Αγοραφοβικό Φεστιβάλ: Ανταπόκριση από το indie μέτωπο

Αγοραφοβικό Φεστιβάλ: Ανταπόκριση από το indie μέτωπο

Το Αγοραφοβικό Φεστιβάλ συγκέντρωσε την αφρόκρεμα της ελληνικής εναλλακτικής σκηνής στον χώρο του ΠΛΥΦΑ, ενώνοντας τη γενιά του Myspace με τη γενιά του TikTok. Το «Κ» ήταν εκεί.

11' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τώρα που πέρασαν οι μέρες, κρατάω μόνο τα θετικά από το Αγοραφοβικό Φεστιβάλ. Ξεχνάω δηλαδή την ταλαιπωρία στις ζεστές, κλειστές αίθουσες, τις ουρές στα μπαρ, τα προβληματάκια στον ήχο, την υπενθύμιση ότι έχω μεγαλώσει – και κρατάω τις στιγμές σύνδεσης με τους καλλιτέχνες, τους φίλους, τους συναδέλφους, τα χιλιάδες άγνωστα παιδιά που αγαπάνε τη μουσική. Τηρώντας απόλυτα το χρονοδιάγραμμα, παλιοί και νέοι εκπρόσωποι της ελληνικής indie σκηνής βρέθηκαν στον χώρο του ΠΛΥΦΑ στον Βοτανικό, για ένα πλούσιο διήμερο φεστιβάλ με τρεις σκηνές. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του διοργανωτή Άρη Νικολόπουλου (μέλος των My Wet Calvin), το φεστιβάλ στηρίχτηκε στη λογική των All Tomorrow’s Parties, όπου μια μπάντα ή ένας καλλιτέχνης προσκαλεί φίλους και καλλιτέχνες που τον επηρέασαν. Η δεύτερη μέρα (Σάββατο 23/9) έγινε sold out από νωρίς. Η Παρασκευή είχε ελαφρώς λιγότερο κόσμο, αν και υπήρξαν στιγμές που ο χώρος «πνιγόταν» (σταματάω εδώ, κρατάω μόνο τα θετικά).

Αγοραφοβικό Φεστιβάλ: Ανταπόκριση από το indie μέτωπο-1
O Π.Ε. Δημητριάδης (Παιδιά της Παλαιότητας, Κόρε. Ύδρο.) αφήνεται στον λαό του.

Μέρα πρώτη

Η Παρασκευή ξεκίνησε με Δημήτρη Γλυφό και Degear0001 στις μικρές σκηνές και συνέχισε στη μεγάλη με το σχήμα του Veslemes. Στιβαρός ηλεκτρονικός ήχος, υπόγειο χιούμορ, πολύς ιδρώτας, μια ελληνόφωνη διασκευή στους Magnetic Fields («έλα να πάρουμε έκσταση μαζί»). Απόλυτα δοσμένος στο μικρόφωνο και στις κονσόλες, ο Βεσλεμές έμοιαζε με πρωτόγονο άνθρωπο στα πρόθυρα της τρέλας ή μιας νέας ανακάλυψης που θα αλλάξει τον κόσμο. Δίπλα του ο The Boy, σε Β΄ ανδρικό ρόλο, σε μια δική του νιρβάνα. Αμέσως μετά, στις μικρές σκηνές, οι Sillyboy’s Ghost Relatives κατέθεσαν κάτι πιο ποπ, με σακάκια και καπέλα, ενώ οι Callas υποδέχτηκαν το κοινό με indie ροκ κιθάρες και τα κεφάτα ντραμς της Χρυσάνθης Τσουκαλά. Βγαίνοντας έξω, άρχισα να παρατηρώ λιγάκι τον κόσμο. Αγόρια με μαύρα παπούτσια και κάλτσες τραβηγμένες ψηλά, κορίτσια με έντονο μέικαπ και παράξενες βίντατζ φούστες, γενειοφόροι 45άρηδες, αλλά και κάποια παιδιά προσχολικής ηλικίας (οι babysitters έχουν ακριβύνει). Δύο αγόρια έπιναν από την ίδια μπίρα και μιλούσαν με τα πρόσωπα πολύ κοντά. Λίγες ώρες πριν από την εκλογή του πρώτου ανοιχτά γκέι προέδρου κόμματος στην Ελλάδα, η διαφορετικότητα και η ελευθερία ήταν έννοιες αυτονόητες στο ΠΛΥΦΑ – και το καταλάβαινες κυρίως από τα ντυσίματα. Μπορούσες να πας με σχολή δύτη στο φεστιβάλ αυτό. Κανένας δεν θα σε σχολίαζε.

Στις 21:20, η μεγάλη σκηνή γέμισε με Τα Παιδιά της Παλαιότητας. Σε μια εμφάνιση ελαφρώς κατώτερη αυτής του Γενάρη στο Gagarin, αλλά αρκούντως συναρπαστική, έβαλαν τον έρωτα, το δράμα και την ποίηση στο επίκεντρο. Τα stage diving του Π.Ε. Δημητριάδη, η αύρα καθηγητή που ανέδιδε («το επόμενο κομμάτι θέλει πολλή, πολλή προσοχή»), η ταύτιση μιας μερίδας του κοινού με τους στίχους, οδήγησε στην πιο αξιομνημόνευτη εμφάνιση της πρώτης ημέρας. Ο Δημητριάδης ήταν μάλιστα ο μόνος από τους καλλιτέχνες που κλήθηκε να δώσει αυτόγραφα, με πλήθος κόσμου να τον προσεγγίζει στον χώρο του merchandise.

Αγοραφοβικό Φεστιβάλ: Ανταπόκριση από το indie μέτωπο-2
Μεγάλες συγκινήσεις στη μικρή αίθουσα. 

Η συνέχεια της βραδιάς είχε Krista Papista και The Boy. Η πρώτη είναι μια πολύ ιδιαίτερη Κύπρια περφόρμερ που δεν βλέπουμε συχνά στην πόλη, ο δεύτερος μια παλιά, σταθερή αξία, με τα κολλημένα χαρτάκια στο Yamaha αρμόνιο, την ενέργεια μιας one-man band, τους μοντέρνους απόηχους της Μεταπολίτευσης. Σχεδόν παράλληλα, η Σtella έδινε ένα άρτιο αλλά και κάπως άνευρο live στη μεγάλη σκηνή. Η κομψή μπάντα της έμοιαζε με μπάντα που εμφανίζεται σε κινηματογραφική ταινία, λειτουργώντας περισσότερο σαν ένα ωραίο «σβήσιμο» παρά σαν κορύφωση. Αυτό που αξίζει πάντως να καταγραφεί ως γενικό σχόλιο από την πρώτη βραδιά είναι η έντονη παρουσία λαϊκού στοιχείου: Τόσο τα Παιδιά της Παλαιότητας όσο και η Σtella είχαν στην μπάντα μπουζούκι. Η Krista Papista αντανακλούσε την κουλτούρα του τρας και του σκυλάδικου (μέσα από ένα σατιρικό πρίσμα), ενώ ο The Boy τραγούδησε στίχους από το Θολωμένο μου μυαλό του Καζαντζίδη. Όλα αυτά δεν θα συνέβαιναν εύκολα σε ένα indie φεστιβάλ δέκα χρόνια πριν. Εν έτει 2023, η ελληνική μουσική αποτελεί πηγή έμπνευσης για πολλούς εναλλακτικούς. Επιπλέον, ο ελληνικός στίχος, που κάποτε ήταν η εξαίρεση, πλέον είναι ο κανόνας.

Αγοραφοβικό Φεστιβάλ: Ανταπόκριση από το indie μέτωπο-3
Η Krista Papista

Υπάρχει εναλλακτική σκηνή;

Ανοίγουμε παρένθεση. Ένα ερώτημα που ανακύπτει συχνά στις κουβέντες των Αθηναίων μουσικόφιλων είναι αν και κατά πόσο υπάρχει εναλλακτική σκηνή. Και πότε ξεκίνησε. Πολλοί πιστοποιούν την ύπαρξή της μέσα από την τάση των μουσικών να συμμετέχουν ο ένας στην μπάντα του άλλου. Ο Veslemes έχει στο σχήμα τον Λεωνίδα των My Wet Calvin, η Nαλύσσα Γκρην τη Δεσποινίδα Τρίχρωμη, ο Pan Pan τη Vassilina. Υπάρχει μια ευρύτερη παρέα, δηλαδή, που αλληλεπιδρά με βάση την Αθήνα – και υπό αυτή την έννοια μπορεί να ονομαστεί «εναλλακτική σκηνή». Τι ορίζουμε, όμως, ως εναλλακτικό; «Κάποτε ήμουν πολύ φανατική αυτού του όρου», μου έλεγε σε μια συνέντευξη η Monika, πίσω στο 2008. «Νόμιζα ότι σήμαινε αυτό που ξεφεύγει από τη μάζα. Μεγαλώνοντας, μπερδεύτηκα με το τι είναι μάζα. Δεν υπάρχει ξεκάθαρη πλειοψηφία πλέον στη μουσική. Επομένως, δεν υπάρχει και εναλλακτικό. Εγώ ξεκίνησα από τη λεγόμενη “εναλλακτική σκηνή της Ελλάδας” και για εκατό χρόνια διάβαζα συνεντεύξεις συγκροτημάτων σχετικά με το μέλλον της, την αξία της, κ.λπ.

Όλοι αυτοί οι “εναλλακτικοί” αποτελούν μια ομάδα που περνάει και μόνη της μια χαρά. Εγώ έτυχε να βρεθώ σε αυτή τη σκήνη. Δεν το επέλεξα. Και σύντομα έπαψα να τη χαίρομαι». Στην ίδια συνέντευξη, ρωτάω τη Monika ποιο από τα live που είχε δώσει έως τότε θυμόταν πιο έντονα: «Την πρώτη μου συναυλία ως “μουσική” Μonika, στο Μικρό Μουσικό Θέατρο». Τον ίδιο χώρο μνημονεύει και ο Γιάννης Βεσλεμές, σε συνέντευξή του στο Popaganda το 2015: «Τώρα που έχει περάσει καιρός, αισθάνομαι ως “σκηνή” ότι ήμασταν κάποια παιδιά που κάποτε παίζαμε στο Μικρό Μουσικό Θέατρο της Βεΐκου». Δεν τον πρόλαβα τον συγκεκριμένο χώρο. Ήμουν μικρός και ανυποψίαστος όταν ανθούσε. Ακούω όμως συχνά για τον ρόλο που έπαιξε στα ’00s, ως Μέκκα του ελληνικού αβάν-γκαρντ. Πέρα από τους προαναφερθέντες, καλλιτέχνες όπως η Ναλύσσα Γκρην, ο Larry Gus, ο Lolek και πολλοί άλλοι έκαναν το πρώτο τους live εκεί. Ποιος ήταν λοιπόν ο άνθρωπος που έδινε βήμα σε όλα αυτά τα νέα, άγνωστα και παράξενα παιδιά, τα οποία ενδεχομένως να μην έβρισκαν άλλο μέρος να παίξουν;

Αγοραφοβικό Φεστιβάλ: Ανταπόκριση από το indie μέτωπο-4

Μέσα από γνωστούς, μαθαίνω ότι πρόκειται για τον Αναστάση Γρίβα, που είχε επίσης δράση ως μουσικός. Μιλάμε στο τηλέφωνο και κανονίζουμε την ίδια κιόλας μέρα ραντεβού στη γειτονιά του, τα Άνω Πετράλωνα, όπου του ζητάω να θυμηθεί τα παλιά: «Η ιστορία του Μικρού Μουσικού Θεάτρου ξεκίνησε το 2000, με αυτοσχεδιασμούς και πειραματική μουσική. Θυμάμαι η πρώτη επίσημη συναυλία ήταν ο Coti K με τον Νίκο Βελιώτη. Ο χώρος έπαιρνε καμιά 40αριά καρέκλες ή, αν είχαμε όρθιους, ογδόντα. Με τόσο λίγο κόσμο, δεν έβγαζα χρήματα. Αντιθέτως, έχανα». Τον ρωτάω ποιες συναυλίες τού έχουν μείνει αξέχαστες από την indie σκηνή. Χαμογελάει. «Θυμάμαι ένα συγκλονιστικό live των Mary & The Boy. Θυμάμαι επίσης τη Nαλύσσα Γκρην – μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση από τότε! Η Monika μου είχε ξεφύγει, το ομολογώ. Κατάλαβα την αξία της αφού έβγαλε το άλμπουμ. Θυμάμαι επίσης το πρώτο CD των My Wet Calvin, σε μια θήκη η οποία ήταν τσέπη από τζιν. Πάντως, κάθε μέρα λάμβανε χώρα και ένα live. Στο τέλος του καλοκαιριού, είχες ξεχάσει ποιους έχεις δει».

Αξίζει να αναφερθεί ότι, σε μεγάλο ποσοστό, το κοινό του ΜΜΘ αποτελούνταν από μουσικούς διαφορετικών ειδών, οι οποίοι έρχονταν να δουν τι παίζει και γνωρίζονταν μεταξύ τους. «Ερχόταν π.χ. το Ιόνιο Πανεπιστήμιο να κάνει βραδιές αυτοσχεδιασμού και είχες από κάτω παιδιά που παίζανε indie ποπ. Αυτό δημιούργησε γέφυρες, ανάμεσα σε είδη και ανθρώπους, που στη συνέχεια απέδωσαν. Με πολλούς τρόπους. Σε μια βραδιά πειραματικής μουσικής, ας πούμε, γνώρισε ο Αγγελάκας τον Βελιώτη. Ήταν ένα φοβερό event, στο οποίο η αστυνομία έψαχνε κάποιον που είχε κλέψει. Μπούκαραν μέσα στον χώρο, την ώρα που έπαιζαν οι μουσικοί στη σκηνή – θυμάμαι υπήρξε στιχομυθία του αστυνομικού με τον Αγγελάκα (γέλια)». Το Μικρό Μουσικό Θέατρο σταμάτησε να λειτουργεί το καλοκαίρι του 2009, με τη «δράση» να μεταφέρεται σε χώρους όπως το Κ44, το Bios, το Six D.O.G.S. και, λίγο αργότερα, το Ρομάντσο. Η αίθουσά του υπάρχει μέχρι σήμερα, στην οδό Βεΐκου 33 (Κουκάκι), όπου πλέον στεγάζεται το ωδείο Μουσική Πράξη.

Αγοραφοβικό Φεστιβάλ: Ανταπόκριση από το indie μέτωπο-5
Η τραγουδοποιός Εύα Κανάκη (νέο μέλος των Παιδιών της Παλαιότητας).

Μέρα δεύτερη

Πίσω στο φεστιβάλ, η δεύτερη μέρα ξεκινάει με τους επανενωμένους My Brother the couch και την Colorgraphs. Λίγο μετά, έρχεται η στιγμή της παρουσίασης του πρώτου άλμπουμ των Κόρε. Ύδρο., Αν όλα τέλειωναν εδώ (2003). Προσωπικά, βρίσκω κάπως προβληματικό αυτό το «θα είναι σαν Κόρε. Ύδρο., αλλά δεν θα είναι κιόλας». Από την άλλη, μπορώ να καταλάβω την ανάγκη του Δημητριάδη να παίξει live τα παλιά του τραγούδια – και μάλιστα με ένα διαφορετικό, ακουστικό, «καθιστό» σχήμα. Τα φάλτσα στις ψηλές νότες δεν ενοχλούν κανέναν, το Μη με ρωτάς βγάζει πολλά κινητά από τις τσέπες και ο μύθος του κερκυραϊκού συγκροτήματος τροφοδοτείται εκ νέου. Με τον στίχο «παιδί που μεγάλωσε δεν είναι παιδί» να ακούγεται από το βάθος πίσω μου, κατευθύνομαι προς το live της Sci-Fi River, μπαίνοντας σε μια σκοτεινή αίθουσα ατμοσφαιρικών καπνών. Μεταφέρομαι στο σήμερα. Η 25χρονη ράπερ ξεκινάει με στίχο-αναφορά στους Κόρε. Ύδρο., μέσα από το κομμάτι Ναυαρίνου. Κοφτεροί στίχοι, μαγκιά, σέξι παρουσία, θηλυκότητα στην εμφάνιση και στην απαγγελία, χορταστικά beats από το λάπτοπ του Cinuk Muerto. Στην πρώτη γραμμή, ο Pan Pan παρακολουθεί με προσήλωση. Λίγο πιο πέρα, στη σκηνή 7Γ, οι The Model Spy αποδεικνύουν ότι μπορεί να υπάρξει εναλλακτικό αθηναϊκό supergroup, ενώ η Melentini έχει τον κόσμο με το μέρος της στη μεγάλη σκηνή, όρθια μπροστά στο αρμόνιο. Ξεκινάει τραγουδώντας στα γερμανικά, συνεχίζει σε σκοτεινά electropop μονοπάτια και οδηγείται στο φως με την Ηλιαχτίδα, το πιο δημοφιλές τραγούδι της.

Πηγαίνω λίγο backstage. Ένας καναπές, ένα τραπέζι, μπίρες, μπουκαλάκια νερό, γέλια, χαιρετούρες. Η Sci-Fi River κάνει αέρα με βεντάλια – το live της έχει τελειώσει. Η Ναλύσσα Γκρην στρίβει ένα αγχωμένο τσιγάρο. Σε δέκα λεπτά βγαίνει. Περνώντας την ανοιχτή πόρτα αριστερά, βγαίνω πίσω από τη σκηνή όπου παίζει ακόμη η Melentini και βλέπω πάλι τον Pan Pan να παρακολουθεί. Είναι το «μεγάλο όνομα» του φεστιβάλ και ταυτόχρονα ένας από τους πιο αφοσιωμένους θεατές του. Δίπλα, οι Soft Skull ανεβάζουν λιγάκι τον ηλικιακό μέσο όρο στην 7Γ, με στιλ και θόρυβο. Όταν πια η Ναλύσσα Γκρην ξεκινάει στην 7Α, ο κόσμος είναι τόσο πολύς, που δεν χωράω. Ακούω όμως την Μπλε Τροχιά. Ένα ζεϊμπέκικο που δεν φτιάχτηκε για τις πίστες και τα γαμήλια γλέντια των φίλων μας, αλλά για τα δωμάτια και τα φεστιβάλ μας. Ακριβώς δίπλα μου, ακουμπώντας τον ώμο στον γκρι τοίχο, ένα κορίτσι γύρω στα 20 τραγουδάει τους στίχους με κλειστά μάτια. Αναρωτιέμαι αν έχει ακούσει ποτέ της Πλάτωνος ή Κραουνάκη. Μπορεί και να μην έχει σημασία.

Αγοραφοβικό Φεστιβάλ: Ανταπόκριση από το indie μέτωπο-6

Όταν τα ρολόγια δείχνουν 23:00, στο μεγάλο stage ανεβαίνει ο Pan Pan. Μόνος αρχικά, με μια κονσόλα, πηγαινοέρχεται νευρικά σαν αρχιμάγειρας που ελέγχει τηγάνια και πάγκους. Σύντομα θα τον πλαισιώσουν ο Years of Youth, η Vassilina και η Καλλιόπη Μητροπούλου. Ήχοι από παλιά συνθεσάιζερ. Μελωδίες με χρώματα. Κλίμα ποπ συναυλίας που χτίζεται σταδιακά και απογειώνεται στα μεγάλα hits: Τα παιδιά θέλουν χορό, Χτύπα με σαν ρεύμα στην πίστα, Ανισόπεδη ντίσκο. Είναι εντυπωσιακό το πώς αυτός ο 41χρονος οικογενειάρχης, που έχει ως βασική ιδιότητα τη δημιουργία κόμικς, κατάφερε να γίνει ο πιο δημοφιλής εκπρόσωπος της σημερινής εναλλακτικής σκηνής, χωρίς τη στήριξη καμίας δισκογραφικής, κανενός καλλιτεχνικού γραφείου, με όπλο τα τραγούδια του και μόνο. Πολλοί βλέπουν επιφυλακτικά την επιτυχία του Pan Pan, επισημαίνοντας ότι το μουσικό ύφος του δεν είναι πρωτότυπο. Στα live, αρκετοί παρατηρούν επίσης τις φωνητικές του αδυναμίες. Όταν όμως ένας δημιουργός «μιλάει» στον κόσμο, όταν χορεύεται παντού και φέρνει στα στόματα το καλύτερο ρεφρέν που έχουμε ακούσει εδώ και χρόνια (αναφέρομαι στην Ανισόπεδη ντίσκο), τα υπόλοιπα είναι ψιλά γράμματα. Σκέφτομαι ότι ο στίχος «τον εαυτό μου βρίσκω» έχει ένα ειδικό βάρος για τη γενιά που απενοχοποίησε την ψυχανάλυση. Σκέφτομαι διάφορα – και παράλληλα βλέπω τη δράση: Τα κινητά που μαζεύουν υλικό για stories, τα χαρούμενα πρόσωπα, το παρδαλό παντελόνι του Pan Pan, τις χορευτικές κινήσεις της Vassilina. Τα φωνητικά της Καλλιόπης απογειώνουν την Πλαστελίνη. Νιώθω σαν να ακούω τη Σοφία Βόσσου. Σαν να μπαίνει η άνοιξη.

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, o Pan Pan έχει τελειώσει. Ο κόσμος αραιώνει και οι My Wet Calvin ετοιμάζονται να πάρουν θέση στη μικρή σκηνή με αστείες στολές, πιστοί στις παραδόσεις τους. Ο Άρης είναι ντυμένος κλόουν. Ο Λεωνίδας φοράει ένα καπέλο με λοφίο. Τα μάτια τους λάμπουν πίσω από τα γυαλιά μυωπίας. «Όποτε θες, φεύγουμε», λέει ένα αγόρι στη συνοδό του. Εκείνη κοιτάει το κινητό της και ύστερα τη φωτισμένη σκηνή. «Δεν έχω θέμα, καλά περνάω». 

Αγοραφοβικό Φεστιβάλ: Ανταπόκριση από το indie μέτωπο-7

Τότε και τώρα

Τι χαρακτηρισε το ελληνικό indie των ’00s

  • Η αγάπη για το μικρό και χειροποίητο, σαν αντίλογος στη μαζικότητα των ’90s.
  • Οι ενορχηστρώσεις που ξέφευγαν από τη λογική της παραδοσιακής ποπ/ροκ μπάντας, αγκαλιάζοντας τα παράξενα όργανα και τα λάπτοπ. 
  • Η άνοδος των ανεξάρτητων δισκογραφικών, που διέθεταν και καλλιτεχνικά κίνητρα πέρα από οικονομικά.
  • Το hype του διεθνούς μουσικού Τύπου (κυρίως ΝΜΕ και Pitchfork) για οτιδήποτε καινούργιο (ενίοτε χωρίς ποιοτικά κριτήρια).
  • Η δίψα των αθηναϊκών free press να αναδείξουν (αλλά και να «παραφουσκώσουν») τα όσα λάμβαναν χώρα στην πόλη. 
  • Η απαξίωση της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου ως κύριων μέσων διάδοσης της μουσικής.
  • Το γρήγορο ίντερνετ, τα συχνά ταξίδια στο εξωτερικό, η αίσθηση ενός παγκόσμιου χωριού μέσα από blogs και σελίδες τύπου Myspace.
  • Οι κοινωνικές ζυμώσεις σε μπαρ του ιστορικού τριγώνου (Pop, Use κ.λπ.), λίγο πριν από την απομόνωση που έφερε η άνοδος των social media.

Τι χαρακτηρίζει το ελληνικό indie των ’20s

  • Η απουσία νέων ανθρώπων στις ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες και γενικώς σε θέσεις-κλειδιά.
  • Οι στίχοι μοντέρνου ρομαντισμού, σουρεαλισμού, εφηβικής αφέλειας και εμμονής με τον θάνατο.
  • Η μεγάλη έμφαση στο κομμάτι της παραγωγής, ελλείψει αξιόλογων συνθετών.
  • Η δυναμική παρουσία γυναικών και ΛΟΑΤΚΙ+ ανθρώπων.
  • Η απενοχοποίηση της ψυχανάλυσης, της κατάθλιψης και της αποκλίνουσας σεξουαλικής ταυτότητας.
  • Η συνδιαλλαγή με είδη όπως το χιπ χοπ, η τζαζ, το dark wave και το λαϊκό, μέσα από κοινούς αισθητικούς κώδικες.
  • Ο υπολογισμός της δυναμικής ενός καλλιτέχνη από τους μηνιαίους ακροατές του Spotify (και όχι από τις φυσικές πωλήσεις).
  • H απαξίωση της μουσικοκριτικής.
  • Η νέα ανάγκη για μεγάλες συναθροίσεις, χορό και εξωστρέφεια, μετά την περίοδο της πανδημίας.
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT