Σίμος Κακάλας: «Θέλουμε μια Ντίσνεϊλαντ με χλαμύδες»

Σίμος Κακάλας: «Θέλουμε μια Ντίσνεϊλαντ με χλαμύδες»

Μια κουβέντα με τον σκηνοθέτη και ηθοποιό για την ανάγκη αυτογνωσίας όπως θίγεται στον Οιδίποδσ Τύραννο, αλλά και για τις έννοιες της ιερότητας και της παράδοσης, με αφορμή τα πρόσφατα «σκάνδαλα» της Επιδαύρου.

7' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα χρονικά όρια ήταν πολύ σφιχτά. Ο Σίμος Κακάλας θα βρισκόταν στην Αθήνα μόνο για μία ημέρα –ένα απόγευμα συγκεκριμένα– για να κάνουμε τη φωτογράφιση και τη συνέντευξη, με αφορμή τη δική του σκηνοθετική προσέγγιση στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή. Την επομένη θα έφευγε πάλι με τον θίασο για τον ερχόμενο σταθμό της περιοδείας τους. «Έτσι γίνεται;» τον ρωτάω. «Οι σκηνοθέτες ακολουθούν την ομάδα σε κάθε πόλη;» «Έχω κρατήσει έναν μικρό ρόλο στον Χορό, για να μπορώ να είμαι παρών. Μια παράσταση θέλει διαρκώς επαναφορά, επαναπροσδιορισμό», εξηγεί.

Δεν περίμενα πολύ διαφορετική απάντηση. Δεν δίνει την αίσθηση ενός ανθρώπου που ικανοποιείται εύκολα ή που βάζει τελεία σε μια δουλειά. Δεν μας συστήθηκε έτσι άλλωστε. Μας μύησε στη διαδικασία της πολύχρονης έρευνας πάνω σε ένα θέμα, όπως είχε γίνει με την εξαιρετική Γκόλφω του σχεδόν δύο δεκαετίες πίσω. Επανέρχεται στο ίδιο θέμα, επανεξετάζει και διορθώνει.

Είναι δύσκολος στις συνεργασίες του; Απαιτητικός; Δυσπρόσιτος; «Τον σκηνοθέτη τον έχω στο μυαλό μου σαν κάποιον που μπορεί να δώσει λύσεις και να εμπνεύσει έναν συντονισμό. Δεν το βλέπω απλώς σαν δουλειά, αλλά σαν συνεύρεση», υποστηρίζει. Είχε καταπιαστεί ξανά με τα λόγια και τις ιδέες του Σοφοκλή, παρουσιάζοντας πριν από δύο χρόνια τον Αίαντα στον κήπο της Πειραιώς, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Τώρα ήρθε η σειρά του Οιδίποδα. «Ξέρω ότι ο κόσμος σκέφτεται διάφορα, ότι ένας σκηνοθέτης κάθεται σε ένα βουνό και ξαφνικά μια μέρα τού έρχεται μια τρομερή ανάγκη να κάνει κάτι… Μου έχει συμβεί αυτό κάποιες φορές. Για παράδειγμα, ήθελα να ακουστεί το Σύσσημον του Νίκου Παναγιωτόπουλου στην Επίδαυρο. Αυτό ήταν το θέλω μου».

Και σε εκείνη την παράσταση, βέβαια, είχε μπολιάσει την ποιητική σύνθεση του Παναγιωτόπουλου με αποσπάσματα από τον Οιδίποδα Τύραννο, ένα κείμενο που μελετούσε. Η πρόταση τελικά ήρθε από τον Γιάννη Στάνκογλου (υποδύεται τον κεντρικό ρόλο) και την αποδέχτηκε. «Είναι ένα έργο που με απασχολεί χρόνια, κυρίως για το προφανές θέμα της ταυτότητας. Του ποιος είμαι, για να μπορέσω να προχωρήσω. Ο Οιδίποδας φτάνει στο σημείο να ανακαλύψει τα χειρότερα, έχει ανάγκη όμως να βρει την άκρη του νήματος και αυτή, βέβαια, η επιμονή του τον οδηγεί και στην καταστροφή. Νομίζω, ωστόσο, πως θα επέλεγα κι εγώ την αλήθεια με κάθε κόστος». 

η εσωτερική πάλη

Η τραγωδία –η κορυφαία κατά τον Αριστοτέλη– θίγει αρκετά ζητήματα: τη σύγκρουση ανάμεσα στον θεϊκό και στον ανθρώπινο νόμο, την ανάγκη του ανθρώπου να πιστεύει σε κάτι ανώτερο και την αγωνία του να ορίζει τη μοίρα του και να ανατρέπει το  πεπρωμένο του, την εσωτερική πάλη ανάμεσα στο επιθυμητό και σε αυτό που η κοινωνία ορίζει ως ορθό. «Μέσα από αυτό το έργο ο Σοφοκλής εκφράζει και τις δύο σχολές σκέψης που υπήρχαν τότε στην Αθήνα. Ήδη εκείνη την εποχή έχουμε κάποιους που αμφισβητούν το θείο και αναρωτιούνται αν όντως τον κεραυνό τον πετάει ο Δίας και εκείνους που θεωρούν πως είναι όλα προδιαγεγραμμένα. Είχε ένα τρομερό ταλέντο ο ποιητής να παρουσιάζει αντικρουόμενες θέσεις στα έργα του και να ζητάει από τον θεατή να ζυγίσει όσα είδε, να σκεφτεί».  

Τον ρωτάω γιατί ασχολήθηκε με το θέατρο. Στο σχολείο σκεφτόταν τη σκηνοθεσία, είχε όμως περισσότερο στο μυαλό του τον κινηματογράφο, τα ντοκιμαντέρ. Στη διάρκεια της κουβέντας θυμάμαι πως έχει ασχοληθεί πολύ και με τη μουσική, και σίγουρα είναι παιδί της τεχνολογίας και των υπολογιστών. «Είχα μόλις αποφοιτήσει από τη δραματική σχολή του ΚΘΒΕ όταν είδα τις Βάκχες του Ματίας Λάνγκχοφ στην Επίδαυρο (1997). Με είχε ενθουσιάσει η παράσταση και με είχε παραξενέψει που ο κόσμος εισέπραξε ως προσβολή τη δική του ματιά πάνω στο κείμενο του Ευριπίδη. Στην κυριολεξία, το μισό θέατρο ήθελε να δείρει το άλλο μισό. Σήμερα, βέβαια, μπορεί να υπήρχαν περισσότερες αντιδράσεις, γιατί έχουμε συντηρητικοποιηθεί περισσότερο».

Νομίζω πως αναφέρεται στις επεισοδιακές Βάκχες του Γερμανού (ήταν η πρώτη φορά που παρουσιαζόταν γυμνό στην Επίδαυρο) περισσότερο για να μου μιλήσει για τη μετατόπιση που συνέβη μέσα του και που τον έκανε να στραφεί οριστικά από τον κινηματογράφο στο θέατρο. Όμως, καθώς τα φανατισμένα κείμενα και οι αναρτήσεις στα σόσιαλ μίντια για τις παραστάσεις της Λένας Κιτσοπούλου και του Φρανκ Κάστορφ είναι ακόμη φρέσκα, τον ρωτάω αν η νοοτροπία κερκίδας έχει θέση στο θέατρο. 

τα «ιερά» και τα σημαντικά

«Μια παράσταση πρέπει να κρίνεται με βάση το αν είναι καλή ή κακή. Γιατί πρέπει να τη δούμε μέσα από ένα ιδεολογικό πρίσμα; Πολύ μεγάλη κριτική γίνεται σήμερα για τις ιδέες και τις προθέσεις. Από την άλλη, είναι τρομερό όταν το θέατρο γεννάει τέτοιες συγκινήσεις και αντιδράσεις. Μακάρι να γινόταν και αλλού αυτό. Θέλουμε, δηλαδή, να κάψουμε την Κιτσοπούλου σαν μάγισσα και όχι να στείλουμε στο πυρ το εξώτερον ανθρώπους που έχουν κάνει άνω-κάτω τις ζωές μας. Οι παραλίες γίνονται μαγαζιά, έχουν ιδιωτικοποιηθεί τα πάντα, η νοοτροπία των “δικών μας παιδιών” που βρίσκει πάντα την άκρη είναι ακόμη ισχυρή, το νιώθουμε σαν τύχη όταν περνάει ένα σαραβαλιασμένο λεωφορείο στην ώρα του για να μας γυρίσει σπίτι μας, και για όλα αυτά δεν μιλάει κανείς. Φωνάζουμε για την Επίδαυρο και τα ιερά και τα όσια, και τα σημαντικά αφήνουμε να τα αποφασίζουν άλλοι για εμάς». Δείχνουμε ασέβεια, λοιπόν, στην ιερότητα χώρων όπως η Επίδαυρος; Αντιλαμβάνονταν άραγε τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο οι αρχαίοι Έλληνες; «Σίγουρα η έννοια της ιερότητας υπήρχε στον αρχαίο κόσμο – είναι λογικό από τη στιγμή που αντιμετώπιζαν το θέατρο ως τελετουργία, ως θρησκευτική πράξη. Όμως, η συζήτηση μου φαίνεται ιδιαίτερα απλοϊκή. Οι αρχαίοι τραγωδοί ήταν σαν να κάνουν έργα με βίους αγίων που τους ήξερε όλος ο κόσμος, γνώριζαν τις ιστορίες. Το κοινό συνέρρεε στο θέατρο για να δει τι καινούργιο κόμιζε ο ποιητής, πώς πραγματευόταν τον μύθο. Σήμερα, κι ενώ μας λείπει αυτή η γνώση,  φτιάχνουμε στα γρήγορα επιτροπές λογοκρισίας. Αυτό που είναι το πιο λογικό να συμπεράνει κανείς είναι ότι, από τη στιγμή που όλα αυτά έχουν την ταμπέλα της εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς, αυτή είναι η μοίρα τους, είναι ιερά, και το πώς αντιλαμβανόμαστε το ιερό στην Ελλάδα είναι μια αστεία ιστορία. Είναι όπως ερμηνεύουμε τα περισσότερα πράγματα. Τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς, όπως μας βολεύει κατά περίπτωση». 

Επίδαυρος ή Ντίσνεϊλαντ;

Σχολιάζει πολύ εύστοχα ότι δεν ξέρουμε καν σε ποια αρχαία Ελλάδα αναφερόμαστε. Στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού, στην οποία διαδραματίζονται αυτά τα έργα; Στην Ελλάδα της Κλασικής Περιόδου; «Ξέρω τι θέλουμε. Ο  Έλληνας επιθυμεί διακαώς να παίζονται στην Επίδαυρο έργα μόνο με χλαμύδες και περικεφαλαίες. Ονειρεύεται ακόμη και τους ταξιθέτες ντυμένους σαν αρχαίους Έλληνες. Ιδανικά, η Επίδαυρος θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα τεράστιο theme park και να βγάζουμε περισσότερα λεφτά. Να είναι και το Λυγουριό στο κόλπο και να είναι όλοι τυλιγμένοι με χιτώνες και να υποδέχονται τους επισκέπτες. Θα μπορούσε να είναι μια μικρή Ντίσνεϊλαντ, να χαίρεται ο κόσμος».

Ο ίδιος, βέβαια, σε όλες του τις δουλειές επιστρατεύει το στοιχείο της μάσκας. «Το θέατρο μάσκας είναι πολύ παλιό, ζωόμορφοι χοροί υπήρχαν πριν από τον Αριστοφάνη. H σχέση μας με τη μάσκα είναι αρχαϊκή, κάτι σου κάνει πάντα αυτή η μεταμφίεση, το άγνωστο, η ταυτότητα, το ποιος κρύβεται πίσω από το προσωπείο».

Καθώς η κουβέντα έχει στραφεί στην παράδοση, τον γυρίζω πίσω στη Γκόλφω, ένα έργο που δουλευόταν επί δέκα χρόνια. «Η Γκόλφω ήταν μεγάλη μου ανάγκη να βγει και να πω αυτά που πιστεύω για την εθνική ταυτότητα και την ελληνικότητα. Κάποιοι κριτικοί έλεγαν τότε ότι το κείμενο αυτό είναι νεκρό και δεν αξίζει να ξοδευόμαστε για τέτοια έργα. Όλη αυτή η έρευνα, όμως, απέδωσε πολλούς καρπούς, η Γκόλφω είχε πολιτικές προεκτάσεις, είχε καμένες σημαίες πάνω στη σκηνή, είχε τη σύνδεση με την τηλεοπτική κουλτούρα… Δεν ήθελα να προαγάγω το μελόδραμα και τη συγκινητική ιστορία της ηρωίδας, ασχέτως αν ο κόσμος έκλαιγε στη διάρκεια της παράστασης. Δεν ήθελα να παγιδέψω τον κόσμο μέσα στο συναίσθημα για το δράμα της κοπέλας, είχα ανάγκη να μιλήσω για το πατριαρχικό θέμα στην Ελλάδα και, κυρίως, γι’ αυτές τις κοινότητες του λαϊκού κόσμου που τον έχουμε αποθεώσει σε αυτή τη χώρα, τον έχουμε αναγάγει σε ιδανικό – τα παλικάρια σαν τον Ξανθόπουλο που χορεύουν με ανοιχτά πουκάμισα. Ήταν μια σκέψη πάνω σε όλα αυτά. Δεν είναι ότι έπαψαν να με απασχολούν αυτά τα ζητήματα ή ότι έχουν εκλείψει από την καθημερινότητά μας. Πλέον, όμως, έχω παραδοθεί. Έχω δεχτεί ότι έτσι είναι η κατάσταση. Όταν έκανα την Γκόλφω, ήμουν πιο νέος, ήλπιζα».

«Ολισθαίνουμε σε πιο συντηρητικές, μονόπλευρες και φασίζουσες νοοτροπίες;» τον ρωτάω. «Σήμερα, αν κάποιος είναι κακόγουστος και χωρίς τρόπους –ζητάει, για παράδειγμα, επίμονα τα λευκά μάρμαρα και την άσπιλη αθωότητα–, είμαστε έτοιμοι να τον πούμε φασίστα. Δεν είναι έτσι. Οι λέξεις λέγονται πολύ εύκολα πια. Εμένα αυτό με τρομάζει, γιατί τις αποδυναμώνει και πολλές από αυτές θα τις χρειαστούμε στο μέλλον». ■ 

ΙΝFO →

25 και 26/08, Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, aefestival.gr

Σίμος Κακάλας: «Θέλουμε μια Ντίσνεϊλαντ με χλαμύδες»-1
Σκηνή της παράστασης: Ο Χορός, φορώντας μάσκες, προτείνει στον Οιδίποδα να προσκαλέσει τον μάντη Τειρεσία για να τον συμβουλευτεί πώς θα αντιμετωπίσουν το κακό που τους βρήκε. 
© ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ ΣΚΑΦΙΔΑΣ
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT