Πως γίναμε άνθρωποι

Είναι η μακρά παιδική ηλικία του ανθρώπου το μυστικό της εξελικτικής μας επιτυχίας;

16' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο μέσος άνθρωπος περνά τουλάχιστον το ένα τέταρτο της ζωής του μεγαλώνοντας. Για τα δεδομένα του ζωικού βασιλείου, αυτό είναι εξωφρενικό. Ακόμη και οι περισσότερες φάλαινες, τα μακροβιότερα από τα μακρόβια θηλαστικά, χρειάζονται μόλις το 10% του βίου τους για να φτάσουν στο μέγιστο μέγεθός τους. Από μαθηματικής άποψης είμαστε το πιο «καθυστερημένο» πρωτεύον, αν και, από την άλλη πλευρά, κανένα άλλο πρωτεύον δεν μας συναγωνίζεται στην κυριαρχία του πλανήτη. Θα μπορούσε το μυστικό της ανωτερότητας του είδους μας να είναι η βραδύτητα της ανάπτυξής μας; Και αν ναι, ποιο πιθανό εξελικτικό πλεονέκτημα θα μπορούσε να μας προσφέρει η καθυστερημένη ενηλικίωσή μας;

Η αναζήτηση του μυστικού βρίσκεται στο επίκεντρο της ανθρωπολογίας – της μελέτης των ανθρώπων και της θέσης τους στον κόσμο. Αυτός ο ιδιαίτερα ναρκισσιστικός επιστημονικός κλάδος «πάτησε» πάνω στη γοητεία που ασκούσε η καταγραφή όλων των μορφών ζωής της οικουμένης, η οποία έγινε εντονότερη κατά τη διάρκεια των αποικιακών επεκτάσεων της Ευρώπης του 18ου αιώνα και της αυξανόμενης δημοτικότητας των «φυσικών νόμων» που εξηγούσαν τη λειτουργία του κόσμου με όρους αμετάβλητης αλήθειας. Η πρώιμη ανθρωπολογία κατέγραψε πολιτισμούς και τους έβαλε σε χρονολογική σειρά, συμπεραίνοντας ότι οι κρίσιμες ειδοποιοί διαφορές του Ανθρώπου –τα μυστικά της επιτυχίας του– ήταν ο μεγάλος του εγκέφαλος και η ικανότητά του να περπατά όρθιος. Ό,τι είμαστε ως είδος θεωρήθηκε ότι είναι αποτέλεσμα της επιδεξιότητας με την οποία οι πρόγονοί μας έπαιζαν ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος ενάντια στην εξαφάνιση, με μερικούς ανθρωποπίθηκους να αναπαράγονται εις βάρος κάποιων άλλων ανθρωποπιθήκων. Έτσι έχουμε τον Άνθρωπο που Κυνηγά, τον Άνθρωπο που Βάζει Φωτιά, τον Άνθρωπο που Κατασκευάζει Εργαλεία και τα άλλα εξελικτικά αρχέτυπα που μας λένε ότι ο λόγος που είμαστε όπως είμαστε, οφείλεται σε μια σειρά τεχνολογικών επιτευγμάτων.

Ωστόσο, πριν από περίπου 50 χρόνια, στην ανθρωπολογία σημειώθηκε μια συγκλονιστική ανακάλυψη: οι γυναίκες. Δεν εννοούμε βεβαίως την ύπαρξή τους (αν και αυτή ενδεχομένως θα… εξέπληττε ορισμένους εκπροσώπους της παλαιάς σχολής), αλλά το γεγονός ότι οι γυναίκες μπορούσαν να διεξάγουν αρκετά ενδιαφέρουσες έρευνες με θέμα όχι αναγκαστικά την εξέλιξη του Ανθρώπου-Man, γένους αρσενικού, αλλά την εξέλιξη των ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών και των παιδιών. Η νέα αυτή έρευνα επαναδιατύπωσε παλιές ερωτήσεις και έθεσε εντελώς νέες. Δεν θεωρούσε ως δεδομένο ότι αυτό που είναι καλό για τον χήνο είναι οπωσδήποτε καλό και για τη χήνα, και υπέθετε ότι οι παράγοντες που κινούν την εξελικτική μας πορεία είναι περισσότεροι απ’ όσους κατέγραφαν τα απλοϊκά μοντέλα του παρελθόντος. Ανάμεσα σε αυτές τις νέες ιδέες υπήρχε και μία που είχε αγνοηθεί συστηματικά: η όλη επιχείρηση αναπαραγωγής του είδους μας είναι παράξενη. Από τo ζευγάρωμα μέχρι τη μητρική θνησιμότητα και την εμμηνόπαυση, ό,τι συμβαίνει στη ζωή μας πάει κόντρα στη ληφθείσα σοφία του ζωικού βασιλείου. Εξάλλου, το κομβικό σημείο της εξέλιξης οποιουδήποτε είδους βρίσκεται στην αναπαραγωγή. Το να πολλαπλασιάζεται ένα είδος σημαίνει ότι παραμένει στο «παιχνίδι» της ζωής και, κρίνοντας από τους αριθμούς, είμαστε μακράν το πιο επιτυχημένο πρωτεύον που έχει περπατήσει ποτέ στη Γη.

Πρωτοπόρες ερευνήτριες, όπως η Σάρα Μπλάφερ Χέρντι, η Κρίστεν Χοκς και άλλες εκπρόσωποι αυτής της νέας γενιάς, εντέλει διερωτήθηκαν κατά πόσον αυτό που μας χαρακτηρίζει ως είδος είναι ο τρόπος με τον οποίο δημιουργούμε περισσότερους ανθρώπους.

Πως γίναμε άνθρωποι-1
Χαρακτηριστική εικόνα από υπερηχογράφημα στον πέμπτο μήνα της εγκυμοσύνης. (Φωτογραφία: Universal Image/Getty Images/ Ideal Image)

Μονογαμικά πρωτεύοντα θηλαστικά

Η παιδική μας ηλικία παραδόξως ξεκινά πολύ πριν συναντηθούν τα αναπαραγωγικά μας κύτταρα. Ως μέρος της κοινωνικής μας οργάνωσης, οι άνθρωποι ακολουθούμε έναν ειδικό τύπο ζευγαρώματος, μια μορφή αναπαραγωγής που διαμορφώνει τις σχέσεις μεταξύ των ζώων στην κοινωνία μας με συγκεκριμένο τρόπο και συγκεκριμένους στόχους. Παρά την τάση ορισμένων ύπουλων ψευδο-διανοητών του διαδικτύου να χρησιμοποιούν δήθεν επιστημονικούς όρους, όπως «άλφα αρσενικά» και «βήτα αρσενικά» για τις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις, το είδος μας στην πραγματικότητα δεν είναι ανταγωνιστικό στο ζευγάρωμα.

Όσο δύσκολο κι αν είναι να πιστέψουμε ότι οι άνθρωποι είμαστε, ως επί το πλείστον, μονογαμικοί, η φύση του ζευγαρώματός μας αντικατοπτρίζεται στα φυσικά χαρακτηριστικά μας. Ένα παράδειγμα είναι ο αρσενικός μπαμπουίνος αμαδρυάς, του οποίου οι κυνόδοντες είναι 400 φορές μεγαλύτεροι από εκείνους των θηλυκών, προκειμένου να κάνει επίδειξη αλλά και να παλεύει για να ζευγαρώσει. Στους ανθρώπους οι ανδρικοί κυνόδοντες είναι 7% μεγαλύτεροι από τους γυναικείους, μια αμελητέα διαφορά για τα δεδομένα του ζωικού βασιλείου. Επιπροσθέτως, για είδη ζώων με πιο ανταγωνιστικές στρατηγικές ζευγαρώματος, για τα οποία υπάρχουν επιπλέον οφέλη στο να μείνουν ζευγαρωμένα, να διοχετεύουν το σπέρμα τους ή να αποτρέπουν παράλληλα ζευγαρώματα, η εξέλιξη έχει μεριμνήσει, προικίζοντάς τα με ποικίλες μορφολογίες στα γεννητικά όργανα: από οστά και αιχμές στο πέος μέχρι υπερμεγέθεις όρχεις. Αυτή η ποικιλομορφία δεν παρατηρείται στον άνθρωπο, αν και οι ανθρωπολόγοι έχουν ασχοληθεί με τα ανδρικά γεννητικά όργανα πιο διεξοδικά απ’ ό,τι με τα γυναικεία, κάτι που σημαίνει ότι δεν αποκλείεται στο μέλλον να βρεθούμε προ εκπλήξεων.

Αυτή η φυσική ομοιογένεια των γεννητικών οργάνων των δύο φύλων θέτει τις βάσεις ενός κοινωνικού συστήματος που είναι, με ζωικούς όρους, περίεργο: τον δεσμό του ζεύγους. Μόνο το 5% των ζώων αναπαράγονται στο πλαίσιο ενός τέτοιου δεσμού, εάν εξαιρέσουμε τα πτηνά, που είναι πολύ «της σχέσης». Ωστόσο, στα πρωτεύοντα το ποσοστό της μονογαμίας αυξάνεται στο 15% των ειδών, συμπεριλαμβανομένου βεβαίως του δικού μας. Υπάρχουν πολλές εξελικτικές θεωρίες σχετικά με τους λόγους για τους οποίους ο δεσμός του ζεύγους είναι τόσο διαδεδομένoς στα πρωτεύοντα θηλαστικά: η διατήρηση της πρόσβασης στα περιφερόμενα θηλυκά, η υποστήριξη των απογόνων, η βεβαιότητα για το ποιoς είναι ο πατέρας. Μια εξέχουσα ερμηνεία είναι ότι τα αρσενικά που βρίσκονται σε δεσμό ζεύγους δεν ρέπουν τόσο προς την παιδοκτονία, αν και αυτό υποδηλώνει έναν τύπο κατανόησης στα πρωτεύοντα θηλαστικά που δεν αποδίδουμε πάντα καν σε άλλους ανθρώπους. Αυτό που μοιάζει αναμφισβήτητο είναι ότι οι άνθρωποι επέλεξαν ένα σύστημα αναπαραγωγής που δεν έχει να κάνει τόσο με τον ανταγωνισμό, όσο με τη φροντίδα.

Η εξέλιξη των «μπαμπάδων» –αυτό το έξτρα ζευγάρι χεριών βοηθείας που περιγράφει μια ευρεία γκάμα ανθρώπων– μπορεί στην πραγματικότητα να είναι η μόνη απάντηση στη δοκιμασία που αποτελεί το βασικό γνώρισμα των μωρών των ανθρώπων: είναι απαιτητικά όσο δεν παίρνει.

Πως γίναμε άνθρωποι-2
Πανεπιστημιακή κλινική στη Γερμανία, δεκαετία του ’60: Νεαροί σπουδαστές της Ιατρικής μαθαίνουν τα μυστικά της εγκυμοσύνης. (Φωτογραφία: DHM/Schwarzer/ Getty Images/ Ideal Image)

Τα «άχρηστα» μωρά

Τα μωρά μας απαιτούν μια τεράστια επένδυση, και ως είδος κάνουμε ό,τι μπορούμε για να ανταποκριθούμε. Ως Πλακουντοφόρα θηλαστικά, παρακάμψαμε τους περιορισμούς που συνεπάγεται η εκκόλαψη ενός νεοσσού μέσα σε ένα αυγό με πεπερασμένα θρεπτικά συστατικά, δημιουργώντας ένα προσωρινό όργανο που επιτρέπει στα έμβρυά μας να παίρνουν τροφή απευθείας από το σώμα μας. Ως άνθρωποι, ωστόσο, πήγαμε ένα βήμα παραπέρα και τροποποιήσαμε τους μηχανισμούς ειδοποίησης χάρη στους οποίους διατηρείται η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στα αδηφάγα μικρά μας και στις μητέρες από τις οποίες θρέφονται.

Οι εγκυμοσύνες του είδους μας –και μόνο του είδους μας– αποτελούν δοκιμασίες που θέτουν σε κίνδυνο την ίδια μας τη ζωή, καθώς προσπαθούμε να αντεπεξέλθουμε στις «απαιτήσεις» των μωρών μας. Ο διαβήτης κύησης και η προεκλαμψία αποτελούν διαταραχές άγνωστες στο ζωικό βασίλειο, αλλά είναι δυνητικά θανάσιμες για εγκυμονούσες γυναίκες. Τα μωρά μας σε πλήρη ανάπτυξη φτάνουν σε ένα τεράστιο, τηρουμένων των αναλογιών, μέγεθος και βάρος, και έχουν τόσες ανάγκες που ένα ενήλικο σώμα δεν είναι αρκετό για να τις καλύψει. Έρχονται στον κόσμο με μεγάλο εγκέφαλο και ένα 15% ποσοστό σωματικού λίπους, αλλά συνάμα ανώριμα και ανέτοιμα για τη ζωή.

Το ερώτημα γιατί έχουμε τόσο μεγάλα, αλλά «άχρηστα» μωρά –ανήμπορα να κρεμαστούν από τις μητέρες τους όπως κάνουν άλλα πρωτεύοντα, με τα μάτια και τα αυτιά τους ανοιχτά, αλλά με κεφάλια τόσο βαριά που δεν μπορεί να τα σηκώσει ο λαιμός τους– αντιμετωπίζεται διαχρονικά από την εξελικτική θεωρία ως ένα κλασικό πρόβλημα μετακόμισης ενός… καναπέ. Όπως έχει τεθεί από τον συγγραφέα Ντάγκλας Άνταμς, αλλά και στην τηλεοπτική σειρά Φιλαράκια, το ερώτημα είναι πώς μπορείς να μετακινήσεις κάτι ογκώδες και ατσούμπαλο μέσα σε έναν μικρό χώρο. Τα μωρά μας έχουν πολύ μεγάλα κεφάλια και οι μαμάδες μας στενές λεκάνες. Έτσι, κάτι που μοιάζει με ασήμαντο πρόβλημα, όπως η μετακίνηση ενός επίπλου, επί της ουσίας αποτελεί ένα τεράστιο εμπόδιο για την επιτυχή αναπαραγωγή του είδους μας: είναι αυτό που κάνει τη γέννα επικίνδυνη και τον δείκτη μητρικής θνητότητας υψηλότερο από κάθε άλλο ζωικό είδος.

Αυτό κλασικά εθεωρείτο ένας αποδεκτός συμβιβασμός ανάμεσα σε ανταγωνιστικές εξελικτικές απαιτήσεις. Ο ανθρωπολόγος Σέργουντ Γουάσμπερν το 1960 το είχε αποκαλέσει «μαιευτικό δίλημμα»: το επικίνδυνο ταξίδι μέσα από το κανάλι τοκετού καθίσταται αναγκαίο λόγω της όρθιας στάσης μας και της στενής εφαρμογής που απαιτείται από τους μεγάλους εγκεφάλους μας. Αυτή η ευρέως αποδεκτή θεωρία παρείχε λειτουργικές εξηγήσεις στο γιατί οι γοφοί ανδρών και γυναικών έχουν διαφορετικό μέγεθος και γιατί οι τοκετοί μας κρύβουν τόσους κινδύνους. Μέχρι πρόσφατα, υπήρχε η αντίληψη ότι το ανθρώπινο είδος είχε αναπτύξει έναν μηχανισμό μετριασμού αυτής της αναντιστοιχίας μεγέθους, με το μωρό να εκτελεί μια μοναδική περιστροφή καθώς περνά από το κανάλι του τοκετού, ώστε να ξεπροβάλει με το κεφάλι γυρισμένο στο πλάι, αντί μετωπικά.

Υπάρχει ένα πρόβλημα με τη συγκεκριμένη εξήγηση: δεν είμαστε το μόνο είδος που ξετρυπώνει με περιστροφή μετά τη μεγάλη «βουτιά» στο πυελικό κανάλι. Για την ακρίβεια, δεν είμαστε καν τα μοναδικά πρωτεύοντα. Έρευνες έχουν δείξει ότι ακόμα και οι χιμπαντζήδες, που έχουν «εύκολους» τοκετούς, κάνουν αντίστοιχη στροφή. Ακόμη και οι διαφορές στο μέγεθος και στη μορφολογία της λεκάνης, που θεωρούμε κρίσιμες για την ανθρώπινη εξέλιξη, αποδεικνύεται ότι δεν είναι και τόσο μοναδικές. Σε πολλά ζώα οι λεκάνες του αρσενικού και του θηλυκού διαφέρουν πολύ περισσότερο από εκείνες των ανθρώπων, χωρίς αυτό να δυσκολεύει τις γέννες τους. Η δε διαφορά σχήματος ενδεχομένως να χρονολογείται πολύ παλαιότερα στην εξέλιξη των θηλαστικών. Στο ανθρώπινο ισχίο οι διαφοροποιήσεις οφείλονται σε περισσότερους παράγοντες, όπως η γεωγραφία, απ’ ό,τι το φύλο. Αλλά τα μωρά μας ζορίζονται πολύ για να βγουν στον κόσμο μέσα από αυτή τη στενωπό. Τι συμβαίνει λοιπόν;

Πως γίναμε άνθρωποι-3
Μια μητέρα θηλάζει το παιδί της με ανάλογη τρυφερότητα με την οποία στην ακριβώς από κάτω εικόνα η μητέρα γορίλλας φροντίζει το μικρό της. (Φωτογραφία: Shutterstock.com)

Πως γίναμε άνθρωποι-4
Φωτογραφία: Shutterstock.com

Το γάλα και άλλα μαγικά

H απάντηση μπορεί να βρίσκεται σε αυτό το απαλό, λαχταριστό μωρουδίστικο λίπος. Καθώς τα μωρά μας έχουν «ρυθμιστεί» με ακρίβεια να απομυζούν πόρους από τις μαμάδες τους για να αναπτυχθούν σε ένα σύνολο υψηλής θερμιδικής κατανάλωσης, που περιλαμβάνει από τον μεγάλο τους εγκέφαλο μέχρι τα τροφαντά τους μαγουλάκια, ίσως να έχουμε πέσει θύματα της ίδιας της επιτυχίας μας. Τα μωρά μας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μεγαλώνουν σε τέτοιο βαθμό, που αγγίζουν το όριο του μη βιώσιμου. Αλλά το πραγματικά φανταστικό είναι ότι, έχοντας διοχετεύσει τόσους πόρους και ενέργεια στις εγκυμοσύνες μας, όταν φτάνουμε στο όριο του τι μπορεί το μωρό μας να καταβολίσει από το σώμα της μητέρας του, εξαναγκάζεται να βγει στον κόσμο έχοντας τεράστιες ανάγκες. Για κάθε θηλαστικό, η επιβίωση μετά τη γέννα προϋποθέτει τη «μαγεία» του γάλακτος, και τα μωρά μας δεν αποτελούν εξαίρεση, αλλά εδώ είναι που εντοπίζεται ένα ακόμη, πολύ ασυνήθιστο χαρακτηριστικό των ανθρώπων: η μακρά παιδική μας ηλικία ξεκινά με τον πρόωρο τερματισμό της βρεφικής μας φάσης. 

Ακόμη και αν λάβουμε υπόψη τις διαφορές στο μέγεθος, τα ανθρώπινα μωρά «κρέμονται» από το στήθος της μητέρας τους για πολύ μικρότερο διάστημα απ’ ό,τι οι πιο κοντινοί συγγενείς μας. Ο θηλασμός μπορεί να συνεχιστεί για τέσσερα-πέντε χρόνια στους χιμπαντζήδες και στους γορίλλες, και για οκτώ ή και περισσότερα χρόνια στους ουρακοτάγκους. Την ίδια στιγμή, στις περισσότερες ανθρώπινες κοινωνίες τα μωρά έχουν απογαλακιστεί πλήρως μέχρι τα τέσσερα χρόνια τους, με πολλές αγροτικές κοινωνίες, παλαιές και σύγχρονες, να διακόπτουν τον θηλασμό στα δύο και τις περισσότερες ανεπτυγμένες κοινωνίες να τον συνεχίζουν για κάποιους μήνες ή και να τον παραλείπουν εντελώς, παρά τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για τουλάχιστον δύο έτη θηλασμού. Μετά τους πρώτους μήνες ζωής, ξεκινάμε τη συμπληρωματική διατροφή, δίνοντας στα μωρά μας στερεές τροφές, συμπεριλαμβανομένων των διόλου ελκυστικών αλεσμένων-προμασημένων, που βοηθούν τα βρέφη όχι μόνο των ανθρώπων, αλλά και όλων των μεγάλων πιθηκοειδών, να μεγαλώσουν.

Η φυσιολογική ανάπτυξη του εγκεφάλου τον πρώτο χρόνο ζωής του βρέφους απαιτεί τεράστια επένδυση σε θρεπτικές ουσίες, εξυπακούεται δε ότι για να φτάσει στο ενήλικο βάρος των περίπου 1.200 γραμμαρίων, δεν αρκεί μόνο το γάλα. Και εδώ είναι που χρησιμεύει ο δεσμός του ζεύγους των γονέων. Αίφνης υπάρχουν δύο ενήλικες να προμηθεύουν (ή να αλέθουν) την τροφή, κάτι που είναι εξαιρετικά βολικό, καθώς βιαζόμαστε να ξεκολλήσουμε το μωρό μας από το μητρικό στήθος. Με το που περνά όμως από τη βρεφική στην παιδική ηλικία, έρχεται ακόμη μία έκπληξη: το αφήνουμε να παραμείνει παιδί περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο είδος στον πλανήτη.

Πώς φτάσαμε εδώ

H παιδική μας ηλικία είναι παρατεταμένη, όπως και αν τη μετρήσουμε. Αν πάρουμε ως γνώμονα τα 25 και κάτι χρόνια που χρειαζόμαστε για να φτάσουμε στο ζενίθ της σωματικής ανάπτυξης (στην πραγματικότητα, το μικροσκοπικό οστό της κλείδας μας εκεί που ενώνεται με το στέρνο δεν μορφοποιείται πλήρως μέχρι τα 30) και συγκριθούμε με τους κοντινότερους συγγενείς μας, θα δούμε ότι χρειαζόμαστε περίπου μία δεκαετία παραπάνω. Για να συναντήσουμε άλλο θηλαστικό με τόσο αργή τροχιά ανάπτυξης, θα πρέπει να ψάξουμε στους ωκεανούς και να καταλήξουμε στη φάλαινα μυστακοκήτος, που θα φτάσει τα 18 μέτρα σε μήκος και τους 90 τόνους σε βάρος. Μπορούμε επίσης να εξετάσουμε διάφορους δείκτες κοινωνικής ωριμότητας, οι οποίοι ποικίλλουν από κοινωνία σε κοινωνία –σε ποια ηλικία φέρ’ ειπείν καθιστάμεθα υπεύθυνοι έναντι του νόμου– και θα διαπιστώσουμε ότι αυτοί μπορεί να προσεγγίζουν την ηλικία της φυσικής μας ωρίμανσης ή μπορεί και να αποκλίνουν σημαντικά. Πιθανότατα το πιο ξεκάθαρο ορόσημο για το πότε παύουμε να είμαστε «παιδιά» έχει να κάνει με την «επένδυση» που γίνεται πάνω μας: είναι η περίοδος που παύουμε να είμαστε μια χοάνη που απορροφά πόρους και να εξαρτόμαστε από άλλους.

Ένα από τα πιο συναρπαστικά πράγματα στη μελέτη των ανθρώπων είναι η ικανότητά μας να κοιτάζουμε πολύ πίσω, πέρα από τις απαρχές του είδους μας, και να παρατηρούμε τις προσαρμοστικές επιλογές που έχουν κάνει οι πρόγονοί μας για να μας φέρουν εδώ που είμαστε σήμερα. Εξετάζουμε το σχήμα των απολιθωμάτων των γοφών, των γονάτων και των δακτύλων των ποδιών, για να μάθουμε πώς καταφέραμε να περπατάμε όρθιοι. Μετράμε κρανία και σαγόνια ηλικίας εκατομμυρίων ετών, για να δούμε πώς τροφοδοτούσαμε την ανάπτυξη των εγκεφάλων μας. Η Παλαιοανθρωπολογία μάς επιτρέπει να ιχνηλατήσουμε τα βήματα που μας έφεραν εδώ, και εκεί μπορούμε να βρούμε μικροσκοπικά, ενδεικτικά σημάδια του ταξιδιού που μας οδήγησε στην παρατεταμένη παιδική μας ηλικία.

Υπάρχουν μετρημένα στα δάχτυλα εφηβικά απολιθώματα στο αρχείο των ανθρωπιδών, ένα πολύ μικρό ποσοστό από τα ούτως ή άλλως λιγοστά απομεινάρια του είδους που έζησε πριν από τρία-τέσσερα εκατομμύρια χρόνια και δημιούργησε το γενεαλογικό δέντρο που οδήγησε στους ανθρώπους. 

Δύο από αυτά, το Παιδί του Τάουνγκ και το Αγόρι της Τουρκάνα, προσφέρουν μερικές από τις καλύτερες αποδείξεις για το πώς το είδος μας εξελίχθηκε. Το Παιδί του Τάουνγκ είναι ένας αυστραλοπίθηκος που χρονολογείται περίπου 2,5 εκατομμύρια χρόνια πριν και το Αγόρι της Τουρκάνα είναι ένας Άνθρωπος Όρθιος (Homo erectus), «ηλικίας» ενάμισι εκατομμυρίου ετών. Εξετάζοντας τα δόντια και τους σκελετούς τους, διαπιστώνουμε ότι τα μεν ακόμη σχηματίζονται στα σαγόνια, οι δε δεν έχουν πάρει ακόμα την τελική τους μορφή. Αν αυτοί οι πρόγονοί μας μεγάλωναν όπως οι σύγχρονοι άνθρωποι (αργά δηλαδή), τότε οι ηλικίες τους στο συγκεκριμένο στάδιο ανάπτυξης θα ήταν αντίστοιχα έξι και δώδεκα ετών – και ακόμα νεότεροι αν αναπτύσσονταν πιο γρήγορα, όπως οι πίθηκοι. Ευτυχώς για την επιστήμη, υπάρχει ένα χρονόμετρο ενσωματωμένο στο σώμα μας: τα κύτταρα που σχηματίζουν τον σμάλτο των δοντιών μπορούν να χρονολογηθούν στα απολιθώματα με απόλυτη ακρίβεια. Τα απολιθωμένα δόντια του Παιδιού του Τάουνγκ αποκαλύπτουν ότι βρισκόταν πιο κοντά στην ηλικία των τριών ετών αντί των έξι, το δε Αγόρι της Τουρκάνα ήταν μόλις οκτώ. Η μακρά παιδική μας ηλικία είναι ένα μοναδικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης εξέλιξης.

Πως γίναμε άνθρωποι-5
Διάσημα κρανία προγόνων μας: το Παιδί του Τάουνγκ (αριστερά) και η Κυρία Πλες (δεξιά). Αμφότερα βρέθηκαν σε ανασκαφές στην Αφρική.

Η περίπτωση της «γιαγιάς»

Έχει γίνει ακόμα μία εξελικτική προσαρμογή στο «παιχνίδι» της ανατροφής των τόσο απαιτητικών βλασταριών μας, που πρέπει να συνυπολογιστεί: το παράδοξο που λέγεται «γιαγιά». Συγκεκριμένα, πρόκειται για τη σχεδόν ανήκουστη, από βιολογικής άποψης, διαδικασία της εμμηνόπαυσης, που σηματοδοτεί ένα στάδιο της ζωής του είδους μας όπου η αναπαραγωγή απλώς σταματά. Αυτό είναι εξωφρενικό με εξελικτικούς όρους και συμβαίνει μόνο στους ανθρώπους (και σε μετρημένα είδη φαλαινών). Eάν ο σκοπός είναι η συνέχιση του είδους, τότε το να σημαίνει η λήξη στην αναπαραγωγή ακούγεται κάτι καταστροφικά αντιδιαισθητικό, και όμως να μαστε, κατακλυζόμενοι από θηλυκά που έχουν υπερβεί την αναπαραγωγική τους ηλικία. Γιατί; Διότι, παρά τη δυσφήμηση που υφίστανται πολλές γυναίκες προχωρημένης ηλικίας, για τα θηλυκά του είδους μας το να γεννούν παιδιά δεν είναι ο μοναδικός σκοπός. Εθνογραφικές και κοινωνιολογικές μελέτες δείχνουν ξεκάθαρα ότι οι παππούδες και γιαγιάδες είναι σημαντικοί από εξελικτικής άποψης. Είναι επιπλέον ενήλικες, ικανοί να επενδύουν στο μεγάλωμα των παιδιών μας. Απαλλαγμένοι από το καθήκον της ανατροφής των δικών τους παιδιών, αποτελούν ένα επιπρόσθετο κεφάλαιο πόρων –τροφής, σοφίας, εργασίας– που μπορεί να διοχετευθεί στα παιδιά των παιδιών τους.

Όλες οι μοναδικές ιδιότητες της ανθρώπινης παιδικής ηλικίας χαρακτηρίζονται από αυτή την υψηλής εντάσεως επένδυση στα μικρά μας. Αλλά αυτό θέτει ένα μεγάλο ερώτημα: Aν η επιτυχής εξέλιξη ενός είδους συνδέεται με την επιτυχημένη αναπαραγωγή, τότε γιατί κρατάμε τους απογόνους μας με τόσο κόστος κάτω από τη «φτερούγα» μας για περισσότερο από όσο χρειάζεται;

Μόνο αν αναλογιστούμε πού αποσκοπεί αυτό το παρατεταμένο διάστημα, μπορούμε να κατανοήσουμε τις εξελικτικές πιέσεις που μας έφεραν έως εδώ. Kαι κατά βάθος ξέρουμε ποια είναι η χρησιμότητα της παιδικής ηλικίας, βλέπουμε άλλωστε πώς την αξιοποιούν και τα ζώα. Τα πρωτεύοντα θηλαστικά περνούν παρατεταμένη παιδική ηλικία, γιατί π.χ. χρειάζεται πολύς χρόνος για να μάθεις πώς θα γίνεις ένας καλύτερος πίθηκος. Η ίδια αρχή ισχύει και για κοινωνικά είδη όπως τα κοράκια, που πρέπει να αφομοιώσουν ένα πολύπλοκο σύνολο κανονισμών και ιεραρχίας. Εμείς, όπως οι πίθηκοι και τα κοράκια, περνάμε τα παιδικά μας χρόνια μαθαίνοντας. Το να μεγαλώνεις ως άνθρωπος είναι τόσο αδιανόητα πολύπλοκη διεργασία, που δεν απαιτεί μόνο τη φυσική επένδυση στους μεγάλους εγκεφάλους μας και στα πλούσια σε λίπος σώματά μας, αλλά και μια μακρά περίοδο φροντίδας και εκπαίδευσης προκειμένου να μάθουμε όσα χρειάζεται για να γίνουμε σωστοί ενήλικες. Το κόστος αυτής της εκπαίδευσης, που διαρκεί από 20 έως και 30 χρόνια, είναι δυσθεώρητο από εξελικτική σκοπιά.

Η μακράς διαρκείας παιδική ηλικία είναι η σημαντικότερη εξελικτική μας προσαρμογή. Σημαίνει ότι έχουμε δημιουργήσει απογόνους υψηλής συντήρησης, και αυτό έχει αντίκτυπο σε κάθε πτυχή της ζωής μας, από τους δεσμούς μας στους μπαμπάδες μας, από τα «βαρετά» γεννητικά μας όργανα στις επικίνδυνες εγκυμοσύνες και τους τοκετούς μας και βέβαια σε αυτό το παράξενο πλάσμα, τη γιαγιά μας. Ο χρόνος και ο κόπος που απαιτούνται για την ανατροφή και την εκπαίδευση ενός παιδιού είναι τόσο μεγάλοι, που σταματήσαμε το ρολόι, δώσαμε στους εαυτούς μας παράταση για να τα καταφέρουμε και, επιπλέον, διασφαλίσαμε ότι θα έχουμε «συμμάχους» σε αυτό μας το εγχείρημα, πρόθυμους να επενδύσουν και εκείνοι στα αδιανόητα κοστοβόρα παιδιά μας. Ο πολιτισμός μας όχι μόνο πλαισιώνει την εξέλιξή μας, αλλά ανοίγει και νέους δρόμους ώστε η βιολογία να ακολουθήσει. Έτσι, φτάνουμε σε ένα σημείο όπου η μακρά παιδική ηλικία που οι πρόγονοί μας χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να αναπτύξουν, παρατείνεται ακόμα περισσότερο. Σε πολλές κοινωνίες το σχοινί της ενηλικίωσης τεντώνεται υπερβολικά – για τους πιο προνομιούχους από εμάς, η ολοκλήρωση των σπουδών και η επίτευξη της οικονομικής αυτάρκειας καθιστούν την ηλικία των 40 τα νέα 20. Την ίδια στιγμή κλέβουμε χρόνο από τους πιο απελπισμένους εξ ημών, καθιστώντας την αντίστοιχη εκπαίδευση απρόσιτη σε όσους γεννήθηκαν φτωχοί ή με «λάθος» χρώμα επιδερμίδας ή «λάθος» φύλο ή σε «λάθος» τόπο. Ο άνθρωπος-παιδί είναι κάτι το θαυμαστό, που αντιπροσωπεύει μια τεράστια στοχευμένη επένδυση, από το ζευγάρωμα των γονιών του μέχρι τη χειραφέτησή του. Δεδομένου όμως του χάσματος ανάμεσα στις ευκαιρίες που δίνονται στους έχοντες και τους μη έχοντες, θα ήταν προς το γενικό μας όφελος να αναλογιστούμε περισσότερο σε ποια παιδική ηλικία επενδύουμε και σε ποιους επιτρέπουμε να μείνουν για πάντα παιδιά.

Η Μπρένα Χάσετ είναι διδάκτωρ βιοανθρωπολόγος και ερευνήτρια στο University College London. Έχει γράψει τα βιβλία Built on Bones (2017) και Growing Up Human (2022). Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε με τον τίτλο «Growing Up Human» στην επιθεώρηση Aeon.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT