Η Σάζια Σικάντερ γεννήθηκε το 1969 στη Λαχόρη του Πακιστάν και εκπαιδεύτηκε στην ινδοπερσική μικρογραφία, μια τεχνική εικονογράφησης βιβλίων με ιστορία πολλών αιώνων. Πρωτοπόρος στην αναγέννηση της τέχνης αυτής στη χώρα της, προσκλήθηκε από την πρεσβεία του Πακιστάν στις ΗΠΑ, σε ηλικία 21 ετών, για να παρουσιάσει το έργο της. Tελικά, δεν έφυγε ποτέ από την Αμερική και έφτασε να εκθέτει ακόμα και στο διάσημο μουσείο MoMA της Νέας Υόρκης. Αυτές τις μέρες, το corpus του έργου της (ζωγραφική, βίντεο, γλυπτική, ψηφιδωτά, animation) παρουσιάζεται με τη μορφή ρετροσπεκτίβας στην Μπιενάλε της Βενετίας και μέσα από αυτό τη βλέπουμε να πραγματεύεται ζητήματα ταυτότητας, φεμινισμού, πολιτιστικής κληρονομιάς αλλά και αποικιοκρατικής ιστορίας.
Τη συναντήσαμε στην Αθήνα, όπου οι εκδόσεις Μέλισσα την κάλεσαν για ένα εργαστήρι ζωγραφικής σε παιδιά, στο πλαίσιο του 6ου πανελλήνιου μαθητικού διαγωνισμού Από τις ρίζες φυτρώνουν φτερά; και με αφορμή την κυκλοφορία ενός εικονογραφημένου βιβλίου γύρω από τη συναρπαστική διαδρομή της από τη Λαχόρη μέχρι το Μανχάταν. Συζητήσαμε μαζί της για το πώς είναι να αναβιώνεις μια ξεχασμένη σχεδόν τέχνη, για την καταπίεση που βιώνουν οι γυναίκες σε κάθε μήκος και πλάτος της Γης, για τη στερεοτυπική αντίληψη της Δύσης για την Ανατολή, την αποικιοκρατία αλλά και το πώς νιώθει που οι αρχαιολογικοί θησαυροί της πατρίδας της κοσμούν μερικά από τα μεγαλύτερα μουσεία της Ευρώπης. Ο λόγος στην ίδια, λοιπόν:
Έφτασα στις ΗΠΑ το 1993, με μια καλλιτεχνική υποτροφία. Ήμουν 21 ετών και ήμουν ήδη δημοφιλής στο Πακιστάν, έχοντας κερδίσει πολλά βραβεία για τη δουλειά μου. Δίδασκα στο Πανεπιστήμιο, στο τμήμα της τεχνικής της μικρογραφίας. Ήμουν η πρώτη γυναίκα που δίδαξε στο τμήμα αυτό. Φτάνοντας στην Αμερική, ξεκίνησα τη διαδικασία για την απόκτηση πράσινης κάρτας. Μου πήρε οκτώ χρόνια. Μάλιστα, όσο την περίμενα, μου έκλεψαν το πορτοφόλι και δεν είχα καν διαβατήριο, έστω πακιστανικό. Ήταν μια πολύ δυσάρεστη εμπειρία. Ακόμη κι όταν όμως απέκτησα την πράσινη κάρτα, δεν ήταν αρκετή για να ταξιδέψω στην Ευρώπη, αφού οι Αρχές έβλεπαν από πού ερχόμουν. Μάλιστα, είχα μια ατομική έκθεση στο Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ της Αθήνας, αλλά δεν μπόρεσα να έρθω ποτέ. Όταν επιτέλους τακτοποιήθηκαν τα χαρτιά μου, με κάλεσαν από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ ως Young Global Leader στο Νταβός και στην επιστροφή με σταμάτησαν στον έλεγχο, γιατί δεν πίστευαν ότι βρισκόμουν εκεί για το Φόρουμ. Το αποτέλεσμα; Έχασα την πτήση μου. Υπάρχει ένας συγκαλυμμένος ρατσισμός στην Ευρώπη, αυτό μου δείχνει η εμπειρία μου.
Χρησιμοποιώ την τεχνική της μικρογραφίας. Πρόκειται για μια τεχνοτροπία που αναπτύχθηκε τον 13ο αιώνα σε διάφορες χώρες της Ανατολικής Ασίας. Το έργο μου αναγέννησε αυτή την τεχνική. Με έναν τρόπο ώθησε νέους καλλιτέχνες να κοιτάξουν με κριτική ματιά την παραδοσιακή τέχνη και να την οικειοποιηθούν. Καθώς το Πακιστάν είχε υπάρξει αποικία της Μεγάλης Βρετανίας, έχω αποφασίσει να εξετάσω την πολύπλοκη ιστορία της. Μεγαλώσαμε με βρετανική ιστορία, βρετανική λογοτεχνία. Έλαβα την εκπαίδευσή μου σε καθολικό μοναστήρι – αυτό ήταν απόλυτα φυσικό για τη μεσαία τάξη, από την οποία προέρχομαι. Το να είσαι μουσουλμάνος και να πηγαίνεις σε καθολικό σχολείο δεν ήταν μεγάλο ζήτημα. Στο Πακιστάν υπάρχει πολύ περισσότερη ανεκτικότητα απ’ ό,τι στη Δύση. Οι κουλτούρες ανακατεύονται. Εγώ ανήκα στη μεσαία τάξη, οπότε μπορούσα να έχω αυτή την εκπαίδευση. Στο μυαλό των Δυτικών όλοι προερχόμαστε από την ίδια κοινωνική τάξη.
Πολύ συχνά δέχομαι την ερώτηση αν οι γυναίκες είναι καταπιεσμένες στην πατρίδα μου. Και απαντώ: «Για κάθισε μισό λεπτό, οι γυναίκες στη Δύση δηλαδή δεν είναι καταπιεσμένες;». Βρίσκω πως σ’ εσάς υπάρχει μια τρομερή εμμονή γύρω από το ζήτημα των σχέσεων. Η γυναίκα πρέπει να επιβεβαιώνει την ύπαρξή της μέσα από μια σχέση. Αν γίνει 30 χρονών και είναι αδέσμευτη, είναι ζήτημα. Το βλέπω παντού. Νιώθω πως η Δύση αρέσκεται να βάζει ταμπέλες και να γενικεύει. Οι Δυτικοί δεν ταξιδεύουν στην Ανατολή, δεν εκτίθενται στην κουλτούρα μας. Υπάρχει ένας υπόγειος φόβος του Άλλου, με αποτέλεσμα να μας βάζετε σε κουτάκια.
«Βρίσκω πως στη Δύση υπάρχει μια τρομερή εμμονή γύρω από το ζήτημα των σχέσεων. Η γυναίκα πρέπει να επιβεβαιώνει την ύπαρξή της μέσα από μια σχέση».
Εσείς αντιμετωπίζετε το ζήτημα των Μαρμάρων του Παρθενώνα που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Εμείς έχουμε τα εικονογραφημένα βιβλία με την τεχνική της μικρογραφίας: άλλα βρίσκονται στη Βιβλιοθήκη της Βασίλισσας, στην προσωπική της συλλογή, άλλα βρίσκονται στο παλάτι του Ουίνδσορ, άλλα στο Βρετανικό Μουσείο και άλλα στο Λούβρο. Μεγάλωσα στο Πακιστάν, αλλά δεν μπορούσα να δω τέτοια έργα. Έμαθα γι’ αυτά από καταλόγους. Και τι συμβαίνει; Βρίσκονται σε κάποιο αρχείο, σαν φάντασμα. Κοιτάξτε, είναι γνωστό ότι οι κατακτητές κλέβουν πολιτιστικά έργα. Μουσεία του δυτικού κόσμου έχουν κειμήλια τα οποία αποτελούν απομεινάρια μιας αποικιοκρατικής ιστορίας. Εμένα η καλλιτεχνική μου διαδρομή έγινε συνώνυμη με το να ξετρυπώσω την πολιτιστική μας κληρονομιά. Ήθελα να ιχνηλατήσω τη διαδρομή των έργων. Πώς βρέθηκαν εκεί; Ποιος τα αγόρασε; Μερικές φορές, διακόσια χρόνια ιστορίας λείπουν εντελώς. Έτσι, έπρεπε να γίνω ντετέκτιβ.
Θεώρησα πρόκληση το να εμπλέξω στο έργο μου τη νέα γενιά. Άτομα που μεγάλωσαν με το διαδίκτυο, τα σόσιαλ μίντια, τη δυνατότητα γρήγορης μετακίνησης, με την πληροφορία να ταξιδεύει στη στιγμή. Ξαναδουλεύοντας κάποιους πίνακές μου από τη δεκαετία του ’90, ανακάλυψα πως το νέο κοινό έβλεπε το έργο μου με φρέσκια ματιά. Επρόκειτο για μια εντελώς διαφορετική σύνδεση μαζί του από αυτήν του παρελθόντος, όπου το κοινό δεν κοιτούσε το έργο μου∙ κοιτούσε εμένα. Τα πάντα περιστρέφονταν γύρω από την ιστορία μου, από πού ερχόμουν. Όταν έγραφαν το βιογραφικό μου, η ίδια παράγραφος επαναλαμβανόταν επί τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια: «Ήρθε στη Δύση και άρχισε να διαμορφώνει άποψη για τα πράγματα». Όχι, δεν ισχύει κάτι τέτοιο∙ ήμουν ήδη μια σκεπτόμενη γυναίκα στο Πακιστάν. Είχα κερδίσει την προσοχή του κόσμου για τη δουλειά που έκανα.
Θέλησα να βγάλω την τέχνη από τα μουσεία, να συνομιλήσει με τον ιστό της πόλης. Έτσι, ασχολήθηκα με τη γλυπτική. Στον δρόμο το έργο συνομιλεί ευθέως με τον κόσμο. Πόσοι άνθρωποι πηγαίνουν σε μουσεία; Πόση ελευθερία έκφρασης έχει ένας επισκέπτης σε ένα μουσείο; Το κοινό υποτίθεται ότι πρέπει να φερθεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Είτε έχουν μια γνώμη γι’ αυτό που βλέπουν είτε όχι, μάλλον δεν πρόκειται να την εκφράσουν.
Είμαι αισιόδοξος άνθρωπος. Έχω πολλά ερωτηματικά, βέβαια. Γιατί να ξυπνάω κάθε μέρα και να κάνω τέχνη; Ποια είναι η αξία της και τι προσφέρει; Από την άλλη, αυτό υπηρετώ, γι’ αυτό γεννήθηκα. Η τέχνη υπερβαίνει όλα τα άλλα. Το καλλιτεχνικό είδος με το οποίο συνδέομαι περισσότερο είναι η ποίηση. Οι ποιητές μπορούν να αποκρυσταλλώσουν μία στιγμή στον χρόνο. Έχουν μια διαχρονικότητα, τα λόγια τους δημιουργούν μια μαγεία. Μπορούν να γράφουν σε περιόδους πολέμου, οικονομικής δυσχέρειας, κακουχίας και να ταρακουνήσουν την κοινωνία. Είναι αυτό αισιοδοξία; Δεν ξέρω, σίγουρα πάντως εμπεριέχει και μια βαθιά μελαγχολία. Σε κάθε περίπτωση, νομίζω ότι η δημιουργικότητα είναι απαραίτητη για όλους μας. Όλοι την έχουμε μέσα μας, απλώς πρέπει να τη θρέψουμε. Αν το κάνουμε, μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε ως αντίδοτο στην απόγνωση∙ η δημιουργικότητα είναι εργαλείο ενάντια στο σκοτάδι.
Έκανα αυτό το εργαστήριο τις προάλλες σε παιδιά Δημοτικού στην Αθήνα κι ένα απ’ αυτά –πρέπει να ήταν 8-9 χρονών– με ρώτησε πόσα λεφτά βγάζω. Του απάντησα ότι πρέπει να είσαι παθιασμένος. Αν έχεις πάθος, θα βρεις τρόπο να επιβιώσεις. Από την άλλη, και μια κανονική δουλειά να έχεις, μπορεί να τη χάσεις, ενώ τη δημιουργική σου φλέβα τη διατηρείς, τη δουλεύεις. Δεν μπορείς να κυνηγάς τα λεφτά. Έδειξα στα παιδιά και κάποια έργα του γιου μου, που είναι 13 ετών. Ενώ είναι ένα πολύ δραστήριο παιδί, όταν ζωγραφίζει είναι πολύ συγκεντρωμένος. Κάθεται για ώρες. Κατάλαβα ότι μπορούσα να τον ηρεμήσω με τη ζωγραφική. Όπως συμβαίνει με τους μετανάστες, το να του μάθω τη μητρική μου γλώσσα ήταν δύσκολη υπόθεση. Έτσι, η ζωγραφική έγινε η κοινή μας γλώσσα.
Το βιβλίο Τα φτερά της φαντασίας των Σάζια Σικάντερ και Έιμυ Νοβέσκυ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μέλισσα, σε εικονογράφηση Χάννα Μπάρτζυκ. / shahziasikander.com