Επτά το πρωί. Είναι καθημερινή και έχουμε μία ώρα και κάτι μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι στο σχολείο. Η τηλεόραση ανοίγει και εμφανίζει το οικόσημο της οικογένειας του Μπαμπάρ (Babar), ένα μεγάλο Β, έξω από ένα παλάτι. Οι τίτλοι αρχής μάς συστήνουν όλους τους βασικούς χαρακτήρες της σειράς. Πρώτα ο Ζεφίρ, ο έμπιστος φίλος του ελέφαντα-πάτερ φαμίλια που προσέχει τα παιδιά της οικογένειας, τον Πομ, τον Αλέξανδρο και τη Φλώρα, που χαχανίζουν φορώντας ρόμπες. Δίπλα τους στέκει η Μαντάμ, η κυρία που υιοθέτησε τον Μπαμπάρ. Ύστερα εμφανίζεται ο Άρθουρ, ο «Κύρος Γρανάζης» και κουνιάδος του Μπαμπάρ, και, τέλος, η βασίλισσα Σελέστ, με τη μικρή Ιζαμπέλ στην αγκαλιά της. Οι τίτλοι κλείνουν με όλους τους ήρωες μαζεμένους στο σαλόνι και τον Μπαμπάρ να τους διαβάζει ένα παραμύθι από κάποιο βιβλίο. Ίσως να είναι η ιστορία του.
Μέσα από αυτή τη σειρά κινούμενων σχεδίων που στα ’90s προβαλλόταν εκείνη τη βάναυση ώρα, οι νεαροί τηλεθεατές γνώρισαν με την τσίμπλα στο μάτι τον τρυφερό ελέφαντα και το σύμπαν που έχτισαν με τα σκίτσα τους ο Ζαν και ο γιος του Λοράν ντε Μπρινόφ (ο τελευταίος έφυγε από τη ζωή την περασμένη Κυριακή, σε ηλικία 98 ετών). Αυτές οι ιστορίες βέβαια γεννήθηκαν από τη μητέρα του Λοράν, Σεσίλ, η οποία αφηγούνταν ιστορίες με ελέφαντες για να ηρεμήσει τις ατίθασες ψυχές των παιδιών της. «Την επόμενη μέρα, τρέχαμε στο γραφείο του πατέρα […] για να τις μοιραστούμε. Εκείνος ενθουσιαζόταν και τις σκίτσαρε. Και έτσι γεννήθηκε η ιστορία του Μπαμπάρ», ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα δείγματα παιδικής λογοτεχνίας που δέχεται εκ των υστέρων σφοδρή κριτική για τις απεικονίσεις των ηρώων, οι οποίες παραπέμπουν σε αποικιοκρατικά κατάλοιπα.
Ο Μπαμπάρ πρωτοεμφανίστηκε το 1931. Το νήμα της ζωής του Ζαν ντε Μπρινόφ θα διαρκούσε έξι χρόνια ακόμα – πέθανε από φυματίωση στα 37 του, έχοντας προλάβει να εκδώσει άλλες τέσσερις ιστορίες, αλλά ο νεαρός Λοράν, που είχε στο αίμα του το ταλέντο με το σκίτσο, συνέχισε τις ιστορίες του πατέρα του, χρησιμοποιώντας λιγότερες λέξεις απ’ ό,τι εκείνος και μετατρέποντας τις –αλά γαλλικά– ιστορίες για καληνύχτα σε ένα παγκόσμιο εκδοτικό φαινόμενο. «Από κοινού πατέρας και γιος έχουν υφάνει έναν μυθοπλαστικό κόσμο τόσο συνεχή, που είναι σχεδόν αδύνατο να ανιχνεύσει κανείς το πού σταμάτησε ο ένας και πού και ξεκίνησε ο άλλος», δήλωσε η συγγραφέας Αν Ε. Χάσκελ το 1981 στους New York Times.
Άνθρωποι και ελέφαντες
Η πρώτη ιστορία του Μπαμπάρ, η οποία απεικονίστηκε και στο αμερικανικό καρτούν που προβλήθηκε στην Ελλάδα, ήταν και η πιο τραυματική. Πολλοί θα θυμούνται τα δάκρυα που τους προκάλεσε ο θάνατος της μαμάς του Μπαμπάρ από λαθροκυνηγούς, ωθώντας το μικρό ελεφαντάκι να αναζητήσει καταφύγιο στη μεγάλη πόλη. Εκεί τον βρίσκει η Μαντάμ, μια πλούσια κυρία που τον υιοθετεί και του μαθαίνει τη σωστή κοινωνική συμπεριφορά, ντύνοντάς τον με το χαρακτηριστικό πράσινο κουστούμι που παραπέμπει στα τέλη του 19ου αιώνα.
Όταν μεγαλώνει, ο Μπαμπάρ επιστρέφει πίσω στη ζούγκλα ως φορέας προόδου για τα υπόλοιπα ζώα και γίνεται βασιλιάς των ελεφάντων. Ύστερα, ο βασιλιάς Μπαμπάρ ιδρύει τη Σελέστβιλ, μια οσμανική μικρογραφία του Παρισιού, και δημιουργεί την οικογένειά του με όλες τις αγαπημένες περιπέτειες που τη συνοδεύουν. Το μόνο που τους κάνει να ξεχωρίζουν από τους ανθρώπους είναι η όψη τους με τη χαριτωμένη προβοσκίδα και οι χαυλιόδοντες που δεν αναπτύσσονται ποτέ αρκετά.
Παιδικά και αποικιοκρατικά τραύματα
Οι ιστορίες του Μπαμπάρ είχαν αρκετούς διάσημους φίλους στην πραγματική ζωή. Ανάμεσά τους ο Σαρλ Ντε Γκωλ, ο οποίος είχε δηλώσει πως προάγει «μια αντιπροσωπευτική ιδέα της Γαλλίας», και ο συγγραφέας παιδικών βιβλίων, Μορίς Σεντάκ, παρά το γεγονός πως ο θάνατος της μητέρας του Μπαμπάρ τραυμάτισε την όποια αθωότητα γύρω από την ιστορία. Ο Ντε Μπρινόφ έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, γράφοντάς του σε ένα ειλικρινές γράμμα πως «η μητέρα του πέθανε, για να αφήσει τον μικρό ήρωα να παλέψει και να σταθεί στα πόδια του». Με το συγκεκριμένο σκεπτικό σίγουρα θα συμφωνούσε και η Ντίσνεϊ, όπως έχουμε δει χαρακτηριστικά να συμβαίνει στον Βασιλιά των λιονταριών ή πιο πρόσφατα στον Καλόσαυρο. Ωστόσο, αυτό δεν είναι το μοναδικό πλήγμα της αθώας πλευράς του Μπαμπάρ.
Με τα χρόνια, δεκαετίες πριν από το κύμα της πολιτικής ορθότητας, πολιτικοί επιστήμονες ανέλυσαν το κεφάλαιο «Μπαμπάρ», ξεκινώντας από τη δολοφονία της μητέρας του, θεωρώντας πως παραπέμπει στις τακτικές των αποικιοκρατών στην Αφρική. Αν αυτό ακούγεται αρχικά κάπως τραβηγμένο, ας θυμηθούμε την εκπαίδευση του Μπαμπάρ: Μια ηλικιωμένη κυρία, της οποίας το όνομα δεν μαθαίνουμε ποτέ, του δίνει αμέσως το πορτοφόλι της και τον ομογενοποιεί άμεσα με το πλήθος της μεγάλης πόλης. Στην επιστροφή του στη ζούγκλα, αγοράζει ρούχα για τα συγγενικά του πρόσωπα και «μορφώνει» τα υπόλοιπα ζώα για τον πολιτισμό πέρα από το δάσος. Το ιστορικό παράδειγμα της αποικιοκρατίας ακολουθεί το ίδιο μοτίβο. Οι μεγάλοι θανατώνονται, τα παιδιά λαμβάνουν εκπαίδευση σε εύπορα σπίτια και ύστερα, όταν μεγαλώνουν, μεταδίδουν τις γνώσεις τους στην κοινότητα από την οποία προήλθαν.
Η επικριτική στάση απέναντι σε αυτές τις αναπαραστάσεις εμφανίζεται μετά το πέρας της γαλλικής αποικιοκρατίας τη δεκαετία του ’60. Σύμφωνα με τους επικριτές, η πλοκή του Μπαμπάρ κανονικοποιεί και διαιωνίζει ασυναίσθητα τη φαντασίωση της Γαλλικής Ένωσης, αλλά και σεξιστικά και ρατσιστικά στερεότυπα, όπως η εικόνα των θηλυκών ελεφάντων να τρέχουν πίσω από το αμάξι του Μπαμπάρ επειδή δεν χωρούν σε αυτό. Ο ίδιος ο Ντε Μπρινόφ βρήκε αργότερα ενοχλητικά αυτά τα σκίτσα και μετάνιωσε για την ιστορία με το πικνίκ (μια έκδοση του 1949, η οποία περιλάμβανε άθλιες καρικατούρες μαύρων και Ινδιάνων), γι’ αυτό και ζήτησε από τον εκδότη του να την αποσύρει. Αρκούν όμως οι καλές προθέσεις, ενώ υπάρχουν τόσες διαφορετικές αναγνώσεις και αναπαραστάσεις που δεν είναι ούτε αστείες, αλλά ούτε εφικτές στο να τις συλλάβουν νέα παιδιά; Υπάρχουν πλέον αναφορές από ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες που κατέβασαν τις ιστορίες του Μπαμπάρ από τα ράφια τους, για καλό και για κακό.
Ο Ντε Μπρινόφ βρήκε αρκετά από τα ΣΚΙΤΣΑ του ενοχλητικά και μετάνιωσε για κάποιες ιστορίες, όπου παρουσιάζει ΜΑΥΡΟΥΣ και ΙΝΔΙΑΝΟΥΣ ως καρικατούρες.
«Γράφω για μένα, όχι για τα παιδιά»
«Όταν γράφω ένα βιβλίο, πρόθεσή μου είναι να διασκεδάσω, όχι να περάσω ένα μήνυμα. Ωστόσο, μπορεί να πει κανείς ότι υπάρχει ένα μήνυμα στα βιβλία του Μπαμπάρ, ένα μήνυμα μη βίας», έγραφε το 1987 ο Ντε Μπρινόφ. Και όντως, δεν υπάρχει βία, αν εξαιρέσει κανείς τη σελίδα 2 της πρώτης ιστορίας. Στο σύμπαν του Μπαμπάρ όλα πηγαίνουν ρολόι, δεν υπάρχει πανικός για οτιδήποτε, λεφτά υπάρχουν για να ξοδεύουν ασύστολα οι ήρωες και όλοι είναι μονίμως χαρούμενοι. Γιατί μιλάμε για ένα παιδικό βιβλίο. Ή μήπως όχι; «Δεν σκέφτομαι ποτέ τα παιδιά όταν ετοιμάζω τα βιβλία. Ο Μπαμπάρ ήταν φίλος μου και επινοούσα ιστορίες μαζί του, αλλά χωρίς να έχω τα παιδιά στην άκρη του μυαλού μου. Γράφω για τον εαυτό μου», δήλωσε το 2017 ο Ντε Μπρινόφ σε συνέντευξή του στη Wall Street Journal. Και αυτό μαρτυρά πολλά. Όχι τόσο για το αδιαμφισβήτητο σχεδιαστικό ταλέντο του, όσο για τα μηνύματα που δεν μπορεί να συλλάβει ένα ανυποψίαστο παιδικό μυαλό. Συμπεριλαμβανομένου και του υπογράφοντος, όταν έβλεπε Μπαμπάρ κάθε πρωί.