Νιάρος-Κουτλής στο «Κ»: Τι λένε δύο «παίκτες» μεταξύ τους

Νιάρος-Κουτλής στο «Κ»: Τι λένε δύο «παίκτες» μεταξύ τους

Ανακρίνουν ο ένας τον άλλο πριν παρουσιάσουν για μία ακόμη φορά την υπερ-επιτυχημένη παράστασή τους, στο θέατρο του Λυκαβηττού.

7' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Έχουν μια κοινή αίσθηση του χιούμορ, που πυροδοτεί με μαγικό τρόπο την ατμόσφαιρα όταν συνυπάρχουν. Μοιάζουν με μικρά παιδιά που, καθώς διασχίζουν σκοτεινά δωμάτια, τραγουδούν για να πάρουν θάρρος. Το χιούμορ ήταν αυτό που τους έφερε κοντά, χτίζοντας μια δυνατή φιλία ανάμεσά τους. Στο χιούμορ βασίστηκαν και για την πρώτη τους συνεργασία, στους Παίχτες, μια παράσταση βασισμένη στο έργο του Νικολάι Γκόγκολ, η οποία εξελίχθηκε σε φαινόμενο των τελευταίων ετών στη θεατρική Αθήνα. Ο Γιώργος Κουτλής συστήθηκε για πρώτη φορά στο ευρύ κοινό ως ένας από τους πιο ενδιαφέροντες σκηνοθέτες της γενιάς του, ενώ ο Γιάννης Νιάρρος καθιερώθηκε ως ένας χαρισματικός πρωταγωνιστής. Οι Παίxτες επέστρεψαν, λοιπόν, το φετινό καλοκαίρι σε ανοιχτά αθηναϊκά θέατρα, έπειτα από δύο χρονιές με απανωτά sold out χειμώνα-καλοκαίρι και έναν χρόνο απουσίας. Την Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου δίνουν ένα από τα τελευταία ραντεβού τους, στο Δημοτικό Θέατρο Λυκαβηττού, για μια παράσταση που φιλοδοξούν να μοιάζει με ξέφρενο αποχαιρετιστήριο πάρτι. Έχοντας κατά νου το γενικότερο μήνυμα της παράστασης –πως όλα τελικά στη ζωή συγχέονται και το μόνο που μένει είναι το παιχνίδι– τους προτείναμε μια ελεύθερη συζήτηση, κατά τη διάρκεια της οποίας θα μπορούν να εναλλάσσονται στη θέση του συνεντευξιαστή και του συνεντευξιαζoμένου, με ελάχιστη δική μας παρέμβαση.  

-Πείτε αρχικά τι θαυμάζει ο ένας στον άλλο και τι σας «τη σπάει».   

Γ.Ν.: Ο Κουτλής έχει μια καλώς εννοούμενη παιδικότητα. Αυτό είναι το καλό. Το κακό είναι ότι καμιά φορά μπορεί να υπερνικήσει μέσα του η οργανωτική του πλευρά και να γίνει σπαστικός. Το σημαντικό, όμως, είναι ότι έχει τη στόφα του ψυχικά ισορροπημένου ανθρώπου. Και του ψυχικά ισορροπημένου σκηνοθέτη. Αυτό κι αν είναι σπάνιο…

Γ.Κ.: Ο Γιάννης έχει έναν περίεργο συνδυασμό…

Γ.Ν.: Κοιλιακών και τρυφερής καρδιάς;

Γ.Κ.: Και αυτό, φυσικά. Πήγα, όμως, να πω κάτι καλύτερο. Μπορείς να κάνεις ταυτόχρονα πεντακόσια πράγματα: παίζεις, γράφεις μουσική, τραγουδάς· έχεις τόσα ταλέντα και ταυτόχρονα είσαι εντελώς χύμα, λες και δεν είναι τίποτε όλα αυτά. 

Ξέρεις, αυτό είναι ένας πολύ βοηθητικός συνδυασμός. Να είσαι ταλαντούχος, αλλά να περνάς και καλά, να μην το θεωρείς και κάτι σπουδαίο. Είσαι όμως και ανασφαλής, αγχώδης…

Γ.Ν.: Πολύ.

Γ.Κ.: Τη μία μέρα λες «είναι η καλύτερη πρόβα μας, το καλύτερο έργο που έχουμε κάνει» και την άλλη πως «είναι σκουπίδι, θα εξευτελιστούμε».  

Γ.Ν.: Κι εσύ έχεις εκρήξεις. Μαζεύεις, μαζεύεις και ξαφνικά κάνεις μια έκρηξη από κει που δεν το περιμένεις.

Γ.Κ.: Βαράω κάτι κόκκινα. Αψυχολόγητα. Νεύρα είναι… Υπάρχουν και αυτά.  

Γ.Ν.: Είμαστε διαλλακτικοί, όμως. Είμαστε οπαδοί της συζήτησης. Αν το συζητήσεις, το λύνεις, δεν υπάρχει περίπτωση. Όσο δύσκολο κι αν είναι. Αν το αφήνεις να αιωρείται, αν το βάζεις κάτω απ’ το χαλί, τότε την πατάς. Εκεί χαλάνε οι σχέσεις.

-Τι νιώθει κανείς όταν κάνει μια μεγάλη επιτυχία;

Γ.Κ.: Προσπάθησα για καιρό να χαμπαριάσω τι σημαίνει όλο αυτό, αν είναι φυσιολογικό. Οι Παίχτες ήταν μόλις η δεύτερη δουλειά μου στο θέατρο. Έπεσε ένα τεράστιο κύμα πάνω μου. Τηλέφωνα, προτάσεις συνεργασίας, συνεντεύξεις. Σάστισα. Αλλά τι να λέμε τώρα. Οι Παίχτες μού δημιούργησαν καριέρα. Εσύ, Γιάννη, είχες ήδη χτίσει μια καριέρα.

«Αν το συζητήσεις, το λύνεις, δεν υπάρχει περίπτωση. Αν το αφήνεις να αιωρείται, αν το βάζεις κάτω απ’ το χαλί, τότε την πατάς. Εκεί χαλάνε οι σχέσεις». 

Γ.Ν.: Για μένα πάντως ήταν μια προσωπική νίκη. Ήμουν στη φάση που είχα κάνει ορισμένες επιτυχημένες δουλειές, το Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα, το Στέλλα κοιμήσου. Μπορούσα να «επιλέξω» θεωρητικά το τι θα κάνω μετά. Αν θα πάω μ’ έναν γνωστό σκηνοθέτη, αν θα κάνω έναν ρόλο ρεπερτορίου. Είπα να κάνω κάτι με τους φίλους μου.

Γ.Κ.: Χάρη σ’ εσένα έγιναν οι Παίχτες, αυτή είναι η αλήθεια. Εμένα δεν με ήξερε κανείς τότε. Βγήκες μπροστά και είπες σε μια ιδιωτική παραγωγή: «Θέλω να κάνω κάτι με τους τάδε. Ποιοι είναι οι τάδε; Οι φίλοι μου».  

Γ.Ν.: Και όταν είπαν ναι, άρχισα να βλέπω τους φίλους μου μεθυσμένους από χαρά. Κοίτα, έχω αυτό το σπιρίτουαλ μέσα μου, που δεν με έχει απογοητεύσει. Έχω ένστικτο, ρε παιδί μου, πώς να το κάνουμε.  

-Μπορούμε να το ελαφρύνουμε λίγο; 

Γ.Ν.: Ωραία. Γιώργο, ποιο είναι το αγαπημένο σου φαγητό;  

Γ.Κ.: Θα σου πω κάτι που σκέφτηκα προχθές. Τελικά, δεν έχω τίποτε αγαπημένο. Όταν με ρωτάνε για κάτι αγαπημένο μου, λέω πάντα κάτι που ήταν αγαπημένο μου όταν ήμουν δεκαπέντε χρόνων. Τα σουτζουκάκια, ας πούμε. Ή η καρμπονάρα.

Νιάρος-Κουτλής στο «Κ»: Τι λένε δύο «παίκτες» μεταξύ τους-1
Ο Γιώργος Κουτλής (επάνω) και ο Γιάννης Νιάρρος φωτογραφίζονται για το «Κ» λίγο πριν από την παράσταση στον Λυκαβηττό.  

Γ.Ν.: Το ηθικό δίδαγμα, λοιπόν, είναι πως όσο μεγαλώνεις, όλο και κάτι θα σου βρομάει. Δεν υπάρχει τίποτε απολύτως αγαπημένο.

Γ.Κ.: Μπορεί και να σημαίνει ότι τα απολαμβάνω όλα εξίσου. Βρίσκω παντού τη χαρά.

Γ.Ν.: Αυτό το νιώθω πολύ τώρα στα τριάντα. Παλιά όλα ήταν χαοτικά, μπερδεμένα, ανήσυχα. Τώρα τα έχω αποδεχτεί όλα.  

Γ.Κ.: Έχουμε πάρει λίγο τη ζωή στα χέρια μας τώρα, ε; Καλό είναι αυτό, αν εξαιρέσεις την υγείας μας, που αρχίζει να βγάζει προβλήματα. Τρώω γιαούρτι το βράδυ, έξω θα παραγγείλω χόρτα. Θέλω να βάζω υγεία μέσα μου. 

Γ.Ν.: Πες μου κάποιο κλισέ που λένε στις συνεντεύξεις. Τι θα συμβούλευες τον νεότερο εαυτό σου;

Γ.Κ.: Δεν έχω κάτι τόσο σημαντικό να πω. Θα ήθελα να έχω βάλει τη γυμναστική λίγο παραπάνω στη ζωή μου. Να είχα μάθει να μην τη βλέπω σαν κάτι το καταναγκαστικό. Μόνο μπάλα μπορώ να παίξω. Εσύ τι θα τον συμβούλευες;

Γ.Ν.: Εγώ έχω καταλήξει σ’ αυτά τα χιλιοειπωμένα αμερικάνικα τσιτάτα του στιλ: «Ό,τι συνέβη, συνέβη για κάποιο λόγο», «Love Yourself», «Μην έχεις τύψεις». Αν μπορούσα πραγματικά να μου ψιθυρίσω κάτι, θα μου έλεγα να μην καπνίζω.  

-Συζητήστε για τη δουλειά σας. Θα την εγκαταλείπατε ποτέ;

Γ.Ν.: Ηθοποιός ήθελα να γίνω πάντα. Πέρασα από τη φάση που ήθελα να πάω να σπουδάσω στην Αμερική, να γίνω οικονομολόγος, να βγάζω πολλά λεφτά, κυρίως γιατί τότε ήθελα να τα φτιάξω με μια συγκεκριμένη κοπέλα. Μετά είδα τον ρεαλισμό. Πιο μικρός ήθελα να γίνω και πληροφορικάριος. Τώρα νομίζω ότι θα ήθελα να είμαι μόνο μουσικός. Αλλά δεν πιστεύω πως έχω το ταλέντο να βγω δυναμικά εκεί. Εσύ;

Γ.Κ.: Αρκετές φορές έχω ζοριστεί. Σχεδόν σε κάθε παράσταση που ανεβάζω, λέω από μέσα μου: «Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου;» ή «ζήτα περισσότερα χρήματα για να αξίζει αυτό 
που νιώθεις». Στα σοβαρά, δεν έχω σκεφτεί να τα παρατήσω. Ξεκίνησα να γίνω δικηγόρος, παράτησα τη Νομική ενώ είχα στρωμένη οικογενειακή δουλειά, πήγα στη Δραματική, μετά στη Ρωσία από το πουθενά για σπουδές σκηνοθεσίας, τα έφερα όλα τούμπα. Έχω δώσει πολλά σ’ αυτή τη δουλειά, για να πω αντίο. Σινεμά θα ήθελα να κάνω. Στην ουσία, κινηματογραφιστής πιστεύω πως ήθελα να γίνω, απλώς μπερδεύτηκα.  

Γ.Ν.: Καλά έκανες που δεν έγινες κινηματογραφιστής. Το θέατρο έχει περισσότερη κίνηση.

Γ.Κ.: Μπορεί να γίνω όταν μεγαλώσω. Να κάνω στροφή. Κι εσύ νομίζω ήθελες να γίνεις τζαζίστας.

Γ.Ν.: Τρελαίνομαι με την τζαζ.  

Γ.Κ.: Έχεις και μουσικό ίνδαλμα;  

Γ.Ν.: Τον Μπραντ Μέλνταου, τον  Όσκαρ Πίτερσον. Να σου πω… Σούπερ μάρκετ πας; Θα στηθείς στην ουρά μιας δημόσιας υπηρεσίας;

Γ.Κ.: Ας είναι καλά ο Gov που μας έλυσε τα χέρια. Με το σούπερ μάρκετ δεν είμαι συνεπής. Παραγγέλνω απ’ έξω. Η Ελένη, η γυναίκα μου, κάνει τα περισσότερα. Εγώ «τρέχω» μόνο κάτι λογιστικά, πληρωμές. Με κακόμαθε η μάνα μου.

Γ.Ν.: Πλένω, σιδερώνω, μαγειρεύω. Δεν κάνω τα «αντρικά», λάμπες, καρφιά, τέτοια. Δεν το ’χω καθόλου.  

Γ.Κ.: Με τον ανταγωνισμό πώς τα πας;

Γ.Ν.: Τον γουστάρω. Μου φαίνεται και αστείος. Μου αρέσει να δω μια παραστασάρα και να πω: «Πώς θα το κάνω κι εγώ αυτό ακόμη καλύτερα;».

Γ.Κ.: Ένοχες απολαύσεις έχεις;

Γ.Ν.: Κάνω κάτι περίεργο. Μου αρέσουν τα θρίλερ, αλλά δεν τα βλέπω ολόκληρα. Μπορώ να περάσω ένα ολόκληρο βράδυ στο Νetflix βλέποντας μόνο τρέιλερ. Α! Και το πλεϊστέσιον. Εσύ;

Γ.Κ.: Πολλά βιντεάκια στο Λούμπεν. Έχω δει και άπειρο αμερικανικό Σαρβάιβορ. Όλες τις σεζόν. Ακούω και τρας τραγούδια. Εντάξει, κάπου ο εγκέφαλος θέλει και να ξεδώσει.  

Γ.Ν.: Το πιο ανακριβές πράγμα που έχεις ακούσει να λέγεται για σένα;

Γ.Κ.: Έχω ακούσει ότι είμαι αντικοινωνικός, ότι παίρνω μόνο άντρες ηθοποιούς στις παραστάσεις μου. Εντάξει, σ’ αυτό το τελευταίο έχουν ένα δίκιο. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει.

Γ.Ν.: Με τις άσχημες κριτικές πώς τα πας;

Γ.Κ.: Έχω τσακιστεί στιγμιαία διαβάζοντας μια κακή κριτική. Υπάρχουν ορισμένες προσβλητικές. Αυτές με ενοχλούν. Δεν με ενοχλεί να διαβάσω κάτι αρνητικό, αν είναι εποικοδομητικό και έχει κάπου να με πάει. Με στενοχωρεί η εμπάθεια.

Γ.Ν.: Με ενοχλεί κι εμένα η εμπάθεια. Προτιμώ να πει κάποιος: «Βαρέθηκα». Το βρίσκω πιο τίμιο.

Οι Παίxτες του Ν. Β. Γκόγκολ. Σκηνοθεσία: Γιώργος Κουτλής. Παίζουν: Γιάννης Νιάρρος, Βασίλης Μαγουλιώτης, Ηλίας Μουλάς, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος, Γιώργος Τζαβάρας και Γιώργος Μπουκαούρης, guest star ο Θανάσης Δήμου. Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου, στις 21.00, στο Δημοτικό Θέατρο Λυκαβηττού. Προπώληση: more.com  

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT