Γιατί βλέπουμε ξανά και ξανά τα ελληνικά σίριαλ των 90s και των 00s

Γιατί βλέπουμε ξανά και ξανά τα ελληνικά σίριαλ των 90s και των 00s

Απλές επαναλήψεις ή σειρές που δημιουργούν ταύτιση ακόμα και σε ανθρώπους που δεν είχαν γεννηθεί όταν πρωτοπροβλήθηκαν;

13' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στα γενέθλιά μου οι κοντινοί μου άνθρωποι εμφανίστηκαν στο σπίτι με μια τούρτα. Πλάι στα κεριά έστεκαν τεράστιες οδοντογλυφίδες με φιγούρες της ελληνικής μυθοπλασίας των ’90s – αρχών ’00s και χαρακτηριστικές ατάκες τους. Ανάμεσά τους, έβλεπα το ξινισμένο βλέμμα του Γιάννη Μπέζου στους Απαράδεκτους, σαν να μου έλεγε «Γλύκανε, μωρή, μην είσαι σαν κακό ψόφο να ’χεις», και από πίσω τον αντικατοπτρισμό του Χάρη Ρώμα στον ρόλο του Κωνσταντίνου Κατακουζηνού, όπου αυτοεπαιρόταν σε καθρέφτη του νεοκλασικού σπιτιού του Κωνσταντίνου και Ελένης, λέγοντας: «Φτου σου, αγόρι μου, έχεις πολύ τύπο». Οι φίλοι έστρεψαν τις κάμερες των κινητών τους μόνο στην τούρτα και άρχισαν να μιμούνται τις ατάκες, θυμήθηκαν άλλες και έτσι δημιουργήθηκε ένα γαϊτανάκι γέλιου που κράτησε ώρα.

Επανάληψη ίσον καλοκαίρι

Ώρες ώρες, καθώς αυτές οι σειρές προβάλλονται στην τηλεόραση ή παίζουν στην οθόνη του κινητού μου, αναλογίζομαι πόσα χρόνια έχουν περάσει από την πρώτη προβολή τους. Με τους Δύο ξένους έχουμε την ίδια ηλικία, φέτος έγιναν 27. Του χρόνου, το Ντόλτσε βίτα θα γίνει 30. Οι Απαράδεκτοι ήδη έκλεισαν τα 33. Κάθε φορά που οι σειρές αυτές παίζουν σε επανάληψη, βρίσκονται στα trends του Χ και περνούν σε τηλεθέαση το πρόγραμμα της σεζόν. Μετά το τέλος της δε, κοντά στα μέσα Ιουνίου, οπότε το φρέσκο ψυχαγωγικό πρόγραμμα κατεβάζει ρολά, οι επαναλήψεις αυτών των σειρών έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι του καλοκαιριού. «Το Mega έβαλε το Ρετιρέ, άρα μπήκαμε και επίσημα στο καλοκαίρι», λέει ο τηλεοπτικός μύθος.

Η δημοφιλία των σειρών της ελληνικής μυθοπλασίας συνεχίζεται και στα μιμίδια. Δημιουργοί περιεχομένου χρησιμοποιούν το κωμικό τους περιτύλιγμα για να «κουμπώσει» στην εκάστοτε επικαιρότητα. Ταυτόχρονα, οι χρήστες ντουμπλάρουν επικές στιχομυθίες (πρώτα στο Dubsmash, ύστερα στο ΤikTok) και παρωδούν διάφορες σκηνές από αυτές, στηλιτεύοντας μεταξύ άλλων σχέσεις, ανθρώπινες συμπεριφορές, επαγγελματική και στρατιωτική καθημερινότητα. Πολλές φορές στη διάρκεια της δουλειάς, την ώρα του φαγητού, κατά την επιστροφή στο σπίτι και στον ύπνο, συμβαίνει να αντικαθιστούν τη μουσική και το ραδιόφωνο ως μέσο χαλάρωσης, λειτουργώντας νανουριστικά ως comfort pill για άτομα της Γενιάς Ζ. Οι ατάκες έχουν μετατραπεί σε κώδικα επικοινωνίας στον καθημερινό λόγο, ενώ εμβληματικοί ήρωες εικονογραφούνται και κοσμούν σελίδες στο Instagram, κούπες και ημερολόγια. Με λίγα λόγια, η ελληνική μυθοπλασία των ’90s και των early ’00s ζει, βασιλεύει και την ποπ κουλτούρα των ’20s κυριεύει, κατακτώντας ακόμη και άτομα που δεν είχαν γεννηθεί όταν αυτές οι σειρές προβλήθηκαν για πρώτη φορά στη μικρή οθόνη.

Ένας μικρός χαμός

«Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα γινόταν αυτός ο χαμός με το Ντόλτσε βίτα και τα Εγκλήματα. Και στις δύο δουλειές, κανείς μας δεν είχε την ενόραση να καταλάβουμε το μέγεθος αυτού που κάναμε τότε», θυμάται η Μαρία Καβογιάννη, η οποία συμμετείχε στις παραπάνω σειρές στον ρόλο της οικονόμου Ασπασίας Βαρδάτσικου και της ιερόδουλης Κορίνας Μητροπούλου-Κουτσούμπα, αντίστοιχα. «Είναι πολύ παράξενο για μένα το πώς γίνεται να βλέπει ο κόσμος ακόμα αυτές τις σειρές, πόσω μάλλον να αναπαράγουν τις ατάκες σε κάποια επικαιρότητα. Πολλοί μού έχουν πει ότι βλέπουν τις σειρές την ώρα που τρώνε το μεσημεριανό, άλλοι πριν κοιμηθούν, ενώ με έχουν σταματήσει και στον δρόμο για να τραγουδήσω το Μακαρένα, όπως στο Ντόλτσε βίτα». 

Γιατί βλέπουμε ξανά και ξανά τα ελληνικά σίριαλ των 90s και των 00s-1

Το ίδιο έχει παρατηρήσει και ο Χάρης Ρώμας, ο οποίος μαζί με την Άννα Χατζησοφιά έχουν υπογράψει συγγραφικά μερικές από τις πιο δημοφιλείς σειρές των ’90s, όπως Οι Μεν και οι Δεν, Ο κακός Βεζύρης και το Κωνσταντίνου και Ελένης, το οποίο παίζει (σχεδόν) ασταμάτητα σε επανάληψη κάθε μεσημέρι στον ANT1. «Για τους μεγαλύτερους είναι μια νοσταλγία για την εποχή που προβλήθηκαν, αλλά για τις νεότερες γενιές λειτουργούν ως μέσο διαφυγής με πολλαπλούς τρόπους», λέει και παραμένει εντυπωσιασμένος από το γεγονός πως «οκτάχρονα παιδιά βλέπουν τη σειρά και, όταν με συναντούν στον δρόμο, μου λένε όλες τις ατάκες του Κωνσταντίνου και Ελένης απέξω. Και να μου το έλεγε κανείς ότι αυτό θα συνέβαινε και το 2024, δεν θα το πίστευα».

