Για τα «λαϊκά δικαστήρια» που έστησε το Baby Reindeer

Για τα «λαϊκά δικαστήρια» που έστησε το Baby Reindeer

Τι λέει για μας η ανάγκη μας να αποκαλύψουμε την αληθινή ταυτότητα της stalker του Ρίτσαρντ Γκαντ από την πολύ πετυχημένη σειρά του Netflix;

6' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Όπως όλα δείχνουν, η τελευταία λέξη γύρω από το Μικρό Ταρανδάκι δεν έχει ειπωθεί ακόμη. Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την τελευταία φορά που μία τηλεοπτική σειρά δημιούργησε ένα τόσο κύμα μεγάλο κύμα αντιδράσεων, τροφοδοτώντας τον δημόσιο διάλογο στο διαδίκτυο αλλά και μονοπωλώντας, σε μεγάλο βαθμό, τις ειδήσεις που αφορούν την ποπ κουλτούρα. Στους αστραπιαίους ρυθμούς με τους οποίους καταναλώνεται κάθε πολιτιστικό προϊόν το 2024, το γεγονός ότι συζητάμε εδώ και ένα μήνα σχετικά με το τι πήγε καλά και τι όχι στην περίπτωση του Baby Reindeer, είναι τουλάχιστον αξιοθαύμαστο.

Αναδρομή στην υπόθεση

Για όποιον έτυχε να ζει σε βουνό χωρίς σύνδεση στο ίντερνετ, το δημιούργημα του Ρίτσαρντ Γκαντ, στο οποίο σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί, αφορά την κακοποιητική σχέση που συνάπτει με μια περίπλοκη και προβληματική γυναίκα που τον ακολουθεί εισβάλλοντας, μάλιστα, βίαια στη ζωή του. Και όχι μόνο· στο τέταρτο επεισόδιο, όπου ο δημιουργός κάνει μια αναδρομή στο παρελθόν του, μαθαίνουμε πως έχει ένα ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης από έναν άνδρα στη σόουμπιζ τον οποίο θαύμαζε και πίστεψε ότι θα απογειώσει την καριέρα του ως κωμικό. Αν και η ιστορία είναι πολυεπίπεδη και δεν καταδικάζει μόνο τους θύτες, αλλά προσπαθεί να εξετάσει τις όποιες -αν υπάρχουν φυσικά- ευθύνες των θυμάτων, καταλήγει να είναι μια σπουδή στο τραύμα και πώς μπορείς να το διαχειριστείς.

Μία προσωπική εξομολόγηση

Ομολογώ ότι υπέκυψα στη γοητεία της. Δεν έκανα bingeing – την είδα μέσα σε τέσσερις πυρετώδεις θεάσεις, οι οποίες επηρέασαν τα όνειρά μου τα βράδια και με έσπρωξαν να ξανακοιτάξω κι εγώ τις πληγές μου: αυτές που υπέστην, και ίσως κι αυτές που προκάλεσα.

Μέχρι εδώ καλά: είναι σημαντικό να ξεκινάει μια κουβέντα για το πώς η κακοποίηση δεν κατευθύνεται αποκλειστικά σε γυναίκες, αλλά βασανισμένοι άνδρες, έχουν υπάρξει θύματα· συνήθως μάλιστα να υποφέρουν σιωπηλά. Ωστόσο, αν η σειρά αφορούσε ένα αποκύημα της φαντασίας ενός εξαιρετικά διεισδυτικού καλλιτέχνη, θα χειροκροτούσαμε το αποτέλεσμα αλλά ο διάλογος θα κόπαζε έτσι όπως συμβαίνει με κάθε μίνι σειρά που λανσάρει το Νέτφλιξ.

Η ειδοποιός διαφορά είναι πως ο Γκαντ ξεκινάει κάθε επεισόδιο με την προειδοποίηση ότι αυτό που θα δούμε είναι μια αληθινή ιστορία. Όχι ότι βασίζεται σε αληθινή ιστορία, αλλά ότι είναι μια φρικτή αλλά πιστή αναπαράσταση των δεινών που του συνέβησαν πριν μερικά χρόνια. Ο 35χρονος Γκαντ πάλεψε να εισχωρήσει στον χώρο του θεάματος για χρόνια, με ένα πείσμα ότι αυτό θα τον σώσει από τον εαυτό του. Το αν ο Γκαντ ήταν ένα κουβάρι από νευρώσεις πριν γνωρίσει τους κακοποιητές του παραμένει ένα μυστήριο που η σειρά δεν μας αποκαλύπτει.

Και δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία: η συμβολή της σειράς στην εξερεύνηση των ορίων θύτη και θύματος είναι ουσιαστική. Ωστόσο, ο χειρισμός της ιστορίας από πλευράς του δημιουργού είναι τουλάχιστον προβληματική, χωρίς να μπορούμε να βγάλουμε απ’έξω την ουρά του Νέτφλιξ, που ίσως έπρεπε να έχει δείξει λίγο περισσότερο σεβασμό στους εμπλεκόμενους.

Το «τραύμα» συνεχίζεται

Λιγότερο από δύο εβδομάδες πήρε στα λαγωνικά του διαδικτύου για να αποκαλύψουν την πραγματική Μάρθα, την stalker του Γκαντ. Δεν ήταν δύσκολο. Τα τουίτ που έστειλε στον πρωταγωνιστή μας έχουν μεταφερθεί αυτούσια στη σειρά. Πόσο κοπιώδες πρέπει να ήταν για κάποιον ερασιτέχνη χάκερ να σκαλίσει τον αλγόριθμο του Χ για να τα βρει;

Για τα «λαϊκά δικαστήρια» που έστησε το Baby Reindeer-1

Ο Γκαντ έκανε καλό κάστινγκ: Η Φιόνα Χάρβεϊ, η πραγματική Μάρθα είναι μια 58χρονη Σκωτσέζα η οποία είναι μια λίγο μεγαλύτερη σε ηλικία γυναίκα, που μοιάζει εκπληκτικά στη μυθοπλαστική εκδοχή της. Η εκφορά λόγου της, οι παύσεις όταν χάνει τα λόγια της, οι επαναλήψεις όταν ζορίζεται να απαντήσει, είναι όλα εκεί. Δέκα εκατομμύρια άνθρωποι έχουν δει τη συνέντευξη που παραχώρησε στον Πιρς Μόργκαν, έναντι 250 λιρών. Το θέαμα φρικτό· για όσους, τουλάχιστον, διαθέτουν έστω και λίγη συμπόνια απέναντι σε ανθρώπους που υποφέρουν.

Θύτης και θύμα;

Η Φιόνα Χάρβεϊ είναι ακριβώς αυτό. Μια γυναίκα με νεφελώδη τρόπο σκέψης, μια χαλαρή σχέση με την πραγματικότητα, μια παράξενη και ιδιότυπη ευφυΐα η οποία ξεφεύγει από τις κοινωνικές νόρμες, και μια ψυχοπαθολογική συμπεριφορά που δεν οδηγεί πουθενά καλά. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, που διαρκεί σχεδόν μία ώρα, παραδέχεται ότι γνώριζε τον Γκαντ και ότι του έστειλε ένα μέιλ και 14 ή 18 τουίτ.

Δεν έστησε καρτέρι στο μπαρ όπου δούλευε και δεν ήξερε πού μένει. Δεν του έστειλε τα 108 ηχητικά μηνύματα τα οποία διατείνεται η σειρά ότι έχει στείλει. Και το κυριότερο: δεν είχε ποτέ «προβλήματα» με τον νόμο και φυσικά δεν έχει κάνει φυλακή. Ωστόσο, όντως είχε ένα λούτρινο μικρό ταϊρανδάκι ως παιδί.

Ας κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη

Λέει πολλά για την κοινωνία μας ο χειρισμός της Φιόνα Χάρβεϊ. Επικυρώνει με οικτρό τρόπο πόσο ανήθικο είναι το επάγγελμα των δημοσιογράφων που αναζητούν την πιο ζουμερή είδηση. Ο Πιρς Μόργκαν, ένας βετεράνος της δημοσιογραφίας – αν μπορεί να θεωρηθεί τέτοια – ήξερε πολύ καλά το πώς να «ξεζουμίσει» τη Φιόνα, να την κάνει να μασήσει τα λόγια της, να την ξεμπροστιάσει. Δεν είμαι όμως η μόνη, εικάζω, που νιώθει τρόμο όταν βλέπει ένα χτυπημένο σκυλί να χαροπαλεύει. Δεν θα σταματούσα το αμάξι μου για να το μεταφέρω στην άκρη του δρόμου; Να έχει, τουλάχιστον, έναν αξιοπρεπή θάνατο; Ε όχι, λοιπόν. Αυτή η γυναίκα, που δυσκολεύεται να διακρίνει την πραγματικότητα από τη φαντασία της, κυλιέται στις λάσπες για σχεδόν μια ώρα, σαν να μην έφτανε ο εξευτελισμός της στα σόσιαλ μίντια, οι φωτογραφίες που διέρρευσαν και τα τουίτ που την καταδικάζουν.

Για τα «λαϊκά δικαστήρια» που έστησε το Baby Reindeer-2

Έπειτα, λέει πάρα πολλά και για όλους εμάς. Για το πόσο διαταραγμένοι είμαστε όλοι μας, ώστε ένα μέινστριμ κανάλι να πρέπει να πουλήσει την ταμπέλα «αληθινή ιστορία» ώστε να μας κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον. Για να συνδεθούμε με ένα καλλιτεχνικό έργο, έχουμε πραγματική ανάγκη να είναι αληθινό; Δεν ήταν αρκετά δυνατό το στόρι ώστε να αρκεί ότι κάποιος το φαντάστηκε;

Πέρα και πάνω απ’αυτό, γιατί έχουμε ανάγκη να κοιτάξουμε μέσα από την κλειδαρότρυπα και να καταλήξουμε ότι είμαστε καλύτεροι από τη Μάρθα, ή την όποια Μάρθα; Γιατί χρειαζόμαστε να συγκριθούμε μαζί της, γιατί να πρέπει να την λοιδωρήσουμε; Δεν μπορούμε πολύ απλά να την λυπηθούμε, όπως – θα έπρεπε – να κάνουμε με όσους παλεύουν με κάποια ψυχική ασθένεια, ή πέρασαν άσχημη παιδική ηλικία ή, τελοσπάντων, όσους δεν μπορούν να έχουν μια υγιή σχέση με την κοινωνία;

Οι ευθύνες του δημιουργού

Και τέλος, και ενδεχομένως κυριότερα, λέει πολλά για τον Γκαντ, ο οποίος όχι μόνο αφήνει να εννοηθεί αλλά λέει ξεκάθαρα ανά φάσεις στη διάρκεια της σειράς, ότι ο δεσμός του με την stalker του ήταν στενός. Την πονούσε, δεν ήθελε να την βλέπει δυστυχισμένη. Ακόμη και όταν αναγκάζεται να πάει στην αστυνομία, διστάζει να μιλήσει στις Αρχές για την σωματική κακοποίηση που δέχτηκε η κοπέλα με την οποία έβγαινε.

Πού είναι όμως η πραγματική συμπόνια για την αληθινή Μάρθα; Όταν ο Γκαντ αποφάσισε να πουλήσει τα δικαιώματα της ζωής του με υψηλή αμοιβή στο νέτφλιξ, δεν σκέφτηκε ότι μπορεί να βλάψει μια γυναίκα που μας έχει καταστήσει παραπάνω από σαφές ότι χρήζει ψυχιατρικής μέριμνας; Ότι μπορεί να ξυπνήσει δυνάμεις που ούτε ο ίδιος μπορεί να ελέγξει, όπως διάφορα τρολ που θα βαλθούν, από αφοσίωση στον χαρακτήρα του, να στέλνουν απειλές θανάτου στη Φιόνα;

Και ότι δε θα αρκεί να δηλώσει πως φρόντισε να προστατεύσει τις ταυτότητες των εμπλεκόμενων, κάτι το οποίο δεν ισχύει: μερικοί «πυροβολημένοι» χωρίς πραγματική ασχολία στη ζωή τους, μπόρεσαν να βρουν αυτήν την άτυχη γυναίκα για να της θυμίσουν ότι το λαϊκό δικαστήριο ξέρει να κάνει τη δουλειά του πολύ αποτελεσματικά.

Γιατί ένα σόου που υποκρίνεται ότι θέλει να δείξει ανθρωπιά και ενσυναίσθηση σε αυτούς που έχουν τραυματιστεί, καταλήγει ένα ψυχαναγκαστικό παραλήρημα που τρέφεται από τον απύθμενο ναρκισσισμό του Γκαντ, ο οποίος μετά το πέρας της προωθητικής περιόδου του σόου του, νίπτει τας χείρας του;

Τελικά, ίσως αυτό μας αξίζει: να έρθουμε αντιμέτωποι με την έλλειψη ανθρωπιάς μας, έστω για μια στιγμή· ίσως να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είμαστε τόσο αθώοι τελικά. Και ακόμη κι αν δεν προσπαθήσαμε να εξευτελίσουμε τη Μάρθα, παρακολουθήσαμε την αργή καύση της ξανά και ξανά και ξανά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT