Πώς γίναμε τόσο καλοί στην κωπηλασία;

Πώς γίναμε τόσο καλοί στην κωπηλασία;

Τέσσερις τελικοί και δύο χάλκινα μετάλλια: Οι πρωταγωνιστές της επιτυχίας περιγράφουν στο «Κ» το παρασκήνιο ενός απρόσμενου αθλητικού success story

6' 55" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το πρώτο ολυμπιακό μετάλλιο για την ελληνική κωπηλασία ήρθε το 2004 στην Αθήνα, όταν ο Βασίλης Πολύμερος και ο Νίκος Σκιαθίτης κατέκτησαν το χάλκινο, ανοίγοντας έτσι έναν δρόμο που ακολούθησαν η Αλεξάνδρα Τσιάβου και η Χριστίνα Γιαζιτζίδου στο Λονδίνο και, φυσικά, ο Στέφανος Ντούσκος στο Τόκιο. Δεν συνιστά ακριβώς έκπληξη, αλλά σίγουρα είναι πρόοδος το ότι την περασμένη εβδομάδα οι  Έλληνες αθλητές συμμετείχαν σε τέσσερις τελικούς στους Αγώνες του Παρισιού. Ο Αντώνης Παπακωνσταντίνου με τον Πέτρο Γκαϊδατζή και η Μηλένα Κοντού με τη Ζωή Φίτσιου, όλοι τους στο αγώνισμα του διπλού σκιφ ελαφρών βαρών, έστειλαν ξανά την Ελλάδα στο βάθρο. Επιβεβαίωσαν έτσι ότι γύρω από ένα άθλημα, το οποίο μέχρι πριν από είκοσι χρόνια ήταν βυθισμένο στην αφάνεια, χτίζεται πια σταθερά μια νέα αγωνιστική κουλτούρα. 

«Βλέπουμε τα αποτελέσματα της δουλειάς που γίνεται από την κωπηλατική ομοσπονδία από το 2004», λέει ο άλλοτε Ολυμπιονίκης και νυν έφορος της εθνικής ομάδας Βασίλης Πολύμερος. «Από τότε, ο κόσμος της κωπηλασίας πίστεψε ότι μπορεί και η μικρή Ελλάδα να πάρει ολυμπιακά μετάλλια». Οι αθλητές και οι αθλήτριες που απαρτίζουν το κλιμάκιο της Εθνικής Ελλάδας προπονούνται στο κωπηλατοδρόμιο του Σχινιά, που κατασκευάστηκε για τους Αγώνες της Αθήνας, ζουν εκεί, τρώνε, κοιμούνται, συνυπάρχουν. Πρόκειται κυριολεκτικά για το δεύτερο σπίτι τους. 

«Βλέπουμε τα αποτελέσματα της δουλειάς που γίνεται από την κωπηλατική ομοσπονδία από το 2004», λέει ο άλλοτε Ολυμπιονίκης και νυν έφορος της εθνικής ομάδας, Βασίλης Πολύμερος. 

«Αυτή την 20ετία γίνεται πολύ σωστή δουλειά από προπονητική άποψη», συνεχίζει ο κ. Πολύμερος, αναφερόμενος στον παγκοσμίου φήμης προπονητή της Εθνικής, Τζιάνι Ποστιλιόνε. Αυτός πλαισιώθηκε από τους Δημήτρη Πέτρου και Γιάννη Τσαλούχο, δημιουργώντας ένα σχήμα που απέδωσε καρπούς, όπως φάνηκε. Το έργο είναι συλλογικό, μας εξηγεί. «Τα παιδιά έρχονται πολύ καλά προετοιμασμένα από τα σωματεία τους». Ο μεγαλύτερος όγκος δουλειάς γίνεται βέβαια με την εθνική ομάδα στα κοινόβια. «Οι αθλητές έχουν κάνει μέσα στη χρονιά προετοιμασία με 6.000 χιλιόμετρα μέσα στο σκάφος για να μπορέσουν να βρεθούν στους Ολυμπιακούς».

300 ημέρες τον χρόνο

Για τη 18χρονη Ολυμπιονίκη του Παρισιού, Μηλένα Κοντού, η σεζόν δεν έχει τελειώσει ακόμη. «Σε μία βδομάδα φεύγουμε για Καναδά, όπου θα αγωνιστούμε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα κάτω των 23, και μετά έχουμε και το Ευρωπαϊκό κάτω των 23», λέει. Οι θυσίες που κάνουν οι αθλητές για να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις είναι μεγάλες, όπως όμως είναι και η επιβράβευση. «Οι ώρες προπόνησης σε αυτό το επίπεδο είναι άπειρες. Δουλεύουμε 8 ώρες την ημέρα, επί 300 ημέρες τον χρόνο, μακριά από τις οικογένειες και τους φίλους μας. Το άθλημα αυτό είναι όμως κοινοβιακό. Πρέπει να βρούμε απόλυτο συγχρονισμό, το αποτέλεσμα παίζεται στις λεπτομέρειες».

Πώς γίναμε τόσο καλοί στην κωπηλασία;-1
Η Μηλένα Κοντού και η Ζωή Φίτσιου ποζάρουν για μια φωτογραφία στο βάθρο με τις κωπηλάτριες της Ρουμανίας και της Μ. Βρετανίας. (Φωτογραφία: Alex Davidson/ Getty Images/ Ideal Image)

Τη στιγμή που περνούσε τη γραμμή του τερματισμού, οι γονείς της έκλαιγαν αγκαλιασμένοι στις κερκίδες. Οι προπονητές της, που την ήξεραν από μικρή στη Μυτιλήνη, τον τόπο καταγωγής της, είχαν γίνει ένα κουβάρι. «Πρώτη φορά τους βλέπω έτσι», λέει. Πιστεύει πως υπάρχουν ταλέντα που θα κάνουν την εμφάνισή τους στο μέλλον. Η μέθοδος προπόνησης του κ. Κοστιλιόνε βγάζει τον καλύτερο εαυτό κάθε αθλητή, σύμφωνα με τη Μηλένα. «Όσο γίνεται αυτή η συστηματική δουλειά στον Σχινιά, θα συνεχίσουμε να έχουμε τόσο μεγάλες επιτυχίες», συμπληρώνει. 

Η κωπηλασία είναι ένα ερασιτεχνικό άθλημα, αφού οι αθλητές δεν πληρώνονται από την ομοσπονδία, για να είναι όμως ανταγωνιστικοί πρέπει να προπονούνται σε επαγγελματικούς ρυθμούς. Προκειμένου κάποιος να διοριστεί σε κάποια θέση από την πολιτεία, πρέπει να κατακτήσει ένα ολυμπιακό μετάλλιο. «Παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο οι χορηγοί και τα μετάλλια που φέρνουμε. Μόνο από αυτά μπορούμε να πάρουμε κάποια χρήματα», σημειώνει η Μηλένα. 

Ο Βασίλης Πολύμερος τονίζει πως το κλειδί βρίσκεται στην ακόμη πιο συχνή προπόνηση και στην έμφαση στην τεχνική, παράγοντες που μπορούν να βοηθήσουν έναν αθλητή να είναι ανταγωνιστικός ακόμη και αν δεν διαθέτει τον ευνοϊκότερο σωματότυπο, κάτι που συμβαίνει με αρκετούς  Έλληνες κωπηλάτες. Η ποιότητα των υποδομών, επίσης, είναι κάτι που διαδραματίζει ρόλο. «Έχω επισκεφθεί πολλές εγκαταστάσεις, αλλά τα αθλητικά κέντρα που είδαμε στο Παρίσι είναι απίστευτα», λέει.

Αξιοσημείωτο είναι, πάντως, το ότι η οικοδέσποινα Γαλλία είχε μόλις μία συμμετοχή σε τελικό. Στην Ελλάδα, πέρα από το κωπηλατοδρόμιο στον Σχινιά, όπου τα σημάδια του χρόνου έχουν κάνει πια την εμφάνισή τους, υπάρχουν εγκαταστάσεις και στην Καστοριά και στα Γιάννενα, ενώ υπάρχει και ένα κωπηλατικό κέντρο στον ποταμό Λουδία. «Το πρόβλημα είναι η συντήρηση αυτών των κτιρίων», επισημαίνει ο κ. Πολύμερος. «Πρέπει να υπάρξει περισσότερη μέριμνα. Από εκεί και πέρα, οι αθλητές και οι αθλήτριες είναι αυτοί που τραβάνε κουπί, όχι τα κτίρια».

Μια πρόκληση για το αύριο

«Ο στόχος μας ήταν να κάνουμε την κωπηλασία εθνικό μας άθλημα», αναφέρει ο πρόεδρος της Ελληνικής Ομοσπονδίας Κωπηλασίας, Γιάννης Βράμπας. «Θα μπορούσαμε να αυξήσουμε ως χώρα τον αριθμό των σωματείων και έτσι θα χάνονται λιγότεροι αθλητές, που συχνά προτιμούν άλλα αθλήματα». Με το μπάσκετ και το βόλεϊ να απορροφούν τα ψηλά κορμιά στην Ελλάδα, το κενό καλύπτεται σύμφωνα με τον κ. Βράμπα με σκληρή δουλειά. Αυτή έχει οδηγήσει τους κωπηλάτες σε διακρίσεις. «Θεωρώ ότι αυτές που ήρθαν τώρα θα κάνουν πιο γνωστή την κωπηλασία στη χώρα μας και θα τραβήξουν αρκετό κόσμο στο άθλημα», λέει. Το ταλέντο όπως μας αναφέρει υπάρχει, το ζήτημα είναι να ανακαλυφθεί. 

«Ο στόχος μας ήταν να κάνουμε την κωπηλασία εθνικό μας άθλημα», αναφέρει ο πρόεδρος της Ελληνικής Ομοσπονδίας Κωπηλασίας, Γιάννης Βράμπας. 

«Τα σωματεία είναι τα κύτταρα της κωπηλασίας», τονίζει. Αυτά προσελκύουν σε πρώτη φάση τους αθλητές της περιοχής τους, γεννούν την αγάπη τους για το σπορ και φτάνουν τους αθλητές σε καλό πανελλαδικά επίπεδο. Η δουλειά που γίνεται έπειτα στο κωπηλατοδρόμιο του Σχινιά είναι βέβαια κομβική για το μεγάλο βήμα των διεθνών διοργανώσεων. «Με τα λίγα χρήματα που έχουμε στη διάθεσή μας προσπαθούμε να το συντηρήσουμε, γιατί η πολιτεία το έχει εγκαταλείψει», υπογραμμίζει ο κ. Βράμπας. 

Πώς γίναμε τόσο καλοί στην κωπηλασία;-2
Η Χριστίνα Μπούρμπου και η Ευαγγελία Αναστασιάδου συμμετείχαν στον τελικό της δικώπου γυναικών. (Φωτογραφία: AP Photo/Ebrahim Noroozi)

Διακρίσεις υπάρχουν και στις μικρές κατηγορίες. Πέρυσι, τα ελληνικά κουπιά κατέκτησαν τέσσερα ασημένια μετάλλια στο παγκόσμιο πρωτάθλημα της κατηγορίας. Τα δεδομένα στην κωπηλασία, όμως, σύντομα πρόκειται να αλλάξουν ριζικά. Τα ελαφρά βάρη, το αγώνισμα των Ελλήνων και Ελληνίδων Ολυμπιονικών του Παρισιού, καταργούνται από το ολυμπιακό πρόγραμμα. Ο σωματότυπος που χρειαζόταν στην κατηγορία αυτή ταίριαζε με τις προδιαγραφές που έχουν οι Έλληνες αθλητές. Στη θέση τους θα μπει, ξεκινώντας από τους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες, η παράκτια κωπηλασία, που περιλαμβάνει τρέξιμο από τη στεριά και διαχείριση κυμάτων. Η Ελλάδα θα πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. «Στα νησιά μας έχουμε πολλούς ναυτικούς ομίλους που ασχολούνται με την ιστιοπλοΐα και που θα μπορούσαν να αναπτύξουν το άθλημα της παράκτιας. Θεωρούμε ότι θα αυξηθεί ο αριθμός των αθλητών που θα ασχοληθούν με αυτό», σχολιάζει ο κ. Βράμπας. 

Ταραγμένα νερά

«Είμαστε τα αντίθετα που έλκονται, κάτι που μας βοηθά πάρα πολύ», μας λέει ο Ολυμπιονίκης του Παρισιού, Αντώνης Παπακωνσταντίνου, για τον συναθλητή του, Πέτρο Γκαϊδατζή. Ο χαρακτήρας του ενός συμπληρώνει τον άλλον. «Είμαι περήφανος που κωπηλάτησα μαζί του». Η φωνή του μαρτυρεί βαθιά ικανοποίηση. Οι δυο τους, έχοντας άψογη χημεία, διαχειρίστηκαν έξυπνα μια απαιτητική κούρσα που έφερε τελικά δικαίωση σε μια συλλογική προσπάθεια ετών. «Δεν είναι μόνο δικιά μου και του Πέτρου, από πίσω υπάρχουν και οι προπονητές μας. Είναι μαζί μας κάθε μέρα στον Σχινιά, στις προπονήσεις, μακριά από τις οικογένειές τους». Η στήριξη της οικογένειας είναι προφανώς καθοριστική, προκειμένου οι αθλητές να βρουν τους απαραίτητους πόρους για να συνεχίζουν να εξελίσσονται. 

Πώς γίναμε τόσο καλοί στην κωπηλασία;-3
Ο Ολυμπιονίκης του Τόκιο Στέφανος Ντούσκος κωπηλατεί στην κατηγορία του μονού σκιφ. (Φωτογραφία: AP Photo/Lindsey Wasson)

Η Ολυμπιακή Επιτροπή και η ομοσπονδία έχουν βοηθήσει για την εξασφάλιση του κατάλληλου εξοπλισμού. Στους Ολυμπιακούς του Παρισιού οι Έλληνες αθλητές είχαν στη διάθεσή τους σύγχρονα σκάφη. «Είχαμε τέσσερα πληρώματα σε τελικούς Ολυμπιακών Αγώνων, είναι κάτι που γίνεται πρώτη φορά και δείχνει πως τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πάρα πολύ καλή δουλειά. Η νοοτροπία και ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε το άθλημα, από το Τόκιο έως σήμερα, έχει αναβαθμιστεί. Έχουμε ανέβει επίπεδο». 

Τα νερά στον αθλητισμό δεν είναι, ωστόσο, πάντα ήρεμα. Οι δηλώσεις του Στέφανου Ντούσκου μετά την κατάκτηση της έκτης θέσης στον τελικό του Παρισιού συζητήθηκαν, προκάλεσαν την απάντηση του προπονητή κ. Ποστιλιόνε και γέννησαν ερωτήματα γι’ αυτό που ο ίδιος ανέφερε ως «διαχείριση κάποιων αθλητών». Στη φάση αυτή, όμως, το success story της ελληνικής κωπηλασίας μοιάζει αδιαμφισβήτητο. Μπορεί άραγε να μας εμπνεύσει; Μπορεί να σημαίνει την αρχή σε μια νέα αγωνιστική κουλτούρα για την Ελλάδα;

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT