Συναντιόμαστε στη λίμνη Βοτόμου, λίγο έξω από τον Ζαρό, και διαλέγουμε ένα τραπέζι κάτω από τη δροσερή σκιά των πλατανιών. Η βυθισμένη βάρκα που αχνοφαίνεται κάτω από το πράσινο νερό έχει κάτι από τη μαγική αίσθηση που χαρακτηρίζει πολλές σελίδες του μυθιστορήματος που έκανε διάσημο στους λογοτεχνικούς κύκλους τον Μιχάλη Αλμπάτη, Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους. Το βιβλίο περιγράφει πώς ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι στην Κρήτη της δεκαετίας του ’50 συνειδητοποιεί ότι μπορεί να ακούει τις σκέψεις των νεκρών. Κυκλοφόρησε πριν από δύο χρόνια από τις εκδόσεις Νήσος, αφού πρώτα είχε απορριφθεί από δεκάδες άλλους οίκους − μια ιστορία που ακούμε συχνά έπειτα από μια απρόσμενη εκδοτική επιτυχία, που εν προκειμένω χτίστηκε με τον αποτελεσματικότερο τρόπο: «από στόμα σε στόμα». Καθώς βρισκόμαστε, λοιπόν, στην καρδιά της Κρήτης, η κουβέντα μας ξεκινάει από τον τόπο.
Πώς ένιωσες όταν επέστρεψες μόνιμα στο χωριό;
Όταν έκλεισα το μαγαζί μου στο Ηράκλειο, το 2011, και επέστρεψα, στα σαράντα μου πια, στο χωριό, η αλλαγή ήταν πολύ περίεργη. Από τη μια, το ένιωθα σαν ήττα το ότι αναγκάστηκα να επιστρέψω στο παιδικό μου δωμάτιο. Ήταν όμως ταυτόχρονα μια ευκαιρία να ξανασυνδεθώ με τους γονείς μου, να δω το παρελθόν και την καταγωγή μου και να κατανοήσω ότι, εκτός από τα τόσα αρνητικά, κουβαλάω από αυτή την καταγωγή και από αυτό το παρελθόν έναν τεράστιο πλούτο. Είναι πολύ διαφορετικό το να μεγαλώσεις σε μια πόλη από το να μεγαλώσεις σε ένα χωριό. Οι άνθρωποι εδώ είναι πιο δεμένοι με τη φύση, με τον μύθο. Τότε γεννήθηκε και η ιδέα του αγοριού που μιλάει με τους νεκρούς, μόνο σε ένα τέτοιο περιβάλλον θα μπορούσε να ανθίσει. Είχα καταγράψει ήδη κάποιες ιστορίες από παππούδες και γιαγιάδες, κι έτσι συνδύασα την κεντρική ιστορία του Φανούρη Νιδεράκη με κάποιες αληθινές ιστορίες και με κάποιες που είναι μεν φανταστικές αλλά υπακούν στο ίδιο πνεύμα. Το αληθινό και το μαγικό είναι πάρα πολύ όμορφα ενσωματωμένα στην κουλτούρα του νησιού. Εμείς μεγαλώσαμε ακούγοντας ιστορίες για νεράιδες, ξόρκια και μαγγανείες.
Τα πίστευαν αυτά που σας έλεγαν;
Σε μεγάλο βαθμό πίστευαν στην ύπαρξη φαντασμάτων και στη δύναμη της γητειάς. Οι άνδρες είναι συνήθως πιο σκληροί και αυστηροί, αλλά και πάλι καθένας έχει να σου πει μια ιστορία που κρύβει μέσα της το ανεξήγητο. Όπως αυτή με τον παππού του Φανούρη, που γυρνάει από τον πόλεμο και καπνίζει ένα τσιγάρο με έναν ξάδερφο που αποδεικνύεται ότι ήταν πεθαμένος. Αυτή είναι αληθινή ιστορία − έχει συμβεί στον παππού μου. Οι ψυχολόγοι θα την αποδώσουν σε μετατραυματικό στρες, γιατί ο άνθρωπος είχε μόλις επιστρέψει από τον πόλεμο στην Αλβανία. Κι ενώ δεν ήταν αλαφροΐσκιωτος, κάπνισε το τσιγάρο του με ένα φάντασμα. Ακόμα και οι πιο ορθολογιστές στην Κρήτη έχουν να σου πουν μια ιστορία που κρύβει μεταφυσικά στοιχεία. Τον άλλο μου παππού δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω, θα είχε κι αυτός σίγουρα πολλές ιστορίες να μου πει. Εκείνος το είχε σκάσει από το σπίτι και δήλωσε ψεύτικη ηλικία για να πάει να πολεμήσει στη Μακεδονία. Έφυγε 17 χρονών και επέστρεψε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, δεκαεπτά χρόνια μετά. Ήταν μάλιστα αξιωματικός στη στρατιά του Νίδερ και, επειδή υπερηφανευόταν γι’ αυτό, βγήκε το παρατσούκλι ο Νίδερης και τα Νιδεράκια. Έτσι πήρε και το επώνυμό του ο Φανούρης στο βιβλίο.
Υπάρχει η Κρήτη που περιγράφεις; Θα τη βρει ένας σημερινός επισκέπτης;
Αν κάποιος απομακρυνθεί από τα παράλια και από την αθλιότητα του σύγχρονου τουρισμού, θα βρει στοιχεία της. Αλλά θα πρέπει να καταφύγει στα χωριά, στην ορεινή Κρήτη και στους μικρούς οικισμούς. Οι άνθρωποι στα χωριά −κυρίως αυτοί της μεγαλύτερης ηλικίας− θέλουν να σου μιλήσουν. Έχουν πάρα πολλά πράγματα να πουν. Επικοινωνούν ακόμη. Όσο πάμε σε νεότερες ηλικίες, καταργείται αυτό. Οι μεγαλύτεροι μιλάνε, μοιράζονται. Και παραμένει ακόμη έντονο το στοιχείο της φιλοξενίας.
«Οι άνθρωποι στα χωριά −κυρίως αυτοί της μεγαλύτερης ηλικίας− θέλουν να σου μιλήσουν. Έχουν πάρα πολλά πράγματα να πουν. Επικοινωνούν ακόμη».
Έρχονται άνθρωποι να σου πουν τις ιστορίες τους αφού έγιναν γνωστά τα βιβλία σου;
Πολλοί μου λένε «θα σου πω την ιστορία μου να τη γράψεις». Η πιο σπαρακτική ιστορία που χρησιμοποίησα στους Νεκρούς είναι αυτή από τη Μικρασία, η οποία είναι αληθινή. Ήταν από έναν γέροντα κοντά στον Ζαρό που είχε πολεμήσει, είχε πιαστεί αιχμάλωτος και είχε βιώσει αυτή την τρομερή ιστορία με τον βιασμό των τριών κοριτσιών από την Τουρκία. Αλλά υπάρχουν κι άλλες. Άλλες μυστήριες, άλλες αστείες, άλλες ερωτικές. Όπως κι αυτή με το νεαρό αγόρι που συναντάει τις τρεις μάγισσες. Κι αυτή υποτίθεται ότι είναι μια αληθινή ιστορία. Δεν ξέρω με πόσα ψέματα την είχε φορτώσει για να την κάνει πιο ενδιαφέρουσα ο αφηγητής της. Γιατί το ψέμα είναι βασικό συστατικό για να ομορφύνει μια ιστορία. Με το να έχουμε πλήρη ελευθερία να πούμε ψέματα, λέμε αλήθειες που αλλιώς δεν θα μπορούσαν να ειπωθούν. Αυτό είναι το μαγικό στοιχείο της τέχνης γενικότερα, αλλά της μυθιστορίας ακόμα παραπάνω.
Ενοχλήθηκε κανείς από τις ιστορίες που μοιράστηκες μέσα από τους Νεκρούς;
Μέχρι τώρα, μόνο μία κυρία έχει διαμαρτυρηθεί, κι αυτό επειδή ο παππούς της παρουσιαζόταν στο βιβλίο σαν τσιγκούνης. Αλλά το ίδιο του το παρατσούκλι παρέπεμπε εκεί. Γενικότερα, όχι. Νομίζω βέβαια ότι δεν έχουν διαβάσει και πάρα πολλοί χωριανοί το βιβλίο. Είναι περήφανοι που αναφέρεται ο τόπος τους και τώρα, που συζητάμε για να μεταφερθεί στην τηλεόραση, όλοι στον Ζαρό μού ζητάνε να πω στους παραγωγούς να γυρίσουμε κάποιες σκηνές στο χωριό. Το καλοκαίρι που έγινε μια παρουσίαση του βιβλίου στο πνευματικό κέντρο, με ρώτησαν επίσης γιατί άλλαξα το όνομά μου, το οποίο στην πραγματικότητα δεν είναι Αλμπάτης, αλλά Αλμπαντάκης. Ένας προπάππους ήταν πεταλωτής και η κρητική λέξη «αλμπάτης» προέρχεται από το τουρκικό «ναλμπάτ», που σημαίνει ακριβώς αυτό. Οπότε, στην πραγματικότητα για μένα δεν είναι ψευδώνυμο, αλλά το πραγματικό όνομα της οικογένειας. Η κατάληξη «-άκης» πάντα με χαλούσε. Ίσως μας την κόλλησαν οι Τούρκοι σαν υποτιμητικό. Η άλλη ερώτηση που δέχτηκα ήταν γιατί δεν αναφέρεται ρητά το χωριό με το όνομά του. Νομίζω όμως ότι είναι πιο ωραίο να αφήσεις το περιθώριο στον αναγνώστη να ψάξει να βρει αν το χωριό είναι υπαρκτό με βάση τα υπόλοιπα που κατονομάζονται. Πού είναι η γειτονική Απόλυχνος; Υπάρχει άραγε στον χάρτη;
Το καινούργιο σου βιβλίο (Η κατάλυση του χρόνου) είναι πολύ διαφορετικό και έχει να κάνει με τη δύναμη των βιβλίων.
Ένα μέρος του έχει να κάνει με τα βιβλία, τις ιδέες και την εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος. Πρωταγωνιστής είναι ένα αγόρι σε μια σοφίτα, που δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο παρά να διαβάζει. Ουσιαστικά, το αγόρι αυτό ενηλικιώνεται διαβάζοντας, χωρίς να έχει ερεθίσματα πέρα από τα βιβλία. Αυτό είναι ένα σχόλιο σε σχέση με το πώς προσλαμβάνουμε την πραγματικότητα. Κι είναι και λίγο αυτοβιογραφικό, γιατί εγώ σε μεγάλο βαθμό νιώθω ότι πέρασα έτσι την εφηβεία μου. Απλώς η σοφίτα μου ήταν λίγο μεγαλύτερη, ήταν το χωριό. Ένιωθα απομονωμένος και ένιωθα ότι η μόνη μου διέξοδος ήταν τα βιβλία. Στις εποχές τις δικές μας δεν υπήρχε καν η ιδιωτική τηλεόραση. Χωρίς ίντερνετ και χωρίς άλλα ερεθίσματα, η μόνη μας διέξοδος ήταν τα βιβλία.
Σήμερα, όμως, ειδικά η νέα γενιά είναι διαρκώς μπροστά σε μια οθόνη.
Συζητούσα με έναν φίλο που είναι ογδοντα-τόσο και γράφει ποίηση και λέγαμε ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ ακόμα αυτό. Πόσο πια να ασχοληθείς με μια οθόνη; Είναι μόλις δεκαπέντε χρόνια που ξεκίνησε τόσο έντονα όλο αυτό, με τα κινητά τηλέφωνα. Επίσης, υπάρχουν έρευνες που λένε ότι, παρά το τι νομίζουμε, οι νέοι διαβάζουν. Ίσως επιστρέψουμε σε όλα αυτά. Δεν ξέρω βέβαια αν θα προλάβουμε να το δούμε εμείς. Πάντως, ενώ γενικά είμαι απαισιόδοξος άνθρωπος, είμαι αισιόδοξος σχετικά με τη δύναμη του βιβλίου και τη δύναμη της ανάγνωσης. Είναι κάτι που δεν μπορεί να σου δώσει ούτε η τηλεόραση ούτε μια καλή ταινία. Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Όσο και να σε συγκινήσει, μια ταινία κρατάει μιάμιση ώρα και τελείωσε. Ενώ το βιβλίο είναι εκεί, ξαναγυρνάς σε αυτό, το πιάνεις, το παίρνεις μαζί σου. Εγώ βέβαια έχω εμμονή με το βιβλίο και ως αντικείμενο. Πιστεύω ότι πάντα θα υπάρχουν βιβλιοθήκες και πάντα θα υπάρχει η ανάγκη για το βιβλίο.
«Ενώ γενικά είμαι απαισιόδοξος άνθρωπος, είμαι αισιόδοξος σχετικά με τη δύναμη του βιβλίου και τη δύναμη της ανάγνωσης».
Τον περασμένο μήνα παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και ένας θεατρικός σου μονόλογος, το Κρυπτόγαμα. Πώς προέκυψε αυτό;
Ο μονόλογος γράφτηκε κατόπιν ανάθεσης από το Φεστιβάλ. Μου το ζήτησαν πέρυσι τον Νοέμβριο, και μάλιστα ενώ ήμουν στη μέση στο λιομάζωμα. Πήγαινα το πρωί στο χωράφι και τα απογεύματα έγραφα από λίγο. Ήταν μια ιστορία που είχα στο μυαλό μου καιρό και που έχει να κάνει με την κρητική επαρχία της δεκαετίας του ’80, με τα μυστικά και την υποκρισία. Ήρθε να δέσει με τον θάνατο ενός συμμαθητή μου, τον οποίο πληροφορήθηκα τότε. Ο Γιώργος είχε για ίνδαλμα την Αλίκη Βουγιουκλάκη, του άρεσε να βάφεται και να χρησιμοποιεί γυναικεία αξεσουάρ και ήθελε να τον φωνάζουν Τζωρτζίνα. Οπότε, κάπως παντρεύτηκαν μεταξύ τους δύο ιστορίες για την αγριότητα της ελληνικής επαρχίας και για την ανάγκη των ανθρώπων να εκφράσουν κάποιες κρυφές τους πλευρές.
Στην ιδιωτική σου ζωή, σου αρέσει να «παραμυθιάζεις»;
Μου αρέσει καμιά φορά να λέω ψέματα αρκετά περίπλοκα και εκκωφαντικά. Το παράξενο είναι ότι, όταν λέω ψέματα, πάντα με πιστεύουν. Ενώ, όταν λέω αλήθειες, ακούγονται εξωφρενικές και οι ακροατές μου νομίζουν πως προσπαθώ να τους παραμυθιάσω. Ως συγγραφέας, σίγουρα έχω ακόμα πολλές ιστορίες να πω. Να δούμε αν θα τα καταφέρω. Γράφω ήδη το επόμενό μου μυθιστόρημα, αλλά με ταλαιπωρεί εδώ και πάνω από δύο χρόνια. Είναι μια φάρσα που έχει σαν θέμα της την τέχνη και τους καλλιτέχνες. Νομίζω ότι έχω πάρα πολλά να πω για το σινάφι μας.
Μιχάλη Αλμπάτη, τι προτείνεις σε όποιον βρεθεί στην Κρήτη;
Ξεκινώντας από τη λίμνη Ζαρού, να ακολουθήσει το μονοπάτι που οδηγεί στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου κι από εκεί να διασχίσει το φαράγγι για να καταλήξει στο δάσος του Ρούβα, ένα από τα λιγοστά και ίσως το πιο όμορφο σε ολόκληρο τον νομό.
Να κατέβει νότια, να περάσει τη Μονή Οδηγήτριας κι έπειτα να διασχίσει ένα άλλο φαράγγι, που καταλήγει στη θάλασσα, αυτό του Μάρτσαλου, με την εκκλησιά τη σκαμμένη στον βράχο και το μικρό φοινικόδασος. Ιδανικά, να διανυκτερεύσει πλάι στο κύμα.
Να οδηγήσει, με προσοχή, στην παλιά εθνική οδό Ηρακλείου-Ρεθύμνου, να αφήσει το αυτοκίνητο στο πέτρινο γεφύρι πριν από το χωριό Γαράζο και να ανέβει έως εκεί από το ρωμαϊκό καλντερίμι.
Να σταματήσει σε ένα τυχαίο, μικρό χωριό, σε ένα καφενείο με λιγοστούς, γερασμένους πελάτες και να πιει μια ρακή με συνοδευτικό μόνο σταφιδολιές και ντομάτα.
Στο Ηράκλειο, λίγο πριν βραδιάσει, να ξεκινήσει από την πλατεία Ελευθερίας και, περπατώντας στη ράχη των Ενετικών Τειχών, να καταλήξει στον προμαχώνα του Αγίου Αντρέα την ώρα του ηλιοβασιλέματος.
Να παρακολουθήσει μια ταινία στη Βηθλεέμ, το μοναδικό θερινό σινεμά της πόλης, που είναι κρυμμένο σε ένα περίκλειστο πλάτωμα στον ομώνυμο προμαχώνα.
Η Κατάλυση του χρόνου, όπως και το Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους, κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Νήσος.