Βίκυ Λέανδρος, μία πολύ δραματική τραγουδίστρια

Βίκυ Λέανδρος, μία πολύ δραματική τραγουδίστρια

Τι αποτύπωμα αφήνει η «βαρόνη» της ποπ στην παγκόσμια μουσική βιομηχανία τη στιγμή που αποχαιρετάει για πάντα το κοινό της με μία σειρά συναυλιών ανά τον κόσμο;

3' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η φράση «Βίκυ, είσαι τα νιάτα μας» εκτοξεύτηκε αρκετές φορές από τις κερκίδες του Ηρωδείου την Παρασκευή (06.09), με αποδέκτρια τη Βίκυ Λέανδρος, κατά τη διάρκεια μίας συναυλίας που δεν έπεφτε καρφίτσα. Και πώς να έπεφτε; Επρόκειτο για το ανακοινωθέν ως τελευταίο της κονσέρτο στην Ελλάδα, καθώς φέτος η αειθαλής «βαρόνη» της μουσικής βιομηχανίας γυρίζει τον κόσμο με την αποχαιρετιστήρια περιοδεία της.

Η αλήθεια είναι το όμορφο νεαρό κορίτσι, που έμοιαζε με μια μελαχρινή εκδοχή της Φρανς Γκαλ όταν το 1967 έπαιρνε μέρος στον διαγωνισμό της Eurovision, εκπροσωπώντας το Λουξεμβούργο με το «L’amour est bleu» (βγήκε 4η), θα εξελισσόταν σε πολλά παραπάνω από τα «νιάτα» μίας και μόνο γενιάς. Κι αυτό οφείλεται, εν μέρει, στα άπειρα διαφορετικά best of και τις πολλές συλλογές με τραγούδια της που, από τη δεκαετία του 1990 και μετά, κυκλοφόρησαν και συνεχίζουν να κυκλοφορούν ανά τον κόσμο, καλύπτοντας τις ανάγκες διαφορετικών, τοπικών αγορών.

Μία αειθαλής πεταλούδα

Ό,τι κι αν τραγούδησε στην καριέρα της η Βίκυ Λέανδρος το είπε με τον δικό της τρόπο, αδύνατον να τον μπερδέψει κανείς με οποιασδήποτε άλλης τραγουδίστριας. Από τις πρώτες της ηχογραφήσεις φάνηκε ότι της άρεσαν οι μεγάλες τζαζ και σόουλ τραγουδίστριες. Ο αισθαντικός, θεατρικός και γεμάτος (ενίοτε υπερβολικό) πάθος τρόπος, βέβαια, που ερμήνευε τόσο τις μπαλάντες όσο και τα πιο «γιεγιεδίστικα» ποπ σουξέ της, κυρίως το πώς χρωμάτιζε τα λόγια των τραγουδιών της, την έφερναν πιο κοντά στην παράδοση του γαλλικού σανσόν, σε τραγουδίστριες-θρύλους όπως η Ζιλιέτ Γκρεκό.

Στην πρώτη κριτική που γράφτηκε για εκείνη, το 1965, όταν σε ηλικία δεκαέξι χρονών κυκλοφόρησε για τη γερμανική αγορά το δισκάκι «Messer, gabel, schere, licht», περιγράφηκε ως μία στρουμπουλή παιδούλα, που η καριέρα της δεν θα είχε μεγαλύτερη διάρκεια από εκείνη του πετάγματος μιας πεταλούδας. Τελικά, εξελίχθηκε σε μία κομψή και λαμπερή στη σκηνή τραγουδίστρια, που όχι μόνο κατάφερε να αποκτήσει τεράστιο κοινό αλλά και να «μείνει στα πράγματα» επί επτά δεκαετίες, γνωρίζοντας, κατά τόπους και χρόνους, διαφορετικά επίπεδα επιτυχίας.

Σταρ, σ’ όλες τις γλώσσες

Στο διεθνές μουσικό στερέωμα εκτοξεύτηκε, πραγματικά, όταν το 1972 κέρδισε, τελικά, τον διαγωνισμό της Eurovision (πάλι για το Λουξεμβούργο), με το «Après toi». Βέβαια, η επιτυχία της δεν έμεινε εκεί. Παρουσίασε τα δικά της τηλεοπτικά σόου στη γερμανική τηλεόραση και το BBC. Ερμήνευσε τραγούδια που έγιναν επιτυχίες σε οκτώ γλώσσες. Αγαπήθηκε πολύ στην Ευρώπη και κάπως λιγότερο στην Αμερική (όπου δεν ήθελε να μείνει όταν της προτάθηκε συμβόλαιο, παρότι το άλμπουμ της «Across the water», με καθαρά αμερικανικό ήχο, αποτελεί έναν από τους καλλιτεχνικά αρτιότερους δίσκους της). Έγινε σταρ στην Ιαπωνία (ηχογράφησε πολλά τραγούδια της στα ιαπωνικά, ένα από τα οποία, μάλιστα, το ερμήνευσε την Παρασκευή στο Ηρώδειο), τη Νότιο Αφρική και τη Λατινική Αμερική. Υπολογίζεται –χωρίς να μπορεί να εξακριβωθεί λόγω των πολλών εκδόσεων των δίσκων της– ότι, συνολικά, έχει πουλήσει πάνω από 100 εκατομμύρια άλμπουμ.

Στην Ελλάδα, βέβαια, παρότι γνώρισαν, όπως και αλλού στον κόσμο, μεγάλη επιτυχία κάποια γαλλόφωνα τραγούδια της, το πλέον ισχυρό της αποτύπωμα το έχει αφήσει με τα ποπ-νεανικά τραγούδια που ερμήνευσε στα ελληνικά: τις «Αναμνήσεις», το «Ήταν μια βραδιά», τη «Χαμένη αγάπη», το «Κακομαθημένο παιδί», το «Έι καζανόβα», το «Κουτό παιδί» – τραγούδια που είπε και σε άλλες γλώσσες.

Μία πολύ δραματική τραγουδίστρια

Αν υπάρχει, πάντως, ένα κομμάτι της που να ενώνει τις διαφορετικές γενιές των θαυμαστών της, αυτό δεν είναι άλλο από το «Μυστικό σου», διασκευή του «Something’s gotten hold of my heart» των David and Jonathan. Το ηχογράφησε πρώτη φορά το 1968 και το επανακυκλοφόρησε, σε νέα εκδοχή, το 1989, οπότε και έφτασε στην κορυφή των ελληνικών τσαρτ – όχι άδικα.

Το συγκεκριμένο τραγούδι συγκεντρώνει πολλά από τα πράγματα που είναι η Βίκυ Λέανδρος: Μία ρομαντική, αισθαντική ερμηνεύτρια που μιλάει για την αγάπη, τον έρωτα και τις πληγωμένες καρδιές· μία τραγουδίστρια με μεγάλη έκταση, που ανεβοκατεβαίνει τις οκτάβες με πάθος διατηρώντας τον απόλυτο έλεγχο της φωνής της, σαν να ήταν καλοκουρδισμένο μουσικό όργανο· μία καλλιτέχνιδα που της ήταν γραφτό να τη λατρέψουν σαν θεά οι απανταχού drama queens.

Είναι ένα τραγούδι, κυρίως, που δικαιολογεί τον τιμητικό χαρακτηρισμό της «πολύ δραματικής τραγουδίστριας» που της «απένειμε» ο Ζακ Μπρελ, όταν την άκουσε σε ένα τηλεοπτικό σόου να ερμηνεύει την επιτυχία του «Ne me quitte pas» (που τραγούδησε και στα ελληνικά, ως «Πες μου πώς μπορείς»). Τότε, η ίδια δεν είχε κατανοήσει ότι επρόκειτο για κομπλιμέντο και είχε τρέξει στο καμαρίνι της, για να βάλει τα κλάματα. Με την απόσταση του χρόνου μπορούμε να δούμε ότι, απ’ ό,τι φαίνεται, κλείνει μέσα του το ξεχωριστό αποτύπωμα της Βίκυς Λέανδρος στη μουσική βιομηχανία.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT