Μιλούν τα ζώα μεταξύ τους;

Ιστορίες με ποντίκια, φώκιες, μπαμπουίνους και άλλα ζώα, που μπορεί να μη μιλούν την ίδια γλώσσα μ’ εμάς, αλλά επικοινωνούν με τις δικές τους «λέξεις», γεννώντας ερωτήματα για την προέλευση της ανθρώπινης ομιλίας

12' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Απόδοση: Παναγιώτης Κούστας  

Μπορούν τα ποντίκια να μάθουν να λένε ένα καινούργιο τραγούδι; Αυτή η ερώτηση, ενδεχομένως, ακούγεται κάπως παράξενη. Παρότι οι άνθρωποι ζουν παράλληλα με τα ποντίκια εδώ και τουλάχιστον 15.000 χρόνια, λίγοι έχουμε ακούσει για ποντίκια που τραγουδούν. Αυτό συμβαίνει επειδή το κάνουν σε συχνότητες που εκπέμπουν πέρα από το εύρος το οποίο μπορεί 
να ανιχνεύσει το ανθρώπινο αυτί. 

Όσο είναι μικρά, τα τραγούδια τους που πιάνουν πολύ ψηλές νότες ειδοποιούν τη μητέρα τους για το πού βρίσκονται. Στην ενήλικη ζωή τους, τραγουδούν υπέρηχους σκοπούς για να προσελκύσουν το ένα το άλλο. Επί δεκαετίες, οι ερευνητές πίστευαν ότι τα τραγούδια των ποντικών προέρχονται από το ένστικτό τους και ότι δεν εκφράζουν ό,τι έχουν στο μυαλό τους. Κανείς όμως δεν είχε κάνει κάποια έρευνα για να εξακριβωθεί αν αυτό όντως ισχύει ή όχι. Το 2012, μια ομάδα νευροβιολόγων του Πανεπιστημίου Ντιουκ, με επικεφαλής τον Έριχ Τζάρβις, έναν νευροεπιστήμονα που μελετά τη φωνητική μάθηση, σχεδίασε ένα πείραμα για να βρει την αλήθεια. Η ομάδα κώφωσε μέσω χειρουργείου πέντε ποντίκια και ηχογράφησε τα τραγούδια τους σε ένα στούντιο  ηχογράφησης κατάλληλο για το μέγεθός τους, το οποίο ήταν εξοπλισμένο με υπέρυθρες κάμερες και μικρόφωνα. Στη συνέχεια, συνέκριναν τα υπερηχογραφήματα των τραγουδιών των κωφών ποντικιών με εκείνα των ακουόντων. Αν τα ποντίκια τραγουδούσαν επειδή τους το επίτασσε το ένστικτό τους, όπως πιστευόταν, η χειρουργική κώφωσή τους δεν θα έπρεπε να επηρεάσει καθόλου τα τραγούδια τους.

Ο Τζάρβις και οι ερευνητές της ομάδας του επιβράδυναν το τέμπο των τραγουδιών και άλλαξαν τον τόνο των ηχογραφήσεων, έτσι ώστε να μπορούν να τις ακούσουν με τα ίδια τους τα αυτιά. Τα τραγούδια των ακουόντων ποντικιών ακούγονταν «σε αξιοσημείωτο βαθμό σαν τιτιβίσματα», έγραψε ο Τζάρβις σε ένα άρθρο του που δημοσιεύτηκε το 2013, «με συλλαβιστά σφυρίγματα παρόμοια με εκείνα που έχουν τα τραγούδια των καναρινιών». Δεν συνέβαινε, όμως, το ίδιο στα τραγούδια των μη ακουόντων ποντικιών: Χωρίς να μπορούν να έχουν ηχητική ανατροφοδότηση, τα τραγούδια τους άρχισαν να αλλοιώνονται, μέχρι να καταστούν σχεδόν αγνώριστα. Οι μελωδίες των ποντικιών δεν εξαρτώνται μόνο από την ικανότητά τους να ακούν τον εαυτό τους και τους άλλους, αλλά επίσης, όπως διαπίστωσε η ομάδα σε ένα άλλο πείραμα, τα αρσενικά ποντίκια, για να κερδίσουν την προσοχή των θηλυκών, έχουν την ικανότητα να αλλάζουν το ύψος στις νότες των τραγουδιών τους.

Μέσα σε αυτές τις δεξιότητες των τρωκτικών κρύβονται ενδείξεις που μπορεί να συμβάλουν στην επίλυση ενός παζλ που πολλοί θεωρούν ότι αποτελεί «το δυσκολότερο πρόβλημα της επιστήμης»: την προέλευση της γλώσσας. Στους ανθρώπους, η «φωνητική μάθηση» κατανοείται ως μια δεξιότητα κρίσιμης σημασίας για την ανάπτυξη του προφορικού λόγου. Οι ερευνητές είχαν ήδη εντοπίσει την ικανότητα φωνητικής μάθησης σε άλλα είδη εκτός του ανθρώπου, όπως στα ωδικά πτηνά, στα πτερυγιόποδα όπως οι φώκιες, στους ελέφαντες και στις νυχτερίδες. Δεδομένης της εδραιωμένης ιδέας που θέλει την ανθρώπινη γλώσσα να τη χωρίζει ένα βαθύ χάσμα από τους τρόπους με τους οποίους επικοινωνούν τα ζώα, οι περισσότεροι επιστήμονες θεωρούσαν ότι οι ικανότητες φωνητικής μάθησης των άλλων ειδών δεν σχετίζονταν με τις δικές μας. Όταν οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Ντιουκ, όμως, έκαναν ανατομή στους εγκεφάλους των ποντικιών, ακουόντων και μη, εντόπισαν μια στοιχειώδη εκδοχή του νευρικού κυκλώματος που επιτρέπει στον πρόσθιο εγκέφαλο των ειδών που διαθέτουν την ικανότητα της φωνητικής μάθησης, όπως των ανθρώπων και των ωδικών πτηνών, να ελέγχουν άμεσα τα φωνητικά τους όργανα.

Τα ποντίκια δεν φαίνεται να έχουν το χάρισμα της μίμησης που διαθέτουν οι φώκιες – μια ορφανή φώκια στο Ενυδρείο της Νέας Αγγλίας μπορούσε να αρθρώσει κανονικά κάποιες φράσεις στα αγγλικά, με τέλεια τοπική προφορά («Χούβερ, έλα εδώ», «Έλα μου, έλα μου!»). Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι στοιχειώδεις δεξιότητες των ποντικιών υποδηλώνουν ότι η κρίσιμη για τη γλώσσα ικανότητα της φωνητικής μάθησης μπορεί να υπάρχει σε ένα συνεχές, ακριβώς όπως μια υποθαλάσσια χερσαία γέφυρα ενδέχεται να σημαίνει ότι δύο απομονωμένες σήμερα ήπειροι ήταν κάποτε ενωμένες. Τα τελευταία χρόνια, επίσης, μια σειρά από ευρήματα έχουν αποκαλύψει ένα εκτενές μη ανθρώπινο ηχητικό τοπίο. Ανάμεσά τους, χελώνες που όσο βρίσκονται στα αυγά τους όχι μόνο παράγουν, αλλά και ανταποκρίνονται σε ήχους για να συντονίσουν τον χρόνο της γέννησής τους, αλλά και φυτά που μπορούν να ανιχνεύσουν τον ήχο του τρεχούμενου νερού και το μάσημα των επιθετικών εντόμων. Μέσα σε όλη αυτή την πολυφωνία, οι ερευνητές έχουν βρει σκοπό και νόημα στους ζωικούς βοκαλισμούς.

Μιλούν τα ζώα μεταξύ τους;-1
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ: DENISE NESTOR / THE NEW YORK TIMES MAGAZINE

Το γονίδιο της ομιλίας

Με κάθε τέτοια ανακάλυψη μικραίνει το γνωστικό και ηθικό χάσμα ανάμεσα στον άνθρωπο και στο υπόλοιπο ζωικό βασίλειο. Επί αιώνες, οι γλωσσικές εκφράσεις του Ηomo sapiens θεωρούνταν μοναδικές στη φύση.

Πλέον, οι ειδικοί υποψιάζονται ότι όλα τα είδη μπορεί να μοιράζονται κάποια δομικά γλωσσικά χαρακτηριστικά, ρίχνοντας φως στην εσωτερική ζωή των ζώων, με τρόπους που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη θεώρηση της γλώσσας ως κομματιού της εξελικτικής ιστορίας των ειδών, του ανθρώπου συμπεριλαμβανομένου.

Η δε θεώρηση της γλώσσας ως μιας κατ’ αποκλειστικότητα ανθρώπινης «υπερδύναμης» προϋπέθετε την ύπαρξη κάποιας αντίστοιχης, μοναδικής στο είδος της, ανθρώπινης βιολογίας. Οι προσπάθειες να βρεθούν κάποιοι ιδιαίτεροι βιολογικοί μηχανισμοί, όμως, που να καθιστούν δυνατή τη γλωσσική ικανότητα μόνο στον άνθρωπο, έχουν όλες τους αποτύχει.

Ένα διάσημο τέτοιο παράδειγμα έχει να κάνει με κάτι που συνέβη το 2001, όταν μια ομάδα με επικεφαλής τους γενετιστές Σεσίλια Λάι και Σάιμον Φίσερ ανακάλυψε το γονίδιο FoxP2 σε μέλη μιας οικογένειας από το Λονδίνο που έπασχαν από παιδική απραξία λόγου. Η συγκεκριμένη διαταραχή μειώνει την ικανότητα ατόμων, που κατά τα άλλα είναι γνωστικά ικανά, να συντονίζουν τους μυς τους για να παράγουν ήχους, συλλαβές και λέξεις σε μια σειρά που να βγάζει νόημα. Το FoxP2 χαιρετίστηκε ως το επί μακρόν αναζητούμενο γονίδιο που επέτρεψε στους ανθρώπους να αρχίσουν να μιλάνε· μέχρι που εντοπίστηκε και στα γονιδιώματα των τρωκτικών, των πτηνών, των ψαριών αλλά και προγόνων μας όπως οι Νεάντερταλ.

Φως δεν είδαμε ούτε από την αναζήτηση μιας φωνητικής ανατομίας που να υπάρχει μόνο στους ανθρώπους. Ο γνωστικός επιστήμονας Τεκούμσε Φιτς, στο πλαίσιο μιας μελέτης που έκανε το 2001, κατάφερε με διάφορα τεχνάσματα να κάνει κατσίκες, ελάφια και άλλα είδη να παραγάγουν διάφορους βοκαλισμούς ενώ βρίσκονταν μέσα σε ένα μηχάνημα κινηματογραφικής ακτινογραφίας, το οποίο κινηματογραφούσε σε ακτίνες Χ τον τρόπο που κινούνταν οι λάρυγγές τους. Ο Φιτς ανακάλυψε ότι ακόμα και ζωικά είδη που έχουν λάρυγγες διαφορετικούς από τους δικούς μας μπορούσαν να τους κινούν με παρόμοιους τρόπους με εμάς. 

Ο Φιτς και ο τότε συνάδελφός του στο Χάρβαρντ, ο εξελικτικός βιολόγος Μαρκ Χάουζερ, άρχισαν να αναρωτιούνται μήπως μελετούσαν τη γλώσσα με εντελώς λάθος τρόπο. Οι γλωσσολόγοι περιέγραφαν τη γλώσσα ως μια ικανότητα που είτε την έχεις είτε όχι. Η γλώσσα όμως, ενδεχομένως, να περιγράφεται με πιο επιτυχημένο τρόπο αν την αναλογιστούμε ως ένα πολυσύνθετο σύστημα που περιλαμβάνει ψυχολογικά χαρακτηριστικά (όπως την ικανότητα να επικοινωνείς τις προθέσεις σου), φυσιολογικά (όπως είναι ο κινητικός έλεγχος των βοκαλισμών) και γνωστικές ικανότητες (όπως η ικανότητα να ακολουθείς κανόνες για να παραγάγεις λέξεις με τους βοκαλισμούς).

Μιλούν τα ζώα μεταξύ τους;-2
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ: DENISE NESTOR / THE NEW YORK TIMES MAGAZINE

Η αφηρημένη σκέψη

Στην επιστημονική κοινότητα συνέχισαν, βέβαια, να υπάρχουν διαμάχες σχετικά με το ποια στοιχεία της γλώσσας μοιραζόμαστε με άλλα είδη του ζωικού βασιλείου. Σε αυτά τα στοιχεία περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, η σκοπιμότητα της γλώσσας, το σύστημα με το οποίο συνδυάζονται οι βοκαλισμοί και η δύναμη της γλώσσας να παράγει έναν άπειρο αριθμό εκφράσεων από έναν πεπερασμένο αριθμό βοκαλισμών. Παρ’ όλα αυτά, η εδραιωμένη πεποίθηση ότι η γλώσσα συνιστά μια εξελικτική ανωμαλία άρχισε να εγκαταλείπεται. Καθώς η κατανόησή μας για τη φύση και την προέλευση της γλώσσας πήρε άλλο δρόμο, άρχισαν να προκύπτουν πολλές γόνιμες διεπιστημονικές συνεργασίες. Οι διαλέξεις στα εξαμηνιαία συνέδρια για τη γλωσσική εξέλιξη, όπου κάποτε κυριαρχούσε η «θεωρητικολογία της πολυθρόνας», όπως το έθεσε ο Σάιμον Κέρμπι, γνωστικός επιστήμονας και ιδρυτής του Κέντρου για τη Γλωσσική Εξέλιξη του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, αντικαταστάθηκαν από παρουσιάσεις «πλήρεις εμπειρικών δεδομένων». Ένα από τα πιο ακανθώδη προβλήματα που προσπάθησαν να λύσουν οι ερευνητές ήταν η σχέση ανάμεσα στη σκέψη και τη γλώσσα. Επί μακρόν, οι φιλόσοφοι και οι γλωσσολόγοι θεωρούσαν ότι η γλώσσα δεν αναπτύχθηκε τόσο για να μας κάνει να επικοινωνούμε μεταξύ μας, όσο για να διευκολύνει την αφηρημένη σκέψη. Σύμφωνα με το επιχείρημά τους, η γλώσσα εξελίχθηκε για να μας βοηθάει να σκεφτόμαστε, με τον ίδιο τρόπο που τα μαθηματικά σύμβολα μας επιτρέπουν να κάνουμε πολύπλοκους υπολογισμούς. Η Εβ Φεντορένκο, γνωσιακή νευροεπιστήμονας του MIT, θεώρησε ότι αυτή ήταν «μια ωραία ιδέα», οπότε πριν από περίπου μία δεκαετία αποφάσισε να τη διερευνήσει. Αν η γλώσσα είναι το μέσο της σκέψης, επιχειρηματολόγησε, τότε η κατανόηση του νοήματος των προφορικών ή γραπτών λέξεων θα πρέπει να ενεργοποιεί τα ίδια νευρωνικά κυκλώματα στον εγκέφαλο.

Αρχιτεκτονική της επικοινωνίας

Στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, ο Κέρμπι ανακάλυψε μια διαδικασία που θα μπορούσε να εξηγήσει το πώς εξελίχθηκε η εσωτερική δομή της γλώσσας. Αυτή η δομή, στην οποία απλά στοιχεία όπως οι ήχοι και οι λέξεις συντάσσονται σε φράσεις, δίνει στη γλώσσα τη δύναμη να παράγει έναν άπειρο αριθμό νοημάτων. Αλλά η προέλευσή της παρέμενε θολή. Ο Κέρμπι, λοιπόν, σχεδίασε ένα πείραμα με σκοπό να δημιουργήσει μέσα στο εργαστήριό του συνθήκες προσομοίωσης της διαδικασίας εξέλιξης της γλώσσας. Αρχικά, ανέπτυξε επινοημένους κώδικες που θα χρησίμευαν ως υποκατάστατα για τις χωρίς κάποια σύνδεση μεταξύ τους συλλογές λέξεων που πιστεύεται ευρέως ότι προηγήθηκαν της δομημένης γλώσσας. Στη συνέχεια στρατολόγησε έναν αριθμό ανθρώπων για να χρησιμοποιήσουν έναν από αυτούς τους κώδικες υπό διάφορες συνθήκες και μελέτησε το πώς αυτός άλλαζε. Για παράδειγμα, τους ζήτησε να χρησιμοποιήσουν τον κώδικα για την επίλυση διάφορων καθηκόντων που σχετίζονταν με την επικοινωνία. Έκανε το ίδιο πείραμα εκατοντάδες φορές, χρησιμοποιώντας διαφορετικές παραμέτρους, σε μια σειρά από πληθυσμούς, μεταξύ των οποίων και σε μια αποικία μπαμπουίνων που ζούσαν σε ημι-φυσικό περιβάλλον αιχμαλωσίας, εξοπλισμένο με μια σειρά από υπολογιστές στους οποίους οι μπαμπουίνοι μπορούσαν να παίξουν, κατά βούληση, τα πειραματικά παιχνίδια του Τα ευρήματά του ήταν εντυπωσιακά και ανεξάρτητα από τη μητρική γλώσσα των υποκειμένων της έρευνάς του. Όταν το ένα απλώς μεταβίβαζε τον κώδικα στο άλλο, αυτός γινόταν πιο απλός αλλά και λιγότερο ακριβής. Όταν όμως τον μεταβίβαζαν και τον χρησιμοποιούσαν για να επικοινωνούν μεταξύ τους, ο κώδικας ανέπτυσσε μια διακριτή αρχιτεκτονική. Αυτό υποδηλώνει ότι η «μυστικιστική» δύναμη της γλώσσας, τουτέστιν η ικανότητά της να μετατρέπει τους τυχαίους βοκαλισμούς σε κατανοητά διατυπωμένο λόγο, μπορεί να προέκυψε από έναν ταπεινό συμβιβασμό μεταξύ της απλότητας, για την ευκολία της εκμάθησης, και αυτού που ο Κέρμπι ονόμασε «εκφραστικότητα», που δίνει σαφήνεια στην επικοινωνία. Αυτή η απόρριψη της διασύνδεσης γλώσσας και ανθρώπινης βιολογίας δεν αφαίρεσε απλώς από τη γλώσσα ένα πέπλο μύθου. Επανέφερε στο προσκήνιο το ενδεχόμενο της δυνατότητας σκέψης από τα ζώα και επανατοποθέτησε τις γλωσσικές ικανότητες ως θεωρητικά προσιτές σε κάθε είδος.

Τι πάει να πει «τζαρ τζαρ»;

