Φυτά σαν τον υοσκύαμο, τον μανδραγόρα και το κώνειο συνήθως δεν βρίσκουν θέση στον κήπο των νουνεχών. Εξαιτίας των τοξικών ιδιοτήτων και του ανθρωποκτόνου παρελθόντος τους, είναι εξοβελισμένα από τα φυτώρια, ενώ κάθε κείμενο που αναφέρεται στην ύπαρξή τους υπογραμμίζει τους κινδύνους που διατρέχει όποιος τα συναναστρέφεται. Παραδόξως, όμως, δεν ήταν ποτέ λίγοι όσοι υπέκυπταν στην αμφιλεγόμενη γοητεία τους. Αποτελούν λοιπόν δημοφιλή εκθέματα των βοτανικών κήπων που τα φιλοξενούν, ενώ υπάρχουν και παράτολμοι που παραγγέλνουν τους σπόρους τους και μετά μαθαίνουν τα μυστικά της καλλιέργειάς τους. Ασχολήθηκα κι εγώ για χρόνια με αρκετά από τα βότανα της Κίρκης, ένιωσα καρδιοχτύπι φροντίζοντας οντότητες που ακόμα και το, χωρίς γάντια, κλάδεμά τους μπορεί να αποβεί μοιραίο. Άσκηση θάρρους και ακρίβειας χειρισμών για ρομαντικές ψυχές, θα έλεγε αφοριστικά κάποιος. Αυτό όμως που μάλλον αγνοεί είναι πως στους κήπους και στους δρόμους μας εντοπίζονται πολλά φυτά με παραπλήσια επικινδυνότητα. Μπορεί την πανέμορφη ρετσινολαδιά να μην τη συναντάμε πια και τόσο συχνά, διάφορα είδη ντατούρας όμως, ως καλλωπιστικά ή ζιζάνια, βρίσκονται παντού. Το πιο διαδεδομένο τοξικό φυτό στη χώρα μας είναι βεβαίως η πικροδάφνη, που, λόγω της ανθεκτικότητάς της, φυτεύεται πλέον αθρόα σε πεζοδρόμια και νησίδες λεωφόρων. Ο γαλακτώδης χυμός που περιέχει δεν αστειεύεται αν έρθει σε επαφή με το δέρμα, ενώ αρκεί η κατάποση ενός μόνο φύλλου της για να προκληθούν σοβαρά προβλήματα. Είναι πάντως πολύ πικρά, και έτσι κανένα παιδί –γιατί αυτά ως γνωστόν συνηθίζουν να εξερευνούν τον φυσικό κόσμο μασουλώντας– δεν δηλητηριάστηκε ποτέ από την κατανάλωσή τους.
Συνάντησα πριν από λίγο καιρό έναν αρκετά σπάνιο στη χώρα μας αειθαλή θάμνο, τη θιβέτια (Thevetia peruviana ή, κατ’ άλλους βοτανικούς, Cascabela thevetia), η οποία είναι συγγενής της πικροδάφνης, γεγονός που υπογραμμίζει η ομοιότητα που εμφανίζουν τα λογχοειδή και με κηρώδη επίστρωση φύλλα τους. Διαφέρουν όμως αρκετά στο παράστημα, καθώς η θιβέτια είναι πιο ρωμαλέα και ψηλότερη και δεν δυσκολεύεται, αν βρει τις κατάλληλες εδαφοκλιματικές συνθήκες, να ξεπεράσει σε ύψος τα πέντε μέτρα. Επίσης, σε αντίθεση με την αρκετά ανθεκτική στο ψύχος πικροδάφνη, δεν ευδοκιμεί σε παγετόπληκτες περιοχές. Αναμενόμενο βεβαίως αυτό, αν αναλογιστούμε πως κατάγεται από το Μεξικό και το Περού. Ταξίδεψε από εκεί για την Ευρώπη στις αρχές του 17ου αιώνα και λίγες δεκαετίες αργότερα εντάχθηκε στο νέο γένος Thevetia. Τούτο οφείλει το όνομά του στον André Thevet, έναν Γάλλο φυσιοδίφη και συγγραφέα που εξερεύνησε περίπου στα μέσα του 16ου αιώνα τη Βραζιλία, καταγράφοντας με μεγάλη δόση υπερβολής τη χλωρίδα και την πανίδα της, ξυπνώντας έτσι το ενδιαφέρον πολλών για κερδοφόρες εξερευνήσεις. Αν είχε ταξιδέψει βορειότερα, θα είχε σίγουρα περιγράψει με άκρατο ενθουσιασμό τα μεγάλα, χοανοειδή άνθη του φυτού που βάφτισαν αργότερα με το όνομά του, με αποτέλεσμα, φαντάζομαι, να μη λείπει σήμερα από κανέναν κήπο των τροπικών ή υποτροπικών. Παρότι εντελώς άοσμα, μας σαγηνεύουν καλοκαίρι και φθινόπωρο με τη χτυπητή αντίθεση ανάμεσα στους κίτρινους (σπανιότερα λευκούς ή πορτοκαλί) τόνους τους και στο πυκνό ανοιχτοπράσινο φύλλωμα. Επίσης οι, αρχικώς πράσινοι και μαύροι στην ωριμότητά τους, καρποί προσφέρουν όμορφο θέαμα για αρκετούς μήνες – δεν πρέπει πάντως να ξεχνάμε πως οι σπόροι που περιέχουν είναι εξόχως επικίνδυνοι. Μπορείτε να φιλοξενήσετε τη θιβέτια στον κήπο σας ακόμα και αν ζείτε σε περιοχές όπου το χειμωνιάτικο κρύο είναι τσουχτερό, καθώς δεν έχει αντίρρηση να μεγαλώνει σε μια ευρύχωρη γλάστρα, αρκεί να τη μεταφέρετε εγκαίρως σε προστατευμένη θέση.
Προστατέψτε την από τον άνεμο
→ Για να ευδοκιμήσει, χρειάζεται άφθονο ήλιο και ζέστη, χώμα που στραγγίζει καλά και προστασία από τον δυνατό άνεμο. Αντέχει πολύ στην ξηρασία, μόνο στις μεγάλες ζέστες χρειάζεται τακτικό πότισμα, αν διψάσει πολύ βλάπτεται η ανθοφορία της. Μια ισορροπημένη λίπανση κάθε άνοιξη καλύπτει τις ανάγκες της.
*Ευχαριστούμε τις Γεωπονικές Επιχειρήσεις Χορομίδης για την αρωγή τους στη φωτογράφιση.