Ταξιδεύοντας στην «εξευγενισμένη» πλευρά της Κωνσταντινούπολης

Ταξιδεύοντας στην «εξευγενισμένη» πλευρά της Κωνσταντινούπολης

Το Πολιτιστικό Κέντρο Ατατούρκ, τα βινύλια του Ζεκί Μουρέν και οι βίγκαν εκδοχές των μενού γευσιγνωσίας

9' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στα Λαντίνο, τη γλώσσα των Σεφαραδιτών Εβραίων που βρήκαν καταφύγιο κατά τον 15ο αιώνα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, την Κωνσταντινούπολη την έλεγαν Κούστα – όπως ακριβώς προφέρεται το επώνυμό μου. Έχει ποιητικό ενδιαφέρον αυτή η ομοηχία καθώς, πέντε αιώνες αργότερα, πολλοί πρόγονοί μου, διάφορης εθνικής καταγωγής, ήρθαν στην Ελλάδα από την Πόλη. Το χρωστούσα αυτό το ταξίδι σε εκείνους, λοιπόν. Συνεχώς, όμως, το ανέβαλλα.

Το πλήρωμα του χρόνου ήρθε πριν από μερικές εβδομάδες, υπό τη μορφή τετραημέρου. Στρίμωξα σε μία βαλίτσα και μία χειραποσκευή τα ρούχα που υπολόγισα ότι χρειαζόμουν, μπήκα σε ένα αεροπλάνο της Turkish Airlines και κατέβηκα στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης. Με το που αποβιβάστηκα και όσο έμεινα εκεί, είχα πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι ένα κομμάτι μου «φτιάχτηκε» σε αυτή τη μεγαλούπολη των δεκαπέντε και πλέον εκατομμυρίων κατοίκων· ότι, δηλαδή, την Κωνσταντινούπολη τη φέρω μέσα μου, δια της γενετικής κληρονομιάς.

Από το αεροδρόμιο, με παρέλαβε ένα βανάκι που, εσωτερικά, ήταν διακοσμημένο σαν ντισκοτέκ. Προορισμός, το ξενοδοχείο Radisson Blu, στο Πέραν. Κατά τη διαδρομή, περάσαμε από έναν σωρό ανηφόρες-κατηφόρες κι εγώ διασκέδαζα το μποτιλιάρισμα με το να παρατηρώ το τοπίο γύρω μου. Ενώ, κανονικά, θα έπρεπε να μου κάνουν εντύπωση τα όμορφα τζαμιά που προσπερνούσαμε, το κτίριο που μου έμεινε στη μνήμη ήταν ο πύργος τηλεπικοινωνιών Τσαμλιτζά, ο οποίος εγκαινιάστηκε το 2021. Κι αυτό γιατί το σχήμα του μου θύμισε ηλεκτρική, χάι τεκ οδοντόβουρτσα. (Κι όταν τον είδα συνειδητοποίησα ότι τη δική μου, την ξύλινη, την είχα ξεχάσει στο Παγκράτι).

Στο Πολιτιστικό Κέντρο Ατατούρκ

Δεν δυσκολεύτηκα να αγοράσω οδοντόβουρτσα, όπως όλα στην Κωνσταντινούπολη μου φάνηκαν εύκολα και κουλ. Το πρώτο πράγμα που παρατήρησα περπατώντας την ήταν ότι υπήρχαν παντού αφίσες της Χαντισέ, της γεννημένης και αναθρεμμένης στο Βέλγιο τραγουδίστριας που εκπροσώπησε την Τουρκία στον διαγωνισμό της Eurovision το 2009, αλλά και μίας διαφήμισης για το υγρό απορρυπαντικό ρούχων Persil.

Πρώτος σταθμός μου, αφού τακτοποιήθηκα στο ξενοδοχείο, ήταν το Πολιτιστικό Κέντρο Ατατούρκ, που βρίσκεται στην αριστερή πλευρά της πλατείας Ταξίμ. Άνοιξε για πρώτη φορά τις πύλες του το 1969 και τις έκλεισε το 2008, για να ανακαινιστεί. Τελικά, μετά από δέκα χρόνια αδράνειας, κατεδαφίστηκε και χτίστηκε από την αρχή, σε σχέδια του Μουράτ Ταμπανλίογλου, γιου του αρχιτέκτονα που είχε σχεδιάσει το αρχικό κτίριο. Τα εγκαίνια έγιναν το 2021.

Ταξιδεύοντας στην «εξευγενισμένη» πλευρά της Κωνσταντινούπολης-1
Η αίθουσα συναυλιών του Πολιτιστικού Κέντρου Ατατούρκ είναι ένα κτίριο μέσα στο κτίριο.

Ως προς τη λογική του, θυμίζει σε αρκετά σημεία το ΚΠΙΣΝ. Πλην της περίφημης αίθουσας συναυλιών του –που στεγάζεται σε «ένα κτίριο μέσα στο κτίριο», το οποίο έχει σχήμα σφαίρας και είναι καλυμμένο με χειροποίητα, κεραμικά πλακάκια– περιλαμβάνει στεγασμένες προμενάδες και άλλους χώρους, συμπεριλαμβανομένου ενός μουσείου λαϊκών οργάνων «τάλε κουάλε» με αυτό του Φοίβου Ανωγειανάκη στην Πλάκα και της Βιβλιοθήκης Δημιουργικών Βιομηχανιών Βιτάλι Χάκο, που η συλλογή της περιλαμβάνει, κυρίως, βιβλία σχετικά με τη μουσική, τις τέχνες, την αρχιτεκτονική και το ντιζάιν. Ο Σεφαραδίτης Βιτάλι Χάκο, που γεννήθηκε στο Γεντί Κουλέ το 1913 και απεβίωσε το 2007, υπήρξε ο ιδρυτής του οίκου πολυτελείας Vakko, περισσότερο γνωστού για τα μεταξωτά του μαντήλια – στα 00s, πρόσωπο του brand υπήρξε η Ζιζέλ Μπούντχεν.

Ταξιδεύοντας στην «εξευγενισμένη» πλευρά της Κωνσταντινούπολης-2
Εσωτερική όψη της Βιβλιοθήκης Δημιουργικών Βιομηχανιών Βιτάλι Χάκο.

Μία «κλασική» παράδοση

Στο Πολιτιστικό Κέντρο Ατατούρκ, παρακολούθησα μία συναυλία της Κρατικής Συμφωνικής Ορχήστρας της Κωνσταντινούπολης (που ιδρύθηκε ως δημοτική, το 1945), υπό τη διεύθυνση του Ιταλού μαέστρου Αλεσάντρο Τσεντρόνε, με σολίστα στο τσέλο τον Γερμανό Ντάνιελ Μίλερ Σκοτ. Ήταν εξαιρετική και το ακριβότερο εισιτήριο για να την παρακολουθήσει κανείς κόστιζε όσο δύο-και-κάτι καφέδες από τα Starbucks.

Πάνω στη σκηνή, η συντριπτική πλειοψηφία των μουσικών ήταν γυναίκες και, σε αντίθεση με την ομοιομορφία που επικρατεί στην αμφίεση των μελών των καθ’ ημάς μουσικών συνόλων, καθεμία τους ήταν ντυμένη, χτενισμένη και βαμμένη με το δικό της στυλ – κάνοντάς σε να προσέξεις την προσωπικότητά της και στον τρόπο που έπαιζε.

Η πλατεία του συναυλιακού χώρου ήταν γεμάτη με ένα ετερόκλητο, ευχάριστο πλήθος, ντυμένο όχι σαν για να πάει στην όπερα αλλά σε ένα σινεμά. Ένας ευφράδης Τούρκος φοιτητής που κάθισε δίπλα μου και, ατυχώς, δεν συγκράτησα το όνομά του, μου έδειξε ανάμεσα στους θεατές έναν καθηγητή πανεπιστημίου και τον αγαπημένο του σταρ μίας τουρκικής σαπουνόπερας. Επίσης, με πληροφόρησε ότι είναι παράδοση για πολλούς Κωνσταντινουπολίτες, ανεξαρτήτως ταξικού υποβάθρου –σε αυτό βοηθάει η χαμηλή τιμή του εισιτηρίου– να πηγαίνουν κάθε Παρασκευή να παρακολουθήσουν μία συναυλία κλασικής μουσικής.

Μετά, κατευθύνθηκα προς την μπρασερί Foyer, που ανήκει στην τοπική αλυσίδα εστίασης Divan. Αποτελεί hot spot της πόλης. Σημαίνει «κάτι» το να βγαίνεις για φαγητό ή ποτό εκεί αφού παρακολουθήσεις ένα event στο ΠΚΑ. Η ταράτσα της, στην οποία κάθισα, προσφέρει πανοραμική θέα στον Βόσπορο και τα φώτα της πόλης.

Γευσιγνωσία, βιγκανισμός και μπούκοβο

Τι μπορεί να φάει κανείς στην Κωνσταντινούπολη όταν είναι βίγκαν, όπως εγώ; Τα εστιατόρια γευσιγνωσίας στα οποία πήγα για να «ζήσω μια εμπειρία» επέδειξαν μεγάλη ευκολία στο να προσαρμόσουν τα πιάτα τους ή μου σέρβιραν εναλλακτικές επιλογές, εκτός καταλόγου. Αυτό δεν συνέβη μόνο σε αυτά αλλά και στο Foyer, όπως και στην μπρασερί που κάθισα το επόμενο πρωί, στη συνοικία Μπεμπέκ – ειρήσθω εν παρόδω, αυτή η δημοφιλής γειτονιά της Κωνσταντινούπολης, που βρίσκεται επί της ευρωπαϊκής ακτής του Βοσπόρου, το 2023 κατετάγη στην 32η θέση της λίστας του Time Out με τις πιο κουλ γειτονιές του κόσμου (μία θέση κάτω από τα Εξάρχεια).

Τις επόμενες ημέρες έφαγα πολύ, τίμια και βίγκαν φαγητά, κυρίως ελαφρά λαδερά «με προσωπικότητα», τόσο στην ιστορική ταβέρνα Hünkâr, που βρίσκεται στη σικ γειτονιά Νισάντασι (την οποία οι Έλληνες περιγράφουν ως «το Κολωνάκι της Κωνσταντινούπολης») και στην οποία, κάποια στιγμή, έπαιξε από τα ηχεία του καταστήματος το «Τέσσερις και μισή» της Ελεάνας Παπαϊωάννου (που είχε πάρει μέρος στο πρώτο Fame Story), όσο και στο αντίστοιχης λογικής Ciya, που βρίσκεται στην ασιατική πλευρά της Κωνσταντινούπολης και δεν σέρβιρε αλκοόλ, ούτε αναψυκτικά τύπου κόλα. Με έκανε, όμως, να αγαπήσω το μπούκοβο και να το προσθέτω, μετά την επιστροφή μου στην Αθήνα, στα πάντα.

Κατά τ’ άλλα, απόλαυσα ένα μενού γευσιγνωσίας «στα μέτρα μου» και ελαφρύ τουρκικό κρασί στο μποέμ και μπουρζουάδικο Alaf, στη συνοικία Κουρούτσεσμε. Το συγκεκριμένο εστιατόριο είναι μεσοτοιχία με ένα πολύ χιπ κλαμπ, από το οποίο ακούγονταν διάφορα beats που δεν αναγνώριζα αλλά κάποια στιγμή έπαιξε το «Sing it back» των Moloko, που έχω συνδυάσει με τα νιάτα μου. Το καλύτερο φαγητό, όμως, το έφαγα στο πιο posh αισθητικής Muutto, μέσα από ένα μενού που τόσο στη γεύση όσο και στην παρουσίαση μου έφερε στον νου τα πιάτα του Delta.

Ταξιδεύοντας στην «εξευγενισμένη» πλευρά της Κωνσταντινούπολης-3
Η νύχτα πέφτει στο Καντίκιοϊ και ο κόσμος βγαίνει για να απολαύσει τη βόλτα του.

Βινύλια, λουκούμια και καφές με άρωμα φιστίκι

Στο Καντίκιοϊ, στην ασιατική πλευρά της πόλης, λίγο πριν φτάσω στην περίφημη αγορά του, σταμάτησα για μισή περίπου ώρα σε μία μικρή στοά γεμάτη τόσο καινούργια όσο και μεταχειρισμένα βιβλία, CD, δίσκους και κασέτες, που με μαγνήτισε όπως τις μέλισσες η γύρη. Ίσως, γιατί τα δισκοπωλεία έχουν υπάρξει, κατά την εφηβεία μου, το αγαπημένο μου μέρος στον κόσμο.

Γλυκοκοίταξα μία κασέτα των Hanson (θυμάται, άραγε, κανείς το «MMMBop»;) αλλά τελικά έφυγα με δύο βινύλια. Το «13 Düet» της αγαπημένης μου Νιλουφέρ (εκπροσώπησε την Τουρκία στη Eurovision το 1978, ενώ το 1997 η Μαντώ διασκεύασε την επιτυχία της «Yemin ettim», με τον ελληνικό τίτλο «Τελευταία φορά») και το «Masal» του σούπερ σταρ Ζεκί Μουρέν (1931-1996), ινδάλματος του έντεχνου και λαϊκού τουρκικού τραγουδιού, που έφερε τα προσωνύμια του Πασά της Μουσικής και του Ήλιου της Τέχνης.

Ο σεβαστός από το κοινό Μουρέν, που το τραγούδι του «Manolyam» δισκογράφησαν στην Ελλάδα τόσο ο Στέλιος Καζαντζίδης όσο και ο Μανώλης Αγγελόπουλος, είχε την εμφάνιση ενός «Τούρκου Λιμπεράτσε» – από ένα σημείο και μετά στην πορεία της καριέρας του άρχισε να ντύνεται με «γυναικεία» ρούχα, να χτενίζεται και να βάφεται «σαν γυναίκα». Κι ενώ ο κόσμος πίστευε ότι είναι γκέι, ο ίδιος δεν μίλησε ποτέ ανοιχτά ούτε για την ταυτότητα φύλου του ούτε για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό.

Ταξιδεύοντας στην «εξευγενισμένη» πλευρά της Κωνσταντινούπολης-4
Στα δισκάδικα του Καντίκιοϊ, ο Ζεκί Μουρέν ζει και βασιλεύει.

Αφού «ξεκόλλησα» από τη στοά, άρχισα να κόβω βόλτες πάνω-κάτω στους δρόμους της αγοράς του Καντίκιοϊ, απολαμβάνοντας να παρατηρώ το μιξ ντόπιων και χίπστερ-τουριστών. Λόγω βιγκανισμού, απέφυγα τα γεμάτα αλλαντικά και τυριά μαγαζιά του, ενώ η πιο φθηνή απόλαυση σόπινγκ στην οποία ενέδωσα ήταν ένας τούρκικος καφές με άρωμα φιστίκι.

Το φιστίκι, σκέφτηκα, δεν μπορεί, θα μου αρέσει λόγω καταγωγής – για κάποιον λόγο, από παιδί, είναι η αγαπημένη μου γεύση σε παγωτό και λοιπά γλυκά. Το φιστίκι, λοιπόν, το αγαπούν πολύ και οι Τούρκοι, το τρίβουν και στολίζουν με δαύτο από τα «μεσανατολίτικα» κανταΐφια έως τις «ευρωπαϊκές» τους πάστες. Κατά τ’ άλλα, γύρισα στο Παγκράτι με τρία κουτιά βίγκαν λουκούμια από το Haci Bekir, την παλαιότερη λουκουμοποιεία της Τουρκίας, που λειτουργεί από το 1777.

Κεραμικά, χρυσά σκουλαρίκια και «άρωμα Ολύμπου»

Ο κόσμος που είδα στην Πόλη φορούσε πολλά χρυσά κοσμήματα –από κρίκους στα αφτιά έως κρεμαστά στον λαιμό. Τα πιο όμορφα και εκκεντρικά, διακοσμημένα με μοτίβα που απεικονίζουν σκαθάρια, αλεπούδες, μανιτάρια και χελώνες, αν δεν τα δει κανείς στον δρόμο, θα τα χαζέψει στο καταπράσινο flagship κατάστημα του οίκου Begum Khan που, μεταξύ άλλων, έχει να περηφανεύεται για την πρόσφατη συνεργασία του με τον οίκο Guerlain. Όσον αφορά το σόπινγκ, η οδός Μπαγκντάτ, στην ασιατική πλευρά της πόλης, ομολογώ ότι δεν με ενθουσίασε όσο περίμενα, δεν είδα κάτι που δεν έχω δει αλλού, μου φάνηκε πως θα μπορούσε να είναι ένας κεντρικός εμπορικός δρόμος σε οποιαδήποτε άλλη μεγάλη πόλη.

Στην posh προκυμαία του Galataport, πάλι, επί της οποίας βρίσκεται το μουσείο σύγχρονης τέχνης Istanbul Modern που φέρει την υπογραφή του Ρέντσο Πιάνο, αφού ήπια τον καφέ μου στο μπιστρό Vakko L’Atelier και πριν επιστρέψω για φαγητό στο Muutto, έκανα τη βόλτα μου στα καταστήματα του εμπορικού της κέντρου.

Ταξιδεύοντας στην «εξευγενισμένη» πλευρά της Κωνσταντινούπολης-5
Απογευματινή, πανοραμική λήψη του Galataport.

Αυτό που ξεχώρισα ήταν το Atelier Rebul, ένας οίκος καλλυντικών που η ιστορία του ξεκινάει το 1895 και, με μία δόση αυθαιρεσίας, θα έλεγα ότι θα μπορούσε να είναι το παιδί των μεταγενέστερα ιδρυθέντων οίκων Saint Laurent και Korres. Από εκεί, έφυγα με την ελαφριά κολόνια Istanbul που, παρά το φαινομενικά τουριστικό της όνομα, είναι ιδιαίτερα αγαπητή ανάμεσα στους ντόπιους.

Από το κατάστημα Tekin Acar, πάλι, αγόρασα το αρκετά βαρύ άρωμα Olympos. Για να το δοκιμάσω, ο πωλητής μού είπε να κλείσω τα μάτια μου, ψέκασε με αυτό τον αέρα και άρχισε να σπρώχνει το αρωματικό σύννεφο που είχε δημιουργηθεί με την ανάστροφη των παλαμών του προς το μέρος μου. «Εδώ είμαστε», είπα. Μυρίζει όπως θέλω να μυρίζω τη νύχτα.

Έχει «κρυμμένες ομορφιές» η Κωνσταντινούπολη; Πολλές. Κι ενώ, γενικά, προσυπογράφω στο 100% την προτροπή «άσε τα κρυφά κρυμμένα», που λέει και το τραγούδι της Αρλέτας, υπάρχει ένα «κρυμμένο» κτιριακό συγκρότημα σε σχήμα ανοιχτού Π, το οποίο μοιάζει βγαλμένο από το Παρίσι ενός περασμένου αιώνα και, αν δεν το ξέρεις, δεν θα το βρεις – εδώ το pin, βρίσκεται στη συνοικία Σισλί.

Τι το ιδιαίτερο έχει; Πέραν της αρχιτεκτονικής του ομορφιάς, στο ισόγειό του, με πρόσβαση από μία περιφραγμένη αυλή που αγαπούν πολύ οι γάτες, στεγάζονται δύο εργαστήρια κεραμικής και μία μπουτίκ «αλχημειών» που εμπορεύεται από τράπουλες Ταρώ έως ελιξίρια. Από αυτά τα μαγαζιά, το πιο τραβηχτικό είναι το Atelier Touline.

Η στιλάτη του ιδιοκτήτρια, που φτιάχνει λίγα διακοσμητικά και πολλά χρηστικά κεραμικά σκεύη, όπως τα best-seller πιάτα της με έμπνευση την τουτού της Άννα Πάβλοβα, έχει όντως ζήσει στο Παρίσι. Το προτείνω διότι ακόμη μετανιώνω που δεν γύρισα πίσω με μερικά από τα πιάτα της. Αν και ίσως να το έκανα υποσυνείδητα, για να αφήσω έναν ανοιχτό λογαριασμό με την πόλη, για να επιστρέψω ξανά σε αυτή.

Τα ταξίδι πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 2024, έπειτα από πρόσκληση του Γραφείου Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκικής Πρεσβείας στην Αθήνα. Περισσότερες πληροφορίες για την Κωνσταντινούπολη ως προορισμό τουρισμού στο σάιτ goturkiye.com.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT