Δρομολόγια: Τα σπίτια τα θυμάσαι πάντα

Δρομολόγια: Τα σπίτια τα θυμάσαι πάντα

Μια συσσωρευμένη οργή για τα αδικαιολόγητα υψηλά ενοίκια στις μεγάλες πόλεις της χώρας, μια επέτειος τριών ετών και ένα νέο ξεκίνημα σε μια γειτονιά της Αθήνας.

2' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Τι 800 ευρώ, ρε μ****α;» έγραψε κάποιος/α με σπρέι στην είσοδο μιας πολυκατοικίας στα όρια Κολωνακίου και Εξαρχείων, κάτω από ένα ενοικιαστήριο ενός δυαριού πενήντα-τόσο τετραγωνικών μέτρων. Σκέφτηκα να κάνω το ίδιο στην εξώπορτα του διαμερίσματός μου, μόλις έκλεινα την πόρτα για τελευταία φορά, να το δει ο ιδιοκτήτης, μπας και λογικευτεί κι αυτός, που κοστολόγησε ένα υπόγειο εικοσιδύο τετραγωνικών μέτρων, με έναν ακάλυπτο που βαπτίστηκε αυλή με 500 ευρώ, μόνο και μόνο επειδή το προστάζει η αγορά – εξ ου και άτεγκτος στην πρότασή του. Δεν το έκανα. 

Βέβαια, μόλις ανακοινωθούν τα άσχημα –για εκείνον– μαντάτα με τρεις λέξεις («ψάχνω για αλλού»), τότε ξεκινάει το άλλο τροπάριο: «Να το κατεβάσουμε εκατό ευρώ κάτω. Φίλοι είμαστε τώρα, συνεννοούμαστε καλά, για σκέψου το». Θα ήθελα πολύ να του απαντήσω με τους στίχους ενός ποπ βαλκανοτράγουδου: «Πάω στο Ντουμπάι / και σου λέω μπάι-μπάι». Ούτε κι αυτό το έκανα. Πρώτα, πανικοβλήθηκα. Ύστερα, ζήτησα βοήθεια από όλους, εντός και εκτός γραφείου. Τέλος, η τύχη έδειξε τα λαμπερά της δόντια, μόλις χαμογέλασε. 

Δρομολόγια: Τα σπίτια τα θυμάσαι πάντα-1

«Βαθιά νερά, βαθιά ανάσα». Τα πρώτα λόγια στην Αθήνα, όπως αποτυπώθηκαν πριν από ακριβώς τρία χρόνια, σε ένα στόρι του Instagram, με θέα τον Λυκαβηττό. Ήταν η πρώτη βραδιά στην πρωτεύουσα. Μια βαλίτσα, δύο σακ-βουαγιάζ με κουζινικά και ένα σακίδιο στην πλάτη. Το πρώτο πράγμα που βγήκε από την τσάντα ήταν μια κορνίζα με μια φωτογραφία, παρμένη από τη feelgood σειρά The Good Place: «Καλώς ήρθατε!  Όλα είναι καλά». Όπως και στη σειρά, αυτές οι λέξεις ήταν παραπλανητικές. Τίποτα δεν πήγαινε καλά για σχεδόν δύο χρόνια, αλλά αποθηκεύτηκαν στο πίσω μέρος του μυαλού, μαζί με τις σκηνές-ιάματα της σειράς που οδηγούσαν στο συμπέρασμα πως στο τέλος όλα θα πάνε καλά. Ή έστω ότι στο τέλος όλα συνηθίζονται. 

Τρία χρόνια μετά, τα βιβλία χρειάζονται τρεις κούτες για να μεταφερθούν στο καινούργιο σπίτι. Τα κουζινικά, τα απορρυπαντικά, τα τρόφιμα μπαίνουν μέσα σε δεκάδες σακούλες. Τα ρούχα τοποθετούνται σε τέσσερις παπλωματοθήκες. Χώρια η τεράστια κουβέρτα, ενθύμιο από τις κλωστοϋφαντουργίες της Νάουσας, τον καιρό που ο Πίτερ Παν ήταν ο ήρωας κάθε πεντάχρονου αγοριού.  

Μόλις μπαίνει η πρώτη κούτα στο καινούργιο σπίτι, οι ώμοι της μαμάς και του μπαμπά χρησιμεύουν σαν πρώτης τάξεως απορροφητικά μυξομάντιλα. Το ξέρουν κι αυτοί πως τα σπίτια έχουν ψυχή. «Δεν χάνονται τα σπίτια, τα θυμάσαι για πάντα», μου έχει γράψει ένας φίλος που είμαστε στην ίδια ηλικία και μέχρι στιγμής έχει αλλάξει τρία σπίτια και ισάριθμες γειτονιές. «Έλα, θα σου αρέσουν τα Πετράλωνα». Στο άκουσμα των Πετραλώνων, θυμήθηκα το πρώτο επεισόδιο τηςΤούρτας της μαμάςτων Ρήγα – Αποστόλου. Είχε τίτλο «Το σπίτι στα Πετράλωνα». Μπορεί τα σπίτια της γειτονιάς να μη φέρνουν στη μεζονέτα της σειράς, αλλά κοιτώντας πια το καινούργιο διαμέρισμα τακτοποιημένο, καθαρό και άνετο, σε σχέση με την τρύπα του Παγκρατίου, δεν παύω να το περιεργάζομαι και να το καμαρώνω. Καλωσορίσατε, κερνάω καφεδάκι.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT