Στον Πύργο μίας βαρόνης κρύβεται μία αποικία συγγραφέων

Στον Πύργο μίας βαρόνης κρύβεται μία αποικία συγγραφέων

Η Αμάντα Μιχαλοπούλου έμεινε τρεις εβδομάδες στην Τοσκάνη γράφοντας, συζητώντας, χαλαρώνοντας

16' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ένα βροχερό απόγευμα, σ’ ένα μουσείο του Δουβλίνου, γκρίνιαζα στον συγγραφέα Κολμ Τοϊμπίν για τον παλιόκαιρο και την αδυναμία συγκέντρωσης στο γράψιμο. Ο Κολμ, σαν μάγος που είναι, έκανε το ξόρκι του. «Γιατί δεν πας στη Σάντα Μανταλένα;», είπε. «Η εξοχή της Τοσκάνης θεραπεύει τα πάντα. Θα μιλήσω εγώ στην Μπεατρίτσε Μόντι ντε λα Κόρτε. Είναι η χήρα του συγγραφέα Γκρέγκορ φον Ρετσόρι. Βαρόνη, αλλά όχι συνηθισμένη βαρόνη – δεν σου λέω τίποτε άλλο, θα δεις». Δεν ήξερα ούτε τη Σάντα Μανταλένα ούτε την Μπεατρίτσε με το μακρύ, αριστοκρατικό όνομα. Για τον Ρετσόρι ήξερα μόνο ότι θεωρείται κορυφαίος στιλίστας της γερμανόφωνης λογοτεχνίας του 20ού αιώνα και πως έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά το βιβλίο του Αναμνήσεις ενός αντισημίτη (εκδ. Δώμα) – τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, κυκλοφορεί κι ένα δεύτερο, Τα περσινά χιόνια

Όπως συμβαίνει συχνά όταν σκεφτόμαστε έντονα το βουνό, έρχεται και το βουνό να μας συναντήσει. Εκείνες τις μέρες διάβασα στους New York Times ένα άρθρο για τη Σάντα Μανταλένα, ένα μυθικό αγρόκτημα λίγο έξω από το Ντονίνι, μία ώρα από τη Φλωρεντία. Πας μόνο με σύσταση ενός από τους συγγραφείς που εμπιστεύεται η ιδιοκτήτρια (Κολμ Τοϊμπίν, Ζέιντι Σμιθ, Εμανουέλ Καρέρ, Μάικλ Κάνινχαμ, Μάικλ Οντάτσε). Ο Κολμ Τοϊμπίν φρόντισε πράγματι για τις συστάσεις. Έλαβα ένα ευγενικό μέιλ από τη βαρόνη, σε τόσο φροντισμένα, μυθιστορηματικά αγγλικά, που ένιωσα ότι ήμουν κλεισμένη μαζί της σ’ ένα επιστολικό μυθιστόρημα. Με καλούσε να την επισκεφτώ στο ησυχαστήριό της. Η πρότασή της ήταν τρεις εβδομάδες αδιατάρακτης ησυχίας στην εξοχή της Τοσκάνης, στην αγροικία που αγόρασαν και ανακαίνισαν τη δεκαετία του ’60 με τον Ρετσόρι.

Έλαβα ένα ευγενικό μέιλ από τη βαρόνη, σε τόσο φροντισμένα, μυθιστορηματικά αγγλικά, που ένιωσα ότι ήμουν κλεισμένη μαζί της σ’ ένα επιστολικό μυθιστόρημα.

Έφτασα ένα μεσημέρι με το βαλιτσάκι μου και τον υπολογιστή υπό μάλης. Ο Εντοάρντο, ο νεαρός γλυκύτατος βοηθός της Μπεατρίτσε, με οδήγησε στον πύργο, στο περίφημο δωμάτιο του Μπρους Τσάτουιν. Ήταν ο πρώτος συγγραφέας που δούλεψε στη Σάντα Μανταλένα, όταν ακόμη ζούσε ο Ρετσόρι. Έγραψε εκεί το βιβλίο Στον μαύρο λόφο. Έξω από τα μικρά παράθυρα του γραφείου, στον τελευταίο όροφο του πύργου, η εξοχή της Τοσκάνης μού φάνηκε αγριεμένη. Δεν αντικρίζουμε τα τοπία ως προέκταση της ψυχικής μας κατάστασης; Τον καιρό τον κουβαλάμε μαζί μας. Έβρεχε στην Τοσκάνη, όπως έβρεχε στο Δουβλίνο. Η απάτητη ζούγκλα έξω από τον πύργο, έως εκεί που έφτανε το μάτι, άχνιζε σαν γιγάντια κατσαρόλα με βλίτα. Στα βάθη του ορίζοντα διακρινόταν μια αρχιτεκτονική φάρσα μαυριτανικής έμπνευσης, το παλάτι του Σαμερτσάνο, «κατακόκκινο στην πράσινη ασάφεια του πάρκου του, σαν ένα χτενάκι στα μαλλιά Ανδαλουσιανής», σύμφωνα με τον Ρετσόρι. Όταν εγκαταστάθηκα για τα καλά στο δωμάτιο και άρχισα να γράφω, όλα ησύχασαν. Βγήκε ο ήλιος, μαλάκωσε η πλάση.

Στον Πύργο μίας βαρόνης κρύβεται μία αποικία συγγραφέων-1
Το γραφείο του Μπρους Τσάτουιν, όπου φημολογείται πως έγραψε ένα μεγάλο μέρος από το βιβλίο Στον μαύρο λόφο. (Φωτογραφία: Clara Vannucci/The New York Times)

Ώσπου να συμβεί αυτό το θαύμα έμπνευσης, καλοκαιρίας και πειθαρχίας, πέρασαν μερικές μέρες με δανεικές γαλότσες, μακρόσυρτα δείπνα και χορογραφημένη κοινωνικότητα. Ένιωθα σαν να είχα επιστρέψει ολοταχώς στον περασμένο αιώνα, με τα λουλουδιασμένα βάζα στο τραπέζι και την ασημένια καράφα του κρασιού. Στο τέλος του γεύματος η Ρασίκα, η καλή μας μαγείρισσα, έφερνε ασημένια μπολάκια με χλιαρό νερό για το ξέπλυμα των χεριών – ένας άμαθος συγγραφέας κάποτε το ήπιε.

Η Μπεατρίτσε από το πρώτο κιόλας βράδυ έδωσε στη συζήτηση παλμό, εξομολογητική χροιά και χρώμα. Καθισμένη στην κορυφή του τραπεζιού, με μαντίλι στην απόχρωση της μπλούζας, μιλούσε πότε για την επίσκεψή της στον Κούρτσιο Μαλαπάρτε στο Κάπρι, πότε για το σπίτι του Πάτρικ Λη Φέρμορ στη Μάνη όπου έφτασε με ελικόπτερο, πότε για το γιαλί της οικογένειάς της στον Βόσπορο. Θυμήθηκε τα χρόνια της Αμερικής, όταν δούλευε για το Vanity Fair. O συγγραφέας Β. Γκ. Ζέμπαλντ ζούσε στο Σικάγο κι ερχόταν στη Νέα Υόρκη να τη δει. «Συμφωνήσαμε να γράψουμε μαζί ένα άρθρο για έναν Εβραίο συλλέκτη έργων τέχνης, αλλά μόλις έφτασα στο σπίτι του συλλέκτη, τι να δω· όλα τα έργα ακουμπισμένα σε τοίχους ντυμένους με βρόμικο μαύρο βελούδο που δεν είχε περαστεί ποτέ με ξεσκονόπανο.

»Έτρεξα να δανειστώ μια ηλεκτρική σκούπα ώσπου να έρθει ο φωτογράφος. Στο μεταξύ τηλεφωνεί ο Ζέμπαλντ:Η κυρία Μόντι είναι εκεί; Έχουμε ραντεβού”. “Ποια είναι η κυρία Μόντι;”, ρωτάει ο συλλέκτης και του κλείνει το τηλέφωνο στα μούτρα. Αυτό το άρθρο, όπως καταλαβαίνετε, δεν γράφτηκε ποτέ».

Στον Πύργο μίας βαρόνης κρύβεται μία αποικία συγγραφέων-2
Στο δάσος γύρω από το κτήμα οι συγγραφείς ξαναγίνονται ανέμελα παιδιά, γράφουν σαν να εξερευνούν μυστηριώδεις εσωτερικές εκτάσεις. (Φωτογραφία: Edoardo Archi)

Οι αναφορές της σε πρόσωπα δεν έχουν ίχνος ματαιοδοξίας. Της φαινόταν φυσικό να παίζει τένις με τον Αλμοδόβαρ και να καλεί στον γάμο της τη Μάρλεν Ντίτριχ και τον Σαλβαδόρ Νταλί. Έβαζε σε κάθε αφήγηση λίγο από τον εκκεντρικό σαρκασμό της. Όταν πήγαν με τον φωτογράφο Μπρους Βέμπερ στη Σικελία για ένα φωτογραφικό αφιέρωμα στον Βισκόντι, δεν έβρισκαν φτωχούς και αδύνατους ψαράδες, «ήταν όλοι τους χοντροί από την καλοπέραση», κι αναγκάστηκαν να προσλάβουν ηθοποιούς.

Οι αναφορές της σε πρόσωπα δεν έχουν ίχνος ματαιοδοξίας. Της φαινόταν φυσικό να παίζει τένις με τον Αλμοδόβαρ και να καλεί στον γάμο της τη Μάρλεν Ντίτριχ και τον Σαλβαδόρ Νταλί.

Για το τρίπτυχο παραβάν στο μπάνιο του πύργου, λεπτοδουλειά σε μετάξι, αναφέρει πως είναι «λες και το έχει φτιάξει με τα χεράκια της γεροντοκόρη του παλιού καιρού». Λέει «χοντρός» ή «γεροντοκόρη» χωρίς να την απασχολεί η πολιτική ορθότητα. Της είναι αδύνατον να στρογγυλέψει μια ωραία ιστορία, να τη θυσιάσει. «Μια μέρα», λέει, «γνώρισα τον πιο άσχημο άνθρωπο του κόσμου, το στόμα του δεν βρισκόταν στη σωστή θέση». Κατά βάθος είναι ρομαντική: «Πάρτε λίγο ακόμη από το “fromage qui pleut” (το τυρί που κλαίει)». Μπροστά μας αρχίζει να κυλάει αλλιώς το λιωμένο καμαμπέρ, τυλιγμένο στην ποιητική του ρευστότητα.

Προσωπικές υποθέσεις

Δύσκολο να μιλήσω αντικειμενικά για την Μπεατρίτσε Μόντι. Την ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά. Μου αρέσουν οι επίμονες γυναίκες που κάνουν με διακριτικό τρόπο αδιάκριτες ερωτήσεις και λένε ό,τι σκέφτονται. Επιπλέον μου θυμίζει τη γιαγιά μου, που δεν γιόρτασε τα 98 όπως εκείνη, αλλά τα πλησίασε, σχολιάζοντας ανθρώπους και γεγονότα με παρόμοιο καυστικό χιούμορ. Μιλήσαμε πολύ για τον έρωτα, γύρω από τη ροτόντα της τραπεζαρίας, με τους συγγραφείς Γιαν Βιλμ, Εμανουέλ Καρέρ, Μάαζα Μανγκίστα, Πολ Γκουάς και τον Άνιμπαλ Kάμπος, μεταφραστή του Ρετσόρι στα ισπανικά. Ο Καρέρ συζήτησε ανοιχτά τους δικαστικούς αγώνες με την πρώην γυναίκα του – τον ανάγκασε να βγάλει όλες τις περιγραφές της από το τελευταίο βιβλίο του, Γιόγκα. Ο Γιαν, κινούμενο λεξικό, έφερνε στη συζήτηση σπαρταριστές ιστορίες συγγραφέων. Ακόμη και λεπτομέρειες από τα γυρίσματα του Βίβα Μαρία, της ταινίας του Λουί Μαλ όπου πρωταγωνιστούσε ο Ρετσόρι, λίγο πριν γνωρίσει την Μπεατρίτσε. Φλέρταρε τότε με τη συμπρωταγωνίστριά του, τη Ζαν Μορό. Η Μπεατρίτσε πετάγεται: «Και η άλλη του συμπρωταγωνίστρια, η Μπριζίτ Μπαρντό, του είχε γράψει πως αν δεν ήταν δεσμευμένη θα τον ακολουθούσε. Κάπου το έχω αυτό το γράμμα».

Στον Πύργο μίας βαρόνης κρύβεται μία αποικία συγγραφέων-3
Η… παπουτσωμένη αφιέρωση του Φίλιπ Ροθ στην Μπεατρίτσε Μόντι. (Φωτογραφία: Αμάντα Μιχαλοπούλου)

Με το διαολεμένο κέφι της γυναίκας που έχει ζήσει πολλά, μας έδειξε το γιγάντιο αιδοίο του Αντρέα Κασκέλα στο σαλόνι της – οι φήμες το θέλουν εμπνευσμένο από την ιδιοκτήτριά του. Κι ένα βράδυ μάς αφηγήθηκε πώς γνωρίστηκαν με τον Ρετσόρι, γόνο αριστοκρατικής οικογένειας που έζησε ως άπατρις. 

Συναντήθηκαν οι δυο τους το 1967 στη βίλα Φερτρινέλι, που άνοιξε για το κοινό μετά τον θάνατο του Μουσολίνι. Η Μπεατρίτσε άφησε το πλήθος, πήγε μόνη της μια βόλτα στη λίμνη. «Έψαχνα την κατάλληλη πέτρα να πετάξω στον σκύλο μου και ο Γκρίσα (το χαϊδευτικό του) εμφανίστηκε από το πουθενά. Πρώτα είδα τη μακριά σκιά του, έπειτα τα παπούτσια του. Ωραία, χειροποίητα ιταλικά παπούτσια. Μπήκε στη λίμνη με τα ρούχα, για να βρει τη σωστή πέτρα. Η ευτυχία του σκύλου μου ήταν πιο σημαντική από τα παπούτσια του». Σημειωτέον ότι τα παπούτσια ήταν φετίχ για τον Γκρίσα.

Ακόμη κι ο Φίλιπ Ροθ είχε θαυμάσει τα παπούτσια του μια φορά στη Νέα Υόρκη – ο Ρετσόρι τα έβγαλε επιτόπου και του τα χάρισε. Χρόνια μετά, ο Ροθ έστειλε στην Μπεατρίτσε το νέο του βιβλίο σκιτσάροντας ένα παπούτσι αντί αφιέρωσης.

Στον Πύργο μίας βαρόνης κρύβεται μία αποικία συγγραφέων-4
Το πιο «κοινωνικό» γραφείο του Ρετσόρι για αλληλογραφία και τηλεφωνήματα. (Φωτογραφία: Edoardo Archi)

Ο συγχρωτισμός με τόσους συγγραφείς δίνει στις ιστορίες της Μπεατρίτσε μυθιστορηματική ποιότητα. «Μου ζήτησε να τον παντρευτώ στα γαλλικά», λέει, κι αμέσως ο νους μου πάει στην εξομολόγηση που κάνει ο Χανς Κάστορπ στη Μαντάμ Σοσά, επίσης στα γαλλικά, στο Μαγικό βουνό του Τόμας Μαν. «Κινούνταν ωραία στον χώρο», λέει, κι ο νους μου πάει στην Κάθριν Μάνσφιλντ που σχηματίζει μονοκονδυλιά μια ηρωίδα. «Κοιταχτήκαμε κι αποφασίσαμε να αγοράσουμε το κτήμα», λέει, και ο νους μου πάει στον Βασίλι Αντρέιτς, ήρωα του Τολστόι που παζαρεύει την αγορά ενός δάσους. 

Βιβλία τουαλέτας, τοίχοι-μουσεία

Ανακαλύπτω τη Σάντα Μανταλένα μέρα με τη μέρα, σαν τα παιδιά που τριγυρνούν σ’ ένα κτήμα χωρίς σχέδιο. Τα πέτρινα σκαλοπάτια είναι άνισα και λεία από τα ανεβοκατεβάσματα τόσων αιώνων. Οι τοίχοι έχουν βαθουλώματα και αγριάδες – προεκτείνουν τους λευκούς καμβάδες του Καστελάνι που κρέμονται στο σαλόνι. Μικροσκοπικά παράθυρα κορνιζάρουν τοπία που θα μπορούσαν να είναι ιμπρεσιονιστικοί πίνακες. 

Στον Πύργο μίας βαρόνης κρύβεται μία αποικία συγγραφέων-5
Η θέα του σαλονιού μέσα από το γραφείο του πρώτου ορόφου. (Φωτογραφία: Clara Vannucci/The New York Times)

Το μπάνιο μου στον πύργο, ζωγραφισμένο με την τεχνική stucco, βασίζεται σε μια οπτική ψευδαίσθηση: φέρνει στο δωμάτιο λουλούδια και πουλιά, τη φύση που απλώνεται έξω από το μικροσκοπικό φινιστρίνι. Το παραβάν «της γεροντοκόρης» (από την εποχή της γιαγιάς μου έχω ν’ ακούσω αυτή τη λέξη) κρύβει τη λεκάνη και τον μπιντέ (να την πάλι η γιαγιά). Τα βιβλία της τουαλέτας είναι δεύτερης κατηγορίας, σύμφωνα με την Μπεατρίτσε, αλλά βρήκα έναν Πάστερνακ και μια Έρση Σωτηροπούλου στα ιταλικά. Κι η μπανιέρα με τα ζωγραφιστά πουλιά στέκεται πάνω στα μαύρα της ποδάρια, μπροστά σ’ έναν καθρέφτη που στηρίζεται στα σουβλερά νύχια και στο κεφάλι ενός δράκου. Στην πιο διάσημη φωτογραφία του, ο Έντμουντ Γουάιτ παίρνει εκεί το μπάνιο του. 

Τα βιβλία της τουαλέτας είναι δεύτερης κατηγορίας, σύμφωνα με την Μπεατρίτσε, αλλά βρήκα έναν Πάστερνακ και μια Έρση Σωτηροπούλου στα ιταλικά.

Ο πύργος αναστηλώθηκε από τον αρχιτέκτονα Μάρκο Ζανούσο. Δική του ιδέα ήταν η ξύλινη κατασκευή που προστέθηκε στους εξωτερικούς τοίχους – μια αρχιτεκτονική αναφορά στον Μεσαίωνα. Είναι ένα ορθογώνιο κουτί. Κρύβει μέσα του τη σκάλα που συνδέει τους δύο τελευταίους ορόφους. Όποτε περπατούσα από το σπίτι στον πύργο, αναγνώριζα σε αυτή την ξύλινη «κοιλιά» μια ανακουφιστική μεταφορά του μυθιστορήματος που γράφω γύρω από τη μητρότητα. Ανεβοκατεβαίνοντας τη σκάλα που οδηγούσε από το υπνοδωμάτιο του τρίτου ορόφου στο γραφείο του τέταρτου, σκεφτόμουν «τώρα περπατάω μέσα στην κοιλιά». Δεν ξέρω πώς να μεταφέρω την ποιητική σημασία αυτής της απλής καθημερινής διαδρομής. Σαν να ζούσα στην κοιλιά του βιβλίου, στο ιδανικό μέρος για να ξεδιπλωθούν σκέψεις γύρω από την εγκυμοσύνη.

Στον Πύργο μίας βαρόνης κρύβεται μία αποικία συγγραφέων-6
Η βιβλιοθήκη με έργα συγγραφέων που φιλοξενήθηκαν στη Σάντα Μανταλένα. Η Μπεατρίτσε διαβάζει τις ταξινομημένες λογοτεχνικές κριτικές, λίγο πριν από το Premio, το βραβείο καλύτερης λογοτεχνικής μετάφρασης στα ιταλικά, που απονέμεται κάθε χρόνο απο το ίδρυμα. (Φωτογραφία: Edoardo Archi)

Ύστερα ο πύργος «μου» έπαψε να είναι μόνο δικός μου: στον πρώτο όροφο εγκαταστάθηκε ο  Καρέρ, συχνός επισκέπτης στη Σάντα Μανταλένα. Όλα έπρεπε να συμβούν σε άκρα μυστικότητα – αν οι παπαράτσι μάθαιναν για τον Καρέρ, θα χάναμε την ησυχία μας, σύμφωνα με την Μπεατρίτσε. Κατάλαβα τι θα πει να είσαι σταρ συγγραφέας μια φορά που πήγαμε με τον Εμανουέλ σε ένα thrift shop και τον αναγνώρισαν οι πωλήτριες.

Αυτά τα καταστήματα με αντικείμενα από δεύτερο χέρι εξηγούσαν πολλά για τη Σάντα Μανταλένα επίσης. Βάζα, κηροπήγια, φωτιστικά αταίριαστα μεταξύ τους έδειχναν την αγάπη της Μπεατρίτσε για την ανορθογραφία και τη ζαβολιά. Παράξενες πορσελάνες δίπλα στα ασημικά της αρμενικής οικογένειάς της, στα κεραμικά του Ιζνίκ και στα αραβουργήματα από το Κοράνι, που οι συγγενείς της διέσωσαν όταν διέφυγαν από τον Βόσπορο το 1920 για να γλιτώσουν. Κι επίσης έπιπλα που προέρχονται από τον προπάππου Μαντσίνι, νομικό και φίλο του Γκαριμπάλντι, ο οποίος κατήργησε τη θανατική ποινή στη διάρκεια της θητείας του ως υπουργός Δικαιοσύνης.

Οι τοίχοι της Σάντα Μανταλένα μοιάζουν με μουσείο της pop art, της arte povera και της art informel μαζί. Χόκνεϊ, Τάπιες και Πιστολέτο από την γκαλερί που είχε ανοίξει στο Μιλάνο στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Έργα του Πιέρο Μαντσόνι, δημιουργού της πολυσυζητημένης κονσέρβας Artist’s Shit. Ο πατέρας της Μπεατρίτσε είχε άλλη άποψη για την conceptual art: «Φάγαμε τόσα λεφτά να σπουδάσουμε την κόρη μας και τώρα αυτή πουλάει σ…ά καλλιτεχνών».

Στον Πύργο μίας βαρόνης κρύβεται μία αποικία συγγραφέων-7
Το πλούσιο αρχείο περιλαμβάνει φωτογραφίες συγγραφέων, ταξίδια ανά τον κόσμο και τα σημειωματάρια του Γκρέγκορ φον Ρετσόρι. (Φωτογραφία: Edoardo Archi)

Το σπίτι είναι ένα εμπνευσμένο δειγματολόγιο. Σικελικά κρεβάτια γάμου με ερωτικά σύμβολα. Έργα ενός ναΐφ καλλιτέχνη από το Μαρόκο που ζωγράφιζε με αγκάθια για μολύβι και χυμούς από φρούτα του δάσους για μελάνι. Ο περσικός πίνακας που εντυπωσίασε τη συγγραφέα Ελίφ Μπουτουμάν. Απεικονίζει στρατιώτες που ξυλοφορτώνουν έναν κλέφτη. Δείχνουν να το διασκεδάζουν όλοι· ακόμη και ο κλέφτης. 

Συγγραφείς και άλλα ζώα

Η Μπεατρίτσε διηγείται τις εντυπώσεις των συγγραφέων μ’ ένα κατεργάρικο χαμόγελο. Ονομάζει οικογενειακές σχέσεις αυτό που προκύπτει όταν τα έργα τέχνης συναντιούνται με τα βιβλία και το φως. Έχασε τη μητέρα της πολύ νωρίς και πέρασε τα καθοριστικά χρόνια της εφηβείας σ’ ένα μοναστήρι. Έχει μονίμως στην αγκαλιά της τη Ροζίνε, ένα γέρικο ανάπηρο μπουλντόγκ που υπεραγαπά. Και περιτριγυρίζεται από τους «συγγραφείς της». Έτσι τους αποκαλεί, με αίσθημα κτητικότητας, στο βιβλίο Α Tower in Tuscuny, με υπότιτλο A home for my writers and other animals (κλείσιμο του ματιού στον Τζέραλντ Ντάρελ). Είναι ένα ντοκουμέντο φωτογραφιών και κειμένων για τη Σάντα Μανταλένα.

Εκεί η Μπεατρίτσε ξεδιπλώνει το συγγραφικό ταλέντο που υποπτευόμουν περιγράφοντας την αγροικία και τον πύργο που μας φιλοξενεί: «Ξέρουμε ότι οι ερωτικές ιστορίες, εκτός από τρελούς χτύπους της καρδιάς και στιγμές αληθινής έξαψης, μας φέρνουν επίσης άγχος, ακόμη και θυμό. Τα έζησα όλα αυτά στο σπίτι μας στη διάρκεια των δεκαετιών που οι ζωές μας διασταυρώθηκαν μ’ αυτούς τους τοίχους. Πρόκειται για μια ερωτική ιστορία που ξεκίνησε το 1967, όταν ο άντρας μου ο Γκρίσα κι εγώ είδαμε τη Σάντα Μανταλένα για πρώτη φορά. Ήταν λίγο-πολύ ερείπιο και έφτανες στα κτίσματα από τη βορινή πλευρά διασχίζοντας δάση, εγκαταλελειμμένους ελαιώνες και χωράφια γεμάτα από στραβόκλαδα αμπελιών. Ήταν κεραυνοβόλος έρωτας. Ο άντρας μου, συγγραφέας με αυστριακές ρίζες, μεγαλωμένος στα δάση της Μπουκοβίνα, ζούσε σαν νομάς από τότε που άφησε την πατρίδα του. Ένιωσα ότι σ’ αυτόν τον τόπο θα μπορούσε να βγάλει ρίζες. Το αγοράσαμε και σηκώσαμε τα μανίκια μας. Δεν μου αρέσει η λέξη “διακόσμηση”, υπονοεί κανόνες. Νομίζω ότι υπάρχει μια συνενοχή ανάμεσα στους κατοίκους ενός σπιτιού και στους τοίχους. Το σπίτι υπαγορεύει αυτό που χρειάζεται».

Στον Πύργο μίας βαρόνης κρύβεται μία αποικία συγγραφέων-8
Ο Γερμανός συγγραφέας Γιαν Βιλμ, η Έμα Πάολι, που εργάζεται στη διοίκηση του σπιτιού, η βαρόνη Μπεατρίτσε Μόντι, η Αμάντα Μιχαλοπούλου και ο Καταλανός συγγραφέας Πολ Γκουάς. Μαζί τους ο Πούσκιν και η Κλοκλό. (Φωτογραφία: Αμάντα Μιχαλοπούλου)

Στο μπάνιο του πύργου αυτό που χρειαζόταν ήταν ένα οθωμανικό ανάκλιντρο. Ανήκε στη θεία της, η οποία είχε παντρευτεί στις αρχές του περασμένου αιώνα έναν πασά από την Αρμενία. Η ιστορία αυτή άρεσε πολύ στον συγγραφέα Γκάρι Στάινγκαρτ – της πήρε μια ολόκληρη συνέντευξη για το μπάνιο. Εκεί η Μπεατρίτσε δεν περιγράφει μόνο το ανάκλιντρο, αλλά και την πραγματολογική του αξία: το σκληρό μαξιλάρι των οντάδων υποστήριζε κάποτε τους λαιμούς των γυναικών πριν από την έξοδό τους για χορό, χωρίς να καταστρέφει το χτένισμα. Ήταν η εποχή που όλα συνέβαιναν σε στάση οδαλίσκης – «ιδανική για σκέψεις και για πένθος», λέει η Μπεατρίτσε. Ξάπλωνα κι εγώ εκεί, όπως ο Στάινγκαρτ, για σκέψεις ή για απουσία σκέψεων, με το βλέμμα στα χαμηλά δοκάρια της στέγης. Το σωστό μέρος για κοντούς συγγραφείς σαν εκείνον κι εμένα. Όταν σηκωνόμουν, κουτουλούσα στο ταβάνι. Ένιωθα σχεδόν ψηλή.

Ο Γιαν έγραφε στο γραφείο του Γκρίσα, στον παλιό στάβλο της αγροικίας. Μια φορά τον επισκέφτηκα. Βρίσκεται ακόμη εκεί η Ολιβέτι του Ρετσόρι, στα πλήκτρα της κυκλοφορεί η ηλεκτρισμένη ενέργεια του κατόχου, όπως συμβαίνει συχνά με τις γραφομηχανές. Η παρουσία του είναι, κατά την Μπεατρίτσε, «σαν τον αέρα στο μπαλόνι». Τον αέρα αυτόν τον αισθάνθηκα και στο γραφείο του πύργου. «Τι κάνω εδώ;» αναρωτιόταν σ’ ένα παλιό του κείμενο κοιτάζοντας έξω το παράθυρο που κοιτάζω κι εγώ, την ώρα που «ο ήλιος ακονίζει τα μαχαίρια του πάνω στον ουρανό». Ή το βράδυ που τα κυπαρίσσια προβάλλουν σαν «μαύροι πυρσοί». Τι κάνω εδώ; Δύσκολη ερώτηση για μια συγγραφέα που προσπαθεί να ολοκληρώσει το βιβλίο της.

Τι κάνω εδώ;

Αυτό που έκανα τελικά στη Σάντα Μανταλένα ήταν να αφουγκράζομαι τη ζωή. Τα γαβγίσματα του Πούσκιν και της Κλοκλό, το γουργούρισμα της Ροζίνε, το γάργαρο γέλιο της Νάιλα, γειτόνισσας και αδερφικής φίλης, τον θόρυβο της οικοδομής στο διπλανό οικόπεδο, η οποία σύντομα θα στεγάσει τη βιβλιοθήκη του ιδρύματος, την τρομερή ησυχία που ερχόταν από τον πρώτο όροφο του πύργου, από το δωμάτιο του Καρέρ. Η ησυχία οφειλόταν στην απουσία του: έγραφε έξω, στον κήπο, στο πέτρινο τραπεζάκι, απέναντι από το ταφικό μνημείο του Γκρίσα. Του άρεσε να διασπείρει τη φήμη ότι η σύλληψή του έγινε στην Αίγυπτο, γι’ αυτό η Μπεατρίτσε έφτιαξε αντί για τάφο μια πυραμίδα στο ύψος του (1,89 μ.). Η κορυφή της από κόκκινο βασάλτη είναι δώρο του Ιταλού γλύπτη Αρνάλντο Πομοντόρο.

Στον Πύργο μίας βαρόνης κρύβεται μία αποικία συγγραφέων-9
Το γραφείο του Ρετσόρι με θέα στο δάσος. (Φωτογραφία: Edoardo Archi)

Παίρνοντας την προσοχή μου από το μυθιστόρημα που προσπαθούσα να τελειώσω, εξερευνώντας τα δωμάτια και τους κήπους, το βιβλίο μου –σαν σπίτι κι αυτό– ξεκλείδωνε τις κλειδαριές του, έφτιαχνε δικά του δωμάτια που δεν ήξερα πως υπάρχουν. Να κάτι που συμβαίνει στις αποικίες συγγραφέων. Ζεις με άλλα παράξενα πλάσματα, χτίζεις σπίτια πάνω στο τίποτα. Δεν νιώθεις μόνη στον κόσμο καθώς συνεχίζεις αυτή την παρανοϊκή δραστηριότητα που για να συνεννοούμαστε ονομάσαμε λογοτεχνία. 

Όσο περισσότερο γράφαμε, όσο καλύτερα γνωριζόμασταν, τόσο εμφανίζονταν οι ιδιορρυθμίες μας. Ο Εμανουέλ δεν μπορούσε να κοιμηθεί στο στρώμα του δωματίου του κι έτσι μετέφερε με τη βοήθεια του Γιαν το στρώμα από τον οντά του Τσάτουιν. Τον ονόμασα «πρίγκιπα με το μπιζέλι». Ο πρίγκιπας πήγαινε στο διπλανό χωριό κάθε πρωί, ο Γιαν κι εγώ περπατούσαμε τα απογεύματα, ο Χάνιμπαλ ποτέ. Ο Γιαν νήστευε κάθε Κυριακή, ο Εμανουέλ τον ξεπέρασε με 48ωρη νηστεία. Δοκίμασα κι εγώ. Σ’ ένα εικοσιτετράωρο το στομάχι μου ανέβηκε στο στόμα. Με άδειο μυαλό, σε πλήρη εξουθένωση, είχα τη στιγμιαία ψευδαίσθηση ότι μπορώ να γράψω σαν την Κλαρίσε Λισπέκτορ. Τα βράδια συναντιόμασταν για ταινίες στο σαλόνι. Είδαμε το Βίβα Μαρία με πρωταγωνιστή τον Ρετσόρι. Και τη νέα παράσταση της Ιζαμπέλα Ροσελίνι, καρδιακής φίλης της Μπεατρίτσε, με την οποία μιλούν συχνά στο τηλέφωνο.

Όταν συναντιόμασταν στο σπίτι, η Μπεατρίτσε πετούσε μια ελληνική φράση, «καλημέρα» ή «ντεν πειράζει». Διατηρούσε για χρόνια ένα σπίτι απίστευτης ομορφιάς στη Λίνδο, εξ ου και τα κατάλοιπα των ελληνικών. «Στην Αθήνα έβλεπα συχνά την Ιρένα Σερεμέτιεφ», λέει. «Ο πατέρας της είχε σκοτώσει τον Ρασπούτιν». Αναρωτήθηκα αν θυμόταν κάτι λάθος κι έκανα μια μικρή έρευνα. Ο πατέρας της Ιρένα ήταν πράγματι ο Φέλιξ Γιουσούποφ.  

Στον Πύργο μίας βαρόνης κρύβεται μία αποικία συγγραφέων-10
Το σαλόνι όπου η Μπεατρίτσε υποδέχεται τους συγγραφείς. (Φωτογραφία: Edoardo Archi)

Στο μεταξύ τελείωσε το μυθιστόρημα. Πιο ακριβές θα ήταν να πω ότι το βιβλίο μου γραφόταν μόνο του στη Σάντα Μανταλένα. Όλοι οι συγγραφείς ήταν χαρούμενα παιδιά στο τέλος της διαμονής. Κάποιο κεφάλαιο είχαν τελειώσει, κάποιο ζήτημα είχε λυθεί στον ίσκιο των δέντρων, στα τραπέζια του κήπου, στους περιπάτους, στα δωμάτια με τα μικρά παράθυρα. Εξ ου και το μίνι χορευτικό μας πάρτι στο τέλος. Χορέψαμε παιδικά, επιτόπου, χωρίς φιγούρες εντυπωσιασμού, σαν παιδιά του Δημοτικού που νιώθουν χαρά απλώς και μόνο επειδή τους κάλεσαν στο πάρτι. Κάποια στιγμή το πάρτι τελειώνει. Ντεν πειράζει. 

Όλοι οι συγγραφείς ήταν χαρούμενα παιδιά στο τέλος της διαμονής. Κάποιο κεφάλαιο είχαν τελειώσει, κάποιο ζήτημα είχε λυθεί στον ίσκιο των δέντρων, στα τραπέζια του κήπου, στους περιπάτους.

Όταν επέστρεψα στην Αθήνα κι άρχισα να γράφω αυτό το κομμάτι, συνεχίστηκε η αλληλογραφία μας με την Μπεατρίτσε. Κλείστηκα πάλι ευχαρίστως στο μικρό επιστολικό μας μυθιστόρημα. «Μιλούσαμε για τη Μάνη», γράφει στο τελευταίο της μέιλ, «και ξέχασα να σου πω ότι η στάχτη του αγαπημένου μου Μπρους (Τσάτουιν) βρίσκεται κάτω από μια μαραγκιασμένη ελιά. Πήγαμε εκεί με τον Πάντυ (Πάτρικ Λη Φέρμορ) και τον μάλωσα που διάλεξε ένα τόσο αδιάφορο δέντρο. Λίγα βήματα πιο πέρα βρίσκονταν τα ερείπια μιας βυζαντινής εκκλησίας. Νομίζω ότι ο Μπρους θα χαιρόταν πολύ να καταλήξει εκεί».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT