Είναι το καλοκαίρι πολύ κακό για το τίποτα;

Είναι το καλοκαίρι πολύ κακό για το τίποτα;

Μια συλλογή απόψεων και εικόνων για να διαπιστώσουμε αν η πιο δοξασμένη εποχή του χρόνου αξίζει όσα επενδύουμε σ' αυτήν

11' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Όλο τον χρόνο περιμένουμε το καλοκαίρι και όταν έρχεται, δεν ξέρουμε πώς να το χαρούμε. Δεν ξέρουμε καν αν μας αρέσει. Έχει ζέστη, φωτιές και λίγες μέρες άδειας σε δωμάτια των 100 ευρώ που κάποτε τα πληρώναμε 50. Κάποτε, επίσης, τα αστέρια ήταν πιο φωτεινά και στις εξοχές υπήρχαν πυγολαμπίδες. Κάποτε ήμασταν παιδιά και βουτούσαμε στη θάλασσα απ’ τα βράχια. Κάποτε η Αθήνα άδειαζε τον Αύγουστο. Κάποτε είχε άλλη γεύση το καρπούζι. Τι είναι το καλοκαίρι; Μια φαντασίωση που νιώθουμε ευθύνη να συντηρήσουμε; Μια υποχρεωτική διασκέδαση για να βγει ο χειμώνας; Ή απλώς γκρινιάζουμε επειδή δεν μας φτάνει;  
Α.Δ.

Το καλοκαίρι των κλώνων

Είναι το καλοκαίρι πολύ κακό για το τίποτα;-1
(Φωτογραφία: ΑΛΙΝΑ ΛΕΦΑ)

Απ’ όλους τους παράγοντες που καθιστούν πλέον το καλοκαίρι δυσάρεστο, υπάρχει ένας που δεν συζητιέται πολύ γιατί θεωρείται πως συνορεύει με τη ζήλια και την κακοήθεια, και, ως εκ τούτου, απειλεί να στιγματίσει ηθικά όποιον τον επικαλεστεί: είναι η ψηφιακή σύγκριση του καλοκαιριού μας με το καλοκαίρι των άλλων· το αγωνιώδες «posting & scrolling» στα κοινωνικά δίκτυα, που αναδεικνύει χάσματα και παραδοξότητες, ενώ εγκαθιδρύει μια ψυχολογία ανταγωνισμού: Ποιος ταξιδεύει περισσότερο; Ποιος φτάνει πιο μακριά; Ποιος έχει την καλύτερη παρέα και ποιος το μεγαλύτερο πορτοφόλι; Έπειτα, ο ανταγωνισμός φέρνει την ομογενοποίηση· όλοι πρέπει να καλοκαιριάσουν με τον ίδιο τρόπο!

Υπάρχουν οι ανασφαλείς, που βλέπουν στη ζωή των άλλων μια διαρκή απειλή. Υπάρχουν όμως και οι άλλοι, που προσπαθούν να μετατρέψουν τη ζωή τους σε ερέθισμα ανασφάλειας. Πρόκειται για διαλεκτική σχέση. Το καλοκαίρι στην εποχή της κοινωνικής δικτύωσης έχει προσλάβει χαρακτήρα παράστασης και οι πρωταγωνιστές της δεν κάνουν διακοπές· υποκρίνονται πως κάνουν. Ανάμεσα στις πόζες, στα προσεγμένα κάδρα, στους έξαλλους χορούς, στα λουκούλλεια γεύματα και στις πανομοιότυπες λεζάντες με έμπνευση το τελευταίο trend του TikTok, δεν υπάρχει χρόνος για ξεκούραση. Η σκηνοθεσία της ευτυχίας προδίδει την έλλειψή της, όμως γεννάει στους θεατές την ανάγκη της μίμησης. Το σχήμα δράσης-αντίδρασης είναι μια αέναη σύγκρουση αντανακλάσεων· ο τυποποιημένος άνθρωπος του καλοκαιριού φοράει «wraparound» γυαλιά ηλίου, κρατάει ακριβές τσάντες, ανακαλύπτει ταβέρνες «που δεν ξέρει κανείς», έχει αναρίθμητους φίλους, περνάει μονίμως υπέροχα και βρίσκεται παντού: στις Κυκλάδες, στην ενδοχώρα, στο εξωτερικό – όπου υπάρχει φωτογραφική προοπτική και σύνδεση στο ίντερνετ. 

Η μάχη για το πιο επιτυχημένο καλοκαίρι είναι μια μάχη αυτοαναίρεσης. Το καλοκαίρι δεν θα έπρεπε να έχει έπαθλο· στο καλοκαίρι, το έπαθλο είναι το ίδιο το καλοκαίρι. 
Άρης Αλεξανδρής

Για όλα φταίει ο Λακαριέρ

Είναι το καλοκαίρι πολύ κακό για το τίποτα;-2
(Φωτογραφία: ΜΑΡΙΚΑ ΤΣΟΥΔΕΡΟΥ)

Μα τι είναι, τέλος πάντων, το περίφημο ελληνικό καλοκαίρι; Καρπούζια και αντηλιακά με μυρωδιά καρύδας και τιρκουάζ νερά; Σεβίτσε και τζετ σκι και ξαπλώστρες με αιρ κοντίσιον; Γυμνοί στον ήλιο και ψάρια ψημένα σε αυτοσχέδιες φωτιές στο φως της πανσελήνου; Η νοσταλγία της παιδικής μας ηλικίας; Η αιχμή του δόρατος της βαριάς βιομηχανίας μας; Ή ένα κάστρο στην άμμο της μολυσμένης παραλίας μας; Και πότε άραγε το αποκτήσαμε το ελληνικό καλοκαίρι; Υπήρχε ανέκαθεν; 

Ή μήπως αυτό –όπως και η δημοκρατία– είναι μια ελληνική ιδέα που την επανεισαγάγαμε 2.500 χρόνια μετά, μέσω της πολιτισμένης Ευρώπης, και δεν μπήκαμε ποτέ στον κόπο να την επανεξετάσουμε. Για όλα φταίει ο Λακαριέρ λοιπόν; 

Στο βιβλίο του Το ελληνικό καλοκαίρι εξιδανίκευσε το καλοκαίρι στην Ελλάδα με γνώση και ποιητική ευαισθησία, αλλά το βιβλίο είναι γραμμένο το 1975 και ήδη στον επίλογο του 1982 γράφει: «Τέλος πάντων, η ποιότητα ζωής στην Ελλάδα έπεσε πολύ, πάντα λόγω του τουρισμού. […] Γιατί σήμερα η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή, δεν μπορεί να αρνηθεί αυτή την ενίσχυση του χρήματος και των ανθρώπων που έρχονται κάθε καλοκαίρι να καταλάβουν τις παραλίες και τα νησιά της. Δέχεται την αμοιβή τους. Στη συναλλαγή χάνει λίγο –ή πολύ– από την ψυχή της».

Παρεμπιπτόντως, το ελληνικό καλοκαίρι δεν περιοριζόταν στο Αιγαίο, λάμβανε χώρα και στην υπόλοιπη ελληνική επικράτεια. Ακόμη και στα μεγάλα αστικά κέντρα. 

Γιατί πέρα από τα νησιωτικά παραθαλάσσια στερεότυπα (καΐκια, ξερολιθιές, αλμύρα, βότσαλα κ.λπ.), βασικά του συστατικά ήταν η ραστώνη και η ανεμελιά, η ισότητα και η ελευθερία.
Το καλοκαίρι ήταν μια εποχή ανοιχτή, κάπως πιο δημοκρατική, μια εποχή της απλότητας. Είτε στο ενοικιαζόμενο, είτε στο σπίτι στο χωριό, είτε στην άμμο, κάπως την έβγαζες. Πόσα, πια, πράγματα να καταναλώσεις; Όταν όμως τα λεφτά δεν φτάνουν ούτε για τα ακτοπλοϊκά, το περιβάλλον απειλείται, η προσβασιμότητα αναιρείται και ο δημόσιος χώρος συρρικνώνεται, όταν έχουμε καταντήσει εμμονικοί καταναλωτές μοναδικών εμπειριών που προσπαθούμε να χωρέσουμε σε μισό μήνα, τι να σου κάνει και το έρημο το καλοκαίρι. Ίσως αν δεν προσπαθούμε να στριμώξουμε την ευζωία όλου του χρόνου σε μισό μήνα υποχρεωτικής χαλάρωσης, μπορεί και να χαλαρώσουμε.
Δημήτρης Τσουμπλέκας

Τίποτα το ένδοξο

Είναι το καλοκαίρι πολύ κακό για το τίποτα;-3
(Φωτογραφία: ΑΛΙΝΑ ΛΕΦΑ)

Είναι εύκολο να μισούμε το καλοκαίρι. Αλλά εδώ που τα λέμε, δεν μας έχει κάνει και τίποτα. Εμείς είμαστε αυτοί που το φορτώνουμε με φαντασιώσεις απόλυτης χαλάρωσης και λυτρωτικών ερώτων, που θα έρθουν από τη θάλασσα να μας σώσουν. Φέτος στη Σέριφο κλειδώθηκα έξω από το δωμάτιο. Πλήρωσα εννιάμισι ευρώ το τζιν τόνικ μου και σκότωσα μια μύγα μέσα στη σαλάτα μου. Στο πλοίο του γυρισμού, μια κοπέλα έκανε πως διαβάζει Βακαλόπουλο, ένας κύριος μάλωνε με τη σύζυγο, ενώ από την τηλεόραση ο Τεντόγλου μάς έκανε περήφανους.

Κατά την επιστροφή στην Αθήνα, τα περισσότερα μπαρ ήταν κλειστά και οι περισσότεροι φίλοι μου έλειπαν. Τίποτα το ένδοξο. Ξέσπασαν και οι πυρκαγιές. Δεν είχα κέφι. Στο Ίνσταγκραμ, οι μισές κοπέλες φωτογράφιζαν τα πόδια τους και οι άλλες μισές τα παιδιά τους. Επίσης, πάρα πολλά stories από πανηγύρια! Αισθάνομαι ότι, αν τολμήσω να πω κακή κουβέντα για τα πανηγύρια, ότι δεν μου αρέσει ας πούμε αυτή η διασκέδαση και αυτού του τύπου ο διονυσιασμός, θα με λιντσάρουν. 
Τώρα που το καλοκαίρι τελειώνει και συναντάω ηλιοκαμένους φίλους και συναδέλφους, οι κλασικές ατάκες που ακούω είναι «ξεκουράστηκα» ή «ήθελα κι άλλο». Κάνω πως καταλαβαίνω. Κατά τα άλλα, όσο ανακουφισμένος ένιωθα όταν βγήκα σε άδεια, άλλο τόσο χαρούμενος αισθάνομαι τώρα που επέστρεψα στη δουλειά. Από το καλοκαίρι μού αρέσουν τρία πράγματα μόνο: οι ανοιχτές συναυλίες, ο γυμνός ύπνος και η στιγμή που μπαίνω στη θάλασσα.
Βύρωνας Κριτζάς

Brat summer: μηδέν παγωτά, 276 μπάνια 

Είναι το καλοκαίρι πολύ κακό για το τίποτα;-4
(Φωτογραφία: ΑΓΓΕΛΟΣ ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ)

Όλα είναι πράσινα φέτος το καλοκαίρι. Η θάλασσα είναι ζεστή κι έχει χρώμα κυπαρισσί, σαν σκούρα Καραϊβική στην άκρη της Μεσογείου. Το ταϊμλάιν γέμισε χορευτικά στους ήχους της Charlie XCX και βάφτηκε τριφυλλί, είτε ήρθε η ώρα της Κάμαλα είτε είναι ώρα ΠΑΣΟΚ.  

Τα τελευταία καλοκαίρια τα μετράω με φωτιές, όχι βιβλία. Παλιά έλεγα τότε που διάβαζα τη Μαντάμ Μποβαρί, το Αλεξανδρινό κουαρτέτο ή που ανακάλυψα την Όλγκα Τοκάρτσουκ, πλέον λέω τότε που κάηκε η Εύβοια, η Δαδιά και ο Βαρνάβας. Ούτως ή άλλως, αυτόν τον Αύγουστο όλοι (κι εγώ μαζί) διάβαζαν τον Καιρό της Τζένι Έρπενμπεκ. Συνεπαρμένοι από το τέλος εποχής και σχέσης, δεν έβλεπαν ότι έβρεχε μαύρη στάχτη ο ουρανός και τα πουλιά πετούσαν ζαλισμένα πάνω από την πόλη. Δεν κατάλαβαν πως τα ροζ χρώματα στο Ίνσταγκραμ δεν ήταν μια Μπάρμπι δύση, αλλά απειλητική εύφλεκτη ύλη, πως έγινε η φύση μολότοφ.  

Οι πιο κουλ φίλοι μου έκαναν coolcation στη Νορβηγία και στη Δανία. Πρωτοβρόχια λίγο μετά τις φωτιές του Άη Γιαννιού και κουβερτούλα τις νύχτες. Είναι, λένε, και πιο φθηνά από τις Κυκλάδες, άσε που τα ειδύλλια στις σκανδιναβικές χώρες εκτυλίσσονται λιγότερο δραματικά. Στη Στοκχόλμη, τον Ιούλιο περνάς πιο οικονομικά από την Παροικιά τον Σεπτέμβριο. Στο Μπέργκεν δεν βαράει συνέχεια το 112. Η Αστυπάλαια βέβαια έχει πιο πολλά ηλεκτρικά αυτοκίνητα και από την Κοπεγχάγη, μαθαίνω.  

Τώρα τελευταία σκέφτομαι σοβαρά ότι χωρίς κλιματιστικό δεν βγαίνει το επόμενο καλοκαίρι. Η σιέστα έγινε βασανιστική, ο ανεμιστήρας οροφής ανακυκλώνει βραστό αέρα και δεν πρόλαβα να φάω ούτε ένα παγωτό. Ξεκίνησα όμως να κολυμπάω τον Φεβρουάριο, δεν χρειάζεται καν να κλέβω, όπως έκανα πιτσιρίκι αθροίζοντας πρωινά και απογευματινά μπάνια για να μου βγει μεγάλο το σκορ. Μέχρι τον Νοέμβριο μπορεί και να φτάσω τα 276. Αναρωτιέμαι αν φέτος θα μου ευχηθεί κανείς «Καλό χειμώνα» στα τέλη Αυγούστου. 
Ξένια Κουναλάκη 

Καλά θα περνάμε

Είναι το καλοκαίρι πολύ κακό για το τίποτα;-5
(Φωτογραφία: ΑΛΙΝΑ ΛΕΦΑ)

Ανοίγω το παράθυρο και στηρίζω τους αγκώνες στο κάγκελο του μικροσκοπικού και ασκούπιστου από τα αποκαΐδια μπαλκονιού μου, αναλογιζόμενη την αξία του καλοκαιριού. (Η αυγουστιάτικη Αθήνα είναι σίγουρα απολαυστική, αν είσαι οδηγός, κλιματιζόμενος και, οπωσδήποτε, μοναχικός, γιατί οι άλλοι, όλοι, λείπουν· σου απαντούν από την Αμοργό, τη Μήλο, τη Νίσυρο, τα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας, τα φιόρδ της Νορβηγίας – καλά θα περνάνε.) Με τη φανέλα και το βρακί, ωσάν ηρωίδα του νεοελληνικού κινηματογράφου, παρατηρώ τη νέκρα της γειτονιάς και φτιάχνω τις φανταστικές ιστορίες των απόντων. Κάποιοι θα εξασφάλισαν ματώνοντας μερικές ημέρες σε κάποιο κυκλαδονήσι και θα υπερθερμαίνουν τα κινητά τους σε παραλίες, με τα παγάκια δίπλα τους να λιώνουν από τον συνωστισμό. Άλλοι, προνομιούχοι μιας άλλης εποχής, αυτοί με τα εξοχικά που τα διαολοστέλνουν όλο τον χρόνο πληρώνοντας τις δόσεις του ΕΝΦΙΑ, θα λιώνουν στις δουλειές φιλοξενώντας συγγενείς, φίλους, ενίοτε και ανεπιθύμητους. Μωρά θα μετράνε παγωτά και μπάνια, παλιακές, προ ημιμόνιμου γιαγιάδες θα τηγανίζουν ακατάπαυστα, μπαμπάδες και προ σόσιαλ μίντια παππούδες θα φουσκώνουν στρώματα και μπρατσάκια. Νεόπλουτα ζευγάρια με ή χωρίς παιδιά θα πλατσουρίζουν στα all inclusive καταναλώνοντας πολλά κιλά κλαμπ σάντουιτς, κινόα και άπερολ σπριτζ, νεόκοπα ζευγάρια με καημό τη Νάξο και τη Μήλο θα μπαίνουν κάθε τόσο στο ebanking για να βεβαιωθούν ότι δεν θα εκτεθούν στον σπιτονοικοκύρη ή αλλού, καταναλώνοντας πολλά κιλά κλαμπ σάντουιτς, κινόα και άπερολ σπριτζ. Καλά θα περνάνε. 

Μπαίνω μέσα. Είδα αρκετά. Αυτό το καλοκαίρι δεν είναι για μένα. Μόλις ξεσφίξουν οι ζέστες και οι δρόμοι της πόλης βγουν απ’ τον ωραίο τους λήθαργο, θα πάρω τα όρη, τ’ άγρια βουνά. Αυτό είναι το καλοκαίρι μου. Προς το παρόν, μαζεύω κέρματα στον κουμπαρά για τα διόδια κι ανοίγω μια κοακόλα.  
Ιφιγένεια Ντούμη

Ποτέ το καλοκαίρι

Είναι το καλοκαίρι πολύ κακό για το τίποτα;-6
(Φωτογραφία: ΜΑΡΙΚΑ ΤΣΟΥΔΕΡΟΥ)

Παροπλισμένο σώμα. Κόκκινη κούραση. Ιδρώτας που νομίζεις πως θα σου ραγίσει την επιδερμίδα, θα την κάνει χίλια κομμάτια. Η άσφαλτος να στέλνει κύματα θερμής βουής. Από τον ουρανό να μην έρχεται κανένα σημάδι σωτηρίας. Ευχαριστώ, αλλά όχι, ευχαριστώ. Το καλοκαίρι δεν ήταν ποτέ η εποχή μου και ας γεννήθηκα καλοκαίρι. 

Κάτι πάει λάθος σε αυτή την εποχή του χρόνου. Κάτι δεν αντέχεται. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, οπότε η κλιματική κρίση έχει μετατρέψει τις πόλεις σε φλεγόμενα ερείπια. 

Η προσωπική μου εμπειρία με τον ήλιο δεν είναι καλή. Πρόσφατα βρέθηκα στο σημείο να κάνω βιοψία και στη συνέχεια να ακολουθήσω ειδική θεραπεία, καθώς και μια μικροεπέμβαση, για να αναχαιτιστεί ο κίνδυνος ενός καρκίνου του δέρματος. Ποιος; Εγώ που δεν αντέχω τον ήλιο και προσπαθώ πάντα να βρίσκομαι μακριά από το βεληνεκές του. Οι γιατροί μού συστήνουν πλέον να φοράω αντηλιακή κρέμα χειμώνα-καλοκαίρι, να μη σκεφτώ καν την ιδέα του μαυρίσματος. Θα πω ξανά το ίδιο: ευχαριστώ, αλλά όχι, ευχαριστώ. Μεταξύ των πολλών λόγων που έχω να μη βρίσκω κάποια χαρά στην κάψα του καλοκαιριού, προστέθηκαν και οι ιατρικές απαγορεύσεις να δημιουργήσουν μέσα μου την εδραία πεποίθηση πως θα μπορούσα να ζήσω το υπόλοιπο της ζωής μου με μόλις τρεις εποχές. Την τέταρτη την αφήνω στον Βιβάλντι. Τουλάχιστον το δικό του καλοκαίρι ούτε πυρώνει ούτε με προδιαθέτει δυσάρεστα. 

Από το καλοκαίρι, ως βούληση και ως παράσταση, κρατάω μόνο κάποιες παλιές διακοπές, τότε που ήμουν έφηβος και συνέδεα το κύμα, το νησί και τη ζέστη με τους άγουρους έρωτες που το φθινόπωρο γίνονταν φυλλοβόλοι. Είναι το μόνο θετικό, μέσα στην πλέρια πικρία του, που κρατάω από το καλοκαίρι, που όταν ξεκινάει φαντασιώνομαι ότι κάποια στιγμή, δεν μπορεί, θα τελειώσει και όλα θα επανέλθουν στη φυσιολογική τους κατάσταση. Επί του παρόντος, κάνω ακόμη υπομονή. Πού θα πάει, θα περάσει και αυτό το καλοκαίρι.
Διονύσης Μαρίνος 

Το ατομικό καλοκαίρι

Ένα σχόλιο από τον Παναγή Παναγιωτόπουλο, αναπλ. καθηγητή Κοινωνιολογίας ΕΚΠΑ, 
για τις διακοπές της μετανεωτερικότητας.

Είναι το καλοκαίρι πολύ κακό για το τίποτα;-7
(Φωτογραφία: ΑΓΓΕΛΟΣ ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ)

Τόσο οι παραδοσιακές όσο και οι μοντέρνες κοινωνίες φρόντιζαν να τέμνουν τον χρόνο και να σχηματίζουν διάκενα στις ροές των εποχών. Με μια σοφία-παιδί των καταυγασμών της φύσης και κληρονόμο αρχέγονων δοξασιών και αναγκών, οι παραδοσιακές-αγροτικές κοινωνίες μοίραζαν τον χρόνο της εργασίας και της σχόλης χρησιμοποιώντας κατά κύριο λόγο τις εποχές. Θρησκευτικές αργίες, διακοπή αγροτικών εργασιών, περιοδικές μετοικήσεις για τους νομάδες κτηνοτρόφους, εγκλεισμοί λόγω χειμέριου ψύχους ή θερινής ζέστης, ανάλογα με τις περιοχές του πλανήτη, ήταν ενδεικτικές μορφές με τις οποίες ο χρόνος γινόταν διάστικτος από σημάδια που ήταν ισάριθμες νοηματοδοτήσεις για κάθε ημέρα της ζωής. Οι βιομηχανικές και εν γένει καπιταλιστικές κοινωνίες επέβαλαν στον εαυτό τους νέες και πιο αυστηρές πειθαρχίες. Τα πειθαρχημένα και εξαντλητικά ωράρια και ημερολόγια, μαζί με τις μοναδικές Κυριακές ανάπαυσης των απαρχών της εκβιομηχάνισης, έδωσαν, χάρη στους κοινωνικούς αγώνες, προοδευτικά τη θέση τους σε μεγαλύτερες και πιο εκκοσμικευμένς αργίες – ασχέτως αν συχνά πατούσαν και αυτές πάνω στον χριστιανικό κανόνα (βλέπε Χριστούγεννα). Ο μαζικός ενσχολισμός των παιδιών, η καθιέρωση των αμειβόμενων διακοπών –και η ανάγκη συγχρονισμού αυτών των δύο– έφτιαξε πενθήμερα και κατόπιν κοινές διακοπές για όλους. Ολοένα και πιο μακριά από τον κύκλο της φύσης, οι μοντέρνες καπιταλιστικές κοινωνίες οργάνωναν χρόνους εργασίας ξέχωρους από εκείνους της δουλειάς. Οι πρώτοι, όσο προχωρούσαμε στον 20ό αιώνα και στις κοινωνίες της «κοινής ζωής», θα αποκτούσαν ολοένα και μεγαλύτερη αξία για την ταυτότητά μας. Όμως αυτή η απο-ιεροποίηση και η απο-φυσικοποίηση του χρόνου με την έλευση των μετανεωτερικών κοινωνιών οξύνθηκε έτι περαιτέρω. Σχόλη και εργασία έπαψαν να αλληλοπροσδιορίζονται και οι χρόνοι τους αποδιαρθρώθηκαν. Ο χρόνος διακοπών σήμερα τείνει να γίνεται ολοένα πιο ατομικός, ένα συνεχές μπρικολάζ, ένα mix στιγμών ανάπαυσης και εργασίας, ταξιδιού και παραμονής. Που, ενώ προσφέρει μεγάλη αίσθηση ελευθερίας, στερεί κάθε βίωμα κοινής εμπειρίας. Εκείνης που γνωρίζαμε ως «καλοκαιρινές διακοπές», εκείνες στις οποίες όλοι μας, ο καθένας σύμφωνα με το εισόδημά του και το γούστο του, μπορούσαμε να διακόψουμε τον εργασιακό βίο, ταυτόχρονα και όλοι μαζί. 

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT