Στην πρώτη προβολή της πρώτης ταινίας του Λάνθιμου, με τίτλο «Κινέττα», στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, έτυχε να είμαι εκεί. Δεν πήγαμε επί τούτω. Δεν ξέραμε κανένα όνομα στη λίστα των συντελεστών, δεν είχαμε ιδέα τι θα βλέπαμε. Πρωτοετείς φοιτητές με πάσο ήμασταν και ήταν το πρώτο μας Φεστιβάλ. Για όσους ερχόμασταν από την επαρχία, αυτές ήταν και οι πρώτες μας «αληθινές» ταινίες· ταινίες που δεν έπαιζε η τηλεόραση ούτε ο ένας και μοναδικός κινηματογράφος της μικρής μας πόλης, ταινίες που ο υπάλληλος του βιντεοκλάμπ δεν είχε ακούσει ποτέ και δεν θα μας τις έφερνε, γιατί ποιος άλλος θα τα νοίκιαζε, μωρέ, αυτά τα περίεργα; Ξέραμε πως υπήρχαν, είχαμε διαβάσει γι’ αυτές, αλλά δεν είχαμε δει καμία από κοντά. Όχι σε κινηματογράφο, ούτε καν σε θήκη DVD.
Να μαστε λοιπόν στη μεγάλη πόλη, στο Φεστιβάλ, στην αίθουσα του ιστορικού Ολύμπιον, που κι αυτό μόνο σε φωτογραφίες το είχαμε δει. Είχαμε διαβάσει για ένα σωρό προβολές εκεί που απεδείχθησαν ιστορικές, αλλά δεν είχαμε ιδέα τότε πως θα βρισκόμασταν κι εμείς σε μία απ’ αυτές: την πρώτη πρώτη του Λάνθιμου στην Ελλάδα. Κι αν δεν έχετε διαβάσει πουθενά γι’ αυτή την προβολή, είναι επειδή οι περισσότεροι δεν θέλουν να τη θυμούνται.
Όπως πριν από κάθε προβολή, η αίθουσα γεμίζει ψιθύρους για τα έργα και τις ημέρες των συντελεστών, πληροφορίες εκ των έσω, εντυπώσεις από προηγούμενες τανίες, φήμες από άλλα φεστιβάλ – η «Κινέττα» είχε κάνει ήδη πρεμιέρα στο Τορόντο. Το όνομα του Λάνθιμου ήταν λίγο-πολύ γνωστό στον χώρο, λόγω της προϋπηρεσίας του στη διαφήμιση και τα βιντεοκλίπ, είχε δε συν-σκηνοθετήσει και ένα φιλμ με τον Λάκη Λαζόπουλο.
Όμως, η περιγραφή της πρώτης του προσωπικής ταινίας ήταν πιο περίεργη από αυτό που θα περίμενε κανείς από έναν σκηνοθέτη με commercial βιογραφικό: «Κινέττα. Ένα ξεψυχισμένο θέρετρο όπου τον χειμώνα ζουν μετανάστες εργάτες. Ένας μυστικός αστυνομικός παθιασμένος με τ’ αυτοκίνητα, τα κασετόφωνα και τις Ρωσίδες, ερευνά μια σειρά από δολοφονίες που έγιναν πρόσφατα στην περιοχή. Επιστρατεύει τη βοήθεια ενός υπαλλήλου φωτογραφείου και μιας νεαρής καθαρίστριας ξενοδοχείου, η οποία θα υποδύεται τα θύματα. Το παράξενο αυτό τρίο αναπαριστά τον έναν φόνο μετά τον άλλο, κάτω από τη σχολαστική σκηνοθεσία του αστυνομικού…». Weird. Είναι κωμωδία; Είναι δράμα; Τι είναι; Πού να το εντάξουμε;
Η ταινία ανοίγει με το «Μη μου πεις τίποτα» της Βάνου. Ένας άνδρας με κοστούμι κοιτάζει από απόσταση ένα ντελαπαρισμένο αυτοκίνητο. Πλησιάζει, βγάζει την κασέτα από το κασετόφωνο και συνεχίζει να ακούει το τραγούδι στο γουόκμαν του. Τίτλος αρχής χωρίς συντελεστές, χωρίς μουσική. Σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, μια καθαρίστρια παριστάνει πως πνίγει τον εαυτό της. Σε έναν επαρχιακό δρόμο, ένας άνδρας στέκεται και κοιτά στοχαστικά το αυτοκίνητό του.
Μετά από επτά λεπτά σιωπής, ακούγεται η πρώτη ατάκα: «Έχω κάτι στο μάτι μου;». Στο κοινό κάποιος λέει «Κουλτούρα να φύγουμε», άλλοι επιδοκιμάζουν. Ακολουθεί μια σκηνή αναπαράστασης εγκλήματος παιγμένη σαν παιδική παράσταση. Δεν είναι ακόμα σαφές αν ο ερασιτεχνισμός είναι ηθελημένος ή όχι. Στην αίθουσα αρχίζουν να ακούγονται πνιχτά γέλια.
Η ταινία ξαναπέφτει στη σιωπή. Για την επόμενη σχεδόν μισή ώρα σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη, χωρίς κανείς στην οθόνη να μιλάει. Το κοινό, αντίθετα, ζωντανεύει λεπτό το λεπτό. Τα γέλια δεν είναι πια πνιχτά, οι ψίθυροι έχουν γίνει κανονικές συζητήσεις, το απλό στριφογύρισμα στην καρέκλα έχει εξελιχθεί σε απροκάλυπτες βόλτες στην αίθουσα. Κάποιοι θεατές ενοχλούνται, θέλουν να δουν την ταινία. Κάποιοι άλλοι τους ειρωνεύονται: «Ποια ταινία;». Ένας μικρός καβγάς στήνεται σε μια γωνιά της αίθουσας και μια παρέα αποχωρεί με θόρυβο. Μερικοί αγανακτισμένοι θεατές ακολουθούν. Όταν πια ακούγεται ξανά ατάκα από την οθόνη, το κοινό ξεσπάει σε ειρωνικά χειροκροτήματα και επευφημίες.
Εμείς, οι νεοσσοί της τέχνης, σπουδαστές κινηματογράφου και θεάτρου όλοι μας, προσπαθούμε να μείνουμε συγκεντρωμένοι. Δεν καταλαβαίνουμε, δεν έχουμε ακόμα άποψη. Δεν έχουμε την έπαρση του επαΐοντος ούτε την ανάγκη να δειχτούμε εξυπνότεροι του έργου και της υπόλοιπης αίθουσας. Θέλουμε να παραμείνουμε εκεί μέχρι να ξεκλειδώσουμε την ταινία. Αλλά με όσα άβολα διαδραματίζονται γύρω μας, χάνουμε την καλλιτεχνική μας αγνότητα λεπτό το λεπτό· δεν είχαμε ιδέα ότι μπορεί κάποιος να αντιδρά έτσι, τόσο απορριπτικά και επιδεικτικά, απέναντι σε μια καλλιτεχνική πράξη –καλή ή κακή–, με κάποιους από τους συντελεστές παρόντες μάλιστα στην αίθουσα.
Όσο ο μπροστινός μας απαντά με εξυπνάδες στις ατάκες των ηθοποιών, μπαίνω στη θέση των συντελεστών που τον ακούν και πεθαίνω από ντροπή. Προσπαθώ να σκεφτώ πώς θα αντιδρούσα· πιθανότατα θα έβαζα τα κλάματα, θα εγκατέλειπα την αίθουσα και το σινεμά ολόκληρο και θα έπιανα μια δουλειά γραφείου. Δεν ήξερα ακόμα τότε ότι υπάρχει κάτι που λέγεται όραμα, καλλιτεχνική ακεραιότητα και πίστη στο έργο σου ακόμα και όταν όλοι γύρω σου σε λοιδορούν.
Ο Λάνθιμος μας είχε μόλις συστήσει το σύμπαν του και κανείς δεν ήταν έτοιμος για κάτι τόσο μη-ποπ. Όταν τα φώτα ανάβουν, αναγνωρίζω τον κύριο με τις εξυπνάδες: είναι γνωστός κριτικός κινηματογράφου. Χρόνια μετά, θα γράφει ύμνους για την ιδιοφυΐα του Λάνθιμου, την οποία ο ίδιος είχε διακρίνει από την πρώτη πρώτη του ταινία.
Η ιδιοφυΐα του Λάνθιμου έγκειται στο γαϊδουρινό του πείσμα, στην πίστη προς το ίδιο του το σύμπαν. Από την πρώτη προβολή της «Κινέττας» δεν πήρε κανένα μάθημα. Στην επόμενη ταινία του, τον «Κυνόδοντα», συνέχισε στο ίδιο μοτίβο. Δεν λείανε καμία γωνία, δεν έκανε καμία έκπτωση στην εκκεντρικότητά του, δεν πήγε να γίνει «κανονικός». Όλα εκείνα τα περίεργα στοιχεία που έκαναν το κοινό να χασκογελά από αμηχανία στην «Κινέττα» είναι τα ίδια που τον έκαναν αυτόν που είναι σήμερα. Ο τύπος ήξερε εξαρχής ακριβώς τι ήθελε να κάνει και επέμεινε, ξανά και ξανά, μέχρι που το weirdness του έγινε κύμα, ενέπνευσε άλλους, κοπιαρίστηκε – άλλοτε επιτυχώς και άλλοτε χυδαία. Άνθρωποι της διαφήμισης θα σας πουν πως ήταν ένα περίεργο παιδί με παράλογες απαιτήσεις σε ό,τι αφορούσε το budget και την τεχνική αρτιότητα. Κάποιοι παραδέχονται πως «δεν είχαν καταλάβει». Ένας μου εξομολογήθηκε ότι τον θεωρούσε weird. Του ήταν αδύνατο, είπε, να συντονιστεί με τον κόσμο και τις συνθήκες της ελληνικής διαφήμισης.
Δημιουργώντας στην Ελλάδα, νιώθεις καθημερινά να σε πολεμάει η χώρα σου. Όχι μόνο το κράτος, που σε επίπεδο στήριξης της καλλιτεχνικής δημιουργίας λειτουργεί είτε ευκαιριακά –βλ. σπασμωδικές πρωτοβουλίες για τα μάτια του κόσμου, κανένα μακροπρόθεσμο πλάνο– είτε καθόλου – οι εμπειρίες μας στον χώρο του βιβλίου γεμίζουν τόμους. Έχεις να αντιμετωπίσεις και την παραδοσιακή ελληνική μιζέρια που, αν σε δει να ξεμυτίζεις από το σπίτι ντυμένος περίεργα, θα σου ρίξει έναν κουβά μπλε του Αιγαίου για να μην ξεχωρίζεις από το φόντο. Που μόλις σε δει να πετάς λουλουδάκι, θα φέρει τα παλικαράκια της γειτονιάς να σε πατήσουν κάτω. Ας μην ξεχνάμε πως τον θρίαμβο του «Κυνόδοντα» στις Κάννες ακολούθησε μια καταγγελία από ανώνυμο μέλος της ελληνικής κινηματογραφικής κοινότητας, ο οποίος υποστήριζε πως η ταινία ήταν κλεμμένη από το «Κάστρο της αγνότητας» του Αρτούρο Ρίπσταϊν – μπορείτε να τις δείτε μαζί και να κρίνετε μόνοι σας. Δεν είναι, δε, λίγοι οι συμπατριώτες συνάδελφοί του που σήμερα τον θεωρούν ξεπουλημένο στο χολιγουντιανό mainstream. Αυτόν, που έχει καταφέρει να επιβάλει εντός μιας τόσο άγριας βιομηχανίας τους δικούς του κανόνες.
Κάθε φορά που ο Λάνθιμος βραβεύεται στο εξωτερικό, εμείς εδώ μέσα κλαίμε από χαρά. Αλλά δεν νομίζω πως είναι από εθνική υπερηφάνεια. Το αντίθετο. Η θεωρία μου είναι ότι στο πρόσωπό του βλέπουμε τον Έλληνα που τα κατάφερε παρότι είναι Έλληνας. Τον γιο που έκοψε τον ομφάλιο λώρο μ’ αυτή τη χώρα-τοξικό γονέα και, τελικά, όχι μόνο επιβίωσε, αλλά ζει και το όνειρο. Είναι ωραίο να ξέρεις ότι μπορεί να συμβεί.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Vogue Greece, τεύχος 48.