Στην κλασική σκηνή του Mein Herr, στο φιλμ Καμπαρέ του Μπομπ Φόσι, βλέπουμε όλες τις χορεύτριες εκτός από τη Σάλι Μπόουλς (Λάιζα Μινέλι) να επιδεικνύουν τα κάλλη τους, ισορροπώντας πάνω σε κομψές Τhonet No 14. Το κάθισμα του Γερμανοαυστριακού μαραγκού, σχεδιαστή, εφευρέτη και επιπλοποιού Μίκαελ Τονέ, που συνδέθηκε όσο κανένα άλλο με τις συνήθειες του αστικού τρόπου ζωής και την κοινωνικοποίηση του σύγχρονου ανθρώπου, είχε ήδη συμπληρώσει παραπάνω από έναν αιώνα ζωής. Tη δεκαετία του ’70 που γυρίστηκε η ταινία, το έπιπλο με τη σχεδιαστική απλότητα και την πρωτοποριακή τεχνική συνέχιζε να κατασκευάζεται με διάφορες παραλλαγές, να χρησιμεύει ακόμα και ως σκηνικό αντικείμενο, να αντιγράφεται με τρελούς ρυθμούς και να εμπνέει. Για την ιστορία, αξίζει να πούμε εδώ ότι το αμερικανικό φιλμ δεν αποτέλεσε την αφορμή για την πρώτη γνωριμία της καρέκλας με την τέχνη και τη νύχτα. Ήδη στην ελαιογραφία At the Moulin Rouge του Τουλούζ-Λοτρέκ των αρχών του 1890, τo διάσημο κάθισμα κατείχε κεντρική θέση στη σύνθεση.
Τρεις ντουζίνες αυγά
H καρέκλα λανσαρίστηκε στην αγορά για πρώτη φορά το 1859. Είχε σχεδιαστεί για να καλύψει ανάγκες χώρων με δημόσια χρήση, όπως τα βιεννέζικα καφέ, σύντομα, ωστόσο, βρήκε θέση σε κάθε σπίτι. Από τα πρώτα κιόλας χρόνια παραγωγής της, το σχέδιο της Νο 14 προσαρμόζεται σε διαφορετικού τύπου καθίσματα: παιδικές καρέκλες, σκαμπό, καρέκλες με μπράτσα, ακόμα και αναπηρικά αμαξίδια. Η αποδοχή της είναι καθολική. Μια Thonet Νο 14 βρίσκουμε στο ατελιέ του Πικάσο, στο σπίτι του Λένιν ή του Αϊνστάιν, αλλά και στο σπίτι ενός φοιτητή ή ενός εργάτη. Σήμερα, μια αυθεντική Thonet Νο 14 τη βρίσκουμε στα μεγαλύτερα μουσεία ντιζάιν και εφαρμοσμένων τεχνών του κόσμου, από το Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη και τη Βιέννη έως το Βάιλ, έδρα του διάσημου Vitra. «Οικειότητα είναι η πρώτη λέξη που μου έρχεται στον νου όταν σκέφτομαι το συγκεκριμένο κάθισμα», μου λέει ο αρχιτέκτονας και υπεύθυνος αρχιτεκτονικού σχεδιασμού του οργανισμού ΝΕΟΝ, Φάνης Καφαντάρης. «Το να βλέπεις ένα αντικείμενο σταθερά παρόν για 165 χρόνια, σε μια συνθήκη παραγωγής, είναι σημαντικό. Και άλλα προϊόντα παρήχθησαν μαζικά, αλλά δεν είχαν συνέχεια».
Σήμερα, μια αυθεντική Thonet Νο 14 τη βρίσκουμε στα μεγαλύτερα μουσεία ντιζάιν και εφαρμοσμένων τεχνών του κόσμου, από το Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη και τη Βιέννη έως το διάσημο Vitra.
Μέχρι το γύρισμα του 20ού αιώνα, το εργοστάσιο επίπλων Τhonet είχε πουλήσει περισσότερα από είκοσι εκατομμύρια κομμάτια του συγκεκριμένου μοντέλου. Μέχρι το 1930 ο αριθμός αυτός είχε εκτιναχθεί στα 50 εκατομμύρια. Ο Βρετανός σχεδιαστής Τζάσπερ Μόρισον υποστηρίζει πως μέρος της μεγάλης απήχησης της διάσημης καρέκλας ήταν και η ακαταμάχητη τιμή της: «Τα πρώτα χρόνια το κόστος της ήταν τρία αυστριακά σελίνια. Με αυτό το ποσό μπορούσες να αγοράσεις τρεις ντουζίνες αυγά ή ένα καλό κρασί». Οι τεχνίτες που δούλευαν στο εργοστάσιο αμείβονταν από 2 έως 12 σελίνια την εβδομάδα και κατασκεύαζαν κατά μέσο όρο 30-35 καρέκλες την ημέρα. Όλοι μπορούσαν να αποκτήσουν αυτή την καρέκλα, για πρώτη φορά και αυτοί που την κατασκεύαζαν.
Στο ντοκιμαντέρ Chair Times. Α History of Seating, που είχε γυρίσει ο Χάιντζ Μπάτλερ για λογαριασμό της Vitra με 125 καρέκλες από τη συλλογή τους, η Thonet Νο 14 βρίσκεται σε περίοπτη θέση. Στην αρχή του φιλμ, ο συλλέκτης, ιδρυτής του Vitra Design Museum και επίτιμος πρόεδρος της Vitra, Ρολφ Φέλμπαουμ, στέκεται έκθαμβος μαζί με τη σχεδιάστρια Χέλα Γιονγκέριους μπροστά σε αυτή τη στρατιά από καρέκλες που σημάδεψαν το ντιζάιν των τελευταίων δύο αιώνων και αναρωτιούνται από πού να αρχίσουν. «Από την αρχή», προτείνει η Ολλανδέζα σχεδιάστρια, και η Τhonet 14 βρίσκεται πολύ κοντά στην αρχή, όντας αφενός το πρώτο κάθισμα που βγήκε σε μαζική παραγωγή και αφετέρου εκείνο που καθρέφτισε καθαρά την εποχή στην οποία γεννήθηκε. «Στο παρελθόν οι καρέκλες απευθύνονταν στους πιο ευκατάστατους. Η εργατική τάξη καθόταν σε πάγκους ή σκαμπό. Ωστόσο, η βιομηχανική επανάσταση και η τάξη που γεννήθηκε ως αποτέλεσμα αυτής, το άλλαξε αυτό. Η πολυτέλεια του καθίσματος έγινε προνόμιο όλων», υποστηρίζει ο Ρολφ Φέλμπαουμ. Ο διευθυντής του μουσείου Vitra, Ματέο Κρίες, στέκεται περισσότερο στον αντίκτυπο που άφησε το συγκεκριμένο έπιπλο στον δημόσιο βίο, καλλιεργώντας μια κουλτούρα. «Αυτό το έπιπλο αντανακλά μια κοινωνική αλλαγή που συντελέστηκε τον 19ο αιώνα. Μια καρέκλα σχεδιάζεται για καφέ. Αυτό επέτρεψε στη μεσαία τάξη να έχει κοινωνική ζωή. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε χρόνος ούτε και χρήματα να ξοδέψουν οι άνθρωποι σε καφενεία». Αυτό το κάθισμα ενθάρρυνε την κοινωνική συνδιαλλαγή. «Το φανερώνει και το όνομα με το οποίο πέρασε στην ιστορία, “bistrο chair”», υποστηρίζουν οι σχεδιαστές Λουκάς Αγγέλου και Βάσω Ασφή των Studiolav. «Είναι ένα αντικείμενο που πέρασε στη συλλογική συνείδηση ως άρρηκτα δεμένο με την καθημερινή κοινωνική δραστηριότητα. Για τον λόγο αυτόν ήταν και παραμένει ένα σύμβολο του δημοκρατικού ντιζάιν», προσθέτουν. Στη συμβολή της καρέκλας στον εκδημοκρατισμό του ποιοτικού καθίσματος στέκεται και ο Γιάννης Γκίκας. «Ήταν η καρέκλα στην οποία μπορούσαν να καθίσουν όλοι, καλλιτέχνες, αριστοκράτες και εργάτες. Ήταν, επίσης, αυτή που άλλαξε τη λογική σχετικά με τη διαδικασία και τον χρόνο κατασκευής ενός επίπλου», αναφέρει και ο Έλληνας σχεδιαστής.
Έξι μέρη, δέκα βίδες
Όταν ο Μίκαελ Τονέ λάνσαρε την Thonet Νο 14, δεν είχε μια έμπνευση της στιγμής, αλλά συμπύκνωνε σε μία καρέκλα πειραματισμούς 30 χρόνων και μια φιλοσοφία ζωής σχετικά με τη διαθέσιμη τεχνολογία του καιρού του. Γεννιέται το 1796 στη μικρή, γραφική πόλη Μποπάρντ, στις όχθες του Ρήνου. Γιος μαραγκού, έχει μεγαλύτερες φιλοδοξίες από τον πατέρα του. Σε ηλικία 23 χρονών αρχίζει τα πειράματα με λωρίδες καπλαμά.
Τις βράζει και τις κολλάει σε καλουπωμένα καμπύλα κομμάτια κόντρα πλακέ. Το 1841 δείχνει τα έργα του σε έναν εμπορικό σύνδεσμο, τραβώντας την προσοχή του Αυστριακού υπουργού Εξωτερικών, πρίγκιπα Κλέμενς βον Μέτερνιχ. «Στο Μποπάρντ θα μείνεις για πάντα φτωχός, έλα στη Βιέννη», τον προσκαλεί. Έναν χρόνο μετά την τιμητική πρόσκληση, ο Τονέ θα μετακομίσει στη Βιέννη, αφήνοντας πίσω για πάντα τη γενέθλια πόλη του. Λίγες εβδομάδες μετά την άφιξή του, κατοχυρώνει την πατέντα «να λυγίζει οποιοδήποτε είδος ξύλου, ακόμα και το πιο εύθραυστο, σε οποιοδήποτε σχήμα ή καμπύλη, χρησιμοποιώντας χημικά και μηχανικά μέσα». Αρχίζει να δοκιμάζει με ξύλα από τροπικά κλίματα και χρήση κόλλας και το 1856 πετυχαίνει την επεξεργασία μασίφ ξύλου με τη χρήση ατμού: αφήνει ράβδους οξιάς στον ατμό να μαλακώσουν για πέντε ώρες και στη συνέχεια έχει τρία λεπτά στη διάθεσή του για να λυγίσει το ξύλο στο επιθυμητό σχήμα.
Ο Πίτερ Τονέ, που ανήκει στην πέμπτη γενιά κατασκευαστών της θρυλικής επιχείρησης, εξηγεί πως η διαδικασία παραμένει η ίδια από τότε έως σήμερα. «Χρησιμοποιούμε τις μηχανές και τη διαθέσιμη τεχνολογία, όμως καμία μηχανή δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον άνθρωπο, γιατί καμία μηχανή δεν μπορεί να διακρίνει τα όρια αντοχής του ξύλου». Η No 14 γίνεται αμέσως ανάρπαστη. Ο ελαφρύς της σκελετός, ο λιτός σχεδιασμός (αποτελείται από έξι διακριτά μέρη που συναρμολογούνται εύκολα με δέκα βίδες και δύο παξιμάδια), αλλά και η δυνατότητα εύκολης αποθήκευσης και μεταφοράς την κάνουν το πιο επιτυχημένο βιομηχανικό προϊόν του 19ου αιώνα.
Παρά τις φανερές σχεδιαστικές της αρετές, κανείς δεν ασχολείται με αυτές. Την αντιμετωπίζουν ως ένα πρακτικό έπιπλο για ευρεία χρήση χωρίς καμία σχεδιαστική αξία. Τη δεκαετία του ’30, ωστόσο, ο Λε Κορμπιζιέ αποκαθιστά την αλήθεια αποδίδοντάς της το χαρακτηριστικό που της ταιριάζει περισσότερο: «αρχοντιά». Μια αρχοντιά που δεν εξαντλείται σε περίτεχνους διακόσμους, αλλά αποτυπώνεται με οικονομία υλικών και απλότητα. Για απλότητα μου μιλάει και ο εικαστικός Βασίλης Παπαγεωργίου: «Η απλότητα στον σχεδιασμό, η αίσθηση της μονοκοντυλιάς αλλά και οι καμπύλες που δημιουργούνται από ένα ζεστό υλικό όπως το ξύλο έχουν συμβάλει στην απήχηση και στη διαχρονικότητά της», υποστηρίζει. O αρχιτέκτονας Σταύρος Μαρτίνος, ωστόσο, θεωρεί πως περισσότερο και από το σχήμα της, αυτό που οδήγησε στην ειδωλοποίησή της ήταν η τεχνική καινοτομία που εισήγαγε. «Η τεχνική αυτής της καμπύλωσης του ξύλου εφαρμόστηκε αργότερα και στο μέταλλο. Αν το σκεφτείς, η Thonet No 14 έχει 800 παιδιά», μου λέει. «Το stool 60 του 1933 του Άαλβαρ Άαλτο ακολουθεί αυτή τη λογική». Άλλο ένα έπιπλο που έχει γνωρίσει αναρίθμητες αντιγραφές, σχολιάζω. «Αντιγράφουν το σχήμα, όχι την τεχνική, χάνεις όλη την ουσία αν παραλείπεις τη διαδικασία, αν δεν μπορείς να πας ένα βήμα παραπέρα».
Μάθετε περισσότερα για τα έπιπλα Thonet και την ιστορία τους στο thonet.de. / Aποκλειστική διάθεση στην Ελλάδα από την εταιρεία Deloudis.