Σειρές με αγνά υλικά

Και δεν είναι μόνο αυτές οι σειρές που παραμένουν δημοφιλείς. Είναι και οι: Τρεις Χάριτες, Της Ελλάδος τα παιδιά, Δις Εξαμαρτείν, Εκείνες κι εγώ, Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή. Είναι και σειρές των πρώτων χρόνων της νέας χιλιετίας που έχουν κοινά χαρακτηριστικά στο γύρισμά τους, όπως οι: Τι ψυχή θα παραδώσεις μωρή;, Είσαι το ταίρι μου, Το καφέ της Χαράς, Σαββατογεννημένες, Στο παρά πέντε. Σειρές που συνδέθηκαν με την άνθηση και την ακμή της ιδιωτικής τηλεόρασης και διαθέτουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά. «Έξυπνες και δηλητηριώδεις ατάκες που είναι πονηρές, χωρίς να είναι χυδαίες, κεντημένοι χαρακτήρες σειρών και προχωρημένες για την εποχή τους ιδέες ήταν στοιχεία που έκαναν τις σειρές της δεκαετίας του ’90 και των αρχών των ’00s διαχρονικές. Αρκεί να σκεφτούμε πως το Δις Εξαμαρτείν μιλάει για ένα ερωτικό τρίγωνο και θίγει την πολυσυντροφικότητα. Τα Εγκλήματα μας έκαναν να αγαπήσουμε και να ταυτιστούμε με μια κατά συρροή δολοφόνο και μια ιερόδουλη, ενώ στο Ντόλτσε βίτα, με το άγχος της πρωταγωνίστριας να μη μαθευτεί το μυστικό της, καθώς τα φτιάχνει με τον φίλο της κόρης της. Και είμαστε ακόμη στο 1995», διακρίνει ο Χρήστος Μπαρδουνιώτης, που βρίσκεται πίσω από τη σελίδα 090 – Greek Cult TV, στην οποία εδώ και δέκα χρόνια μοιράζεται μιμίδια από ατάκες σειρών που έχουν μεγάλη απήχηση και σπάνιο υλικό από την τηλεόραση εκείνης της δεκαετίας που έχει ψηφιοποιήσει. 

Προσθέτουμε και κάποια ακόμα συστατικά: τη δεμένη παρέα συντελεστών που θα μεταφέρει μέσα από το «γυαλί» τη μεταξύ τους χημεία και έναν κλειστό χώρο (διαμέρισμα, μονοκατοικία, γραφείο, μαγαζί), ο οποίος ήταν ένα κομμάτι του μικρόκοσμου της εκάστοτε σειράς, κάνοντας τους τηλεθεατές να συσχετιστούν ευκολότερα με τη συνθήκη της δράσης. Παρά το γεγονός ότι το τελευταίο μοτίβο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση των σειρών Είσαι το ταίρι μου, Καφέ της Χαράς και Στο παρά πέντε, όπου η διαφορά στο μπάτζετ αποτυπώνεται στην οθόνη με την εξέλιξη της ιστορίας να συμβαίνει σε πολλούς διαφορετικούς εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους, οι δύο σειρές εμφανίζουν κειμενικά τους κώδικες γραφής των σειρών της δεκαετίας του ’90. Όλες τους όμως δεν θα είχαν την απήχηση που έχουν, αν δεν ήταν οι άνθρωποι μπροστά και πίσω από τις κάμερες.

Ιστορία γράφουν οι παρέες

Την περίοδο των Απαράδεκτων, ο Δημήτρης Φραγκιόγλου ήταν 29 χρονών και έβλεπε πως δεν υπήρχε μια σειρά που να εκφράζει τον κόσμο της γενιάς του, τόσο στην ιδιωτική, όσο και στη δημόσια τηλεόραση. «Νομίζω ότι η ουσία πίσω από τους Απαράδεκτους και Της Ελλάδος τα παιδιά ήταν η αμεσότητα με την οποία μοιραζόμασταν το χιούμορ και τα αστεία που θα κάναμε με την παρέα μας σε ένα μέσο, όπου κανένας άλλος δεν μπορούσε μέχρι τότε να εκφράσει». Εκτός από την γκεστ εμφάνισή του στο 31ο επεισόδιο, ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος συμμετείχε στην ανάπτυξη των ιστοριών των Απαράδεκτων από το ενδέκατο επεισόδιο, ενώ, εκτός από τον ρόλο του Χλαπάτσα και την ενδεικτική ατάκα του («θα σας δείξω εγώ, θα δείτε τι θα πάθετε»), είχε επίσης ενεργό ρόλο και στα κείμενα της στρατιωτικής κωμωδίας του Δημήτρη Βενιζέλου Της Ελλάδος τα παιδιά, η οποία «δεν στηρίχθηκε ούτε την πίστεψαν όσο θα ’πρεπε. Απέκτησε μεγαλύτερη αποδοχή κυρίως χάρη στην υστεροφημία της. Νομίζω πως το στοιχείο που έκανε τη σειρά αναγνωρίσιμη ήταν το ότι ήμασταν απόλυτα ειλικρινείς».

Για τον Χάρη Ρώμα, ένα κομμάτι της αναγνωρισιμότητας οφείλεται στους ήρωες και στις σχέσεις μεταξύ τους. «Όπως συνέβη και με τους Απαράδεκτους της Παπαδοπούλου, τις Τρεις Χάριτες των Ρέππα – Παπαθανασίου και τη σειρά Στο παρά πέντε του Καπουτζίδη, οι σχέσεις μεταξύ των ηρώων κάνουν τους τηλεθεατές να νιώθουν οικεία, ακόμα και όταν έχουν αρνητικά στοιχεία, όπως συμβαίνει με τον Κατακουζηνό», παρατηρεί. Παρόμοια άποψη και με τους δύο συγγραφείς έχει και η Μαρία Καβογιάννη, η οποία δίνει έμφαση στο αίσθημα οικειότητας που δημιουργεί «το στοιχείο της αθωότητας στα κείμενα και μια μορφή ειλικρίνειας που δεν σοκάρει. Νομίζω πως η θετική ενέργεια μερικών φίλων που μεταφέρθηκε στην οθόνη και το αγνό μας «παιχνίδι» προκάλεσαν αυτή την τηλεοπτική επανάσταση που κάναμε και κατέστησαν διαχρονικό το χιούμορ των σειρών αυτών, ωθώντας ανθρώπους από κάθε γενιά να ταυτιστούν μαζί τους. Βοήθησαν βέβαια και οι επαναλήψεις».

Νοσταλγία ή comfort zone;

Οι επαναλήψεις των σειρών παίζουν τεράστιο ρόλο στην επαναλαμβανόμενη επιτυχία τους και στη διαρκή αναπαραγωγή τους. Βέβαια, οι επαναλήψεις παίρνουν διάφορες μορφές. Δεν είναι μόνο οι τηλεοπτικές, όπως η περίπτωση του Κωνσταντίνου και Ελένης, αλλά στην εξίσωση προστίθενται οι θεάσεις στο YouTube σε διάφορες φάσεις της ημέρας, στα σκετσάκια με σκηνές που αναπαριστώνται ερασιτεχνικά από παρέες και κοινοποιούνται στο TikTok, αλλά και στα reunions χαρακτήρων που γίνονται στο πλαίσιο εκπομπών και μαγκαζίνο. Ο Σπύρος Χαιρέτης, διδάκτορας ΜΜΕ και πολιτιστικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, εξηγεί αυτό το φαινόμενο τοποθετώντας στη συζήτηση τις «δυναμικές ώθησης και έλξης», έναν επιστημονικό όρο που ανήκει στην καθηγήτρια Μέσων και Επικοινωνίας Ανέτ Χιλ. «Από τη μία πλευρά, παρατηρούμε τη γνώριμη τακτική των τηλεοπτικών καναλιών να πριμοδοτούν συγκεκριμένες σειρές, προβάλλοντάς τες σε επανάληψη, αρχειοθετώντας τες στα επίσημα Web TVs, και να τις χρησιμοποιούν ως μοχλό συναισθηματικής ή νοσταλγικής πίεσης, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση των Απαράδεκτων και την προβολή τους πριν από την παύση λειτουργίας του Mega». 

«Νομίζω πως η θετική ενέργεια μερικών φίλων που μεταφέρθηκε στην οθόνη και το αγνό μας “παιχνίδι” προκάλεσαν αυτή την τηλεοπτική επανάσταση που κάναμε». Μαρία Καβογιάννη

Ωστόσο, στην περίπτωση των μη συνειδητών τηλεθεατών ταιριάζουν οι δυναμικές της έλξης. «Από την άλλη πλευρά, παρατηρείται ότι μια μερίδα του τηλεοπτικού κοινού επιθυμεί για τους δικούς του λόγους να επιστρέφει σε αυτές τις σειρές και να τις καταναλώνει, είτε μέσα από τις επίσημες διαδικτυακές πηγές είτε παράνομα, μέσα από βίντεο στο YouTube και άλλες streaming πλατφόρμες. Βέβαια, αυτό το υλικό ξεπερνά τα κείμενα της σειράς και καταναλώνεται εμπορευματοποιημένο, λαμβάνοντας τη μορφή τετραδίων, ρούχων και άλλων αναμνηστικών».

Σε αυτό το σημείο ας μου επιτραπεί η παραδοχή πως έχω στην κατοχή μου μια μπλούζα που αναγράφει με κόκκινα γράμματα «Ήμουν κι εγώ στο ασανσέρ», όπως ακριβώς η πεντάδα του Στο παρά πέντε, ενώ οι καρτ ποστάλ με εικονογραφημένες βιτριολικές ατάκες της Ντένης Μαρκορά στους Δύο ξένους και της δολοφονικής Σωσώς Παπαδήμα από τα Εγκλήματα ακόμα «περιμένουν» να μπουν σε κάποια κορνίζα. Από την άλλη, η 18χρονη Ελένη Κ. από τη Θεσσαλονίκη κάνει συλλογή και κοσμεί τον τοίχο του δωματίου της με αυτές. Φέτος προετοιμαζόταν για τις Πανελλήνιες και για αποσυμφόρηση κατέφευγε στις ελληνικές κωμωδίες. «Όταν έκανα διάλειμμα από το διάβασμα, άνοιγα το YouTube και έβαζα ένα επεισόδιο από μια σειρά. Κάποιες, όπως το Τι ψυχή θα παραδώσεις μωρή; και το Ντόλτσε βίτα, τις έμαθα από στο TikTok και κάποιες άλλες από τις επαναλήψεις. Όταν επέστρεφα από το σχολείο και δεν είχα φροντιστήριο το μεσημέρι, προλάβαινα το Κωνσταντίνου και Ελένης λίγο πριν τελειώσει», λέει. Βέβαια, το πιο εντυπωσιακό είναι η γνώση της για τους Απαράδεκτους. «Τους είχα ανακαλύψει τυχαία, όταν οι γονείς μου έβλεπαν τη σειρά στην τηλεόραση. Ήξερα τον Γιάννη Μπέζο από το Ευτυχισμένοι μαζί και, επειδή μου φαινόταν αστείος, κάθισα μαζί τους να τη δω. Μου άρεσε που έδειχνε τα στραβά των ανθρώπων με αστείο τρόπο. Κάποιες ατάκες και αναφορές δεν τις καταλάβαινα, αλλά όταν άκουγα κάποιες άλλες και έβλεπα τις καταστάσεις τους, σκεφτόμουν τη σχέση με τους φίλους μου και τις δυσκολίες μας ως παρέα».

Την ίδια στιγμή, για τον Νίκο Λ., που μπήκε πέρυσι στην τρίτη δεκαετία της ζωής του και σπουδάζει στο Ρέθυμνο, οι σειρές αυτές αποτελούν τη συντροφιά του μόλις επιστρέφει στο σπίτι. «Δεν ξέρω, όταν βλέπω αυτούς τους ήρωες ή τους ακούω από το ηχείο του κινητού μου την ώρα που κάνω δουλειές ή μαγειρεύω, νομίζω πως είναι δίπλα μου και μου κάνουν παρέα. Μία από τις σειρές που με χαλαρώνουν είναι οι Στάβλοι της Εριέτας Ζαΐμη και βιντεάκια με τα best of της Σάσας από το Ντόλτσε βίτα και της Ντένης Μαρκορά από τους Δύο ξένους». Για τον Νίκο, αλλά και για πολλούς άλλους, η συνεχής αναπαραγωγή τους λειτουργεί ως καταφύγιο, ως ένα comfort food που τους βελτιώνει την ψυχολογία. «Έτσι λειτουργούν αυτές οι σειρές. Το γεγονός ότι τις περισσότερες φορές γνωρίζουμε την πλοκή της εκάστοτε σειράς ή θυμόμαστε απέξω τις ατάκες που θα ακολουθήσουν προσφέρει, λόγω της οικείας σχέσης μας με τα τηλεοπτικά προϊόντα, ασφάλεια και μικρότερη διανοητική προσπάθεια από πλευράς μας», σημειώνει ο κ. Χαιρέτης.

Στέκομαι λίγο στις ηρωίδες που ανέφερε ο νεαρός φοιτητής και οι οποίες βρίσκουν ένα σημείο επαφής με τη ΛΟΑΤΚΙΑ+ κοινότητα. Με τη σειρά της, η κοινότητα τις έχει ειδωλοποιήσει, ενσωματώνοντας τους κώδικες επικοινωνίας τους στον καθημερινό λόγο και χρησιμοποιώντας τες για έμπνευση σε διάφορες μορφές τέχνης. «Σε έναν βαθμό, λειτούργησαν ως πρότυπα και συντρόφευσαν μια μερίδα κόσμου να διαπραγματευτεί την έξοδο από την ντουλάπα ή να ξεπεράσει προσωπικές δυσκολίες. Η δημοφιλία που έχουν οι παραπάνω ηρωίδες οφείλεται πιθανώς στο γεγονός ότι οι ρόλοι τους υποσκάπτουν ή διακωμωδούν τις νόρμες και καθορίζουν τη συμπεριφορά και τη λειτουργία των θηλυκοτήτων στο πλαίσιο της ετεροκανονικής κοινωνίας», σχολιάζει ο κ. Χαιρέτης.

Οι εξαιρέσεις στον κανόνα 

Επιστρέφοντας στα λεγόμενα των δύο νεαρών ατόμων που μιλούν κάπως στοργικά για το πόσο «καταπραϋντικά» λειτουργούν αυτά τα κείμενα στην ψυχολογία τους, σκέφτηκα να τους ρωτήσω για το αν θα δοκίμαζαν να δουν κάποια κωμωδία από αυτές που προβλήθηκαν τα τελευταία χρόνια στην τηλεόραση. Παρόλο που δεν παρακολουθούν τα τηλεοπτικά προγράμματα, καθώς αναφέρουν πως δεν τους εκφράζουν, στέκονται και οι δυο τους στις οικογενειακές κωμωδίες Το σόι σου (διασκευή της ισραηλινής κωμικής σειράς Sabri Marnan) και Τούρτα της μαμάς, που αποτέλεσε την πιο πρόσφατη τηλεοπτική δουλειά του συγγραφικού διδύμου των Αλέξανδρου Ρήγα και Δημήτρη Αποστόλου.

Μια βόλτα στον αλγόριθμο του TikTok, όπου υπάρχουν αποσπάσματα της σειράς, αρκεί για να καταλάβει κανείς πόσο δημοφιλής είναι στις εφηβικές ηλικίες. Και η αλήθεια είναι πως η διασκευή της ισραηλινής κωμωδίας στην ελληνική τηλεόραση διαθέτει κομμάτια από τα χαρακτηριστικά των σειρών για τις οποίες κάναμε λόγο: έξυπνες ατάκες, γυρίσματα σε κλειστό χώρο και φιλικό και οικογενειακό κλίμα που μεταφέρεται και στους τηλεθεατές. Βέβαια, στην περίπτωση της Τούρτας προσθέτουμε την ακομπλεξάριστη και βιτριολική γραφή των δύο δημιουργών, η οποία έχει καθορίσει την κωμωδία των ’90s. Ωστόσο, αυτά τα παραδείγματα μοιάζουν με πυροτεχνήματα μέσα στη νέα άνθιση της ελληνικής μυθοπλασίας, η οποία απαρτίζεται σχεδόν αποκλειστικά από δραματικές και σειρές εποχής, ενώ όσες κωμωδίες κι αν υπάρχουν στο πρόγραμμα της σεζόν, θεωρούμε πως δεν θα έχουν την απήχηση που είχαν και έχουν ακόμα οι παλιότερες σειρές.

Ζητείται κωμωδία

«Μέσα σε αυτή την άνθιση των σειρών, υπάρχει το παράδοξο της δυσκολίας να βρεθεί κάποιος εκφραστής της εποχής που ζούμε· και αν βρεθεί, να του δοθεί χώρος να κάνει τη δουλειά του», παρατηρεί ο Δημήτρης Φραγκιόγλου. Η πολιτικά ορθή κωμωδία παίζει τον ρόλο της σε αυτή τη δυσκολία. «Η ελληνική τηλεόραση πλέον δεν έχει κωμωδία. Ζούμε στην εποχή του πολιτικώς ορθού, οπότε τα κανάλια και οι σεναριογράφοι δεν παίρνουν το ρίσκο να γράψουν μια κωμωδία. Βέβαια, ας μην κρυβόμαστε, αν κοιτάξουμε πίσω στα ’90s, υπάρχουν στις κωμωδίες πάρα πολλά αστεία που σήμερα δεν θα ακούγονταν», σχολιάζει ο Χρήστος Μπαρδουνιώτης. Μην ξεχνάμε όμως και τον παράγοντα της χημείας. «Απαραίτητο συστατικό είναι και η παρέα. Όσο καλοφτιαγμένο κι αν είναι ένα σίριαλ, αν δεν δοθεί χρόνος στους ηθοποιούς να ζυμωθούν καλά μεταξύ τους, δεν θα πάει καλά», λέει ο κ. Φραγκιόγλου.

«Η ελληνική τηλεόραση πλέον δεν έχει κωμωδία. Ζούμε στην εποχή του πολιτικώς ορθού, οπότε τα κανάλια και οι σεναριογράφοι δεν παίρνουν το ρίσκο να γράψουν μια κωμωδία». Χρήστος Μπαρδουνιώτης 

Όση ώρα γράφεται το ρεπορτάζ, από το λάπτοπ ακούγονται οι τέσσερις ηρωίδες του Τι ψυχή… που σχεδιάζουν να δολοφονήσουν τον κακοποιητή τους. Και ο νους μου πηγαίνει στο σχολείο, στη δασκάλα που έκανε παρατήρηση στη μητέρα μου όταν δήλωσα στην τάξη, εντελώς αθώα και ειλικρινά, πως ήταν ο λόγος που έμεινα ξύπνιος και χασμουριόμουν το πρωί στο μάθημα. Στο προαύλιο, όπου κάθε Τρίτη πρωί είχαμε το δεκάλεπτο του Παρά πέντε, στο οποίο ανταλλάσσαμε τις ατάκες που θυμόμασταν από το προηγούμενο επεισόδιο. Στους εφηβικούς καβγάδες, όπου χρησιμοποιούσαμε την ειρωνεία της Ντένης Μαρκορά για να εξουδετερώσουμε τα κακοποιητικά άτομα στις αυλές των σχολείων. Ύστερα, στον στρατό, στους μικρούς Χλαπάτσες που κατέδιδαν συν-φαντάρους τους και στη διάθεση για σκαπουλάρισμα από οποιαδήποτε αγγαρεία, όπως οι τρεις σμηνίτες από τη σειρά Της Ελλάδος τα παιδιά. Και πρόσφατα, στο τέλος μιας εποχής, στο πένθος που βίωσε η Γενιά Ζ με τον θάνατο της Ντίνας Κώνστα και της Άννας Παναγιωτοπούλου, όταν το Χ και το Instagram γέμισαν με εικόνες και βίντεο από ατάκες τους και λόγια αποχαιρετισμού. Κάπως έτσι μπορεί να ένιωσαν και οι γονείς μας, όταν οι ηθοποιοί με τους οποίους μεγάλωσαν και συνέδεσαν τα παιδικά τους χρόνια, «έφυγαν». Οι γονείς μας είχαν ως σημείο αναφοράς τις παλιές κωμωδίες του ελληνικού κινηματογράφου. Εμείς έχουμε την τηλεοπτική μυθοπλασία των ’90s για να «μένουμε πάντα παιδιά». Σημεία των καιρών μας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT