Η Αυστραλία, εδώ και δεκάδες εκατομμύρια χρόνια, αποτελεί την «παιδική χαρά» της εξέλιξης των ειδών, καθώς είναι η πατρίδα μερικών εκ των πλέον αξιοθαύμαστων πλασμάτων της Γης. Είναι η γενέτειρα των ωδικών πτηνών, η χώρα των θηλαστικών που γεννούν αυγά και η παγκόσμια πρωτεύουσα των μαρσιποφόρων, μιας ομάδας θηλαστικών που δεν περιλαμβάνει μόνο τα κοάλα και τα καγκουρό αλλά και πολλά άλλα ζώα, όπως τα μπίλμπι και τα μπετόνγκ. Μάλιστα, σχεδόν τα μισά πουλιά αυτής της μακρινής ηπείρου και περίπου το ενενήντα τοις εκατό των θηλαστικών, των ερπετών και των βατράχων της δεν απαντώνται πουθενά αλλού στον πλανήτη.
Αυτή η μακρινή για εμάς χώρα προσφέρεται, επίσης, ως case study για το τι μπορεί να συμβεί αν οι άνθρωποι ωθήσουν τη βιοποικιλότητα στα άκρα. Η υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος των ζώων της, η αύξηση των χωροκατακτητικών ειδών, οι μολυσματικές ασθένειες και η κλιματική αλλαγή έχουν θέσει σε κίνδυνο πολλά είδη που ενδημούν στα γεωγραφικά της όρια και την έχουν φέρει αντιμέτωπη με ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά απώλειας σπάνιων ζώων στον κόσμο. Σύμφωνα δε με κάποιους επιστήμονες, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι απειλές είναι τόσο δύσκολο να τεθούν υπό έλεγχο, που ο μόνος τρόπος για να προστατευτούν τα ζώα που απαντώνται αποκλειστικά εκεί είναι να το να τα αλλάξουμε – δηλαδή να τα τροποποιήσουμε γενετικά. Οι επιστήμονες, λοιπόν, έχουν ήδη αρχίσει να χρησιμοποιούν διάφορες τεχνικές, όπως τη διασταύρωση διαφορετικών ειδών, την επεξεργασία του γονιδίων και την τροποποίηση του γονιδιώματος των ευάλωτων ζώων, με σκοπό να τα εξοπλίσουν με εκείνα τα χαρακτηριστικά που χρειάζονται για να επιβιώσουν.
«Αναζητούμε τρόπους για να υποβοηθήσουμε την εξέλιξη», λέει ο Άντονι Γουάντλ, βιολόγος που εξειδικεύεται στην προστασία των ειδών και εργάζεται στο Πανεπιστήμιο Μακουάρι του Σίδνεϊ. Πρόκειται για μια υπερβολικά τολμηρή άποψη, η οποία θέτει υπό δοκιμασία την παρόρμησή μας να διατηρήσουμε τα άγρια ζώα ως έχουν, μια παρόρμηση που οι βάσεις της είναι βαθιά ριζωμένες μέσα μας. Στην εποχή μας, όμως, που οι άνθρωποι έχουν κυριαρχήσει στη Γη και που η Αυστραλία βρίσκεται, απλώς, ένα βήμα μπροστά από όλο τον υπόλοιπο πλανήτη όσον αφορά τις επιπτώσεις της παγκόσμιας κρίσης βιοποικιλότητας, οι παραδοσιακές λύσεις που δίνονταν μέχρι τώρα για τη διατήρηση των ειδών δεν μπορούν να φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, σύμφωνα τουλάχιστον με ορισμένους επιστήμονες. «Ψάχνουμε να βρούμε τη λύση στις μεταλλάξεις», λέει ο Νταν Χάρλεϊ, οικολόγος που εργάζεται σε υψηλή θέση στον οργανισμό Zoos Victoria. «Πρέπει να πάρουμε κάποια ρίσκα. Πρέπει να είμαστε πιο τολμηροί στις αποφάσεις μας».
Στη δίνη της εξαφάνισης
Οι κρανιοφόροι μελισσοφάγοι είναι πουλιά που απαιτούν την προσοχή των άλλων, αν κρίνει κανείς από τα «ηλεκτρισμένα» κίτρινα φτερά που φέρουν στο μέτωπό τους και τη συνήθειά τους να κρώζουν δυνατά καθώς πετούν ανάμεσα στα πυκνά, βαλτώδη δάση της Βικτώριας. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων αιώνων, όμως, οι άνθρωποι και οι πυρκαγιές κατέστρεψαν ή προκάλεσαν ζημιές σε αυτά τα δάση, με αποτέλεσμα το 1989 να έχουν απομείνει μόλις πενήντα κρανιοφόροι μελισσοφάγοι εν ζωή, συγκεντρωμένοι σε μια μικρή, βαλτώδη περιοχή του Καταφυγίου Προστασίας της Φύσης του Γιέλινγκμπο.
«Ψάχνουμε να βρούμε τη λύση για τη διατήρηση των ειδών στις μεταλλάξεις», λέει ο Νταν Χάρλεϊ, οικολόγος που εργάζεται σε υψηλή θέση στον οργανισμό Zoos Victoria, στην Αυστραλία.
Οι εντατικές προσπάθειες που έγιναν, σε τοπικό επίπεδο, για τη διατήρηση του είδους, ανάμεσά τους και ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής τους σε κατάσταση αιχμαλωσίας το οποίο έλαβε χώρα στο Καταφύγιο Χίλσβιλ, ένα πάρκο του οργανισμού Zoos Victoria, βοήθησε στην αποτροπή της εξαφάνισής τους. Το θέμα είναι, όμως, ότι οδήγησε σε ελάχιστη γενετική ποικιλομορφία ανάμεσα στα εναπομείναντα πουλιά –ένα σύνηθες χαρακτηριστικό στους πληθυσμούς των ειδών που απειλούνται με εξαφάνιση–, με αποτέλεσμα η αναπαραγωγή τους να μπορεί να γίνει μόνο μέσω της ομομειξίας. «Όσον αφορά τις αποφάσεις για το ζευγάρωμά τους, οι επιλογές που είχαν στη
διάθεσή τους ήταν πολύ λίγες για να είναι καλές», λέει ο Πολ Σάνακς, γενετιστής που εξειδικεύεται στην άγρια ζωή και εργάζεται στο Πανεπιστήμιο Μόνας της Μελβούρνης.
Όταν η «δεξαμενή» ζευγαρώματος είναι μικρή και κλειστή, με την πάροδο του χρόνου, είθισται να συσσωρεύονται γενετικές μεταλλάξεις, οι οποίες είναι επιβλαβείς για την υγεία και την επιτυχημένη αναπαραγωγή των ζώων, με την ομομειξία να επιδεινώνει το πρόβλημα. Ο κρανιοφόρος μελισσοφάγος αποτελεί μια ακραία περίπτωση αυτού του κανόνα. Έτσι, λοιπόν, τα πουλιά που είχαν προκύψει μέσω της πλέον στενής ομομειξίας, σε σχέση με εκείνα που είχαν προκύψει από την πλέον μακρινή, άφηναν, με τη σειρά τους, δέκα φορές λιγότερους απογόνους, ενώ η διάρκεια ζωής των θηλυκών της πρώτης ομάδας, σε σχέση με αυτών της δεύτερης, ήταν η μισή, όπως διαπίστωσαν ο Σάνακς και οι συνάδελφοί του. Χωρίς κάποιου άλλου είδους παρέμβαση, ο κρανιοφόρος μελισσοφάγος θα μπορούσε να είχε παρασυρθεί σε μια «δίνη εξαφάνισης», λέει η Αλεξάντρα Πάβλοβα, εξελικτική οικολόγος, που εργάζεται κι αυτή στο Μόνας. «Έγινε σαφές ότι έπρεπε να γίνει κάτι που δεν είχε ξαναγίνει». Πριν από μία δεκαετία, λοιπόν, η Πάβλοβα, ο Σάνακς και κάποιοι ακόμα ειδικοί πρότειναν τη «γενετική διάσωση» των κρανιοφόρων μελισσοφάγων μέσω της προσθήκης κάποιων κιτρινο-φουντωτών μελισσοφάγων του Γκίπσλαντ (που έχουν πάρει το άνομά τους από την ομώνυμη νοτιοανατολική περιοχή της Βικτώριας) –και του «φρέσκου» DNA τους– στη «δεξαμενή» της άντλησης συντρόφων των εναπομεινάντων κρανιοφόρων μελισσοφάγων.
Οι κρανιοφόροι μελισσοφάγοι και οι μελισσοφάγοι του Γκίπσλαντ ανήκουν στο ίδιο είδος πτηνών, παρότι πρόκειται για γενετικά διακριτά μεταξύ τους υποείδη, που εξελίσσονται μακριά το ένα από το άλλο, τα τελευταία περίπου 56.000 χρόνια. Τα πουλιά του Γκίπσλαντ ζουν σε πιο ξηρά κλίματα και πιο αραιά δάση και το κεφάλι τους δεν είναι «στεφανωμένο» από τα «εξέχοντα» φτερά που δίνουν στους κρανιοφόρους μελισσοφάγους το όνομά τους. Η ιδέα της «γενετικής διάσωσης», επίσης, δεν αποτελεί καινοτομία των Αυστραλών. Στη σχετική επιστημονική βιβλιογραφία κατέχει εξέχουσα θέση, λόγω της επιτυχίας της, η αύξηση του πληθυσμού των πανθήρων στη Φλόριντα –που ήταν μικρός και ομομεικτικός– μέσω της εισαγωγής από το Τέξας άγριων πανθήρων από έναν άλλο, ξεχωριστό πληθυσμό. Αυτή η προσέγγιση, όμως, έρχεται σε σύγκρουση με το παραδοσιακό δόγμα της διατήρησης των ειδών.
Σύμφωνα με αυτό, οι βιολογικοί πληθυσμοί που έχουν μια μοναδικότητα είναι «ιεροί», γι’ αυτό και πρέπει να διατηρούνται ως διακριτοί και γενετικά καθαροί. «Πρόκειται, πραγματικά, για μια αλλαγή παραδείγματος», λέει η Σάρα Φίτζπατρικ, που εργάζεται ως εξελικτική οικολόγος στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και η οποία διαπίστωσε κατά την έρευνά της πως στις Ηνωμένες Πολιτείες η γενετική διάσωση υποχρησιμοποιείται.
Η διασταύρωση των δύο τύπων μελισσοφάγων ενείχε τον κίνδυνο του να «θολώσει» αυτό που έκανε το κάθε υποείδος μοναδικό και να έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ασύμβατων μεταξύ τους υβριδίων. Η μετακίνηση και η ανάμειξη των ζώων μπορεί επίσης, γενικά, να οδηγήσει σε εξάπλωση ασθενειών, στη δημιουργία νέων χωροκατακτητικών πληθυσμών ή στην αποσταθεροποίηση των οικοσυστημάτων με τρόπους που δεν μπορεί να προβλεφθούν. Επίσης, η γενετική διάσωση αποτελεί μια μορφή ενεργητικής ανθρώπινης παρέμβασης, η οποία παραβιάζει αυτό που ορισμένοι μελετητές αναφέρουν ως «ήθος της εγκράτειας», ένα ήθος που πρέπει να διακατέχει τον άνθρωπο όταν επιχειρεί να προστατεύσει την άγρια ζωή, αλλά και μια παρέμβαση που έχει επικριθεί για το ότι κάνει τον άνθρωπο να παίρνει τον ρόλο του Θεού. «Δημιουργήθηκε αναστάτωση στις κρατικές υπηρεσίες για το αν θα μας δώσουν ή όχι το πράσινο φως για να προχωρήσουμε», λέει ο Άντριου Γουίκς, ένας οικολογικός γενετιστής που εργάζεται στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης και το 2010 ξεκίνησε μια γενετική διάσωση του απειλούμενου με εξαφάνιση ορεινού πυγμαίου οπόσουμ. «Υποθέτω πως εκείνο που έσπρωξε τις κρατικές υπηρεσίες στο να μας δώσουν το οκέι ήταν το ότι τα συγκεκριμένα ζώα επρόκειτο να εξαφανιστούν».
Ο Σάνακς και οι συνάδελφοί του κινήθηκαν αναλόγως, υποστηρίζοντας ότι οι κίνδυνοι που συνδέονται με τη γενετική διάσωση είναι μικροί. Αφενός, στο απώτατο παρελθόν, πριν τα δύο υποείδη μελισσοφάγων αρχίσουν να εξελίσσονται εντός διαφορετικών οικοσυστημάτων, περιστασιακά ζευγάρωναν μεταξύ τους στη φύση και, αφετέρου, οι κίνδυνοι που θα προέκυπταν από τη γενετική διάσωση παρουσιάστηκαν σαν να ωχριούσαν σε σύγκριση με τους κινδύνους που θα συνεπαγόταν η απραξία. Κάπως έτσι, από το 2017, τα πουλιά από το Γκίπσλαντ έχουν γίνει τμήμα του προγράμματος αναπαραγωγής κρανιοφόρων μελισσοφάγων που «τρέχει» στο Καταφύγιο Χίλσβιλ. Σε συνθήκες αιχμαλωσίας, έχουν υπάρξει πραγματικά οφέλη, με πολλά μεικτά ζευγάρια μελισσοφάγων να παράγουν περισσότερους ανεξάρτητους νεοσσούς ανά φωλιά από όσους τα ζευγάρια που αποτελούνται από δύο κρανιοφόρους μελισσοφάγους. Επίσης, μέσα σε αυτά τα χρόνια έχουν απελευθερωθεί στη φύση δεκάδες υβριδικοί μελισσοφάγοι. Προς το παρόν, φαίνεται ότι τα πηγαίνουν καλά, αν και είναι πολύ νωρίς για να βγει συμπέρασμα ως προς το αν υπερτερούν ή όχι σε επίπεδο φυσικής κατάστασης.
Ειδικοί από το Πανεπιστήμιο Μόνας της Μελβούρνης και τον οργανισμό Victoria Zoos εργάζονται επίσης για τη γενετική διάσωση και άλλων ειδών, όπως του απειλούμενου με εξαφάνιση οπόσουμ του Λιντμπίτερ, ενός μικροσκοπικού μαρσιποφόρου που ζει ανάμεσα στα δέντρα και είναι ευρύτερα γνωστό ως «νεράιδα του δάσους». Αυτά τα οπόσουμ των πεδινών περιοχών μοιράζονται τους βάλτους του Γιέλινγκμπο με τους κρανιοφόρους μελισσοφάγους – το 2023 είχαν απομείνει μόλις τριάντα τέσσερα. Το πρώτο γενετικά διασωθέν οπόσουμ γεννήθηκε στο Καταφύγιο του Χίλσβιλ τον περασμένο μήνα. Οι επιστήμονες ελπίζουν η ενίσχυση της γενετικής ποικιλομορφίας να καταστήσει τους συγκεκριμένους πληθυσμούς πιο ανθεκτικούς απέναντι σε οποιουσδήποτε άγνωστους κινδύνους μπορεί να βρουν μπροστά τους, αυξάνοντας τις πιθανότητες κάποιων εκ των μεμονωμένων ζώων που γεννιούνται με αυτόν τον τρόπο να διαθέτουν τα χαρακτηριστικά που χρειάζονται για να επιβιώσουν.
Το πρώτο γενετικά διασωθέν οπόσουμ γεννήθηκε πριν από λίγο καιρό στο Καταφύγιο του Χίλσβιλ.
«Η γενετική ποικιλομορφία είναι σαν να τα προμηθεύει με ένα σχέδιο αντιμετώπισης των καταστάσεων που θα βρουν μπροστά τους στο μέλλον», λέει ο Χάρλεϊ από το Victoria Zoos.
Στοχεύοντας σε συγκεκριμένες απειλές
Τους δασύουρους του βορρά –πρόκειται για μικρά, μαρσιποφόρα αρπακτικά– η απειλή της εξαφάνισης τους βρήκε πριν από σχεδόν έναν αιώνα, όταν οι χωροκατακτητικοί, δηλητηριώδεις φρύνοι του ζαχαροκάλαμου αποβιβάστηκαν στην ανατολική Αυστραλία και ο πληθυσμός τους άρχισε να πολλαπλασιάζεται και να μετακινείται με σταθερή πορεία προς τα δυτικά της Αυστραλίας, εξαφανίζοντας ολόκληρους πληθυσμούς από δασύουρους οι οποίοι έφαγαν τα δηλητηριώδη ξένα αμφίβια. Έχει, εντούτοις, ενδιαφέρον το ότι, όπως φαίνεται, ορισμένοι από τους επιζώντες πληθυσμούς δασύουρων της ανατολικής Αυστραλίας ανέπτυξαν μια έμφυτη αποστροφή για τους φρύνους. Επίσης, επιστήμονες διασταύρωσαν δασύουρους που αποστρέφονται τους φρύνους με δασύουρους που οι φρύνοι τούς αφήνουν αδιάφορους και οι υβριδικοί απόγονοί τους που προέκυψαν, όταν ήρθαν σε επαφή με τα τοξικά αμφίβια, σήκωσαν τις μικρές ροζ μύτες τους.
Τι θα είχε συμβεί αν οι επιστήμονες είχαν μεταφέρει στα δυτικά της χώρας μερικούς δασύουρους που αποστρέφονται «εκ του φυσικού τους» τους φρύνους, επιτρέποντάς τους να διαδώσουν μέσω της διασταύρωσής τους με τον τοπικό πληθυσμό δασύουρων τα σχετικά γονίδιά τους, πριν από την έλευση των φρύνων του ζαχαροκάλαμου; «Ουσιαστικά, χρησιμοποιείς στην πράξη τη θεωρία της φυσικής επιλογής και της εξέλιξης για να πετύχεις τους στόχους σου, πράγμα που σημαίνει ότι το πρόβλημα λύνεται όχι μόνο κατά το μεγαλύτερο μέρος του αλλά και μόνιμα», λέει ο Μπεν Φίλιπς, επικεφαλής σχετικής έρευνας και βιολόγος που εξειδικεύεται στη μελέτη των πληθυσμών, ο οποίος εργάζεται στο Πανεπιστήμιο Κούρτιν, στο Περθ.
Μια δοκιμή πεδίου, ωστόσο, έδειξε το πόσο απρόβλεπτη μπορεί να αποδειχθεί η φύση. Το 2017, ο Φίλιπς και οι συνάδελφοί του απελευθέρωσαν έναν μεικτό πληθυσμό δασύουρων του βορρά σε ένα μικροσκοπικό, γεμάτο φρύνους, νησί. Από το μεταξύ τους ζευγάρωμα παρατηρήθηκαν κάποιες πρώτες ενδείξεις φυσικής επιλογής υπέρ εκείνων που διέθεταν τα γονίδια που τους έκαναν να αποφεύγουν τους δηλητηριώδεις φρύνους. Παρ’ όλα αυτά, ο πληθυσμός των δασύουρων δεν πρόλαβε να προσαρμοστεί πλήρως στην παρουσία των φρύνων και μερικοί εξ αυτών έφαγαν τα δηλητηριώδη αμφίβια και πέθαναν, λέει ο Φίλιπς. Επίσης, ξέσπασε μια μεγάλη πυρκαγιά στο νησί.
Κι έπειτα, το χτύπησε ένας κυκλώνας. «Όλα αυτά τα γεγονότα συνεισέφεραν στο να εξαφανιστεί ο πειραματικός πληθυσμός που είχαμε απελευθερώσει στο νησί», λέει ο Φίλιπς. Οι επιστήμονες δεν είχαν αρκετή χρηματοδότηση για να κάνουν ξανά το πείραμά τους από την αρχή, παρ’ όλα αυτά «τα επιστημονικά συμπεράσματα είχαν αρχίσει να μπαίνουν σε μια σειρά», προσθέτει ο ίδιος.
Η πρόοδος της επιστήμης θα μπορούσε να καταστήσει ανάλογες προσπάθειες ακόμα πιο στοχευμένες στο μέλλον. Για παράδειγμα, ήδη το 2015, οι επιστήμονες είχαν δημιουργήσει κοράλλια με μεγαλύτερη αντοχή στη θερμότητα, ζευγαρώνοντας πληθυσμούς από αποικίες κοραλλιών που αναπτύχθηκαν σε διαφορετικά γεωγραφικά πλάτη. Σε μια μελέτη του 2020, δε, που χρησιμοποιήθηκε για την απόδειξη της σχετικής ιδέας, ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα εργαλείο γονιδιακής επεξεργασίας που είναι γνωστό ως CRISPR για να τροποποιήσουν άμεσα ένα γονίδιο που εμπλέκεται στην ανοχή της θερμότητας. Το CRISPR δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί στον «πραγματικό κόσμο» στο άμεσο μέλλον, πάντως, σύμφωνα με τη Λάιν Μπέι, βιολόγο που εργάζεται στο Αυστραλιανό Ινστιτούτο Θαλάσσιων Επιστημών και η οποία ανήκει στη συγγραφική ομάδα και των δύο μελετών. Όπως υποστηρίζει, «το να κατανόησουμε τα οφέλη και τους κινδύνους είναι πραγματικά πολύπλοκο, ενώ η ίδια η ιδέα της ανθρώπινης επέμβασης στη φύση συναντάει αντιστάσεις από την κοινή γνώμη». Ωστόσο, παρατηρείται όντως ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη βιοτεχνολογική προσέγγιση. Ο Γουάντλ ελπίζει να χρησιμοποιήσει εργαλεία της συνθετικής βιολογίας, συμπεριλαμβανομένου του CRISPR, για να παράγει βατράχους που θα είναι ανθεκτικοί στον χιτριδιομύκητα, ο οποίος προκαλεί μια θανατηφόρα ασθένεια που έχει ήδη συμβάλει στην εξαφάνιση τουλάχιστον ενενήντα ειδών αμφιβίων. Ο συγκεκριμένος μύκητας είναι τόσο δύσκολο να εξαλειφθεί που ορισμένα ευάλωτα είδη αμφιβίων δεν μπορούν, πλέον, να επιζήσουν ελεύθερα στη φύση. «Γι’ αυτό και είτε θα τα αφήσουμε να συνεχίσουν να ζουν επ’ άπειρον σε γυάλινα κουτιά», λέει ο Γουάντλ, «είτε θα καταφύγουμε στις λύσεις που θα τους επιτρέψουν να επιστρέψουν στη φύση και να ευημερήσουν».
Απρόβλεπτες συνέπειες
Παρ’ όλα αυτά, όσο και αν προχωρήσει η τεχνολογία, οι οργανισμοί και τα οικοσυστήματα θα παραμένουν περίπλοκα. Οι γενετικές παρεμβάσεις είναι «πιθανό να έχουν επιπτώσεις οι οποίες δεν μπορούν να προβλεφθούν», δήλωσε η Τίφανι Κος, γενετίστρια που ειδικεύεται στην προστασία των ειδών και εργάζεται στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης. Η ίδια ελπίζει, επίσης, να δημιουργήσει βατράχους που ο οργανισμός τους θα είναι ανθεκτικός απέναντι στον χιτριδιομύκητα. Ωστόσο, με τα δικά της λόγια, μια γενετική τροποποίηση που θα βοηθάει τους βατράχους να επιβιώνουν από τον χιτριδιομύκητα μπορεί να τους κάνει πιο ευάλωτους απέναντι σε ένα άλλο πρόβλημα υγείας.
«Η ίδια η ιδέα της ανθρώπινης επέμβασης στη φύση συναντάει αντιστάσεις από την κοινή γνώμη», λέει η βιολόγος Λάιαν Μπέι, από το Αυστραλιανό Ινστιτούτο Θαλάσσιων Επιστημών.
Υπάρχουν πολλές ιστορίες που λειτουργούν προειδοποιητικά, ιστορίες που αφορούν προσπάθειες επανασχεδιασμού της φύσης και απέτυχαν θεαματικά. Όπως εκείνη με τους δηλητηριώδεις φρύνους του ζαχαροκάλαμου οι οποίοι δεν πήγαν μόνοι τους στην Αυστραλία αλλά μεταφέρθηκαν και αφέθηκαν επί τούτω ελεύθεροι εκεί, ως ένας τρόπος ελέγχου του πληθυσμού των επιβλαβών για τις καλλιέργειες σκαθαριών.
Όσον αφορά τις γενετικές προσεγγίσεις, ορισμένες περιβαλλοντικές ομάδες και κάποιοι ειδικοί επί περιβαλλοντικών θεμάτων έχουν άλλους λόγους να ανησυχούν. «Η εστίαση που γίνεται στην εντατική παρέμβαση σε συγκεκριμένα είδη ζώων μπορεί να λειτουργεί ως αντιπερισπασμός», υποστηρίζει ο Καμ Γουόκερ, εκπρόσωπος του αυστραλέζικου τμήματος της οργάνωσης Φίλοι της Γης. Σύμφωνα με τον ίδιο, η αποτροπή της κρίσης εξαφάνισης των ειδών απαιτεί λύσεις με μεγαλύτερο εύρος σε γεωγραφικό επίπεδο, όπως την ανάσχεση της απώλειας του φυσικού τους περιβάλλοντος. Επιπλέον, τα ζώα είναι αυτόνομα όντα και οποιαδήποτε παρέμβαση στη ζωή ή στο γονιδίωμά τους πρέπει να συνοδεύεται από «μία πολύ ισχυρή, ηθικά και δεοντολογικά, αιτιολόγηση». Κι αυτό είναι ένα όριο που δεν καταφέρνουν να φτάσουν πολλά παραδοσιακά έργα προστασίας της άγριας ζωής, σύμφωνα με τον Άνταμ Καρντιλίνι, περιβαλλοντικό επιστήμονα που εργάζεται στο Πανεπιστήμιο Ντίκιν, στη Βικτώρια.
Ο Κρις Λιν, φιλόσοφος της βιολογίας που εργάζεται στο Πανεπιστήμιο Μακουάρι, λέει ότι πιστεύει στον θεμελιώδη στόχο της προστασίας της άγριας ζωής σχετικά με «τη διατήρηση του κόσμου ως έχει, για την αξία της κληρονομιάς του, για την ικανότητά του να αφηγείται την ιστορία της ζωής στη Γη». Παρ’ όλα αυτά, κατά δήλωσή του, υποστηρίζει επίσης την προσεκτική και περιορισμένη χρήση των νέων γονιδιωματικών εργαλείων, τα οποία μπορεί να μας επιβάλλουν να επανεξετάσουμε ορισμένες από τις περιβαλλοντικές αξίες με τις οποίες πορευόμαστε, χρόνια τώρα, ως δεδομένες. Κατά κάποιον τρόπο, η υποβοηθούμενη εξέλιξη μας φέρνει αντιμέτωπους με την ιδέα –ή, ενδεχομένως, και με την απόδειξη– του ότι δεν υπάρχει επιστροφή, δεν υπάρχει μέλλον στο οποίο οι άνθρωποι δεν θα διαμορφώνουν με έναν καθοριστικό τρόπο τη ζωή και τη μοίρα των άγριων πλασμάτων. Για τον Χάρλεϊ, είναι σαφές ότι η αποτροπή της εξαφάνισης περισσότερων ειδών απαιτεί την ανθρώπινη παρέμβαση, καινοτομία και προσπάθεια. «Ας το δεχτούμε, χωρίς να μας τρομάζει», λέει. «Πιστεύω ότι, σε πενήντα χρόνια από τώρα, οι βιολόγοι και όσοι θα διαχειρίζονται την άγρια ζωή θα κοιτάζουν πίσω, σε εμάς, και θα λένε: “Γιατί δεν πήραν τα μέτρα που έπρεπε και δεν άρπαξαν τις ευκαιρίες όταν είχαν τη δυνατότητα να το κάνουν;”».