Ενώ τα πειράματα με ζώα που είναι παγιδευμένα σε κλουβιά ή ενυδρεία μπορούν να αποκαλύψουν τις λανθάνουσες γλωσσικές τους ικανότητες, για να συλλάβουμε το πραγματικό εύρος τού τι μπορούν αυτά να πουν μεταξύ τους, θα πρέπει να τα κατασκοπεύσουμε στη φύση. Σε παλαιότερες μελέτες, συχνά συγχεόταν η γενική επικοινωνία –κατά την οποία τα ζώα εξάγουν νόημα από τους βοκαλισμούς και τα λοιπά καλέσματα που τους απευθύνονται– με το πιο εξειδικευμένο, ευέλικτο και ανοιχτό σύστημα της γλώσσας. Για παράδειγμα, σε μια μελέτη θεμελιώδους σημασίας που διεξήχθη το 1980, οι πρωτευοντολόγοι Ρόμπερτ Σέιφαρθ και Ντόροθι Τσέινι χρησιμοποίησαν την «τεχνική του πλέιμπακ» για να αποκωδικοποιήσουν το νόημα των καλεσμάτων συναγερμού που εξέπεμπαν οι πίθηκοι βέρβετ στο Εθνικό Πάρκο Αμποσέλι της Κένυας. Κάθε φορά που παιζόταν η ηχογραφημένη κραυγή (σαν γάβγισμα) που βγάζουν οι πίθηκοι όταν έρχονται αντιμέτωποι με μια λεοπάρδαλη, αυτοί άρχιζαν να τρέχουν για να σκαρφαλώσουν στα δέντρα. Το ηχογραφημένο χαμηλό γρύλισμα ενός πιθήκου που εντόπισε έναν αετό, πάλι, τους έκανε να κοιτάξουν ψηλά στον ουρανό. Εκείνη την εποχή είχε φιλοξενηθεί ένα πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ στους New York Times, το οποίο ανήγγελλε την ανακάλυψη μιας «υποτυπώδους “γλώσσας”» στους πιθήκους βέρβετ. Υπήρξαν όμως κριτικές, μέσω των οποίων εκφράστηκε η αντίρρηση ότι αυτά τα καλέσματα μπορεί να μην έχουν καθόλου γλωσσικές ιδιότητες. Αντί να είναι σκόπιμα μηνύματα που χρησιμοποιούνται για να επικοινωνήσουν κάποιο νόημα σε άλλους πιθήκους, μπορεί να είναι ακούσιοι, καθοδηγούμενοι από ένστικτα βοκαλισμοί. Ο Τοσιτάκα Σουζούκι, ηθολόγος στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο που περιγράφει τον εαυτό του ως γλωσσολόγο των ζώων, βρήκε μια μέθοδο για να ξεχωρίζει τα εκούσια καλέσματα από τα ακούσια. Όταν μιλήσαμε μέσω Zoom, μου έδειξε την εικόνα ενός αφράτου σύννεφου. 

Γλώσσα όπως προβοσκίδα

Η εν εξελίξει έρευνα ενδέχεται να υποδηλώνει ότι δεν υπάρχει τίποτα το ιδιαίτερο που να κάνει τη γλώσσα ιδιάζον ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Υπάρχουν και άλλα είδη που χρησιμοποιούν σκόπιμα, όπως κι εμείς, βοκαλισμούς που μοιάζουν με λέξεις. Παρ’ όλα αυτά, παρά την πολύχρονη έρευνα, κανείς δεν έχει ανακαλύψει ένα σύστημα επικοινωνίας με όλες τις ιδιότητες της γλώσσας σε κανένα άλλο είδος εκτός από τον άνθρωπο. Οι επιστήμονες παρατηρούν ότι τα στοιχεία που υποδεικνύουν γνωστικές και γλωσσικές συνέχειες μεταξύ ανθρώπων και ζώων είναι πια ισχυρότερα εκείνων που υποδεικνύουν ότι υπάρχουν κενά. Για άλλους, ωστόσο, η απουσία ξεκάθαρης απόδειξης για την ύπαρξη όλων των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τη γλώσσα σε άλλα είδη είναι, στην πραγματικότητα, απόδειξη της απουσίας της.

Οι Σέιφαρθ και Τσέινι σε ένα βιβλίο του 2018 σημειώνουν τις «εντυπωσιακές ασυνέχειες» μεταξύ της ανθρώπινης και της μη ανθρώπινης ομιλητικότητας. Οι βοκαλισμοί των ζώων μπορεί να είναι όντως τροποποιήσιμοι· μπορεί να είναι όντως εκούσιοι και σκόπιμοι. Σπάνια, όμως, συντάσσονται σύμφωνα με κανόνες, σύμφωνα με τον τρόπο που συνδυάζουν οι άνθρωποι τις λέξεις τους, ενώ «φαίνεται να μεταφέρουν μόνο περιορισμένες πληροφορίες», γράφουν. Αν τα ζώα διέθεταν κάτι που να μοιάζει με όλο το σετ των γλωσσικών χαρακτηριστικών που έχουμε εμείς, λέει ο Κέρμπι, θα το γνωρίζαμε ήδη. Τα ζώα που διαθέτουν γνωστικές και κοινωνικές ικανότητες που μοιάζουν με τις δικές μας, σπάνια εκφράζονται συστηματικά με τον τρόπο που το κάνουμε εμείς. Η σύλληψη της γλώσσας ως εξελικτικής ανωμαλίας μπορεί να σας φαίνεται παράξενη. Δεν δίνει, όμως, ξεκάθαρο πλεονέκτημα στο ανθρώπινο είδος. Σύμφωνα με τη δημοφιλή θεωρία της «αυτο-εξημέρωσης» για την προέλευση της γλώσσας, την οποία πρότειναν ο Κέρμπι και ο Τζέιμς Τόμας σε ένα άρθρο τους που δημοσιεύθηκε το 2018 στην επιθεώρηση Biology & Philosophy, οι διαφορετικές αποχρώσεις στον τόνο εκφοράς του λόγου και οι ευρηματικές εκφράσεις ενδέχεται να εμποδίζουν τα μέλη ενός είδους να επικοινωνήσουν με άλλα του είδους τους. Ή, όπως έχουν επισημάνει άλλοι, ενδέχεται να τραβήξουν την προσοχή των θηρευτών τους. Απειλές σαν την τελευταία θα μπορούσαν να εξηγήσουν το γιατί εξημερωμένα είδη, όπως οι σπίνοι της Βεγγάλης, έχουν πιο πολύπλοκα και συντακτικά πλούσια τραγούδια από τους άγριους συγγενείς τους, όπως ανακάλυψε ο βιοψυχολόγος Καζούο Οκανόγια το 2012. Αλλά και το γιατί οι άνθρωποι, που περιγράφονται από ορισμένους ειδικούς ως ένα εξημερωμένο είδος των πιθήκων και των ανθρωποειδών προγόνων τους, μπορεί να είναι οι πιο ομιλητικοί από όλους.

Το επίμονο χάσμα ανάμεσα στις γλωσσικές μας ικανότητες και εκείνες των άλλων ειδών, με άλλα λόγια, δεν είναι άσχετο από την εξελικτική διαδικασία. Ίσως, λέει ο Φιτς, η γλώσσα να παρατηρείται μόνο στον Ηomo sapiens, αλλά αυτό δεν συμβαίνει με κάποιον μοναδικό τρόπο. Είναι ένα ιδιάζον χαρακτηριστικό των ανθρώπων, όπως είναι η προβοσκίδα για τους ελέφαντες και η δυνατότητα ηχοεντοπισμού για τις νυχτερίδες. Η αναζήτηση της προέλευσης της γλώσσας δεν μας έχει ακόμη παραδώσει τη σφραγίδα του βασιλιά Σολομώντα, το δαχτυλίδι που με μαγικό τρόπο δίνει στον κάτοχό του τη δύναμη να μιλάει στα ζώα. Ίσως να γίνει κάποτε. Παρ’ όλα αυτά, όσα γνωρίζουμε μέχρι στιγμής αποκαλύπτουν τους δεσμούς μας με τους συγγενείς μας, τα ζώα. Δεν μπορούμε να θεωρούμε, πια, τον εαυτό μας παγιδευμένο ανάμεσα σε άβουλα πλάσματα. Έχουμε ξυπνήσει σε έναν αναδιαμορφωμένο κόσμο, που είναι γεμάτος με τις συνομιλίες των σκεπτόμενων συν-πλασμάτων μας, όσο ακατανόητες κι αν μας ακούγονται αυτές.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT