγών Lonely Planet, με τίτλο Across Asia on the Cheap (Διασχίζοντας την Ασία με λίγα χρήματα). Το βιβλίο γράφτηκε με μια δανεική γραφομηχανή σε ένα υπόγειο του Σίδνεϊ και αρχικά διανεμήθηκε σε μόλις χίλια πεντακόσια αντίτυπα, αλλά δημιούργησε μια εκδοτική αυτοκρατορία που κυκλοφόρησε 150 εκατομμύρια οδηγούς, έδωσε δουλειά σε χιλιάδες ανθρώπους και τελικά πωλήθηκε για 130 εκατομμύρια λίρες, στο τέλος της δεκαετίας του 2000. Το πιο σημαντικό είναι ότι έδωσε σε γενιές νέων ανθρώπων τη γνώση και το θάρρος να ξεκινήσουν για μακρινές περιπέτειες, αλλά με τον καιρό ορισμένοι υποστηρίζουν ότι γέννησε ένα τέρας: ένα παλιρροϊκό κύμα ταξιδιωτών, οι οποίοι ταξιδεύουν οικονομικά και κατέκλυσαν μερικά από τα πιο όμορφα σημεία του κόσμου.

Το ζευγάρι πίσω από τους ταξιδιωτικούς οδηγούς Lonely Planet-1
Η Μορίν και ο Τόνι Γουίλερ 43 χρόνια μετά τον γάμο τους, ποζάρουν στον μονόλιθο του Ουλουρού στην Αυστραλία. (Φωτογραφία: Tony & Maureen Wheeler / Lonely Planet Images)

Το χίπικο μονοπάτι

Τον Οκτώβριο συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από την κυκλοφορία του πρώτου βιβλίου. Οι γκουρού του gap year [Σ.τ.Μ.: χρόνος που χρησιμοποιείται ως διάλειμμα από τις σπουδές] είναι τώρα παππούδες: ο Τόνι είναι εβδομήντα έξι ετών, η Μορίν εβδομήντα τρία. Έχουν μεγαλώσει όμορφα και οι μέρες των χόστελ και των φθηνών υπογείων έχουν περάσει προ πολλού. Στο ευρύχωρο λοφτ του σπιτιού τους στο Λονδίνο, μια βολική κατοικία που κάποτε ήταν στάβλος αρχοντόσπιτων στο Κένσινγκτον, αναλογίζονται την ανέμελη αυτοπεποίθηση που τους οδήγησε στο σήμερα.

«Είχαμε ακούσει για το “μονοπάτι των χίπι”: ξεκινούσε από την πλατεία Νταμ στο Άμστερνταμ και έφτανε μέχρι την Κατμαντού», διηγείται ο Τόνι. «Και σκεφτήκαμε ότι μπορούμε να το κάνουμε αυτό. Βλέπετε, ήμασταν μπούμερ». Τα ταξίδια ήταν ήδη στο αίμα του Τόνι. Γεννήθηκε στο Μπόρνμουθ, αλλά η δουλειά του πατέρα του ως διευθυντή αεροδρομίου σήμαινε μια παιδική ηλικία εν κινήσει: Πακιστάν, Μπαχάμες, Καναδάς και ΗΠΑ. Στην αυγή της δεκαετίας του 1970 βρισκόταν στο Λονδίνο, απόφοιτος με πτυχίο μηχανικού από το Πανεπιστήμιο του Γουόργουικ. Η Μορίν είχε μόλις έρθει από το Μπέλφαστ, με τη φιλοδοξία να γίνει αεροσυνοδός («δεν τα κατάφερα γιατί ήμουν πολύ μικρόσωμη – έπρεπε να είσαι 1,67 μ. και εγώ είμαι 1,57 μ.»). Γνωρίστηκαν σε ένα παγκάκι στο Ρίτζεντς Παρκ, παντρεύτηκαν έναν χρόνο αργότερα και αμέσως άρχισαν να κάνουν σχέδια για ένα μεγάλο ταξίδι.

Το ζευγάρι πίσω από τους ταξιδιωτικούς οδηγούς Lonely Planet-2
Ξέγνοιαστα μπάνια στις ακτές της Αυστραλίας (1974). (Φωτογραφία: Tony & Maureen Wheeler / Lonely Planet Images)

Το ζευγάρι πίσω από τους ταξιδιωτικούς οδηγούς Lonely Planet-3
Ένας από τους σταθμούς του «μονοπατιού των χίπι» είναι ο ποταμός Γάγγης, όπου ποζάρει η Μορίν Γουίλερ. (Φωτογραφία: Tony & Maureen Wheeler / Lonely Planet Images)

Αγόρασαν ένα μεταχειρισμένο μίνι βαν για πενήντα λίρες –«πήραμε το φθηνότερο αυτοκίνητο που μπορούσαμε», λέει η Μορίν, «επειδή, ως μηχανικός, ο Τόνι μπορούσε να το κρατήσει σε λειτουργία και, αν τελικά χαλούσε, θα μπορούσαμε να το αφήσουμε στην άκρη του δρόμου»– και πήραν το πλοίο για το Χουκ βαν Χόλαντ. «Διασχίσαμε την Ευρώπη μέχρι την Τουρκία και στη συνέχεια φτάσαμε μέχρι το Ιράν και το Αφγανιστάν. Πουλήσαμε το αυτοκίνητο στην Καμπούλ, ύστερα από τρεις ημέρες παζαρέματος, πήραμε τα σακίδιά μας και απλώς συνεχίσαμε». Τα μάτια του ζευγαριού λάμπουν καθώς θυμούνται. Δεν υπήρχαν κατάλληλοι οδηγοί για οικονομικούς ταξιδιώτες, ωστόσο δεν ταξίδευαν ακριβώς στα τυφλά. «Ξέραμε ότι θα βρίσκαμε τον δρόμο μας», τονίζει η Μορίν. «Συναντούσες ταξιδιώτες που έρχονταν από την άλλη πλευρά και σου έλεγαν πώς να πας από εδώ-εκεί ή πού βρίσκεται ένα καλό μέρος για να μείνεις. Οπότε κρατούσες σημειώσεις. Και ο Τόνι είναι ένας από καλύτερους στον κόσμο στο να κρατάει σημειώσεις».

Το ζευγάρι πίσω από τους ταξιδιωτικούς οδηγούς Lonely Planet-4
Η στιγμή της άφιξης στο Νορθ Γουέστ Κέιπ, μετά από ένα πολυήμερο ταξίδι στη θάλασσα (1972). (Φωτογραφία: Tony & Maureen Wheeler / Lonely Planet Images)

Το ζευγάρι πίσω από τους ταξιδιωτικούς οδηγούς Lonely Planet-5

Ταξίδι με τα παιδιά τους, Κίραν και Τάσι, στο Σαν Φρανσίσκο. (Φωτογραφία: Tony & Maureen Wheeler / Lonely Planet Images)

Στη γη της επαγγελίας

Μετά το Πακιστάν, την Ινδία, το Νεπάλ και τη νοτιοανατολική Ασία, έφτασαν στο Μπαλί, έχοντας ξοδέψει σχεδόν όλα τα χρήματά τους. «Εκεί συναντήσαμε έναν Νεοζηλανδό που είχε ένα γιοτ, ένα μονοκάταρτο ιστιοπλοϊκό έντεκα μέτρων, και χρειαζόταν ανθρώπους για να τον βοηθήσουν να το επιστρέψει και να δέσει στην Αυστραλία, επειδή ήταν η εποχή των κυκλώνων. Υποτίθεται ότι το ταξίδι θα διαρκούσε έξι ημέρες. Τελικά, κράτησε δεκαέξι ημέρες. Μας τελείωσε το φαγητό. Ξεμείναμε από καύσιμα. Μας τελείωσαν τα πάντα και μετά πέσαμε σε μια πολύ άσχημη καταιγίδα. Ήμουν τρομοκρατημένη. Τελικά, φτάσαμε στην Αυστραλία, αλλά ήταν μια παραλία στη μέση του πουθενά στο Νορθ Γουέστ Κέιπ. Υπήρχε ένας χωματόδρομος και αρχίσαμε να τον περπατάμε, όμως η πλησιέστερη πόλη ήταν 129 χιλιόμετρα μακριά. Δεν είχα δει ποτέ τέτοια απεραντοσύνη, ένα τόσο άδειο τοπίο. “Τι θα κάνουμε όταν σκοτεινιάσει;” ρώτησα τον Τόνι. Είπε ότι θα κοιμηθούμε στην άκρη του δρόμου. Αλλά υπήρχαν αράχνες και φίδια και ένας Θεός ξέρει τι άλλο. Δεν φαίνονταν καλά τα πράγματα».

Το ζευγάρι σώθηκε από ένα διερχόμενο συνεργείο οδοποιίας, κέρδισε τα τελευταία του δολάρια με δουλειές καθαρισμού και διάφορες άλλες του ποδαριού και κατέληξε στο Σίδνεϊ. «Υποθέσαμε ότι θα δουλεύαμε για τρεις μήνες και θα μαζεύαμε αρκετά χρήματα για να επιστρέψουμε στο Λονδίνο», σημειώνει ο Τόνι, αλλά όσοι τους συναντούσαν τους ρωτούσαν συνεχώς πώς είχαν κάνει το ταξίδι, τι συμβουλές είχαν, οπότε τους ήρθε η ιδέα να γράψουν ένα βιβλίο. «Δεν το είχαμε σχεδιάσει καθόλου, πριν συμβεί όλο αυτό. Αλλά σκεφτήκαμε, γιατί όχι;».

Έτσι, έμειναν στην Αυστραλία και άρχισαν να γράφουν τον οδηγό τα βράδια. Δεν είχαν γραφομηχανή, αλλά ο εργοδότης της Μορίν, η οποία δούλευε σε μια εταιρεία κρασιού, της επέτρεψε να δανειστεί την IBM Selectric του γραφείου, μια ογκώδη, παλιά γραφομηχανή που ζύγιζε περίπου δεκατρία κιλά. Την κουβαλούσαν μπρος-πίσω, για να μπορεί η Μορίν να πληκτρολογεί το χειρόγραφο στο διαμέρισμά τους. «Βρήκαμε έναν τύπο που είχε μια φθηνή επιχείρηση εκτύπωσης στο υπόγειό του – τότε υπήρχε μεγάλη δραστηριότητα στα υπόγεια του Σίδνεϊ», θυμάται ο Τόνι. Το ζευγάρι έδεσε τα βιβλία με ένα δανεικό συρραπτικό και τον Οκτώβριο του 1973 ήταν έτοιμα.

Το ζευγάρι πίσω από τους ταξιδιωτικούς οδηγούς Lonely Planet-6

Στιγμιότυπο από την Ινδία: ο Τόνι περπατάει στους πολυσύχναστους δρόμους της Καλκούτα (1997). (Φωτογραφία: Tony & Maureen Wheeler / Lonely Planet Images)

Το ζευγάρι πίσω από τους ταξιδιωτικούς οδηγούς Lonely Planet-7
Στιγμιότυπο από την Ινδία: η Μορίν φωτογραφίζεται βόρεια, στο Λάνταχ (1974). (Φωτογραφία: Tony & Maureen Wheeler / Lonely Planet Images)

Ένας ερασιτεχνικός οδηγός που άρεσε

Σύμφωνα με τα λόγια του Τόνι, το αποτέλεσμα ήταν «ένα πολύ ερασιτεχνικό βιβλίο. Σε μόλις ενενήντα έξι σελίδες σε πήγαινε από το Λονδίνο στην Αυστραλία. Ξεπετάξαμε την Ευρώπη σε μόλις δύο σελίδες. Το υπόλοιπο ήταν η Ασία και σου έδινε τις βασικές πληροφορίες: μπορείς να φας εδώ, εκεί υπάρχει ένα φθηνό και καθαρό μέρος για να μείνεις, εδώ είναι το σημείο όπου θα πάρεις το λεωφορείο, που θα περάσεις τα σύνορα. Θα είχα κρατήσει πολύ περισσότερες σημειώσεις αν πίστευα ότι θα έγραφα ένα βιβλίο γι’ αυτό. Συμπληρώσαμε όλες τις περιγραφές από όσα θυμόμασταν και με λίγο χρόνο έρευνας στη βιβλιοθήκη».

Μπορεί να ήταν κάτι υποτυπώδες, αλλά για εκατοντάδες δυνητικούς ταξιδιώτες που αναζητούσαν απεγνωσμένα πληροφορίες για το πώς να ακολουθήσουν το «μονοπάτι των χίπι», δεν υπήρχε σχεδόν κανένας ανταγωνισμός. Ο Τόνι πήρε ρεπό από τη δουλειά του στο μάρκετινγκ σε μια φαρμακευτική εταιρεία, για να προωθήσει αντίτυπα του βιβλίου στα τοπικά βιβλιοπωλεία. Την πρώτη εβδομάδα, αυτά τα βιβλιοπωλεία πούλησαν όλα τα χίλια πεντακόσια αντίτυπα. Το ζευγάρι συνειδητοποίησε ότι είχε κάτι στα χέρια του.

Αμέσως ξεκίνησαν την έρευνα για έναν άλλο οδηγό, αυτή τη φορά για τη νοτιοανατολική Ασία, μια περιοχή που το πρώτο βιβλίο προσπέρασε σε λίγες σελίδες. «Αυτή ήταν πολύ καλύτερη δουλειά, επειδή τη σχεδιάσαμε από την αρχή», επισημαίνει ο Τόνι. Και πήγε καλά στις πωλήσεις, οπότε το ζευγάρι άρχισε να προσλαμβάνει ανεξάρτητους συγγραφείς, για να βοηθήσουν στην έρευνα περισσότερων τίτλων, και σιγά σιγά γεννήθηκε μια εκδοτική ταυτότητα. Με τους πρωτάρηδες συγγραφείς να δημιουργούν ουσιαστικά ένα εντελώς καινούργιο εκδοτικό είδος, έπρεπε να μάθουν στην πράξη. Οι χάρτες ήταν ένα ιδιαίτερο πρόβλημα. Οι συγγραφείς έφτιαχναν τους δικούς τους και, σε περιοχές χωρίς αξιόπιστο υλικό, αυτό θα μπορούσε να είναι ρίσκο. «Έπρεπε κυριολεκτικά να σχεδιάσεις τους δρόμους», εξηγεί ο Τόνι. «Αν βγεις αριστερά από τον σιδηροδρομικό σταθμό, αυτό το ξενοδοχείο απέχει είκοσι βήματα – τέτοια πράγματα». Δεν ήταν όλοι οι συγγραφείς καλοί σε αυτό. «Είχαμε έναν που πολλές φορές δεν μπορούσε να ξεχωρίσει το αριστερά από το δεξιά».

Οι περισσότεροι χάρτες ξανασχεδιάστηκαν από τον Τζοφ Κράουθερ, έναν παθιασμένο ταξιδιώτη και συγγραφέα, ο οποίος έτυχε να έχει χάρισμα στην εικονογράφηση. Οι όμορφοι χάρτες του συγκρίνονταν με εκείνους της Μέσης Γης στον Άρχοντα των Δαχτυλιών του Τόλκιν. Όπως και εκείνοι, μπορούσαν περιστασιακά να είναι φανταστικοί, πιθανώς λόγω της τεράστιας όρεξης του Κράουθερ για κρασί και «μαγικά μανιτάρια».

Το ζευγάρι πίσω από τους ταξιδιωτικούς οδηγούς Lonely Planet-8
Η Μορίν παίζει με την προβοσκίδα ενός μικρού ελέφαντα στην Ταϊλάνδη (1974). (Φωτογραφία: Tony & Maureen Wheeler / Lonely Planet Images)

Το ζευγάρι πίσω από τους ταξιδιωτικούς οδηγούς Lonely Planet-9
Ο Τόνι επισκευάζει τη ρόδα της μηχανής του στα ενδότερα της αυστραλιανής επικράτειας. (Φωτογραφία: Tony & Maureen Wheeler / Lonely Planet Images)

Ανταλλαγές με ουίσκι

Υπήρχαν και άλλα ολισθήματα. Όταν δεν υπήρχε ξενοδοχείο σε μια πόλη, οι οδηγοί πρότειναν περιστασιακά πιο ανεπίσημες προτάσεις. Η Μορίν θυμάται μία που δεν λειτούργησε: «Γράψαμε κάτι όπως, “αν πάτε σε αυτό το σπίτι πλάι στο ποτάμι, τέσσερις πόρτες πιο κάτω, υπάρχει ένας καλός άνθρωπος που λέγεται Τζον και θα σας φιλοξενήσει σε καλή τιμή». Και κάναμε λάθος, δεν δέχτηκε κανέναν και δεν ήταν ευχαριστημένος με τους ανθρώπους που εμφανίζονταν στην πόρτα του». Τέτοια λάθη ήταν σχετικά σπάνια και το Lonely Planet έχτισε μια φήμη αξιοπιστίας. Αλλά ακόμη και έτσι, τότε υπήρχε κάτι ριζικά διαφορετικό και ανατρεπτικό στην προσέγγισή τους. Εκεί που άλλοι οδηγοί έγραφαν με σεβασμό για τα μεγάλα ξενοδοχεία, το Lonely Planet έλεγε στους άφραγκους backpackers πώς να μπουν κρυφά για να χρησιμοποιήσουν την πισίνα. «Πρέπει να θυμάστε ότι μιλούσαμε σε ανθρώπους σαν εμάς, που ήταν πραγματικά φτωχοί και ταξίδευαν με πολύ λίγα χρήματα», σχολιάζει η Μορίν. «Είχαμε μια μικρή αντιπαράθεση με τα ξενοδοχεία. Είχαν χτιστεί εκεί, καταλάμβαναν τεράστια έκταση και χρησιμοποιούσαν όλους αυτούς τους πόρους. Υπάρχουν κάποια πράγματα που κάναμε και για τα οποία λυπάμαι τώρα που είμαι μεγαλύτερη. Για τις πισίνες, δεν με απασχολεί τόσο πολύ, αλλά ντρέπομαι λίγο για τους τρόπους με τους οποίους λέγαμε στους αναγνώστες πώς να τρυπώσουν σε αξιοθέατα». Ο Τόνι διαφωνεί ριζικά: «Δεν το κάναμε ποτέ αυτό!».

«Νομίζω ότι το κάναμε μια φορά. Δεν είμαι σίγουρη», λέει η Μορίν. «Αλλά όπως και να ’χει, εκείνη την εποχή, ναι, υπήρχε ένα ανατρεπτικό στοιχείο. Το γεγονός είναι ότι λέγαμε στους ανθρώπους πώς να το κάνουν με τον φθηνότερο και ευκολότερο τρόπο. Και αυτό γινόταν συχνά –καλά, τακτικά– με τρόπους που παραβίαζαν κάποιους κανόνες».

Ο Τόνι θυμάται πώς ο οδηγός για τη Βιρμανία (σήμερα Μιανμάρ) έδειχνε στους αναγνώστες του πώς να παρακάμπτουν τις γελοίες κυβερνητικές συναλλαγματικές ισοτιμίες. Υπήρχαν δρακόντειες ποινές για την ανταλλαγή χρημάτων στη μαύρη αγορά, αλλά αυτές μπορούσαν να αποφευχθούν αγοράζοντας ένα μπουκάλι ουίσκι Johnnie Walker Red Label στην Μπανγκόκ και πουλώντας το στη Ρανγκούν δέκα φορές την αρχική τιμή του – ένα τέχνασμα που θα μπορούσε εύκολα να χρηματοδοτήσει το ταξίδι μιας εβδομάδας. «Αν οι κυβερνήσεις ήθελαν να κάνουν ηλίθια πράγματα, εμείς λέγαμε στους ανθρώπους πώς να τα παρακάμψουν», λέει ο Τόνι. «Αυτό το πράγμα με τα ουίσκι στη Βιρμανία είχε γίνει συνήθεια. Σε μια περίπτωση, νομίζω ότι ο τελωνειακός προσπάθησε να αγοράσει το ουίσκι από μένα, πριν περάσω από τον συνοριακό έλεγχο».

Φυσικά υπήρξαν και δύσκολες στιγμές στον δρόμο, συμπεριλαμβανομένης μιας νύχτας που αποκλείστηκαν στη ζούγκλα της Σουμάτρας, όταν η μοτοσικλέτα τους κόλλησε σε ένα λασπωμένο μονοπάτι. «Ήξερα ότι υπήρχαν τίγρεις, αν και μάλλον ήταν λίγες και απομακρυσμένες», εξηγεί η Μορίν. «Δεν είχαμε ποτέ μια εμπειρία κοντά στον θάνατο» προσθέτει ο Τόνι. «Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν. Τα ταξίδια είναι γεμάτα από ιστορίες τρόμου, όμως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν κινδυνεύσει να πεθάνουν. Ναι, αρρωσταίναμε μερικές φορές, αλλά όχι τόσο άσχημα. Κανείς μας δεν έπαθε ελονοσία».

Το ζευγάρι πίσω από τους ταξιδιωτικούς οδηγούς Lonely Planet-10
Ο Τόνι και η Μορίν κρατούν στα χέρια τους το πρώτο βιβλίο που έγραψαν, το οποίο αποτέλεσε τη βάση των ταξιδιωτικών οδηγών Lonely Planet. (Φωτογραφία: Fairfax Media / Getty Images/ Ideal image)

Το ρίσκο της Ινδίας

Καθώς η εταιρεία επεκτεινόταν τη δεκαετία του 1980, το ζευγάρι έκανε οικογένεια και έπαιρναν στα ταξίδια τα παιδιά τους, Τάσι και Κίραν, πριν καν πάνε στο σχολείο. «Όταν ήταν δύο και τεσσάρων ετών, τα πήραμε σε ένα τετράμηνο ταξίδι στη Νότια Αμερική με δημόσια μέσα μεταφοράς. Πήγαμε στην Αφρική και κατασκηνώσαμε παντού, γυρίσαμε την Αυστραλία. Όταν άρχισαν να πηγαίνουν σχολείο, είχαν πάει σε όλες τις ηπείρους, εκτός από την Ανταρκτική».

Σιγά σιγά άρχισε να διαμορφώνεται μια πιο επαγγελματική κατάσταση, με περισσότερους ελεύθερους επαγγελματίες συγγραφείς και ένα βασικό γραφείο σε ένα εγκαταλελειμμένο κατάστημα σε μια κακόφημη γωνιά της Μελβούρνης. Είχε επιτυχία, κατά κάποιο τρόπο, αλλά σε μικρή κλίμακα, ήταν ένα εξειδικευμένο προϊόν για backpackers. Αυτό άλλαξε το 1981, όταν κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος Lonely Planet, ένας άκρως επιτυχημένος οδηγός 700 σελίδων για την Ινδία.

«Αυτό ήταν το δέκατο όγδοο ή το δέκατο ένατο βιβλίο μας, οπότε ξέραμε τι κάναμε πια, αλλά η Ινδία ήταν ένα τεράστιο κομμάτι από μόνη της. Η Ινδία ήταν μεγάλη. Ξέραμε ότι δεν μπορούσαμε να το κάνουμε μόνοι μας. Έτσι, πήραμε έναν συγγραφέα να κάνει τον Βορρά, έναν άλλο τον Νότο και εμείς κάναμε το κομμάτι στη μέση». Ήταν ένα τρομακτικά φιλόδοξο έργο – ένας λεπτομερής, εμπεριστατωμένος οδηγός για μια χώρα των, τότε, επτακοσίων εκατομμυρίων ανθρώπων. Για το μεγάλο ποσό των χιλίων δολαρίων για έξοδα κίνησης που πήρε ο καθένας, οι συγγραφείς χρειάστηκαν τέσσερις μήνες ώστε να ερευνήσουν τις αναθέσεις τους, επέστρεψαν και «άρχισαν να γράφουν. Λάβαμε χίλιες πεντακόσιες σελίδες, τις οποίες περιορίσαμε. Συνολικά ήταν μια τεράστια επένδυση για εμάς και ποντάραμε τα πάντα σε αυτήν. Αν δεν είχε πετύχει, πιθανότατα θα μας είχε διαλύσει».

Δούλεψε. Κατά την πρώτη κυκλοφορία του το India: A Travel Survival Kit (Ινδία: Ένα ταξιδιωτικό κιτ επιβίωσης), πούλησε πάνω από 50.000 αντίτυπα, ενώ οι εκδόσεις του έχουν πουλήσει συνολικά περισσότερα από δύο εκατομμύρια αντίτυπα. Τα οικονομικά ταξίδια αυξάνονταν εκθετικά, το φαινόμενο του μεταβατικού χρόνου χωρίς σπουδές είχε αρχίσει να απογειώνεται και το Lonely Planet είχε γίνει η βίβλος του backpacker. Τα λεφτά εισέρρευσαν και τις επόμενες δύο δεκαετίες, το μικρό εγχείρημα των Γουίλερ έγινε ένα παγκόσμιο εμπορικό brand με πεντακόσιους υπαλλήλους και γραφεία σε τρεις ηπείρους.

Το ζευγάρι πίσω από τους ταξιδιωτικούς οδηγούς Lonely Planet-11
Ταξιδιωτικός οδηγός για την Ινδία. (Φωτογραφία: Tony & Maureen Wheeler / Lonely Planet Images)

Χαμογελάστε, ήρθε η παγκοσμιοποίηση

Με αυτή την επέκταση, ήρθε μια αντίφαση. Όλος ο σκοπός της εταιρείας ήταν –για να παραθέσω ένα από τα σλόγκαν της– να βοηθήσει τους αναγνώστες να βρουν τους πιο άγνωστους δρόμους στα ταξίδια τους. Αλλά η επιτυχία της εξασφάλιζε ότι εκατομμύρια άνθρωποι ταξίδευαν σε αυτούς. Καθώς οι ταξιδιώτες με το σακίδιο και οι gappers που έκαναν διάλειμμα από τις σπουδές τους κατέκλυζαν την Ασία, κρατώντας τους οδηγούς, οι προορισμοί άρχισαν να αλλάζουν.

Τα ήσυχα ψαροχώρια μετατράπηκαν σε τουριστικούς κόμβους γεμάτους σκουπίδια και, από το Παχαργκάντζ στο Δελχί μέχρι τον δρόμο Χάο Σαν στην Μπανγκόκ, ολόκληρες συνοικίες αφοσιώθηκαν στην εξυπηρέτηση των τουριστών, καθώς έγιναν απαραίτητες στάσεις στη διαδρομή Banana Pancake [Σ.τ.Μ.: μια διαδρομή που διασχίζει χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας]. Σύμφωνα με τα λόγια της ταξιδιωτικής συγγραφέως Τζούλια Μπάκλεϊ, κάποιοι άρχισαν να βλέπουν το Lonely Planet ως «το χαμογελαστό πρόσωπο της παγκοσμιοποίησης, τη μοντέρνα εκδοχή των McDonald’s, με κάθε οδηγό να συμβάλλει στην καταστροφή του πολιτισμού που υποτίθεται ότι εξυμνεί».

Η Μορίν δεν το δέχεται αυτό. «Εκδημοκρατίσαμε τα ταξίδια και ήταν μια δύναμη για το καλό. Προηγουμένως, οι νεαροί δυτικοί δεν είχαν πραγματική αντίληψη του ευρύτερου κόσμου γύρω τους, ότι δηλαδή υπάρχουν τόσο πολλές διαφορετικές κουλτούρες και έθιμα. Εγώ σίγουρα δεν το ήξερα. Τα ταξίδια κάνουν τον κόσμο μικρότερο και λιγότερο άγνωστο, γεγονός που μπορεί να αφαιρεί ένα μέρος του μυστηρίου, αλλά δεν μπορείς να βάλεις την κουλτούρα σε ένα βαζάκι και να πεις, “δεν είναι υπέροχο;”. Θα αλλάξει. Μπορεί να μη σας αρέσει ο τρόπος που αλλάζει, αλλά, αν κοιτάξτε τη Βρετανία τα τελευταία πενήντα χρόνια, έχει μεταμορφωθεί. Αναμένουμε ότι με κάποιον τρόπο οι Ταϊλανδοί δεν θα είχαν αλλάξει, αν δεν είχαμε πάει εκεί; Είναι πολύ συγκαταβατικό να πιστεύουμε κάτι τέτοιο. Ναι, δεν μου αρέσει η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη σε ορισμένα μέρη, αλλά αυτή είναι δική τους απόφαση, όχι δική μας».

«Νομίζω ότι ο χρόνος του διαλείμματος από τις σπουδές είναι κάτι θαυμάσιο», προσθέτει ο Τόνι. «Τα ταξίδια έχουν μια μοναδική αξία όταν είσαι νέος. Αυτή η πρώτη εμπειρία τού να κάνεις πράγματα μόνος σου είναι πολύ πιο πολύτιμη όταν το κάνεις με λίγα χρήματα. Τώρα, έχουμε το πρόβλημα του υπερτουρισμού και η εύκολη λύση σε αυτό είναι ότι απλά χρεώνεις τους ανθρώπους περισσότερο. Επομένως, μόνο οι πλούσιοι επιτρέπεται να ταξιδεύουν; Διαφωνώ απόλυτα με αυτό». Ακόμη, παραμένει ευθύς και ειλικρινής σε ένα άλλο ηθικό δίλημμα: πρέπει να ταξιδεύετε σε χώρες με καταπιεστικά καθεστώτα;

To Lonely Planet προκάλεσε αντιδράσεις όταν δημοσίευσε οδηγούς για τη Βιρμανία, με τη σκληρή στρατιωτική χούντα της, αλλά το ζεύγος λέει πως ο λαός της Βιρμανίας ήταν πρόθυμος να υποδεχθεί τους τουρίστες και, μάλιστα, έκανε ελέγχους προσωπικά για να διασφαλίσει ότι τα καταλύματα που συνιστούσαν ανήκαν σε ντόπιους και όχι στην κυβέρνηση. «Εξακολουθώ να πιστεύω ότι αυτή η προσέγγιση ήταν σωστή», τονίζει ο Τόνι, αλλά υπάρχουν μέρη που δεν θα επισκεπτόταν τώρα, όπως η Σαουδική Αραβία.

Οι επικριτές μπορεί να αντιδρούσαν για ζητήματα ηθικής, όμως κανείς δεν μπορούσε να διαφωνήσει με το επιχειρηματικό μοντέλο. Για τριάντα χρόνια, το Lonely Planet κυριάρχησε στα οικονομικά ταξίδια, πολιτιστικά και εμπορικά. Εκατοντάδες ανεξάρτητοι συγγραφείς αποστέλλονταν σε όλο τον κόσμο. Η Μορίν παρέμεινε κυρίως στη Μελβούρνη, μεγαλώνοντας τα δύο παιδιά τους και επιβλέποντας την εταιρεία, ενώ ο Τόνι εξακολουθούσε να ταξιδεύει, ερευνώντας τους δικούς του οδηγούς, κάνοντας επιμέλεια σε άλλους πριν από τη δημοσίευση και δουλεύοντας πάνω σε βιβλία και άρθρα (η ταξιδιωτική του γραφή σε πρώτο πρόσωπο είναι διασκεδαστική, υποβλητική και πολύ υποτιμημένη).

Ο Tόνι πλήρωνε τον εαυτό του «έναν καλό εξαψήφιο μισθό». Τα φθηνά ταξίδια είχαν αποδειχθεί πολύ προσοδοφόρα για τους Γουίλερ. Το πόσο επικερδής ήταν η επιχείρηση επιβεβαιώθηκε το 2007, όταν την πούλησαν στο BBC Worldwide. Η συμφωνία ήταν πολύπλοκη, αλλά το BBC News ανέφερε ότι η αξία της ήταν 130 εκατομμύρια λίρες, με το μεγαλύτερο μέρος της να πηγαίνει στους Γουίλερς. Η πώληση συνέβη ακριβώς τη στιγμή που το Διαδίκτυο είχε αρχίσει να υπονομεύει την αγορά των οδηγών και έξι χρόνια αργότερα το BBC την πούλησε κατά 80 εκατομμύρια λίρες λιγότερο.

Το ζευγάρι πίσω από τους ταξιδιωτικούς οδηγούς Lonely Planet-12
Ταξιδιωτικός οδηγός για το Νεπάλ. (Φωτογραφία: Tony & Maureen Wheeler / Lonely Planet Images)

Τι κάνουν σήμερα οι ταξιδιώτες;

Το brand, που τώρα ανήκει στον αμερικανικό όμιλο μέσων ενημέρωσης Red Ventures, συνεχίζει να πολεμά, αλλά με περισσότερες ταξιδιωτικές συμβουλές σε κάθε smartphone από όσες θα μπορούσαν να περιέχονται σε οποιονδήποτε οδηγό, η επιρροή είναι πολύ μειωμένη. Ακριβώς όπως οι πληροφορίες στο Lonely Planet βοήθησαν στον εκδημοκρατισμό των ταξιδιών, το Διαδίκτυο (και το TripAdvisor) έχει καταστήσει τους οδηγούς περιττούς με τον εκδημοκρατισμό των πληροφοριών.

«Είμαι περήφανος γι’ αυτό που κάναμε», λέει ο Τόνι. «Χαίρομαι όταν άνθρωποι μου λένε: “Με ωθήσατε να πάω λίγο πιο μακριά” ή “πήγα σε αυτό το μέρος, επειδή με εμπνεύσατε”. Αυτό είναι υπέροχο, είμαι πολύ χαρούμενος με αυτό». Όμως, συνεχίζει, «οι μέρες της δόξας έχουν περάσει». «Όπου και να πήγαινες, όλοι είχαν έναν οδηγό Lonely Planet», προσθέτει η Μορίν. «Εμένα και τον Τόνι μας αναγνώριζαν, ήταν τεράστια υπόθεση. Υπήρχε μια στιγμή. Και την εκμεταλλευτήκαμε. Και τώρα χάθηκε».

Πού βρίσκονται σήμερα, λοιπόν, οι πιο σημαντικοί backpackers του κόσμου; Το ζευγάρι μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα σε σπίτια στο Λονδίνο και στη Μελβούρνη, αλλά κατά τα άλλα η Μορίν ταξιδεύει ελάχιστα: «Μόνο για να δω φίλους ή όπερα». Πρόσφατα πήγε στο Μανάους της Βραζιλίας, όπου μια αξιοσέβαστη όπερα βρίσκεται αταίριαστα μέσα στο τροπικό δάσος του Αμαζονίου.

Ωστόσο, ο Τόνι φαίνεται ανήσυχος καθώς η συζήτησή μας φτάνει στο τέλος της. Να κάθεται δύο ώρες σε μια καρέκλα σαφώς δεν του ταιριάζει. Έχει ήδη επισκεφθεί είκοσι χώρες το 2023, ταξιδεύοντας από τη Μελβούρνη στο Λονδίνο μέσω Νότιας Κορέας, Ιαπωνίας, Καναδά και ΗΠΑ. «Έχω μπει σε τρένα σε δώδεκα χώρες, κάτι που είναι λίγο γελοίο. Αλλά δεν νομίζω ότι η όρεξη για ταξίδια θα εξασθενήσει. Εξακολουθώ να το απολαμβάνω». «Χρειάζεται να ταξιδέψει», λέει στοργικά η Μορίν. «Δεν τον νοιάζει πού πηγαίνει, αρκεί να κινείται».

Με εκατομμύρια στην τράπεζα, μπορεί να αντέξει οικονομικά πεντάστερα ξενοδοχεία, αλλά είναι ευτυχισμένος να περνάει σκληρά, «όταν δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Πρόσφατα πέρασα από τα νησιά του Βόρειου Σολομώντα και έφτασα σε ένα νησί που φαινόταν να μην έχει κανένα μέρος για να μείνω. Είχα το παλιό Lonely Planet που έγραφε: “Πήγαινε στην εκκλησία και ζήτα τους το κλειδί για τον ξενώνα τους”. Το έκανα και δούλεψε. Κανείς δεν είχε μείνει για έναν μήνα. Κόστιζε εξήντα λεπτά τη βραδιά. Υπήρχαν μερικές δυσκολίες, αλλά όλα ήταν μια χαρά».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT