Εγώ, ο ταξιθέτης

Ένας δημοσιογράφος του «Κ» που δούλεψε επί δύο σεζόν στο Ηρώδειο καταθέτει την προσωπική του μαρτυρία για ένα επάγγελμα που έχει ταυτιστεί με το ελληνικό καλοκαίρι

4' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κάποια στιγμή, τον Μάιο του 2006, χτύπησε το τηλέφωνό μου και έμαθα ότι είχα προσληφθεί ως ταξιθέτης στο Ηρώδειο. Προμηνυόταν ένα περίεργο καλοκαίρι· δεν ήξερα τι να περιμένω. Ήταν η δεύτερη δουλειά που έκανα ποτέ στη ζωή μου και από την πρώτη, σε ένα τηλεφωνικό κέντρο, είχα φύγει, τρέχοντας, μετά από μερικές ημέρες.

Κάτω απ’ την Ακρόπολη

Από μνήμης αναφέρω ότι η προσέλευση στο Ηρώδειο γινόταν στις έξι το απόγευμα – με ντάλα ήλιο, δηλαδή, που έκαιγε ψηλά στον αθηναϊκό ουρανό. Το πρώτο μας καθήκον ως ταξιθετών ήταν το στρώσιμο των μαρμάρινων κερκίδων με τα μαξιλάρια που έχουν στο πάνω δεξί τους μέρος ένα μικρό αυτοκόλλητο, το οποίο αναγράφει τον αριθμό της θέσης. Στη συνέχεια, βρίσκαμε λύσεις σε μικροπροβλήματα που εν τω μεταξύ προέκυπταν, μέχρι να ανοίξουν οι πόρτες του ρωμαϊκού ωδείου.

Οι παραστάσεις ξεκινούσαν στις εννιά, οι θύρες άνοιγαν στις οκτώ. Μετά το τελευταίο χειροκρότημα, φροντίζαμε να αποχωρήσουν οι θεατές με ασφάλεια, δηλαδή από τις σκάλες και όχι δρασκελίζοντας τις κερκίδες κατά πώς επιχειρούν, ακόμη, μερικοί. Στη συνέχεια, τα μαξιλάρια τα σηκώναμε όρθια και τα τοποθετούσαμε κάτω από μία μικρή εσοχή που κάνουν οι κερκίδες, ακριβώς μπροστά από τη θέση στην οποία αντιστοιχούν, για να μην τα πάρει ο άνεμος, να μην τα βρέξει μια καλοκαιρινή μπόρα και, κυρίως, να μην τα κουτσουλήσουν τα διερχόμενα πουλιά – το πρόβλημα με τις κουτσουλιές ήταν τεράστιο. Παράλληλα, ελέγχαμε τον χώρο για τυχόν ξεχασμένες ζακέτες, πεσμένα σκουλαρίκια και λοιπά μικροαντικείμενα.

Ο κόσμος δεν είναι ακριβώς «πειθήνιος»

Ετυμολογικά, η δουλειά του ταξιθέτη συνίσταται στο να τοποθετεί τον κόσμο στη θέση του, να του λέει πού να κάτσει. Αυτό ακούγεται απλό αλλά δεν είναι τόσο όσο θα έπρεπε. Κι αυτό γιατί ο κόσμος που τουλάχιστον εγώ γνώρισα δεν ήταν ακριβώς «πειθήνιος». Ήταν πολύ συχνό το φαινόμενο του να μη θέλει να κάτσει στη θέση του αλλά κάπου αλλού, για τους δικούς του χι, ψι λόγους. Υπήρχε, επίσης, κόσμος που ήθελε να κάθεται σε χώρους που δεν είναι θέση, όπως στις σκάλες και στο πλατύ πεζούλι το οποίο υπάρχει μπροστά από το άνω διάζωμα του Ηρωδείου – κάτι που δεν επιτρέπεται για λόγους ασφαλείας.

Ειδική μνεία πρέπει να γίνει και σε εκείνους που επιχειρούσαν και ενίοτε κατάφερναν να δουν ένα θέαμα χωρίς εισιτήριο, με διάφορους τρόπους. Το 2007 –αν δεν με απατά η μνήμη μου λίγα λεπτά αφού είχε βγει στη σκηνή του Ηρωδείου η Λόρι Άντερσον– κάποιος έσπρωξε και πέταξε στο πάτωμα έναν ταξιθέτη-ελεγκτή εισιτηρίων και ξεκίνησε να τρέχει προς το άνω διάζωμα για να χαθεί μέσα στο πλήθος. Και χάθηκε.

Κατά τ’ άλλα, τα πιο συχνά προβλήματα που δεν είχαν να κάνουν με διενέξεις περί θέσης και στα οποία εγώ, ως ταξιθέτης, έπρεπε να δώσω λύση είχαν να κάνουν με την απαγόρευση του τρώγειν, του καπνίζειν (ναι, τότε υπήρχε ακόμη κόσμος που έβρισκε παράλογη την απαγόρευση του καπνίζειν, καθώς το Ηρώδειο είναι «ανοιχτός χώρος»), της χρήσης του κινητού τηλεφώνου και της φωτογραφικής μηχανής (τα έξυπνα τηλέφωνα της εποχής δε διέθεταν την τεχνολογία που έχουν τώρα).

Τέλος, δίναμε διάφορες πληροφορίες. Για το αν η παράσταση έχει διάλειμμα και αν αξίζει, για τη χωρητικότητα του ωδείου, για το αν η κυρία που χαιρετάει δια χειραψίας τον Κώστα Καραμανλή είναι όντως η Κατερίνα Στανίση ή κάποια που της μοιάζει. Κι εγώ, που ήθελα να είμαι καλός στη δουλειά μου, απαντούσα σε όλα. Ναι, ήταν η Κατερίνα Στανίση.

Ο Άκραμ Καν και η Κάιλι Μινόγκ

Τις πρώτες ημέρες στη δουλειά ήμουν πολύ χαρούμενος. Με είχε συνεπάρει, άλλωστε, το ότι θα έβλεπα σχεδόν κάθε βράδυ και άλλο θέαμα. Μετά βαρέθηκα, μελαγχόλησα και πριν ολοκληρωθεί η θερινή σεζόν παραιτήθηκα – έτσι παραιτείσαι όταν είσαι πολύ νέος και δεν έχεις υποχρεώσεις, χωρίς σκέψη. Την επόμενη χρονιά έκανα ξανά αίτηση. Παραδόξως, με πήραν.

Πολλές φορές αναλογίζομαι το τι αποκόμισα σε εμπειρίες, πέρα από το ότι γνώρισα ανθρώπους που ακόμη και σήμερα κρατάμε επαφή. Καταλήγω στο ότι είδα τη Σιλβί Γκιλέμ να κάνει πρόβα και τη Φαϊρούζ σχεδόν να αρνείται να κοιτάξει στα μάτια τον οποιονδήποτε. Επίσης, έχω κρατήσει αποξηραμένη μία μωβ ντάλια –μάλλον, ό,τι έχει απομείνει από αυτή– που έβγαλε μία υψίφωνος από την ανθοδέσμη που της έδωσαν και μου τη χάρισε.

Τη δεύτερή μου σεζόν στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, πάντως, δούλεψα και σε άλλους χώρους, πέραν του Ηρωδείου, όπως στην Πειραιώς 260 και την Τεχνόπολη, ενώ παράλληλα με την ταξιθεσία ξεκίνησα να γράφω στη δεκαπενθήμερη εφημερίδα του, το ΕΦ – ήταν της μόδας τότε τα free press. Εκεί, λοιπόν, πήρα το βάπτισμα του πυρός στη δημοσιογραφία, με πρώτη ανάθεση μία συνέντευξη με τον Άκραμ Καν.

Ο Άγγλος χορευτής και χορογράφος με την καταγωγή από το Μπανγκλαντές, που τότε ήταν πολύ στα πάνω του, θα παρουσίαζε στο Ηρώδειο, στα τέλη του Ιουνίου του 2007, το «Sacred Monsters», με τη Σιλβί Γκιλέμ. Και ήταν κάπως περίεργο ότι λίγες ημέρες μετά τη συνέντευξη και λίγες ημέρες πριν από τις δικές του παραστάσεις, του έδειξα τη θέση του στη δέκατη ένατη σειρά του Ηρωδείου και πιάσαμε την κουβέντα για την Κάιλι Μινόγκ. Ήταν μία εμπειρία που δεν θα μπορούσα να είχα ζήσει ούτε ως θεατής, ούτε ως δημοσιογράφος, παρά μονάχα ως ταξιθέτης. Και καταλήγω στο ότι σε κάτι τέτοια περιστατικά-συμβάντα βρίσκεται η μαγεία αυτού του καλοκαιρινού, εποχιακού επαγγέλματος. Έτσι, δεν είναι;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT