Τέιτουμ Ο’Νιλ, Άννα Πάκουιν, Πάτι Ντιουκ, Μαρκέτα Ιργκλόβα, Μπίλι Έιλις και Τίμοθι Χάτον: Κέρδισαν ένα χρυσό αγαλματίδιο πριν ξεκινήσουν την τρίτη δεκαετία της ζωής τους. Η κατάδυση στον χώρο του θεάματος για κάποιους από αυτούς, βέβαια, αποδείχτηκε τραυματική, όπως για τη μικρότερη στην ιστορία νικήτρια Τέιτουμ Ο’Νιλ. Από την άλλη, για την Μπίλι Έιλις, το Όσκαρ ήταν άλλο ένα βραβείο στη μακρά της λίστα – το βάπτισμα του πυρός με τη δημοσιότητα έγινε πολλά χρόνια νωρίτερα.
Μπορεί, λοιπόν, αυτά που χωρίζουν τους παρακάτω ηθοποιούς και μουσικούς να είναι πολλά, υπάρχει όμως ένα βασικό κοινό χαρακτηριστικό: το ταλέντο και οι δυνατές ερμηνείες με τις οποίες κέρδισαν τη βράβευση από την Ακαδημία είναι αδιαμφισβήτητο.
Τέιτουμ Ο’Νιλ – Χάρτινο Φεγγάρι / Paper Moon (1973)
Όταν ανεβαίνει στη σκηνή για να παραλάβει τη μεγαλύτερη διάκριση που μπορεί να δεχτεί ένας ηθοποιός, το χρυσό αγαλματίδιο, η Τέιτουμ Ο’Νιλ ευχαριστεί βιαστικά και αμήχανα τον σκηνοθέτη της ταινίας «Χάρτινο Φεγγάρι» Πήτερ Μπογκνάνοβιτς, καθώς και τον πατέρα της, Ράιαν Ο’Νιλ, που υποδύεται και τον κινηματογραφικό της κηδεμόνα στη μεγάλη οθόνη.
Βλέποντας αυτό το δεκάχρονο, σπιρτόζικο και γλυκύτατο κοριτσάκι να κρατάει στα χέρια της το Όσκαρ, όλη η αίθουσα λιώνει. Αν και η Τέιτουμ Ο’Νιλ συνεχίζει να κατέχει το ρεκόρ για τον νεαρότερο ηθοποιό που να έχει κερδίσει Όσκαρ, η ιστορία της μόνο λαμπερή δεν είναι: Μέσα από διαφορετικά περάσματα στο σινεμά και την τηλεόραση, δεν κατάφερε να δημιουργήσει μια σταθερή καριέρα. Ζώντας στη σκιά του πατέρα της, και έχοντας υποστεί διαφόρων ειδών κακοποίηση από τον ίδιο και άλλους ανθρώπους του Χόλιγουντ, πάλεψε με τους δαίμονες της για δεκαετίες.
Στη βιογραφία της που εκδόθηκε το 2004, «Α Paper Life», περιγράφει: «Θα πίστευε κανείς ότι η υποψηφιότητα στα Όσκαρ θα ήταν μια ανεκτίμητη στιγμή και μια νίκη που θα απολάμβανε κανείς για μια ζωή, όμως για μένα θα πρέπει να ήταν τραυματική και όχι θριαμβευτική». Ο πατέρας της, λέει, ένιωθε βαθιά απογοήτευση που τα πρωτεία πήρε η κόρη του, και δεν εμφανίστηκε καν στην απονομή. «Αισθάνθηκα εγκαταλελειμμένη, και από τους δύο γονείς μου, με τον πατέρα μου απών, και τη μητέρα μου, που ήταν, όπως πάντα, σιωπηλή».
Άννα Πάκουιν – Μαθήματα Πιάνου / The Piano (1992)
Όταν ανεβαίνει στη σκηνή για να παραλάβει το χρυσό αγαλματίδιο στην κατηγορία του Β’ Γυναικείου Ρόλου για τον ρόλο της στην ταινία Μαθήματα Πιάνου, η 11χρονη Άννα Πάκουιν μοιάζει να τα έχει εντελώς χαμένα. Στεκόμενη σ’ένα βάθρο το οποίο σχεδόν δε φτάνει, η νεαρή Καναδο-Νεοζηλανδέζα ηθοποιός λαχανιάζει ψάχνοντας τα λόγια της και τελικά ευχαριστεί βιαστικά τους συντελεστές της δραματικής ταινίας, ενώ το κοινό την αποθεώνει.
Η δεύτερη νεότερη ηθοποιός που να έχει κερδίσει τη διάκριση αυτήν, έχει καταφέρει να βιώσει σχετικά αναίμακτα την πρώιμη διασημότητά της, λόγω της επιτήρησης και προστασίας από τους γονείς της. «Ήθελαν να είναι σίγουροι ότι θα μπορούσα να φροντίσω τον εαυτό μου, ότι θα είχα μια σωστή εκπαίδευση έξω από την υποκριτική – και δούλεψε», είχει πει στην Tribune News Service. «Νομίζω ότι από τη σκοπιά των γονιών μου, αναρτιόντουσαν αν το να κλείσουν αυτήν την πόρτα για πάντα ήταν η σωστή κίνηση, ενώ η υποκριτική ήταν κάτι στο οποίο η κόρη τους ήταν πολύ καλή και της δινόταν η ευκαιρία να την κυνηγήσει. “Πορευόμαστε σιγά-σιγά και προσεκτικά ή το απορρίπτουμε εντελώς;” Πιστεύω πως η απόφασή τους ήταν να το επιτρέψουν όσο δεν μου έκανε κακό – μέχρι που έγινε κάτι που κατευθυνόταν απόλυτα από μένα. Μετά, καλή τύχη σε όποιον θελήσει να κλείσει την πόρτα σ’αυτό. Ήμουν 15 ή 16 τότε».
Πάτι Ντιουκ – Το Θαύμα της Άννι Σάλιβαν / The Miracle Worker (1962)
Υποδυόμενη την τυφλή-κουφή-μουγγή Χέλεν Κέλερ, και στο θέατρο και στον κινηματογράφο, όλα τα φώτα της δημοσιότητας στράφηκαν στην Πάτι Ντιουκ, ειδικά αφού της απονεμήθηκε το Όσκαρ Β’ Γυναικείου ρόλου το 1962 για την ταινία «Το Θαύμα της Άννι Σάλιβαν».
Η 16χρονη Πάτι όμως, που το 1962 ήταν η νεότερη ηθοποιός που να κατακτήσει αυτήν τη διάκριση, έζησε τυραννικά παιδικά χρόνια, αφού αποκόπηκε από τους γονείς της και ξεκίνησε να ζει με τους μάνατζερ της σε ηλικία 8 ετών, οι οποίοι την κακοποιούσαν συστηματικά. Ενώ η σπουδαία ηθοποιός κατάφερε να μαγνητίσει τους θεατές με τον εντελώς σωματικό τρόπο παιξίματος της Χέλεν Κέλερ, ενός παιδιού που δεν είχε κανέναν τρόπο να επικοινωνήσει με το περιβάλλον του και είχε συνεχείς εκρήξεις μίσους και θυμού (η Πάτι Ντιουκ είχε δεμένα μάτια σχεδόν για έναν ολόκληρο χρόνο ώστε να κατανοήσει τις δυσκολίες της ηρωίδας της), στη ζωή της εκτός σκηνής είχε άλλο Γολγοθά να αντιμετωπίσει.
Αργότερα, μετά από αρκετές προσωπικές δοκιμασίες, η ηθοποιός διαγνώστηκε με διπολική διαταραχή και σταδιακά βρήκε ειρήνη και θαλπωρή δίπλα στον γιατρό σύζυγό της, με τον οποίο έμειναν παντρεμένοι για 30 χρόνια, μέχρι το θάνατό της το 2016. «Οι γονείς μου μού έμαθαν με τον τρόπο τους να επιβιώνω σε κάθε περίσταση της ζωής μου», είχε πει, συμπληρώνοντας πως η συγχώρεση όλων αυτών που ενεπλάκησαν στην πορεία της την ευεργέτησε στο ταξίδι της προς την ψυχική και πνευματική ίαση.
Μαρκέτα Ιργκλόβα- Μια φορά / Once (2007)
Με το Όσκαρ Καλύτερου Τραγουδιού για το«Falling Slowly» βραβεύτηκε η τότε 19χρονη Μαρκέτα Ιργκλόβα, η οποία δεν πρόλαβε να πει τις ευχαριστίες της στην τελετή. Η τσεχο-ισλανδή μουσικός ανέβηκε στη σκηνή με τον έταιρο μουσικό Γκλεν Χάνσαρντ για να βγάλουν τον καθιερωμένο λόγο του νικητή, αλλά η μουσική έπεσε πριν πάρει τη σκυτάλη η Ίργκλόβα. Το ίδιο βράδυ, ο τηλεοπτικός παραγωγός Τζον Στούαρτ την ξανακάλεσε στη σκηνή για να διορθώσει το λάθος. Συγκινημένη, έβγαλε έναν σύντομο λόγο που με πολλή ειλικρίνεια, προτρέπει όλους τους ονειροπόλους εκεί έξω να κυνηγήσουν το ακατόρθωτο.
Στην ταινία «Once», που πήρε εξαιρετικές κριτικές, οι δύο πρωταγωνιστές, ερασιτέχνες ηθοποιοί, υποδύονται δύο νέους που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα στο Δουβλίνο παίζοντας μουσική στο δρόμο, ενώ σιγά σιγά ερωτεύονται. Στην πραγματική ζωή, η Ιργκλόβα και ο Χάνσαρντ είχαν 18 χρόνια διαφορά ηλικίας, και γνωρίζονταν από τότε που εκείνη ήταν 13 ετών, και έγιναν ζευγάρι στα γυρίσματα της ταινίας. Ο Χάνσαρντ είχε δηλώσει πως την είχε ερωτευτεί καιρό πριν, αλλά σκεφτόταν πως ήταν μονάχα ένα παιδί. «Νιώθαμε πως καταγράφαμε κάτι πολύτιμο και προσωπικό», είχε πει. Το Swell Season, το όνομα του ντουέτου τους δηλαδή, περιόδευσε στις ΗΠΑ το 2022.
Μπίλι Άιλις / No Time to Die (2021)
Μπορεί αυτό που μας απασχολεί συνήθως σε τέτοιους σταρ όπως η Μπίλι Άιλις είναι σκανδαλιστικές λεπτομέρειες της προσωπικής τους ζωής, η 23χρονη μουσικός όμως έχει προσπαθήσει να στρέψει τον προβολέα στη δουλειά της. Το 2022, πέραν των νούμερο 1 στα τσαρτς, τα βραβεία Γκράμι και Golden Globes, κέρδισε κι ένα χρυσό αγαλματίδιο για το τραγούδι «No Time to Die», που εμφανίζεται στην ομότιτλη ταινία του Τζέιμς Μποντ.
Το Όσκαρ η Άιλις μοιράστηκε με τον αδελφό της Φίνεας, με τον οποίο συνυπογράφουν πολλά από τα τραγούδια της. Μάλιστα, σε μια συνέντευξη για το Apple Music, εκμυστηρεύτηκε στον δημοσιογράφο πως εκείνη και ο Φίνεας έγραφαν από παιδιά μουσική για τις ταινίες του Μποντ χωρίς να πιστεύουν ποτέ ότι θα έχουν την ευκαιρία να γίνει αποδεκτή η δουλειά τους. Ο Φίνεας έχει πει πως αφού έγραψαν το κομμάτι, για να είναι σίγουροι ότι δεν είχαν αντιγράψει προηγούμενη δουλειά άλλων μουσικών, οι δυο τους άκουσαν όλα τα θεματικά τραγούδια προηγούμενων Τζέιμς Μποντ, ώστε να εξασφαλίσουν την πρωτοτυπία τους.
Τίμοθι Χάτον – Συνηθισμένοι Άνθρωποι / Ordinary People (1980)
Για τη συγκλονιστική του ερμηνεία στην απαιτητική δραματική ταινία «Συνηθισμένοι Άνθρωποι», το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ρόμπερτ Ρέντφορντ βραβεύτηκε ο Τίμοθι Χάτον σε ηλικία 20 ετών. Ενώ μια οικογένεια θρηνεί το θάνατο του πρώτου της γιου, ο δεύτερος κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, και φέρνει στο προσκήνιο όλη τη δυσλειτουργικότητα ενός συστήματος που μόνο επιφανειακά μοιάζει να πορεύεται σωστά.
Ο Χάτον υποδύεται έναν εξαιρετικά ταλαιπωρημένο νέο άντρα που παλεύει με το φάντασμα του αδελφού του, κατηγορώντας διαρκώς τον εαυτό του, ενώ ταυτόχρονα η μητέρα του βυθίζεται στην άβυσσο του πένθους. Μια δύσκολη ταινία, με διαρκή ξεσπάσματα και ψυχολογική βία, που απαιτούσε από τους συντελεστές προσήλωση και γερά νεύρα. Η ταινία κέρδισε και το Όσκαρ καλύτερης ταινίας, ενώ ο νεαρός τότε ηθοποιός δεν είχε αποφασίσει αν θέλει να ακολουθήσει καριέρα στον κινηματογράφο. «Ήταν μια πολύ σουρεαλιστική περίοδος της ζωής μου. Αναρωτιόμουν συνέχεια αν κάνω καλή δουλειά, ήλπιζα να μηνμε αντικαταστήσουν. Έπρεπε συνεχώς να είμαι συγκεντρωμένος σ’αυτό που έκανα και προσγειωμένος στη γη», θυμάται ο Χάτον σε συνέντευξή του για το AV Club.