O Γιώργος Σιούγας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975, σπούδασε σκηνοθεσία στο London Film School και από το 2003 σκηνοθέτησε δεκάδες σειρές για την ελληνική τηλεόραση (Κλείσε τα μάτια, Έτσι ξαφνικά, Βέρα στο δεξί, Μυστικά της Εδέμ κ.ά.). Το 2011 σκηνοθέτησε επίσης την ταινία Το γάλα – κινηματογραφική μεταφορά της ομώνυμης επιτυχημένης θεατρικής παράστασης. Μέχρι το σημείο εκείνο, όλα πήγαιναν πολύ καλά, ώσπου η οικονομική κρίση κατέστησε τη σκηνοθεσία μια πολυτέλεια στη χώρα μας, κάπου το 2012, και ανάγκασε τον ίδιο να μετοικήσει και να αναζητήσει εργασία αλλού. Από το 2015 ζει και εργάζεται στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, όπου δουλεύει σε σειρές για βρετανικές πλατφόρμες και «ξεσπά» τη δημιουργική του ανησυχία σε μικρού μήκους ταινίες. Ένα τέτοιο ξέσπασμα ήταν και η ταινία The One Note Man, που έμελλε να κερδίσει 24 βραβεία από διεθνή φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους και να φτάσει ως τις βραχείες λίστες των βραβείων BAFTA και των Όσκαρ. Αυτή την εβδομάδα μάθαμε ότι δεν πέρασε στην τελική λίστα των υποψηφίων της Ακαδημίας, αλλά τι πειράζει; Ο Γιώργος Σιούγας τα κατάφερε. Είναι ο τύπος που θα τα καταφέρνει πάντα γιατί δεν γκρινιάζει, μετακινείται όταν χρειάζεται, αγαπάει την τέχνη και τη ζωή και πιστεύει πάντα ότι τα καλύτερα έρχονται.
Πώς είναι η ζωή στο Μάντσεστερ;
Ακριβή! Αλλά σε ό,τι αφορά τη δουλειά είναι πάρα πολύ καλά. Φύγαμε από την Ελλάδα με την κρίση για να επιβιώσουμε. Αρχικά πήγαμε στην Κύπρο για τρία χρόνια και μετά, επειδή η γυναίκα μου είναι Αγγλίδα, ήρθαμε εδώ, όπου χάρη στη γλώσσα η αγορά της σκηνοθεσίας έχει πολύ μεγάλο εύρος. Ένα αγγλικό προϊόν μπορεί να πουληθεί σε όλες σχεδόν τις χώρες, σε αντίθεση με ένα ελληνικό, που σπάνια θα βγει εκτός συνόρων.
Μιλάς για την τηλεόραση.
Ναι, στην τηλεόραση εργαζόμουν ανέκαθεν για τα προς το ζην. Συγκεκριμένα, αυτόν τον καιρό είμαι στο μοντάζ για μια σειρά που θα προβληθεί στο BBC UK.
Τη μικρού μήκους ταινία The One Note Man την έκανες για να ικανοποιήσεις την ανάγκη σου για καλλιτεχνική δημιουργία;
Για δύο λόγους. Ο βασικός ήταν ότι ήθελα πάρα πολύ να πω αυτή την ιστορία. Ο δεύτερος λόγος είναι στρατηγικός. Ερχόμενος στην Αγγλία, ξεκίνησα από την αρχή. Στην Ελλάδα είχα μια καριέρα, είχα κάνει πολλές σειρές και μια ταινία που είχε πάει καλά, ετοιμαζόμουν να κάνω μια δεύτερη ταινία και τελείωσαν όλα με την κρίση. Αυτή η ταινία είναι ένας τρόπος να συστηθώ εδώ, να δείξω την προσωπική μου αισθητική και να πατήσω σε αυτή για να προχωρήσω και στις μεγάλου μήκους ταινίες.
Λες ότι ήθελες να πεις τη συγκεκριμένη ιστορία. Γιατί;
Να σου πω αρχικά πώς συνέβη και έπεσα πάνω της. Είμαι μεγάλος θαυμαστής του Χίτσκοκ και κατά τη διάρκεια του πρώτου λοκντάουν ξαναέβλεπα όλες τις ταινίες του. Χαζεύοντας στο ίντερνετ, βρήκα μια συνέντευξή του στο YouTube όπου μιλούσε για το Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά. Σε αυτή την ταινία ο πυροβολισμός του πρωθυπουργού της Αγγλίας συμβαίνει την ώρα που ένας μουσικός σε μια ορχήστρα της όπερας κρούει τα πιατίνια του και ο Χίτσκοκ αποκαλύπτει ότι την ιδέα γι’ αυτόν τον χαρακτήρα την πήρε από μια γελοιογραφία του 1921. Βρήκα τη γελοιογραφία, η οποία πράγματι παρουσιάζει έναν μουσικό που ξυπνάει κάθε πρωί, μπαίνει στο λεωφορείο, ανεβαίνει τα σκαλιά του Άλμπερτ Χολ, κάθεται στη θέση του, περιμένει τη σειρά του για να παίξει μια νότα με το όργανό του και φτου κι από την αρχή. Βλέποντας αυτό, αμέσως μου γεννήθηκαν κάποια ερωτηματικά. Είναι πονεμένος αυτός ο τύπος; Είναι ευτυχής ή δυστυχής με την επαναληπτικότητα της ζωής του; Μήπως ξεπερνάει κάποια απώλεια; Εκεί γεννήθηκε το ερώτημα τι θα γινόταν αν κάτι διέκοπτε τη ρουτίνα αυτού του ήρωα, μέσα στην οποία νιώθει ασφαλής. Έτσι, προέκυψε η ιστορία της ταινίας μου.
Πώς έφτασε η ταινία στις βραχείες λίστες των Όσκαρ;
Δεν έχω ιδέα. Δεν το φανταζόμασταν! Τη στείλαμε στα διάφορα διεθνή φεστιβάλ, όπως γίνεται πάντα με τις μικρού μήκους. Κάποια από αυτά τα φεστιβάλ, γύρω στα εξήντα ανά τον κόσμο, είναι τα φεστιβάλ που αν κερδίσεις το πρώτο τους βραβείο σε καθιστούν πιθανό υποψήφιο των Όσκαρ. Εμείς συνολικά μέχρι σήμερα έχουμε κερδίσει 24 βραβεία. Στη συνέχεια περνούν την πρώτη διαλογή 200 ταινίες, μετά η Ακαδημία δημιουργεί τη βραχεία με δεκαπέντε από αυτές, πριν καταλήξει στις πέντε.
Απογοητεύτηκες;
Ε βέβαια. Αλλά αισθάνομαι δικαιωμένος σε κάθε περίπτωση. Για μένα η ταινία πήρε την αναγνώριση των Όσκαρ και μόνο με τη διάκριση στη βραχεία λίστα. Συν όλες αυτές τις βραβεύσεις των διεθνών φεστιβάλ και κυρίως τα χιλιάδες μηνύματα που λάβαμε από το κοινό, το οποίο, ανεξάρτητα από κουλτούρα, θρησκεία και χώρα προέλευσης, μας περιέγραφε πόσο τους μίλησε η ταινία.
Γιατί πιστεύεις ότι είχε απήχηση;
Μιλάει για τη μοναξιά, την απώλεια, τον έρωτα – θέματα που αντιλαμβανόμαστε όλοι μας. Συν ότι όλοι θέλουμε να δούμε τον «nerd» να κερδίζει το κορίτσι! Δεν θέλω να χρησιμοποιήσω τη λέξη «σπασίκλας», δεν μου αρέσει, γι’ αυτό το λέω στα αγγλικά. Ο Τζακ Λέμον στην Γκαρσονιέρα είναι πολύ κοντινός ήρωας με τον πρωταγωνιστή του The One Note Man. Επίσης, η απήχηση έχει να κάνει και με το γεγονός ότι η ταινία δεν έχει διαλόγους και η μουσική είναι ένας τρίτος χαρακτήρας.
Μετά από τόσα χρόνια δουλειάς και χιλιάδες τηλεοπτικές ώρες, έρχεται μια διάκριση μέσα από 20 κινηματογραφικά λεπτά. Είναι αυτό ένα παράδοξο;
Είκοσι λεπτά και 25 χρόνια εμπειρίας!
Φυσικά! Αλλά το αποτέλεσμα συνοψίζεται σε μόλις 20 λεπτά.
Δεν το βλέπω έτσι. Οι μικρού μήκους ταινίες είναι μια ζόρικη πλατφόρμα γιατί ο/η σκηνοθέτης δεν έχει χρόνο να εμπλέξει τον θεατή συναισθηματικά. Εδώ η οικονομία στην αφήγηση είναι φοβερά σημαντική και δύσκολη υπόθεση. Σε ό,τι αφορά τον προϋπολογισμό, είναι χαμηλότερος, αλλά η εύρεση χρημάτων για μια ταινία μικρού μήκους δεν είναι καθόλου εύκολη, αν αναλογιστείς ότι δεν απευθύνεται στο ευρύ κοινό και άρα είναι μάλλον απίθανο να σου επιστρέψει κάποιο οικονομικό κέρδος.
«Οι μικρού μήκους ταινίες είναι μια ζόρικη πλατφόρμα γιατί ο σκηνοθέτης δεν έχει χρόνο να εμπλέξει τον θεατή συναισθηματικά».
Πώς σου φαίνεται η υπερηφάνεια των Ελλήνων για το Poor Things του Γιώργου Λάνθιμου;
Με χαροποιεί πολύ. Ο Λάνθιμος έχει καταφέρει κάτι πάρα πολύ δύσκολο: να έχει μια δική του κινηματογραφική φωνή, η οποία να είναι και δυνατή διεθνώς. Το αποδεικνύει με κάθε του ταινία αλλεπάλληλα. Προσωπικά, του βγάζω το καπέλο.
Ούτε η δική του σκηνοθετική διαδρομή ήταν ευθεία. Μήπως τελικά το να έχει κάνει ένας κινηματογραφικός σκηνοθέτης διαφημιστικά, βιντεοκλίπ, τηλεοπτικές σειρές κ.λπ., εκτός από αναγκαίο κακό, είναι και ένας πλούτος στη φαρέτρα του;
Απόλυτα. Και ο δρόμος της σκηνοθεσίας δεν είναι ποτέ ένας. Όσοι προχωρούν, συνεχίζουν και επιβιώνουν είναι αυτοί που ασκούν τη σκηνοθεσία χωρίς σταματημό. Το σημαντικό είναι να παραμείνεις στον χώρο ακόμα και αν ενίοτε δεν κάνεις αυτό που ονειρεύεσαι. Το Γάλα το έκανα παράλληλα με τη σειρά Τα μυστικά της Εδέμ. Δεν σε συμφέρει να είσαι σερβιτόρος για δεκαπέντε χρόνια λέγοντας ότι θα σκηνοθετήσεις μια μέρα. Αν, από την άλλη, πρέπει να είσαι σερβιτόρος για λόγους βιοπορισμού, πάρε το κινητό σου και τράβηξε κάτι, πες μια ιστορία. Και αν η ιστορία σου δεν φτάσει εκεί που θα ήθελες, και μόνο η ενασχόληση θα σε έχει πάει λίγο παρακάτω. Θα είσαι λίγο καλύτερος από πριν.
Όταν έκανες το Γάλα, είχες δηλώσει ότι, μετά από πολλά χρόνια προσπάθειας, έκανες την αρχή σου και ότι οι καλύτερές δουλειές είναι μπροστά σου. Πώς σου ακούγεται αυτή η δήλωση δεκατρία χρόνια μετά;
Ό,τι έχω σκηνοθετήσει από τότε με πήγε μπροστά, και αυτό έχει σημασία. Οι καλύτερες δουλειές μου είναι ακόμη μπροστά μου και σε καθετί που κάνω προσπαθώ να είμαι καλύτερος. Σήμερα είμαι ακόμα πιο ενθουσιασμένος από τότε και έχω ακόμα περισσότερη όρεξη.
Τι δεν έχεις κάνει που θα ήθελες πολύ;
Να σκηνοθετήσω μια ταινία James Bond!