Οσο οργανώνω τις σημειώσεις μου για να γράψω αυτό το θέμα, η φίλη μου η Λίζα, η οποία, όπως εγώ, έχει ένα παιδί ενός έτους, μου στέλνει ένα αστείο ‒αν όχι κωμικοτραγικά ξεκαρδιστικό‒ βίντεο στο Instagram. Δείχνει μια γυναίκα με ένα μωρό στην αγκαλιά και η οθόνη γράφει «ο άντρας μου με ρωτάει γιατί φοράω πάντα φόρμα και φούτερ στο σπίτι». Οπότε η γυναίκα, που, ας το παραδεχτούμε, θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε από εμάς, αλλάζει αμφίεση και βάζει σκούπα με ένα αποκαλυπτικό φόρεμα, βγάζει τα σκουπίδια έξω με τακούνια, καθαρίζει την τουαλέτα με μίνι φούστα. Αυτό το βίντεο, που μιλάει σε χιλιάδες γυναίκες, αν κρίνουμε από τα 31,3 χιλιάδες λάικ που έχει εισπράξει, τοποθετεί τον κέρσορα σε ένα διαχρονικό πρόβλημα, ότι οι γυναίκες καλούνται να εκπληρώνουν πολλαπλούς ρόλους στην καθημερινότητα και στις σχέσεις τους. Αυτό που δεν δείχνει είναι το «ψυχολογικό φορτίο», «mental load» στα αγγλικά και «charge mentale» στα γαλλικά, που επωμίζονται οι γυναίκες προσπαθώντας να διαχειριστούν τον σχεδιασμό της οικογενειακής καθημερινότητας.
Το βάρος της λίστας του σούπερ μάρκετ
Τη δεκαετία του ’80, η Γαλλίδα φεμινίστρια Μονίκ Εκό μιλούσε για την ανάγκη ισότητας στη διεκπεραίωση των οικιακών εργασιών σε ένα σπίτι όπου μένουν δύο άνθρωποι τους οποίους ενώνει μια ερωτική σχέση. Τον 21ο αιώνα, ωστόσο, οι γυναίκες σύντροφοι, και ενδεχομένως μητέρες, αναγνωρίζουν πια ότι, εκτός από τις καθημερινές εργασίες, είναι και ο σχεδιασμός της οικογενειακής ζωής και ο διαμοιρασμός των εργασιών που αποδεικνύεται πολύ επιβαρυντικός, ένα βαρύ «ψυχολογικό φορτίο». Το 2018, η Γαλλίδα Έμμα Κλιτ κυκλοφόρησε ένα κόμικ που αναφερόταν σε αυτόν τον όρο. Το κόμικ έγινε όχι απλώς viral, αλλά μεταφράστηκε σε κάθε γνωστή γλώσσα του κόσμου. Εκείνο τον καιρό, στόμα με στόμα, αρχίσαμε να συζητάμε για το mental load, να ψάχνουμε αν μας χαρακτηρίζει και τι σημαίνει ακριβώς.
«Οι φεμινίστριες της δεκαετίας του ’80 μιλούσαν για τον καταμερισμό των οικιακών εργασιών ως κεντρικό θέμα των αγώνων μας. Ήταν σημαντικό εκείνη την εποχή, αλλά τα πράγματα έχουν εξελιχθεί. Αυτό για το οποίο παλεύουμε είναι ο καταμερισμός του σχεδιασμού και της εκτέλεσης των εργασιών. Γιατί, ενώ η εκτέλεση των εργασιών είναι σημαντική, το πιο εξαντλητικό είναι το πνευματικό φορτίο, το μάνατζμεντ όλων των οικιακών εργασιών», μου λέει η Έμμα Κλιτ. Δηλαδή αυτό που επωμίζεται όποιος βλέπει ότι υπάρχουν πολλά άπλυτα ή ότι το χαρτί τουαλέτας τελειώνει και δεν υπάρχει άλλος καφές, και είτε τα αγοράζει ο ίδιος είτε ενημερώνει τον άλλο όταν εκείνος ρωτάει «χρειαζόμαστε κάτι από το σούπερ μάρκετ;».
«Όταν έγραψα το κόμικ, δεν είχαμε έναν συγκεκριμένο όρο γι’ αυτή την έννοια. Ζωγράφισα λοιπόν αυτό το κόμικ για να πω πως έχουμε συχνά συντρόφους, δηλαδή άντρες, που νομίζουν ότι αναλαμβάνουν το μερίδιο που τους αναλογεί επειδή κάνουν τις μισές δουλειές του σπιτιού. Στην πραγματικότητα, βέβαια, στη Γαλλία δεν κάνουν τις μισές, κάνουν περίπου το 25%, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν αναλαμβάνουν ποτέ το ψυχολογικό φορτίο, δηλαδή δεν παίρνουν ποτέ την πρωτοβουλία, κάνουν πράγματα μόνο όταν τους το ζητήσουν και τους πουν πώς να το κάνουν. Μήπως μπορείς να πας για ψώνια; Ναι, αλλά τι να πάρω; Και τους εξηγείς. Τελικά κάνουν μόνο το ρομπότ, δηλαδή το χέρι που βάζει τα πράγματα στο καλάθι, αλλά όλη η οργάνωση πίσω από αυτό θα συνεχίσει να γίνεται από τη γυναίκα», λέει η Έμμα και δηλώνει όχι και τόσο περήφανη που πέρασε στην ποπ κουλτούρα ως ο άνθρωπος που έβαλε το δάχτυλο σε ένα τόσο, μα τόσο συνηθισμένο πρόβλημα.
Η πατριαρχική παγίδα
Το πρόβλημα, όπως έχω διαπιστώσει εγώ και οι τόσες φίλες που έχουν παιδιά, διογκώνεται όταν κάνουμε οικογένεια. Φυσικά, αυτό προκύπτει από την κοινωνική επιταγή που θέλει τις γυναίκες τροφούς και τον πρωταρχικό δεσμό με το παιδί να περνάει αποκλειστικά από εκείνες. «Νομίζω ότι πρόκειται για μια πατριαρχική παγίδα. Είναι γεγονός ότι θεωρείται πως οι γυναίκες, από αγάπη προς τον άνδρα τους, πρέπει να κάνουν οικιακή εργασία, να τους φροντίζουν, να φροντίζουν τα παιδιά και να τους ικανοποιούν σεξουαλικά. Και αυτή την εργασία, αν αρνηθείς να την κάνεις δωρεάν, η απάντηση που παίρνεις είναι: Δεν αγαπάς τον άνδρα σου; Πρόκειται για έναν λανθασμένο τρόπο διατύπωσης των πραγμάτων, που παραλύει τις γυναίκες, θέτει υπό αμφισβήτηση την αγάπη που μπορεί να έχουν για τον σύζυγό τους και για την οικογένειά τους, αν εκφράσουν το αίτημα για ισότητα», λέει η Έμμα και συνεχίζει: «Είναι επειδή αγαπώ τον σύζυγό μου που θεωρώ ότι είναι ικανός να κάνει το ίδιο πράγμα μ’ εμένα. Δεν είναι ένα παιδί του οποίου τα ρούχα πρέπει να πλύνω ή τα ωράρια του οποίου πρέπει να υπενθυμίσω».
Ποιος έχει το τηλέφωνο του παιδιάτρου;
Μιλάω και με τη Μάρθα Μαρκάκη, σύμβουλο σχέσεων, οικογενειακή διαμεσολαβήτρια και δικηγόρο που ασχολείται με το συναινετικό διαζύγιο. «Οι γυναίκες που έρχονται εδώ είναι ματαιωμένες. Το παράπονό τους είναι ότι εκείνες αναλαμβάνουν τα πάντα, ότι οργανώνουν όλη την καθημερινότητα του σπιτιού και ταυτόχρονα δουλεύουν, προσπαθώντας να εκπληρώσουν και εκεί τα καθήκοντά τους. Και μάλιστα αισθάνονται και ενοχές ότι δεν τα καταφέρνουν καλά, ότι τρέχουν και δεν φτάνουν», λέει. Όταν δεν υπάρχουν παιδιά, η Μάρθα εξηγεί πως, αν δεν πας στο σούπερ μάρκετ ή δεν βάλεις πλυντήριο, το κακό είναι μικρό. «Εφόσον δεν πολυσυζητάμε τα θέματα αυτά πριν έρθουμε αντιμέτωπες μαζί τους, θεωρούμε αυτόματα ότι πρόκειται για ευθύνη της γυναίκας. Αυτό αποτελεί μία από τις πιο συχνές αιτίες χωρισμού και καβγάδων. Τι κάνει ο ένας και τι κάνει ο άλλος. Ποιος πήγε τα παιδιά στο πάρτι, ποιος αναλαμβάνει το σούπερ μάρκετ, ποιος θα πάει στις δραστηριότητες, ποιος θα μείνει σπίτι το Σάββατο αν αρρωστήσει το παιδί, ποιος δεν θα πάει στη δουλειά αν αρρωστήσει το παιδί ή ποιος θα βρει αυτόν που χρειάζεται αν αρρωστήσει το παιδί, ποιος θα στείλει τα έγγραφα για την εγγραφή των παιδιών, ποιος θα πάρει τον παιδίατρο».
«Ο Γιώργος δεν ξέρει το τηλέφωνο του παιδιάτρου», λέει η Λίζα. Γελάμε λέγοντας ότι μάλλον τα παιδιά μας θα ήταν ανεμβολίαστα αν δεν υπήρχαμε. Η Έμμα επιμένει ότι την επόμενη φορά που ο σύντροφός μου θα με ρωτήσει τι ώρα θα φύγει η νταντά, θα πρέπει να τον αγνοήσω και, αν χρειαστεί να καθίσει παραπάνω, να το επωμιστεί εκείνος. Η Μαρίζα, από την άλλη, φτιάχνει υγιεινά σνακ για τον γιο της τον Παύλο. Ο πατέρας του Παύλου, με τον οποίο δεν ζουν μαζί, δεν προσπαθεί να βάλει καινούργιες γεύσεις στο παιδί και δεν μπορεί να συγκρατήσει τι νούμερο παπούτσι φοράει ή πότε πρέπει να αγοραστούν οι πιτζάμες του. Όπως όμως και ο δικός μου σύντροφος ή αυτός της Λίζας, όλοι είναι αυτό που λέμε εντελώς hands on και δεν έχουν καμία σχέση με τους μπαμπάδες μας, οι οποίοι μάλλον δεν άλλαζαν πάνες. «Πολλοί μπαμπάδες της γενιάς των γονιών μας δεν ανέθρεψαν τα παιδιά τους και σταδιακά εκδιώχθηκαν από την οικογενειακή ζωή. Υπάρχει σαφώς ένα κόστος για τους άνδρες σε αυτή την κατάσταση, το οποίο πληρώνεται πολύ αργότερα. Ήταν πατεράδες που δούλευαν πολύ, αργούσαν να γυρίσουν στο σπίτι, γιατί, όταν έχεις τρία παιδιά, το βράδυ δεν είναι και πολύ διασκεδαστικό να μπεις στο τσουνάμι, οπότε σιγά σιγά γλιστρούσαν έξω από την οικογενειακή ζωή, δεν ήξεραν τίποτα και, όταν άρχιζαν να κάνουν μια ερώτηση στο οικογενειακό τραπέζι, γελούσαν μαζί τους γιατί ήταν εντελώς εκτός πραγματικότητας», θα πει η Έμμα.
«Εμένα ποιος θα με φροντίσει;»
Οι μιλένιαλ σύντροφοί μας είναι άλλης κοπής μπαμπάδες, έχουν πραγματική σύνδεση με τα παιδιά τους. Απλώς υπάρχει ένα πρόβλημα, το οποίο παρουσιάζεται από τη γέννηση του παιδιού, όταν κάποιος σε ρωτάει «σε βοηθάει ο σύντροφός σου;» και, αντί να απαντήσεις «τι εννοείς;», απαντάς θετικά. Δηλαδή, θα ρωτήσει κανείς τον σύντροφό μου αν τον βοηθάω εγώ; Ποτέ. «Θεωρούμε αυτονόητο ότι θα το κάνουμε εμείς. Εγώ χρησιμοποιώ τον όρο “μαγική νεράιδα”. Η μαγική νεράιδα έβαλε τις πάνες στο καλάθι. Κάνει ό,τι έχει να κάνει με δουλειές και συντήρηση, οδοντόκρεμα, πετσέτες να μη μένουν απλωμένες ενάμιση μήνα, τα ρούχα του μωρού αν πρέπει να αγοραστούν καινούργια. Η μαγική νεράιδα διαχειρίζεται τα πάντα. Έχεις δει πολλούς μπαμπάδες σε παιδικά πάρτι μόνους τους με το παιδί;» διερωτάται ρητορικά η Λίζα. «Το αποτέλεσμα είναι ότι εμείς αφήνουμε σταδιακά πράγματα που μας γεμίζουν και μας αποσυμπιέζουν, διότι δεν έχουμε χρόνο. Προσωπικά, ξεχνάω. Ξέχασα ότι είχα μάθημα χορού. Δεν πήγα ποτέ», λέει. Κοιτάζοντας λίγο έξω από τη δική της εμπειρία, διαπιστώνει: «Εμείς είμαστε και οι προνομιούχες. Εκείνες που δεν έχουν χρήματα, δεν έχουν νταντά, πώς διαχειρίζονται τη μητρότητα, τι κάνουν για τον εαυτό τους;» λέει και αναστενάζει: «Με πιάνει λίγο το παράπονο. Εμένα ποιος θα με φροντίσει;».
Μια πολύ βασική πτυχή αυτού του πρόσθετου συναισθηματικού φορτίου αφορά και το ότι έχουμε την πεποίθηση ‒που συνήθως είναι σωστή‒ ότι, αν κάνουμε κάτι εμείς, θα το κάνουμε πιο σωστά. «Θα το κάνω εγώ, γιατί ξέρω ότι αυτός δεν θα το κάνει ποτέ ή δεν θα το κάνει όπως πρέπει ή δεν θα κάτσει να ψάξει ακριβώς αυτά που πρέπει. Για παράδειγμα, μου έστειλαν χτες από το Κέντρο Εργοθεραπείας του μικρού έξι αναπτυξιολόγους που προτείνουν να πάμε να δούμε. Έκατσα, τους έψαξα όλους, είδα τις κριτικές τους στο Google, παρακολούθησα βίντεο στο Youtube για να καταλάβω λίγο τη συμπεριφορά τους, πώς είναι ως άνθρωποι. Ο Ανδρέας δεν θα το έκανε αυτό. Και είναι ένα σημαντικό πράγμα. Δεν είναι αν θα του πάρουμε μια φόρμα, την μπλε, την πράσινη, την κίτρινη. Οπότε είναι κάποια πράγματα που αναλαμβάνω εγώ, θέλω δεν θέλω, γιατί ξέρω ότι εκείνος δεν νοιάζεται ή ότι εφησυχάζει. Το αφήνει μέχρι τελευταία στιγμή, γιατί τον καταπίνει η δουλειά του και το τρέξιμο, και θα το κάνει, αν το κάνει, με γρήγορο τρόπο. Μπορεί να είναι δικός μου ψυχαναγκασμός, αλλά νιώθω ότι δεν θα έχει καλή κρίση. Και αν του πω, για παράδειγμα, ότι νομίζω αυτός είναι καλύτερος ψυχολόγος, θα μου πει έχεις δίκιο, οπότε το κάνω εγώ για να τελειώνουμε και δεν με πειράζει κιόλας, αλλά θα προτιμούσα να τα είχαμε μοιράσει λίγο περισσότερο», λέει η Μαρίζα.
Δεν ήταν πάντα έτσι βέβαια. Πριν γίνουν γονείς, οι δυο τους ήταν πολύ πιο χαλαροί. Πήγαιναν μαζί σούπερ μάρκετ και άφηναν μέχρι τελευταία στιγμή απλήρωτους λογαριασμούς, επειδή βαριόντουσαν. Είχαν αυτό το περιθώριο. «Από τη στιγμή που αποκτάς παιδί, δεν μπορείς να έχεις ένα άδειο ψυγείο και να μην πηγαίνεις το παιδί στον γιατρό. Αν δεν το κάνεις, διακυβεύεται η ζωή του», λέει η Έμμα.
Υπάρχει λύση;
«Για μένα, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε, και λέω ότι δεν είναι μαγική λύση, γιατί δυστυχώς δεν έχουμε συχνά την επιλογή, είναι να έχουμε τα οικονομικά μέσα. Να έχουμε την ανεξαρτησία μας. Να έχουμε λόγο στο παιχνίδι της εξουσίας, γιατί στο ζευγάρι, όπως και στη φιλία, όπως και στην εργασία, όπως παντού, υπάρχει ισορροπία δυνάμεων. Η οποία δεν μας εμποδίζει να αγαπιόμαστε μεταξύ μας. Αλλά εδώ είναι το θέμα. Το να έχεις δικό σου μισθό και δικό σου κύκλο φίλων και να λες “πρόσεχε, το να ζήσω τη ζωή μου χωρίς εσένα είναι μια πιθανότητα”, χωρίς φυσικά να επιστρατεύεις αυτή την απειλή κάθε φορά, αλλά να είναι πραγματικότητα γνωστή και στους δύο ανθρώπους, βοηθάει πολύ στο να έρθουν τα πράγματα σε ισορροπία», λέει μαχητικά η Έμμα. Ύστερα από αυτό, κάθεσαι στο τραπέζι και μετράς τις εργατοώρες ‒ όσο τραγελαφικό κι αν ακούγεται αυτό. «Για να δούμε ποιος κάνει τι. Κάνουμε ένα excel με το τι κάνει ο καθένας, πόσο συχνά, συμπεριλαμβανομένης της εκτέλεσης της εργασίας και του ψυχικού ή πνευματικού φόρτου, της κόπωσης, της διάρκειας και ούτω καθεξής. Μοιράζουμε δίκαια και, όταν μοιραστεί, δεσμευόμαστε πραγματικά, κι αν ο ένας δεν κάνει το μέρος του, του το υπενθυμίζουμε, του λέμε να προσέχει γιατί δεν θα περιμένουμε δέκα χρόνια. Αν ο άλλος δεν σεβαστεί το συμβόλαιο, θα υπάρξουν συνέπειες», καταλήγει.
Ποιος είπε ότι η αγάπη δεν έχει κανόνες;