Έχουν οι χοντρές (μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τη λέξη «παχουλές», αν θεωρείτε ότι η πολιτική ορθότητα βοηθά σε αυτή τη συζήτηση) γυναίκες δικαίωμα στο φλερτ, στον έρωτα, στο σεξ; Μην απαντήσετε βιαστικά. Δεν είναι ρητορική ερώτηση, παρότι η αυθόρμητη και σωστή απάντηση θα ήταν: «Μα τι ρωτάς τώρα, φυσικά ναι». Κι αυτό γιατί η αυθόρμητη απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν είναι η αυτονόητη. Και πολλές χοντρές γυναίκες εκεί έξω θα γελούσαν πικρά πριν απαντήσουν, αναλογιζόμενες εμπειρίες που έχουν βιώσει, συμπεριφορές που έχουν υποστεί και απογοητεύσεις που έχουν νιώσει. Και όχι μόνο στα πέτρινα χρόνια του fat shaming, της αποθέωσης του ιδανικού βάρους, της εμμονής με την αδύνατη ομορφιά, αλλά και στις πρόσφατες δεκαετίες του body positivity, της απελευθέρωσης από τον κοινωνικό κορσέ και της απενοχοποιημένης αγάπης για τις καμπύλες, τις δίπλες, τη χαλάρωση.
«ΚΑΤΙ ΛΑΘΟΣ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΜΕ ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ»
«Εγώ δεν είχα παραπανίσια κιλά ως παιδί. Κάποια στιγμή στην προεφηβεία το σώμα μου άλλαξε, συγκεντρώνοντας κάποια κιλά στον κορμό, γεγονός που σηματοδότησε μια γενικευμένη συνθήκη άγχους στο σπίτι σε σχέση με το βάρος ή μάλλον με την εικόνα μου», θυμάται η Μ., 39 ετών σήμερα. «Να σημειώσω ότι δεν ήταν πρωτογενές άγχος που εγώ ένιωσα και θέλησα να επικοινωνήσω· ήταν άγχος των άλλων, το οποίο εσωτερίκευσα μετά από διάχυτα σχόλια στο περιβάλλον. Από τότε δεν αποχωρίστηκα ποτέ την αίσθηση ότι κάτι λάθος συμβαίνει με το σώμα μου, σε οποία κιλά και να βρισκόμουν, ακόμα και όταν ήμουν πολύ αδύνατη. Η συνθήκη αυτή συνεχίστηκε και στο σχολείο, ίσως γιατί από τη στιγμή που έγινε θέμα στο σπίτι, πλέον ήταν στο μυαλό μου. Περίπου στη Β΄ Γυμνασίου άρχισε ο σχολικός εκφοβισμός από μια παρέα κοριτσιών που ήταν η βασική μου παρέα έως τότε. Το κύριο κομμάτι του μπούλινγκ αφορούσε το πόσο αποκρουστική ήταν η εικόνα μου. Σημειωτέον ότι ως ενήλικη, κοιτώντας πίσω, αντιλαμβάνομαι ότι το σώμα μου, που πλέον είχε μπει στην εφηβεία, μάλλον έμοιαζε με τα πρότυπα της εποχής, στο τέλος της δεκαετίας του ’90. Πλέον, όταν βλέπω φωτογραφίες μου από εκείνη την εποχή, μπορώ να εκτιμήσω πόσο όμορφη ήμουν και με αφήνει ενεή το ότι πίστευα το αντίθετο. Το πίστευα δε σε τέτοιο βαθμό, που είχα αρχίσει να παθαίνω αγοραφοβία και αισθανόμουν άσχημα όταν με κοιτούσαν στον δρόμο. Ήμουν πεπεισμένη από την καθημερινή κατήχηση στον κακοποιητικό λόγο ότι δεν βλέπομαι. Και φυσικά θεωρούσα ότι οι σχέσεις, το φλερτ και η συντροφικότητα ήταν για τα άλλα κορίτσια, τα “φυσιολογικά”, και όχι για μένα. Η γενικότερη κουλτούρα γύρω από τα σώματα των γυναικών στον δημόσιο διάλογο εκείνης της εποχής ενέτεινε την αίσθηση αυτή. Θυμάμαι ένα μπαράζ επικριτικότητας στα μέσα για τα σώματα των γυναικών γύρω μου, το οποίο εξίσωνε την αξία της καθεμιάς με το βάρος της ή μάλλον με την έλλειψή του.
»Σαν από θαύμα, το καλοκαίρι που τέλειωσα το Γυμνάσιο και μπήκα στο Λύκειο άλλαξε όλο το σκηνικό. Μια ξαφνική αύξηση στο ύψος μου ανακατένειμε τα κιλά στο σώμα μου, με αποτέλεσμα στην αρχή του σχολικού έτους να τραβήξω την προσοχή των αγοριών στο σχολείο. Κάπως έτσι βγήκα από το καβούκι μου και σταδιακά έγινα δημοφιλής στις καινούργιες μου παρέες. Ενώ αρχικά αυτή η συγκυρία με ενδυνάμωσε, βοηθώντας με να αποτραβηχτώ από τα κορίτσια που με εκφόβιζαν, η αλλαγή στη συμπεριφορά των άλλων, ενώ εγώ ήμουν η ίδια, με βασάνιζε. Συν τοις άλλοις, η εικόνα που είχα εγώ για το σώμα μου δεν άλλαξε ποτέ. Εξακολουθούσα να βιώνω βαθιά ντροπή για ό,τι θεωρούσα περιττό, αρά μη φυσιολογικό, και δεν απολάμβανα το σώμα μου, μάλλον το έκρυβα. Επίσης, δεν μπορούσα καν να φανταστώ ότι θα το μοιραστώ με κάποιον άλλο σε πιο προσωπικές στιγμές. Με πολλή συστολή και με το πέρασμα του χρόνου, άρχισα σιγά σιγά να ανοίγομαι και να έχω ποιοτικές ερωτικές σχέσεις, στις οποίες ζούσα την αποδοχή και την επιθυμία του αλλού ηδονικά. Τώρα συνειδητοποιώ ότι με ενδιέφερε να καλλιεργήσω αυτή την επιβεβαίωση, ότι δεν είμαι πια και τόσο αποκρουστική, σαν μια προσωπική απελευθέρωση από τις στρεβλώσεις της εικόνας μου. Ακόμα και όταν μεγάλωσα αρκετά ώστε να μπορώ να αξιολογήσω την εικόνα μου πιο καθαρά, ήταν πολύ έντονα εντυπωμένα μέσα μου και τα προγενέστερα βιώματά μου και ο φόβος μου ότι οι σύντροφοί μου και ο κύκλος μου μου συμπεριφέρονται καλά επειδή η εικόνα μου τους προδιαθέτει γι’ αυτό, ότι με αντιμετωπίζουν μάλλον σαν διακοσμητικό αντικείμενο με το οποίο θέλουν ναρκισσιστικά να σχετίζονται».
«Ήμουν πεπεισμένη ότι κυριολεκτικά δεν βλέπομαι. Και φυσικά θεωρούσα ότι οι σχέσεις, το φλερτ και η συντροφικότητα ήταν για τα άλλα κορίτσια, τα “φυσιολογικά”, και όχι για μένα», θυμάται η Μ.
Η Μ. δεν είναι μοναδική περίπτωση, είναι μία από τα εκατομμύρια γυναικών στον σύγχρονο κόσμο που πέφτουν θύματα κοινωνικής κακοποίησης εξαιτίας αυθαίρετων προτύπων ομορφιάς και σεξουαλικότητας και, εσωτερικεύοντας απορρίψεις και απαξίωση, γίνονται βίαιες με τον εαυτό τους και αποσύρονται οικειοθελώς, γεμάτες ντροπή, από το δικαίωμα στο φλερτ, στις σχέσεις, στο σεξ.
ΑΙΣΘΗΜΑ ΕΝΟΧΗΣ, ΝΤΡΟΠΗΣ, ΜΕΙΟΝΕΞΙΑΣ
«Όπως πολύ σωστά λέγεται, δεν έχουμε σώμα, είμαστε σώμα, οπότε το σώμα παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, καθώς είναι η πιο απτή μορφή της ύπαρξής μας και ένα μέσο συνομιλίας, συνύπαρξης, έκφρασης», σημειώνει η ψυχοθεραπεύτρια Ροζίτα Χριστοφιδέλλη. «Μέσα στη θεραπεία έχω αισθανθεί ότι οι γυναίκες που έχουν υπάρξει ή είναι ακόμη υπέρβαρες συχνά έχουν κακή αυτοπεποίθηση, μια όχι καλή αυτοεικόνα, ένα αίσθημα ενοχής, ντροπής ή ακόμα και μειονεξίας, και αυτό σε συζητήσεις έχει φανεί ότι οφείλεται αρκετά στο γεγονός ότι αισθάνονται πως κρίνονται για την εικόνα τους, ότι δεν είναι αποδεκτές, ότι υστερούν σε κάτι. Μάλιστα θυμάμαι μια συγκεκριμένη θεραπευόμενη που όσο της μιλούσα εγώ για τη διαφορετικότητα, εξηγώντας της ότι κάθε άνθρωπος, ακόμα και ένας πολύ ψηλός άνθρωπος ή ένας πολύ κοντός, μπορεί να υποστεί είτε μπούλινγκ είτε ρατσισμό και ότι γενικά η διαφορετικότητα πάντα σχολιάζεται, μου είχε πει: “Ναι, αλλά το πάχος θεωρείται ευθύνη αυτού που το φέρει”. Παρότι λοιπόν η παχυσαρκία συχνά οφείλεται και σε γονίδια, σε ασθένειες, σε ένα κοινωνικό πλαίσιο αντιμετωπίζεται ως ευθύνη αυτού που δεν καταφέρνει να ακολουθεί τα πρότυπα της εικόνας που υπάρχουν».
Και τελικά το πληρώνει. Σε έρευνα που διεξήχθη πριν από λίγα χρόνια από την εφαρμογή γνωριμιών για plus-sized γυναίκες, WooPlus, το 71% των χρηστριών της απάντησαν ότι δέχτηκαν πολλάκις ντροπιαστικά και επιθετικά απαξιωτικά σχόλια για το βάρος τους στις «κανονικές» εφαρμογές γνωριμιών. Πιο πρόσφατη έρευνα του dating app QuackQuack σε 15.000 χρήστες κατέγραψε ότι το 31% των γυναικών είχαν δυσκολία να βρουν άντρα που δεν είχε πρόβλημα με το βάρος τους. Σε έρευνα του YouGov στη Βρετανία, το 40% των αντρών ομολόγησαν ότι θα προτιμούσαν μια αδύνατη γυναίκα – το 10% δήλωσαν ότι θα τους έλκυε μια γυναίκα με «πιασίματα» και οι υπόλοιποι το πολύ βολικό «δεν έχω πρόβλημα».
«Ο ΤΡΟΠΟΣ ΠΟΥ ΣΕ ΚΟΙΤΟΥΝ ΟΤΑΝ ΤΡΩΣ»
«Στις ερωτικές σχέσεις είναι που εντοπίζεται πάντα και το μεγαλύτερο πρόβλημα», επιβεβαιώνει η 40χρονη Ν. «Ήξερες ότι πολύ δύσκολα θα αρέσεις σε κάποιον όταν ήσουν 16 ετών και 80 κιλά. Ή αργότερα αρκετά παραπάνω. Καταλάβαινες ότι κάθε προσπάθεια φλερτ έπεφτε στο κενό και πολύ δύσκολα ανοιγόσουν. Παρ’ όλα αυτά, προσπαθείς πάντα για το καλύτερο και ελπίζεις. Δεν είχε τύχει να ακούσω κάποιο αρνητικό σχόλιο, τουλάχιστον όχι μπροστά μου. Αλλά ήξερα καλά ότι, κάθε φορά που κάποιος δεν ανταποκρινόταν ερωτικά, έφταιγε κυρίως το βάρος μου. […] Η μάχη με το βάρος δεν σταμάτησε ποτέ και κάποιες προσπάθειες για φλερτ γίνονταν, αλλά πάντα με δυσκολία, με μεγάλη ανασφάλεια και με δεδομένη την αρνητική απάντηση. Και βέβαια ποτέ δεν στόχευα σε ωραία αγόρια. Ήξερα από την αρχή ότι, αν γινόταν το θαύμα και κάποιος ενδιαφερόταν, σίγουρα δεν θα ήταν ο ωραίος του σχολείου». Η Ν. άρχισε να παίρνει βάρος στο Γυμνάσιο. «Θυμάμαι απαξιωτικά βλέμματα, ψιθύρους στους διαδρόμους και επικρίσεις από άτομα του ευρύτερου περιβάλλοντος, κυρίως στις τάξεις του Λυκείου όπου το πρόβλημα άρχισε να γίνεται εντονότερο. Πολλές φορές δεν είναι αυτό που θα σου πει κάποιος, αλλά ο τρόπος που θα σε κοιτάξει, η δυσαρέσκεια που μπορεί να εκφράζει όταν μιλάει για παχύσαρκους ανθρώπους ενώ είσαι μπροστά. Ακόμα και ο τρόπος που σε κοιτούν όταν τρως ένα γλυκό ή λίγο παραπάνω φαγητό. Είχα πολλούς φίλους και δεν ένιωθα ποτέ παραμελημένο παιδί. Ωστόσο προσπαθούσα πάρα πολύ γι’ αυτό. Φρόντιζα να είμαι πάντα θετική με όλα, να τους ευχαριστώ όλους, να μη δυσαρεστώ κανέναν. Μεγαλώνοντας, και μετά από πολλή δουλειά με τον εαυτό μου, συνειδητοποίησα ότι δεν έβαζα εύκολα όρια και καταπατούσα πολλές φορές τις επιθυμίες μου για να είμαι αρεστή σε όλους. Προσπαθούσα το πρόβλημα με το σώμα μου να το εξισορροπώ με τον χαρακτήρα μου».
«Οι γυναίκες με παραπανίσια κιλά θα τολμούσα να πω ότι, σε ό,τι αφορά τις ερωτικές τους σχέσεις, έχουν πολύ χαμηλότερα στάνταρ, πολύ χαμηλότερες απαιτήσεις από τον σύντροφο και –ίσως ακουστεί κάπως σκληρό– είναι αρκετά pleasers, δηλαδή νιώθουν ότι πρέπει να κάνουν πάντα μια μεγαλύτερη προσπάθεια και να είναι πιο ανεκτικές σε πράγματα, σε σχέση π.χ. με μια γυναίκα που έχει μια εμφάνιση που μπορεί να θεωρείται, βάσει προτύπων, αντικειμενικά πολύ καλή», σημειώνει η ψυχοθεραπεύτρια Ροζίτα Χριστοφιδέλλη. «Νιώθουν ότι χρειάζεται να καταβάλουν μεγαλύτερο κόπο για να είναι αποδεκτές και αρεστές».
«ΑΝ ΗΣΟΥΝ ΧΟΝΤΡΗ, ΔΕΝ ΜΕΤΡΟΥΣΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΦΛΕΡΤ»
«Επειδή δεν ένιωθα όμορφη, φρόντισα να εξελίξω το χιούμορ μου σαν έναν τρόπο να κερδίζω το ενδιαφέρον και την προσοχή. Τόνιζα τα θετικά μου σημεία, π.χ. είχα μάθει να βάφομαι ωραία για να τονίζω τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου», θυμάται η Θ., που ήδη από το Δημοτικό άρχιζε να παίρνει βάρος.
«Στο Δημοτικό κάποιος ο οποίος εθεωρείτο ωραίος μού “τα είχε ζητήσει” για πλάκα. Εγώ πίστευα ότι αυτό ήταν κάτι που θα μπορούσε να συμβεί στ’ αλήθεια, να αρέσω δηλαδή σε κάποιον δημοφιλή, και όταν κατάλαβα τι συνέβαινε, θυμάμαι ότι είχα καταρρακωθεί. Ήταν κατά κάποιον τρόπο η πρώτη μου επαφή με την πραγματικότητα». Κάπως έτσι χτίστηκε και για τη 39χρονη Θ. η πεποίθηση ότι δεν θα είχε καμία τύχη στο φλερτ ή στον έρωτα. «Αισθανόμουν μια χαρά στις παρέες, είχα φίλες και φίλους, ένιωθα πολύ αγαπητή, αλλά σε καμία περίπτωση “γκόμενα”. Αυτό ήταν για τις άλλες, τις αδύνατες. Το να αρέσω δηλαδή σε κάποιον το έβλεπα σαν ελεημοσύνη ή μπορεί να πίστευα ότι κάτι δεν πάει καλά σε εκείνον για να ρίχνει το βλέμμα του πάνω μου. Γενικά ήταν μια εποχή όπου ένιωθες ότι, αν ήσουν χοντρή, δεν μετρούσες στον μαγικό κόσμο του φλερτ και το καλύτερο που είχες να κάνεις ήταν να αποσυρθείς από τον αγώνα. Τα αγόρια δεν θα έλεγα ότι με φλέρταραν, αλλά, ακόμα και αν το έκαναν, ήμουν τόσο πεπεισμένη ότι δεν ήμουν ελκυστική, που δεν θα το έπαιρνα χαμπάρι. Ή θα κατέληγα ότι κάποιος που θα εκδήλωνε ενδιαφέρον ήταν και εκείνος χάλια ή προβληματικός για να ασχολείται μαζί μου. Επίσης, συνήθως τα αγόρια που μου άρεσαν ενδιαφέρονταν για άλλες κοπέλες. Έτσι στο μυαλό μου κατέληγα ότι έπρεπε πάση θυσία να αδυνατίσω για να αρέσω. Στην Α΄ Λυκείου μού έκαναν τρελό μπούλινγκ στο σχολείο για τα κιλά μου. Ένιωθα φριχτά και καθόλου ελκυστική, έκρυβα το σώμα μου μέσα σε φαρδιά, μαύρα ρούχα, δεν φρόντιζα την εμφάνισή μου και ήθελα γενικά να εξαφανιστώ».
«Επειδή δεν ένιωθα όμορφη, φρόντισα να εξελίξω το χιούμορ μου σαν έναν τρόπο να κερδίζω το ενδιαφέρον και την προσοχή. Τόνιζα τα θετικά μου σημεία, π.χ. είχα μάθει να βάφομαι ωραία», λέει η Θ.
Η Βέρτζι Τοβάρ είναι Αμερικανίδα δημοσιογράφος, ομιλήτρια και ειδικός στις διακρίσεις λόγω βάρους, συγγραφέας μεταξύ άλλων του βιβλίου Έχεις το δικαίωμα να παραμείνεις χοντρή. Σε πρόσφατο άρθρο της με τίτλο Πώς είναι στ’ αλήθεια για μια χοντρή γυναίκα το να βγαίνει ραντεβού, κάνει μερικές πολύ ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις για το τι αντιμετωπίζουν οι παχουλές γυναίκες κατά την αναζήτηση της αγάπης. Μοιράζεται εξομολογήσεις γυναικών με παραπανίσια κιλά, οι οποίες έχουν διαπιστώσει ότι οι άντρες τις θεωρούν «εύκολες» ή τουλάχιστον πιο εύκολες από τις αδύνατες γυναίκες, ενώ περιμένουν από αυτές να είναι πιο σεξουαλικές κατά το φλερτ και να κάνουν σεξ μαζί τους σύντομα, στα πρώτα στάδια της γνωριμίας τους. Μια πολύ σημαντική διαπίστωση που καταθέτει είναι ότι οι χοντρές γυναίκες δεν πιστεύουν ότι αξίζουν μια καλή σχέση. «Οι χοντρές γυναίκες μαθαίνουμε συχνά ότι τα σώματά μας αξίζουν λιγότερο και είναι λιγότερο ελκυστικά. Αν εσωτερικεύσουμε αυτή την άποψη, στο τέλος προσεγγίζουμε το φλερτ με μια ανησυχία για το αν αρέσουμε αμελώντας να ασχοληθούμε με το πώς εμείς αισθανόμαστε για το άλλο άτομο […] Και καταλήγουμε με λιγότερα από όσα χρειαζόμαστε από μια σχέση». Κάνει λόγο δε για κάτι πολύ ενδιαφέρον, που ονομάζει Σύνδρομο Μονοδιάστατης Μυστικής Σχέσης και το οποίο αφορά άντρες που ελκύονται σεξουαλικά από τις χοντρές γυναίκες, αλλά δεν θα προχωρούσαν ποτέ σε σχέση μαζί τους εξαιτίας του φόβου ότι θα γίνονταν αντικείμενο χλεύης από τον κοινωνικό τους περίγυρο.
«ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΝΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΑΝ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΤΙΣ ΧΟΝΤΡΕΣ»
Μου το επιβεβαιώνει η Α.: «Θυμάμαι τα σοφά λόγια μιας καλής φίλης μου με πολλά κιλά, ότι οι άντρες θέλουν τις χοντρές, τους αρέσουν, αυτό που δεν θέλουν, ειδικότερα σε μικρότερες ηλικίες, είναι να δείχνουν ότι θέλουν τις χοντρές. Και σκέφτομαι μια παλιά σχέση μου, που το πρόβλημα εκείνου του αγοριού δεν ήταν ότι δεν ήθελε εμένα, μου έδειχνε πόσο με ήθελε, ήταν ότι χάλαγε την εικόνα του να κυκλοφορεί με μια πιο χοντρή κοπέλα». Η Α., 39 ετών, είναι κατηγορηματική ότι πρόκειται για ένα κοινωνικό ζήτημα, όχι ένα πρόβλημα που πρέπει να επωμίζονται οι χοντρές γυναίκες. «Έχουμε μεγαλώσει σε μια εποχή που μας έλεγαν ότι το όμορφο είναι το αδύνατο σώμα και μάλιστα το πάρα πολύ αδύνατο σώμα. Ένα σώμα χωρίς κυτταρίτιδα, χωρίς ραγάδες, με επίπεδη κοιλιά, γραμμωμένη. Αυτό κάπως εγκαθιδρύεται στον εγκέφαλό μας. Και στην ψυχή μας κυρίως. Και όχι μόνο στη δική μας, νομίζω, σε όλων, γυναικών, αντρών, όλων. Θέλω να πω ότι και οι άντρες μεγαλώνουν με αυτά τα πρότυπα για το τι είναι όμορφο τελικά. Και, έστω και υποσυνείδητα, κάνουν τις επιλογές τους με αυτό το κριτήριο, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο». Έτσι έκανε και εκείνος ο πρώτος έρωτας, που τον χαρακτηρίζει «μια κακή σχέση, τοξική. Μου τόνιζε πολύ ότι έπρεπε να χάσω κιλά, ότι είμαι τόσο όμορφη και έπρεπε να έχω ένα πιο ωραίο σώμα και γιατί δεν κάνω κάτι γι’ αυτό. Μετά από εκείνο το περιστατικό απέκτησα πολλά θέματα εκείνη την περίοδο. Είχα πρόβλημα με την αυτοεικόνα μου και αισθανόμουν συνέχεια άβολα και άσχημα, ότι δεν θα με θέλει ο φίλος μου γιατί είμαι χοντρή. Αυτό συνεχίστηκε και αφού τελείωσε εκείνη η σχέση.
»Έκανα δίαιτες και κάποια στιγμή έγινα αδύνατη, αλλά ακόμη αισθανόμουν χοντρή. Γιατί το χοντρό κορίτσι μέσα μου ζούσε, παρότι εγώ ήμουν αδύνατη απέξω. Από τότε χτίστηκε μια πεποίθηση ότι οι άντρες δεν θα με θέλουν αν είμαι χοντρή».
«Στις ερωτικές σχέσεις εντοπίζεται πάντα το μεγαλύτερο πρόβλημα. Ήξερα καλά ότι, κάθε φορά που κάποιος δεν ανταποκρινόταν ερωτικά, έφταιγε κυρίως το βάρος μου», θυμάται η Ν.
Στην εξέλιξη της ζωής τους πολλές χοντρές γυναίκες βρίσκουν τελικά τον τρόπο να απολαμβάνουν το φλερτ, τον έρωτα, να διεκδικούν και να αποκτούν την αγάπη και τη συντροφικότητα που μια στρεβλή και στερεοτυπική εικόνα της ομορφιάς τούς στέρησε για χρόνια. «Όταν γνώρισα τον μετέπειτα σύζυγό μου, ένιωσα πρώτη φορά ότι το βάρος δεν είναι πρόβλημα. Και στα πρώτα χρόνια της σχέσης και στη συνέχεια δεν μπήκε αυτό το θέμα εμπόδιο», λέει η Ν. Παρ’ όλα αυτά, σε πολλές περιπτώσεις, ίσως στις περισσότερες, το τραύμα παραμένει. «Για να βοηθηθώ ουσιαστικά στα ζητήματα που είχα τόσο με την εικόνα μου όσο και με τον εαυτό μου γενικά, στράφηκα κάποια στιγμή στην ψυχοθεραπεία. Αυτή η εμπειρία μού έχει αλλάξει τη ζωή και τον τρόπο που αντιμετωπίζω εμένα και τις σχέσεις μου με τους άλλους. Έχω χάσει δύο φορές στη ζωή μου είκοσι κιλά και πάντα τρέμω στη σκέψη ότι θα παχύνω ξανά. Έτσι προσέχω μόνιμα το φαγητό μου, γυμνάζομαι και πανικοβάλλομαι όταν ανεβαίνει ο δείκτης της ζυγαριάς», παραδέχεται η Θ. «Νιώθω φυσικά ότι τα κιλά δεν είναι εμπόδιο στην αγάπη με τον άνθρωπο που ξέρω ότι με θέλει ακόμα και στα χειρότερά μου. Με αφορμή αυτό το κείμενο σκέφτηκα ότι, αν μπορούσα να μιλήσω τώρα στον έφηβο εαυτό μου, θα της έλεγα να ξεκολλήσει, να πετάξει τα φαρδιά, να ντυθεί, να φτιαχτεί, να νιώσει όμορφα να βγει εκεί έξω και να ορμήσει στη ζωή και στον έρωτα! Βλέπω τα τωρινά κορίτσια και ντύνονται όπως θέλουν, ανεξάρτητα από τις αναλογίες τους, έχουν τα αγόρια τους, δεν τις κρατάει τίποτα. Δεν σημαίνει κάτι το να έχεις γεμάτα μπούτια ή κοιλίτσα, δεν είναι το τέλος του κόσμου όπως πιστεύαμε εμείς. Οι άνθρωποι ελκύουν ο ένας τον άλλο με διαφορετικούς, μυστήριους και συναρπαστικούς τρόπους. Εγώ για τον εαυτό μου ξέρω ότι, για να είμαι καλά, πρέπει να προσέχω τα κιλά μου. Ελπίζω όμως οι κόρες μου να γίνουν σαν τα κορίτσια που βλέπω εκεί έξω, να φροντίζουν τον εαυτό τους και να μην τις σταματά τίποτα – πόσω μάλλον ο δείκτης της ζυγαριάς», καταλήγει.
«ΤΑ ΚΙΛΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΜΠΟΔΙΟ ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗ»
«Είμαι πεπεισμένη ότι τα κιλά δεν είναι εμπόδιο στην αγάπη», συμφωνεί και η Μ. «Απλώς αντιλαμβάνομαι ότι είμαστε σε μια κοινωνική συγκυρία που τα κιλά, όπως και αλλά μετρήσιμα μεγέθη, επηρεάζουν την επιθυμία, κυρίως την επιφανειακή επιθυμία. Σε πρώτη ανάγνωση, το βέβαιο είναι ότι δεν σε πλησιάζει ο ίδιος αριθμός ατόμων στο φλερτ σε σχέση με τις εποχές που είχες λιγότερο βάρος. Επίσης, αν τα περισσότερα κιλά είναι σχετικά πρόσφατη προσθήκη, εσύ η ίδια νιώθεις διαφορετικά, ανάλογα με τη φάση στην οποία είσαι. Αν κάτι δεν πάει και πολύ καλά στην εξέλιξη της σχέσης σου, περνάει από το μυαλό ότι ίσως φταίει η εικόνα σου, ειδικά αν στο παρελθόν σε αντιμετώπιζαν σαν κανένα ιερό τρόπαιο μόνο και μόνο επειδή έπιανες λιγότερο χώρο».
«Θυμάμαι τα σοφά λόγια μιας καλής φίλης μου με πολλά κιλά, ότι οι άντρες θέλουν τις χοντρές, τους αρέσουν. Αυτό που δεν θέλουν, ειδικότερα σε μικρότερες ηλικίες, είναι να δείχνουν ότι θέλουν τις χοντρές», σημειώνει η Α.
«Ήμουν με έναν άνθρωπο υποτίθεται καλλιεργημένο και φεμινιστή, με τον οποίο είχαμε ήδη σχέση έναν χρόνο, όταν άρχισε να μου αφήνει υπονοούμενα ή έμμεσες προτροπές “να γυμνάζομαι” ή “να μην τρώω ζάχαρη”. Κάποια στιγμή τον ρώτησα εκείνον τι τον πειράζει αν εγώ φάω ζάχαρη, για να λάβω την απάντηση “για σένα το λέω, επειδή είσαι τόσο όμορφη, και εδώ κι εδώ όλα καλά”, δείχνοντας τα χέρια, τον κορμό και τα πόδια μου. “Αλλά εδώ υπάρχει πρόβλημα”, κατέληξε πιάνοντας την περιφέρειά μου. Του απάντησα ότι, αν ξαφνικά δεν του άρεσα, μπορούσε να μην ξανακάνει σεξ μαζί μου και να επιλέξει να μην είναι μαζί μου, ότι είχε αυτό το δικαίωμα. Αν όμως ξανασχολίαζε αρνητικά το σώμα μου, θα έφευγα την επόμενη στιγμή», θυμάται η Α. «Θα ήθελα να καταγραφεί αυτό, αρχικά γιατί ακόμα και τώρα δεν μου ήταν εύκολο να με υπερασπιστώ, αλλά κυρίως γιατί το χρωστάω στο νεαρό κορίτσι που ήμουν, που έφαγε τόση συναισθηματική κακοποίηση, μεταξύ άλλων και για το σώμα της, και που πάλεψε για να ξαναβρεί τον εαυτό της και να πάψει να συνδέει την αξία της με τα κιλά της. Θα ήταν περήφανη, όπως είμαι κι εγώ, που τουλάχιστον δεν ανέχομαι πλέον τέτοιες συμπεριφορές για μένα και για κάθε κορίτσι ή γυναίκα που το κάνει, το προσπαθεί ή που ακόμα δεν μπορεί».