«Καλή παράσταση, δεν χρειάζεται να τη δεις». Αυτό γύρισε και μου είπε μία άγνωστη σε μένα γυναίκα, όταν με άκουσε -σε μια ανύποπτη στιγμή, έξω από τη Στέγη όπου είχα πάει να δω τις παραστάσεις του Onassis Dance Days- να λέω ότι θα πήγαινα την επομένη να δω στη Λυρική το «Σαλό, 120 ημέρες στα Σόδομα». Με ξάφνιασε ο αυθόρμητος και ιντριγκαδόρικος τρόπος που μου πρόσφερε τη συμβουλή της, σαν να ήθελε να με προστατεύσει. Δεν της ζήτησα περισσότερες εξηγήσεις. Δεν άλλαξα τα πλάνα μου. Πήγα να τη δω, όπως πολύς ακόμα κόσμος – άλλωστε, αποτέλεσε ένα από τα πρώτα θεατρικά sold-out του 2024.
Ντε Σαντ, Παζολίνι, Μπινιάρης
Η παράσταση –που ο πρώτος της κύκλος ολοκληρώθηκε στις 10 Μαρτίου και, ας μας επιτραπεί μια πρόβλεψη, θα ακολουθήσει δεύτερος την επόμενη σεζόν– βασίζεται στην ομότιτλη ταινία του Πιέρ Πάολο Παζολίνι, του 1975, που με τη σειρά της είναι βασισμένη στο (ανολοκλήρωτο) βιβλίο «120 μέρες των Σοδόμων» του Μαρκησίου Ντε Σαντ (γράφτηκε το 1785, δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1904 και συνεχίζει να διχάζει ως προς την αξία του).
Ο Παζολίνι πρόσθεσε το «Σαλό» στην αρχή του τίτλου της ταινίας του για να κάνει μία ευθεία αναφορά στην ιταλική πόλη που αποτέλεσε την de facto έδρα της κυβέρνησης του Μπενίτο Μουσολίνι και να συνδέσει την ανάγνωση του περιεχομένου της με το φαινόμενο του φασισμού.
Ένα άλλο φαινόμενο που έχει ενδιαφέρον είναι ότι, ακόμα κι αν δεν έχουμε δει την ταινία του Παζολίνι ή δεν έχουμε διαβάσει το βιβλίο του Ντε Σαντ, έχουμε μία εικόνα για το τι περίπου περιλαμβάνουν, ενίοτε και μία άποψη. Τα sold-out της παράστασης που σκηνοθέτησε ο Άρης Μπινιάρης έκαναν και τη δική της φήμη να προηγείται του περιεχομένου της.
Η δράση της, που τοποθετείται χρονικά «λίγο πριν από το τέλος του κόσμου» και χωρικά σε ένα παλάτι-μπουντρούμι, μπορεί να αναγνωσθεί ως μία μεταφορά για χίλια και δυο πράγματα, αλλά στην κυριολεξία της έχει να κάνει κυρίως με την ηδονή που εισπράττουν τρεις ηλικιωμένοι «άρχοντες» (ένας «εξοχότατος», ένας «δούκας» κι ένας «υψηλότατος») από την άσκηση εξουσίας πάνω στα σώματα, στις ψυχές, στο μυαλό και στις ζωές των άλλων.
Εν προκειμένω, οι «άλλοι» είναι ένα τσούρμο από αρπαγμένα από το προηγούμενο περιβάλλον τους νέα αγόρια και κορίτσια, συγκεντρωμένα από τέσσερις «μπρατσαράδες» και δύο τσατσάδες. Η άσκηση της εξουσίας πάνω τους γίνεται μέσα από πράξεις και εξιστορήσεις πράξεων που έχουν να κάνουν με διάφορες παραφιλίες για να φτάσουμε, στο τέλος του έργου, στη δολοφονία τους και τη νεκροφιλία.
Τελικά, ήταν καλή η παράσταση;
Είδα ένα καλά εκτελεσμένο θεατρικό έργο ενώ περίμενα να δω κάτι άλλο, καθώς είχα πάει τελείως αδιάβαστος και πίστευα ότι θα παρακολουθήσω μία πειραγμένη όπερα. Το ηχητικό κομμάτι δεν με εντυπωσίασε (ίσως γιατί έχουν ακούσει πολλά τα αφτιά μου), αλλά δεν μου κλότσησε κιόλας, ταιριαστό ήταν με την επί σκηνής δράση. Τα σκηνικά ήταν λιτά – όλη η φρίκη χωρούσε σε ένα δωμάτιο που οι τοίχοι του, από τους οποίους κρέμονταν αλυσίδες, είχαν μαρμάρινη όψη και μετρημένα αντικείμενα, πριν ανοίξει μία καταπακτή για το τελικό μακελειό.
Κάποια στιγμή, κατά τη φάση του κύκλου με τις κοπρολαγνείες (προηγείται ο κύκλος της μανίας κι ακολουθεί αυτός του αίματος), δύο κυρίες αποχώρησαν ήσυχα από την πλατεία του θεάτρου αλλά, μιας και τελευταία έχω δει πολλές αποχωρήσεις από παραστάσεις, δεν μου έκανε εντύπωση αλλά ούτε και με ενόχλησε – ο καθένας, ας πράττει όπως αισθάνεται άνετα.
Εγώ, έμεινα μέχρι το τέλος. Όταν πάω να δω θέατρο, ακόμα κι αν δεν ξέρω τι θα δω, έχω επίγνωση ότι αυτό που θα διαδραματιστεί μπροστά στα μάτια μου θα είναι ψεύτικο κι όχι αληθινό. Κι όταν τα πράγματα στο «Σαλό» σκλήρυναν, απλώς το υπενθύμισα στον εαυτό μου λέγοντας συνεχώς από μέσα μου «αυτά τα κόπρανα δεν είναι αληθινά, αυτά τα πέη είναι από λάστιχο, αυτές οι αφηγήσεις είναι μυθοπλασίες».
Και οι άνθρωποι που υποφέρουν; Αυτοί είναι ηθοποιοί. Κι αξίζει να υποφέρουν τόσο για να υπηρετήσουν τον ρόλο τους; Δεν ξέρω. Δεν ξέρω καν αν συμφωνώ με το «καλή παράσταση, δεν χρειάζεται να τη δεις». Θα έστελνα κόσμο στο «Σαλό» του Μπινιάρη. Πάντως, μετά από χρόνια, αν κάτι θα θυμάμαι «σαν χθες» από αυτό το παρανόρμαλ έργο, πέρα από την καλοσχεδιασμένη αφίσα του που έβλεπα τόσες εβδομάδες κάθε μέρα στο μετρό, στοιχηματίζω πως θα είναι η σκηνική παρουσία μίας εκ των δύο «τσατσάδων» του, της Αγορίτσας Οικονόμου. Υπήρχε πάνω στο σανίδι με ακρίβεια διαβήτη.
Η παράσταση «Σαλό, 120 μέρες στα Σόδομα» ανέβηκε στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής από τις 10.02 έως τις 10.03.2024.