Είναι φορές που μπροστά σε έναν αθηναϊκό ερειπιώνα, σε μια παλιά γειτονιά, συχνά σε κάποιο μικρό δρομάκι, αισθάνομαι ως περιηγητής αρχαιοτήτων μιας άλλης εποχής. Είναι τόσο πολλά τα σπίτια-φαντάσματα στην Αθήνα, που μοιάζουν με μια άλλη «φυλή» κτιρίων, κατάλοιπα ενός πολιτισμού που κάποτε άνθησε και από κάποια στιγμή και μετά παρήκμασε και εντέλει αφανίστηκε, αφήνοντας πίσω λίθινους τοίχους, θριγκούς και στηθαία, κορνίζες παραθύρων και εξώθυρες μανταλωμένες, σπαράγματα λανθάνουσας ζωής. Πώς να εξηγήσεις με όρους ρεαλισμού σε έναν ξένο φίλο της Αθήνας τη σταδιακή ερείπωση ενός νεοκλασικού αρχοντικού όπως αυτού στη γωνία Ναυάρχου Νικοδήμου και Σκούφου, ανάμεσα στην Πλάκα και στο Σύνταγμα; Πώς να μιλήσεις για τις αδυναμίες της ελληνικής αγοράς, τις αστοχίες της νομοθεσίας, την αδιαφορία μιας πολιτείας και την απάθεια μιας κοινωνίας;
Όλα αυτά και πολλά ακόμη θα μπορούσε να σκεφτεί ένας περιπλανώμενος διαβάτης ανάμεσα στα ερείπια των Αθηνών. Συχνά, στέκομαι με δέος μπροστά στη δύναμη του χρόνου. Περισσότερο όμως μπροστά στην επιρροή που ασκούν τα αστικά ερείπια, που κάποιος θα έφτανε ακόμη και στο ακραίο σημείο να τα εντάξει σε θεματικό τουριστικό περίπατο, όπως κάνουν όσοι ελκύονται από τα ιστορικά κοιμητήρια. Η έλξη των ερειπίων είναι μια βαθιά καταγεγραμμένη φυσική τάση, όπου ο ρομαντισμός, τον 18ο και τον 19ο αιώνα, επένδυσε μια αύρα μυστηρίου, πάθους και υπαρξιακού κενού. Καθεδρικοί ναοί-κελύφη, όπως ένα πυκνό δάσος με δέντρα εκατοντάδων ετών.
Στέκομαι με δέος μπροστά στη δύναμη του χρόνου. Περισσότερο όμως μπροστά στην επιρροή που ασκούν τα αστικά ερείπια, που κάποιος θα έφτανε ακόμη και στο ακραίο σημείο να τα εντάξει σε θεματικό τουριστικό περίπατο.
Αλλά στην περίπτωση ενός αστικού κέντρου, μιας μητρόπολης όπως είναι η Αθήνα, η διασπορά και η πυκνότητα των αστικών ερειπίων της, σπιτιών μικρών και μεγάλων, στο κέντρο ή στις γειτονιές, παλαιότατα του 19ου αιώνα ή σχεδόν «χθεσινά» από τις δεκαετίες του Μεσοπολέμου, είναι μια πολιτισμική ιδιαιτερότητα στα όρια της αίρεσης. Για πολλούς φανερώνουν συμπτώματα υπανάπτυξης και οικονομικής καθίζησης. Φέρνουν στον νου εικόνες από την Αβάνα ή την Αλεξάνδρεια, δεν παραπέμπουν σε χώρα που είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης εδώ και 43 χρόνια.
Παρ’ όλα αυτά, η αποκαρδιωτική εικόνα των αστικών ερειπίων, παρά την ομορφιά και τη γοητεία που μεταδίδουν μέσα από τη μελαγχολική πατίνα της ώχρας τους, μας οδηγεί στην ιστορική στρωματογραφία της Αθήνας, απέναντι στην οποία δεν μπορούμε να είμαστε απαθείς. Τα ερείπια χρειάζονται καταγραφή και αποτύπωση, χρειάζονται όμως και δράση. Ονειρεύομαι μια μέρα που όλα όσα προσπερνάμε σήμερα και είναι εγκαταλελειμμένα και ανεπιθύμητα, σαν απόστρατοι της ζωής, να γίνουν μέρος μιας γοητευτικής εμπειρίας μέσα στην πόλη. Τόσες χώρες το έχουν πετύχει. Ο μεγάλος στόχος για την Αθήνα είναι να οδηγήσει και πάλι στη ζωή όλα αυτά τα κλειστά σπίτια που στέκουν εκεί αμίλητα, παραδομένα στους κύκλους του χρόνου.
Η γοητεία των αθηναϊκών ερειπίων είναι ένα κεφάλαιο της αρχιτεκτονικής φωτογραφίας, της κοινωνιολογίας της επιθυμίας και της εγκατάλειψης, της τέχνης της επανάχρησης, της οικονομίας της υπεραξίας. Όλα αυτά μπορούν να γίνουν κάτι που θα αποφέρει έσοδα, κύρος, γόητρο, χαρά. Η Αθήνα δεν μπορεί να μένει απαθής μπροστά στα δικά της ερείπια.