Η παγκόσμια πρεμιέρα του «Σκαθαροζούμη Σκαθαροζούμη», όπως τιτλοφορείται το πολυαναμενόμενο σίκουελ, θα γίνει στις 28 Αυγούστου στη βενετσιάνικη Σάλα Γκράντε, στο πλαίσιο της Μόστρας. Για την ακρίβεια θα ανοίξει, εκτός διαγωνιστικού τμήματος, το 81ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, ενώ στην Ελλάδα η ταινία θα βγει στις αίθουσες στις 5 Σεπτεμβρίου από την Tanweer.
Εν αναμονή της πρεμιέρας, λοιπόν, το «Κ» εξασφάλισε μία αποκλειστική συνέντευξη του σκηνοθέτη, στην οποία μιλάει για τη διαδικασία δημιουργίας του νέου του φιλμ, το οποίο ξεκίνησε και εξελίχθηκε χωρίς προσδοκίες, για το χαλαρό κλίμα στα γυρίσματα και τους αυτοσχεδιασμούς των ηθοποιών που τους έκαναν, κατά κάποιον τρόπο, συνδημιουργούς του σεναρίου, αλλά και για την εμπειρία τού να πηγαίνεις στον κινηματογράφο για να δεις μία ταινία.
Έφτασε, επιτέλους, η ώρα για το σίκουελ του «Σκαθαροζούμη». Πώς ήταν η διαδικασία της δημιουργίας του;
Είχα ήδη δουλέψει με τον Αλ Γκόου και τον Μάιλς Μίλαρ, που γράψαμε μαζί το σενάριο της ταινίας, στο «Wednesday», οπότε τους ήξερα πολύ καλά. Κι αυτό, ως εμπειρία, ήταν υπέροχο, γιατί είναι πολύ συνεργάσιμοι. Επίσης, κατά βάση, αντιμετώπισα το σίκουελ όπως και την πρώτη ταινία, στην οποία είχα μεν ένα σενάριο αλλά στη συνέχεια έγινε δουλειά και από τους ηθοποιούς που έπαιξαν, οι οποίοι είναι καλοί στο να αυτοσχεδιάζουν. Εκείνη την ταινία, όπως συνειδητοποίησα αργότερα, ήταν οι αυτοσχεδιασμοί την κατέστησαν, έως έναν βαθμό, διασκεδαστική, αλλά και το ότι κατά τη δημιουργία της επικρατούσε ένα αρκετά χαλαρό κλίμα. Είχαμε ένα σενάριο που το δουλεύαμε με διάφορους τρόπους καθώς προχωρούσαμε, ενώ βασιζόμασταν και στους σπουδαίους καρατερίστες μας – η συνεισφορά τους ήταν πραγματικά μεγάλη. Το ίδιο πνεύμα υπάρχει και στην καινούργια ταινία. Χωρίς να το πολυσκεφτούμε, προσπαθήσαμε να φέρουμε στη διαδικασία της δημιουργίας της το καλό κλίμα που επικρατούσε στην πρώτη και όλοι οι ηθοποιοί συνεισέφεραν στη δημιουργία των χαρακτήρων τους.
Μπορείτε να μας συνοψίσετε την ιστορία του «Σκαθαροζούμη Σκαθαροζούμη»;
Ρωτάτε το χειρότερο άτομο για να σας δώσει απάντηση σε αυτή την ερώτηση, τον σκηνοθέτη της ταινίας. [γέλια] Λοιπόν, βασικά πρόκειται για μία «επίσκεψη» στην οικογένεια των Ντιτζ τριάντα πέντε χρόνια μετά από την τελευταία, η οποία γίνεται για να δούμε σε τι φάση βρίσκονται τώρα. Υπάρχει, βέβαια, κάτι που τους συμβαίνει, το οποίο, κατά κάποιον τρόπο, πυροδοτεί τα γεγονότα της πλοκής. Παρ’ όλα αυτά, κατ’ ουσίαν, πάμε να δούμε τι κάνουν αυτοί οι άνθρωποι τώρα.
Η ηλικία του Σκαθαροζούμη μετριέται σε αιώνες. Στο σχετικά σύντομο, λοιπόν, χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την προηγούμενη ταινία, έχει αλλάξει καθόλου, ως χαρακτήρας;
Ο χαρακτήρας του Σκαθαροζούμη δεν έχει μεγάλο βάθος, ούτε γίνεται να αναπτυχθεί ιδιαίτερα. Εννοώ πως είναι αυτός που είναι, πάει και τελείωσε. Στη νέα ταινία αποκαλύπτουμε κάποια πράγματα γι’ αυτόν που δεν τα ξέραμε πριν. Παρ’ όλα αυτά, ούτως ή άλλως, έχουμε να κάνουμε με έναν χαρακτήρα παράξενο. Κι αυτό είναι ένα από τα πράγματα που με έκαναν να απολαύσω το ότι επέστρεψα σε αυτή την ιστορία – το ότι ο Σκαθαροζούμης είναι κάπως διαφορετικός και έχει τους δικούς του κανόνες.
Ο χαρακτήρας του Σκαθαροζούμη έχει βρει τη δική του, σημαντική θέση στην παγκόσμια ποπ κουλτούρα. Την ίδια στιγμή, στην ταινία αποτυπώνετε με έναν υπέροχο τρόπο το εικονοκλαστικό σας σύμπαν, το όραμά σας. Αυτή τη φορά, τι χρειάστηκε για να το κάνετε πράξη;
Πρώτα απ’ όλα, υπήρχε η πρώτη ταινία, στην οποία αποτίσαμε φόρο τιμής – σε εκείνη, τον σχεδιασμό της παραγωγής τον είχε κάνει ο Μπο Γουέλς. Για τη νέα ταινία, συνεργάστηκα στον σχεδιασμό με τον Μαρκ Σκρούτον, με τον οποίο είχα δουλέψει και στο Wednesday. Παρότι το σπίτι της νέας ταινίας είναι τελείως καινούργιο, κάποια άλλα σκηνικά φτιάχτηκαν για να θυμίζουν την πρώτη ταινία, ως αναπόσπαστα κομμάτια του σύμπαντός της. Ενώ πήγαμε το όλο πράγμα ένα βήμα παρακάτω, λοιπόν, στην ταινία δεν φαίνεται να έχουμε απομακρυνθεί από το σημείο εκκίνησής μας. Πάντως, τα σκηνικά τα φτιάξαμε όλα εξ αρχής.
Κάτι άλλο που έχει ενδιαφέρον είναι το ότι στο μεσοδιάστημα από την πρώτη ταινία πέρασαν και τριάντα πέντε χρόνια πάνω από το Γουίντερ Ρίβερ, την πόλη του Βερμόντ στην οποία επιστρέψατε για τα γυρίσματα. Πώς πήγε αυτό;
Είχε, όντως, ενδιαφέρον το να επιστρέψουμε στο Βερμόντ, καθώς αναρωτιόμασταν πώς να είναι τώρα, π.χ. αν η περιοχή είχε χτιστεί δίχως αύριο. Τελικά, στην πραγματικότητα, παραδόξως, είχε μείνει ακριβώς το ίδιο. Ήταν περίεργο. Δεν μπορείς να πεις ότι η περιοχή παρουσιάζει την εικόνα που αναμένεις μετά από τριάντα πέντε χρόνια αλλά μετά από μία μόλις εβδομάδα. Ήταν πολύ, πολύ παράξενο. Αλλά και πάλι, αυτό συμβαίνει επειδή είναι κομμάτι της ταυτότητάς του. Αυτό το μέρος είχε και έχει κάτι το κάπως ξεχωριστό. Η αίσθηση ήταν παρόμοια με αυτή που έχεις όταν δουλεύεις ξανά με τους ίδιους ανθρώπους που είχες δουλέψει κάποτε. Είχε κάτι το πολύ συγκινητικό η επιστροφή μας εκεί. Για μένα, ούτως ή άλλως, το ότι βρεθήκαμε ξανά σε αυτό το μέρος πρόσθεσε κάτι στην ταινία.
Όλοι όσοι δούλεψαν για τον «Σκαθαροζούμη Σκαθαροζούμη» λένε ότι τη δημιουργία της ταινίας τη χάρηκαν περισσότερο απ’ ό,τι χάρηκαν ποτέ κατά το γύρισμα μιας ταινίας. Ισχύει και για εσάς το ίδιο;
Ίσως να έχουμε τελείως διαφορετική ιδέα για το τι σημαίνει να διασκεδάζεις. Ίσως κι εγώ να έχω τον δικό μου ορισμό περί διασκέδασης, που να μην ισχύει για κανέναν άλλο. Παρ’ όλα αυτά, θα έλεγα ότι όντως πέρασα καλά. Ήταν μία εμπειρία που μου έδωσε τέτοια ικανοποίηση όσο λίγες εμπειρίες, εδώ και πάρα πολύ καιρό. Μετά από τόσα χρόνια στη βιομηχανία του θεάματος, που κάποιες φορές αποσυντονίζομαι λίγο ή μπορεί να μην ενδιαφέρομαι, πια, τόσο πολύ γι’ αυτή τη δουλειά, ο «Σκαθαροζούμης Σκαθαροζούμης» με επανασύνδεσε με αυτό που αγαπώ να κάνω, που δεν είναι άλλο από το να γυρίζω ταινίες. Με έκανε να αφήσω τις μπίζνες στην άκρη και να προχωρήσω κατευθείαν στην ουσία του σινεμά. Εξ ου και ο χρόνος που πέρασα φτιάχνοντας την ταινία ήταν πολύ «καλλιτεχνικός», συναρπαστικός, γεμάτος συναισθήματα. Αν αυτό το αποκαλείς διασκέδαση, ναι, ισχύει και για μένα ό,τι και για τους άλλους.
Υπάρχει κάτι που να ξεχωρίζετε στην ταινία, π.χ. κάποια σεκάνς που να αγαπάτε πιο πολύ;
Όχι, δεν έχω. Νομίζω ότι ο «Σκαθαροζούμης Σκαθαροζούμης» έχει να κάνει περισσότερο με τη συνολική εμπειρία που αποκομίζεις και με αυτή την αίσθηση του αχαρτογράφητου. Θαρρώ πως αυτό ήταν και το ζητούμενο, άλλωστε. Γενικά, φαίνεται ότι πάντα υπάρχουν κάποιου είδους προσδοκίες από ένα κινηματογραφικό φραντσάιζ. Στον «Σκαθαροζούμη Σκαθαροζούμη», όμως, δεν είχαμε καμία προσδοκία για το αποτέλεσμα που θέλαμε να έχουμε, ούτε καν μια βασική ιδέα για το τι είναι αυτό που κάναμε υπό την επήρεια ενός ιδιάζοντος ενθουσιασμού για το «άγνωστο» που μας περίμενε στη γωνία. Κι αυτό, ως συνθήκη, κάποιες φορές, μπορεί να βοηθήσει. Εν προκειμένω, είναι σαν η ταινία να μην μπορεί να ενταχθεί σε κάποια κατηγορία. Και ο Σκαθαροζούμης ήταν πάντα κάπως έτσι, ανένταχτος.
Οι ταινίες σας είναι κομμένες και ραμμένες για να τις βλέπει κάποιος στη μεγάλη οθόνη ενός κινηματογράφου. Υπάρχει ένα εύρος στα καρέ, στις λεπτομέρειες που απεικονίζονται σε αυτά. Φαίνεται, επίσης, να εμπνέουν το δέος και τον θαυμασμό των ιστοριών που μας αφηγούνταν οι μεγαλύτεροι όταν ήμασταν παιδιά. Η εμπειρία του να πηγαίνεις στο σινεμά ήταν σημαντική για εσάς όταν μεγαλώνατε;
Ω, ναι. Υπήρχε ένας κινηματογράφος στο Μπέρμπανκ [στην Καλιφόρνια], το Cornell Theater, που με πενήντα σεντς μπορούσες να δεις τρεις ταινίες στη σειρά. Δεν υπάρχει περίπτωση να ξεχάσω ποτέ αυτές τις πρώτες μου κινηματογραφικές εμπειρίες. Η πρώτη ταινία που είδα ήταν ο «Ιάσων και οι αργοναύτες» και ακόμη τη θυμάμαι. Αυτά τα πράγματα μπορούσαν τότε να σε επηρεάσουν –τουλάχιστον εμένα, με επηρέασαν– και νομίζω ότι ακόμη, έως κάποιο βαθμό, μπορούν να το κάνουν. Κι αυτό είναι καταπληκτικό.
Γιατί πιστεύετε, λοιπόν, ότι είναι σημαντικό ο κόσμος να βλέπει γενικά τις ταινίες και όχι μόνο τον «Σκαθαροζούμη Σκαθαροζούμη» στη μεγάλη οθόνη ενός σινεμά;
Πριν από μερικά χρόνια φαινόταν να υπάρχει μία πολύ πολωμένη κατάσταση όσον αφορά το δίλημμα «κινηματογράφος ή τηλεόραση», σαν να περίμεναν όλοι για την τελική έκβαση μίας αναμέτρησης. Νομίζω ότι, ευτυχώς, καταλήξαμε στο ότι οι ταινίες είναι σημαντικές και στο ότι είναι σημαντικό να τις βλέπεις στη μεγάλη οθόνη. Φτιάχνεις ταινίες για να βιωθούν σε μία κινηματογραφική αίθουσα. Για το εύρος και το μέγεθος της οθόνης, για τον ήχο κλπ. Οπότε, είναι πολύ σημαντικό ο κόσμος να τις δει εκεί. Ευτυχώς, λοιπόν, θαρρώ πως η πόλωση έχει χαλαρώσει λίγο και πως ο κόσμος εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται ως σημαντική και όμορφη την εμπειρία τού να πηγαίνεις σινεμά.
Info: Η ταινία «Σκαθαροζούμης Σκαθαροζούμης» –σε σκηνοθεσία Τιμ Μπάρτον και με πρωταγωνιστές τους Μάικλ Κίτον, Κάθριν Ο’Χάρα, Γουινόνα Ράιντερ, Τζένα Ορτέγκα, Τζάστιν Θερού, Γουίλεμ Νταφόε και Μόνικα Μπελούτσι– θα ξεκινήσει να προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες της Ελλάδας στις 5 Σεπτεμβρίου, από την Tanweer.