Πώς οι ελληνικές βιοτεχνίες ρούχων έρχονται ξανά στη μόδα

Πώς οι ελληνικές βιοτεχνίες ρούχων έρχονται ξανά στη μόδα

Μια νέα γενιά σχεδιαστών εμφανίζεται στην ελληνική αγορά, έτοιμη να αντιμετωπίσει τις αμαρτίες του παρελθόντος, τον ανταγωνισμό με το εξωτερικό αλλά και τις δημιουργικές προκλήσεις του κόσμου της μόδας

11' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ερωτεύτηκα έναν Βολιώτη και όλα άλλαξαν». Όταν η Μυρτώ συνάντησε τον Μάνο, ίσως δεν περίμενε ότι αυτό θα σηματοδοτούσε ένα νέο, πολλά υποσχόμενο επαγγελματικό κεφάλαιο στη ζωή της. «Μετακόμισα μαζί του στον Βόλο, όπου η οικογένειά του διατηρεί μια μικρή βιοτεχνία ρούχων. Εκεί άρχισα να μυούμαι στην τέχνη του ραψίματος», διηγείται η δημιουργός του μπραντ cotton candy, Μυρτώ Νόνα-Ζαχαριουδάκη, καθώς μας υποδέχεται στο εργαστήριό της, που θυμίζει το σπίτι του Χάνσελ και της Γκρέτελ, στον Νέο Κόσμο. Η Μυρτώ ανήκει στους νέους ανθρώπους που εκφράζουν τη δημιουργικότητα και την τόλμη τους στον χώρο της μόδας, θέτοντας σε επαναλειτουργία την εγχώρια βιομηχανία ενδυμάτων, η οποία ήταν για πάνω από δύο δεκαετίες σε χειμερία νάρκη. Τώρα οι ραπτομηχανές παίρνουν ξανά εμπρός και οι άνθρωποι του χώρου έχουν πολλά να μας πουν και περισσότερα να μας δείξουν.

«Η μαμά μου είναι γραφίστρια και ως παιδί φτιάχναμε παρέα κολάζ, κεριά ή ράβαμε», θυμάται η Μυρτώ, που ανακάλυψε, ωστόσο, το ταλέντο της πολύ μετά το σχολείο και αφού είχε εγκαταλείψει την Κοινωνιολογία του Παντείου. «Κατάλαβα ότι μου άρεσε και γράφτηκα σε ένα δημόσιο ΙΕΚ μόδας στον Βόλο». Η εμπειρία της φοίτησης ήταν αποκαλυπτική για τη νεαρή γυναίκα. «Μας δίδασκαν από ιστορία της μόδας και της τέχνης μέχρι κοπτική, ραπτική και πατρόν. Εγώ ασχολιόμουν με τον χορό και έτσι ξεκίνησα να σχεδιάζω στολές, η διαδικασία με συνεπήρε». Εγκαταστάθηκε λίγα χρόνια αργότερα στην Αθήνα, με «προίκα» μερικά μηχανήματα από την οικογενειακή βιοτεχνία, και δημιούργησε έναν δικό της χώρο εντός σπιτιού, όπου σχεδιάζει και ράβει ρούχα, συχνά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, αφού σχολάσει από την «κανονική» της δουλειά. Η Μυρτώ δημιουργεί γυναικεία ρούχα με επιρροές βίντατζ, χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη παιδικά υφάσματα. «Φτιάχνω τα ρούχα που θέλω εγώ να φοράω, αλλά δεν μπορώ να βρω πουθενά», εξηγεί. «Έχω πάντοτε ως προτεραιότητα να μην ξεφύγει η τιμή». Οι πρώτες της παραγγελίες ήταν από τις ΗΠΑ. «Χρησιμοποιώ κυρίως το Ιnstagram και το etsy.gr, διοργανώνω και εκδηλώσεις pop up, καθώς με ενδιαφέρει η αλληλεπίδραση με τον κόσμο», εξηγεί η Μυρτώ, που με τη βοήθεια του The People’s Trust θα ανοίξει προσεχώς το δικό της κατάστημα στο Παγκράτι.

Πώς οι ελληνικές βιοτεχνίες ρούχων έρχονται ξανά στη μόδα-1
Η Μυρτώ Νόνα-Ζαχαριουδάκη αδημονεί για το επόμενο επιχειρηματικό της βήμα. Προσεχώς θα αποκτήσει φυσικό κατάστημα στο Παγκράτι. 

Τα τελευταία χρόνια παρακολουθούμε ένα ιδιότυπο «coming out» Ελλήνων σχεδιαστών μόδας, μιας επαγγελματικής ομάδας που με διαφορετικούς τίτλους ευημερούσε παλαιότερα στην Ελλάδα. Άσος στο μανίκι τους ήταν ανέκαθεν το εγχώριο βαμβάκι, που αποτελεί κατά κοινή ομολογία πρώτη ύλη υψηλής ποιότητας. «Ο πατέρας μου διατηρούσε βιομηχανία κοστουμιών στο Μαρκόπουλο με 600 εργαζομένους, η οποία μέχρι τις αρχές του ’90 ήταν ακμαία», διηγείται ο κ. Αντώνης Πεφάνης, που διαθέτει εμπειρία 34 ετών στην εγχώρια και ευρωπαϊκή βιομηχανία ρούχου και μας βοήθησε να καταλάβουμε τα σκαμπανεβάσματα της αγοράς τις τελευταίες δεκαετίες. «Τότε άρχισαν να εισάγονται ρούχα από την Τυνησία και το Μαρόκο, φθηνότερα κατά 30%», θυμάται, «χάσαμε το συγκριτικό μας πλεονέκτημα ως ελληνική βιομηχανία». Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας ξεκινούν οι εισαγωγές από την Κίνα και η ψαλίδα ανοίγει παραπάνω, καθώς οι τιμές τους είναι σχεδόν 60% πιο χαμηλά από τις ελληνικές. Οι εγχώριες επιχειρήσεις κλείνουν ή αποφασίζουν να μεταφέρουν την έδρα τους σε Βουλγαρία και Σκόπια. Αντίστοιχα, επώνυμοι κολοσσοί, με μονάδες στην Ελλάδα, την εγκαταλείπουν προς άγραν φθηνών εργατικών χεριών στη Νοτιοανατολική Ασία. 

Αμαρτίες από το παρελθόν

«Από το ’90 έως και το 2005 η αναλογία των καταστημάτων λιανικής συγκριτικά με τον πληθυσμό μας δεν ήταν ρεαλιστική: άνοιγαν ένα μαγαζί ρούχων για κάποιο μέλος της οικογένειας, χωρίς καμία ενδεχομένως σχέση με το αντικείμενο», λέει ο ο κ. Πεφάνης. Συνήθως, δεν υπήρχε ούτε επαρκές κεφάλαιο. «Η τράπεζα χορηγούσε στον καταστηματάρχη ένα μπλοκ επιταγών και εκείνος είχε τη δυνατότητα να πληρώσει το εμπόρευμα με μεταχρονολογημένη επιταγή». Αν ο έμπορος δεν είχε μετά από πέντε ή έξι μήνες τη δυνατότητα να πληρώσει την τράπεζα, το μπλοκ σφραγιζόταν. Όταν ο τομέας άρχισε να συρρικνώνεται, η τεχνογνωσία δεν κληροδοτήθηκε στις επόμενες γενιές. «Σταδιακά επλήγη και το διεθνές μας κύρος, πήγαινα σε εκθέσεις και όταν συστηνόμουν ως Έλληνας, έφευγαν», διηγείται ο ίδιος. Στην Ιταλία, «πρωτεύουσα» της μόδας, η παραγωγή μειώθηκε, αλλά το «made in Italy» δεν πεθαίνει ποτέ. 

Πώς οι ελληνικές βιοτεχνίες ρούχων έρχονται ξανά στη μόδα-2
Η Μαρία Ξυπολιτά έμαθε να ράβει από τη μητέρα της. Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, αξιοποίησε τις δεξιότητες στην κατασκευή επαγγελματικών στολών. 

Στο Μιλάνο μετέβη το 2010 η οικονομολόγος τότε Χρυσάνθη Γκούρου, που άφησε μια πολλά υποσχόμενη καριέρα ως σύμβουλος επιχειρήσεων για να σπουδάσει επικοινωνία της μόδας. «Η απόφαση μου ηχούσε εντελώς παράλογη, τότε δεν θα μπορούσα να βιοποριστώ στην Ελλάδα από τη μόδα», θυμάται. «Επί κρίσης, ο κύκλος εργασιών περιορίστηκε και στην Ιταλία, όμως κράτησε παραγωγικές μονάδες, ειδικά στο πολυτελές ένδυμα». Εργάστηκε για ένα διάστημα στο Maison Martin Margiela και εν συνεχεία έφυγε στο Λονδίνο, όπου εκεί ειδικεύτηκε στις πωλήσεις. Στην Ελλάδα επέστρεψε αργότερα, σε εταιρεία fast fashion. «Αυτά τα καταστήματα μοσχοπουλούσαν, αξιοποιούσαν την επικρατούσα νοοτροπία και την οικονομική ανασφάλεια· η αλυσίδα συνεχώς επεκτεινόταν». Αυτή η τάση, σύμφωνα με την ίδια, έχει εν μέρει ανακοπεί και η συζήτηση για τη slow fashion έχει ανοίξει. 

«Τα τελευταία δέκα χρόνια εκφράζεται η ελπίδα ότι μπορούμε να επαναφέρουμε την παραγωγή ρούχου στην Ευρώπη – στην Ιταλία, στα Βαλκάνια και στην Ελλάδα», επιβεβαιώνει ο κ. Πεφάνης. Σε αυτή τη «στροφή» έχουν συντελέσει πολλοί παράγοντες, με την πανδημία να δίνει το φιλί της ζωής στην ετοιμοθάνατη ευρωπαϊκή βιομηχανία ρούχου. Επί λοκντάουν τα δρομολόγια των εμπορικών πλοίων «πάγωσαν». «Το κόστος μεταφοράς τριπλασιάστηκε, η μεταφορά ενός κοντέινερ με ρούχα από τη Σαγκάη στον Πειραιά σκαρφάλωσε από τα 3.000 ευρώ στα 14.500 ευρώ». Παράλληλα, τα δεδομένα στην ταχέως αναπτυσσόμενη Κίνα έχουν αλλάξει: τα ημερομίσθια έχουν αυξηθεί, οι απαιτούμενες ποσότητες είναι μεγάλες, όπως και οι αναμονές. Την ίδια στιγμή, η παραγωγή ρούχων εκτός ΕΕ επισκιάζεται από τις αποκαλύψεις για την εκμετάλλευση ακόμα και ανήλικων «εργαζομένων». 

Ποιος ξέρει να ράβει;

Στην Ελλάδα είναι μετρημένοι πλέον στα δάχτυλα όσοι γνωρίζουν να ράβουν. «Λόγω της αυξημένης ζήτησης, ανοίγουν καινούργια φασόν, μικρού όμως βεληνεκούς», σχολιάζει η κ. Γκούρου. «Τεχνογνωσία διαθέτουν τώρα οι μετανάστες, άνδρες από το Πακιστάν και το Μπανγκλαντές», προσθέτει. «Τα εν λόγω ραφεία, όμως, δεν έχουν σταθερό προσωπικό, καθώς οι ράφτες, αν βρουν μια καλύτερη επαγγελματική ευκαιρία, π.χ. σεζόν σε ένα νησί, φεύγουν». Μετά, όμως, επιστρέφουν έχοντας επίγνωση ότι είναι αναντικατάστατοι στην τέχνη τους. Αναμφισβήτητα, τα περιστατικά εργασιακής εκμετάλλευσης που παρατηρήθηκαν στο παρελθόν και στην Ελλάδα έχουν κάνει διστακτικούς τους έμπειρους ράφτες από την Ανατολή. 

Πώς οι ελληνικές βιοτεχνίες ρούχων έρχονται ξανά στη μόδα-3
Η Χρυσάνθη Γκούρου μεσολαβεί μεταξύ νέων σχεδιαστών, πατρονίστ και φασόν. Στόχος είναι τα ρούχα made in Greece να εκτεθούν στο showroom και να κερδίσουν τους καταναλωτές.

Ένα φασονάδικο που έχει κερδίσει τις εντυπώσεις λειτουργεί στη Λάρισα. «Οι γονείς μου είχαν βιοτεχνία παιδικών ρούχων, κατάστημα λιανικής πώλησης, ενώ πουλούσαν και χονδρική», εξηγεί στο «Κ» ο ιδιοκτήτης του, Λάζαρος Λαδόπουλος. «Από το 2016 δουλεύουμε ως φασόν μόνο με εξωτερικές παραγγελίες». Στις μηχανές κάθονται επτά-οκτώ άτομα, μεταξύ των οποίων και η μητέρα του κ. Λαδόπουλου. «Εγώ δυστυχώς δεν έμαθα ράψιμο όταν έπρεπε», ομολογεί ο 44χρονος. Η εταιρεία έχει κάνει προσπάθεια μέσω αγγελιών να προσεγγίσει νέους, με την προοπτική να τους διδάξει την τέχνη του φασόν. «Ήρθαν ελάχιστοι και δεν έμειναν». Με το υπάρχον δυναμικό το φασόν lazzaro-micro brand production μπορεί να παραγάγει 200 T-shirts την ημέρα. Οι παραγγελίες προπληρώνονται και το ωρομίσθιο κυμαίνεται από 5 έως 7 ευρώ.

«Δεν σε δουλεύω»

Κατά την περίοδο της πανδημίας η κ. Γκούρου κινητοποιήθηκε για ένα νέο ξεκίνημα που θα προωθούσε νέους Έλληνες σχεδιαστές. «Ήταν μια ιδέα που είχα από παλιά, όμως το 2020, έχοντας ήδη εργαστεί σε διαφορετικές θέσεις μπροστά και πίσω από τη βιτρίνα, ένιωθα έτοιμη», εξηγεί στο «Κ». «Ήθελα μέσα από τη μόδα, που για τους περισσότερους είναι κάτι επιφανειακό και εφήμερο, να κάνω κάτι ουσιαστικό». Την αποφασιστικότητα του εγχειρήματος εκφράζει και η επωνυμία της εταιρείας της. «Aiki Diounot (I kid you not) σημαίνει “δεν σε δουλεύω”, δηλαδή οι Έλληνες σχεδιαστές δεν αστειεύονται, έχουν ταλέντο και θέληση», τονίζει. «Εντοπίζω ή πλέον με εντοπίζουν οι σχεδιαστές, οι οποίοι μου δίνουν το σχέδιο και έπειτα εγώ βρίσκω πατρονίστ, συνεργεία φασόν και υφάσματα», περιγράφει η ίδια, που έως τώρα έχει συνεργαστεί με πάνω από 17 σχεδιαστές. «Τις τελευταίες δύο σεζόν έχω βγάλει και δικά μου σχέδια. Εύχομαι να βελτιωθεί η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, διότι ακόμα και να έχουν πεισθεί ιδεολογικά να επιμείνουν ελληνικά, η απόσταση στην τιμή είναι τεράστια: ένα μπλουζάκι fast fashion κοστίζει 10 ευρώ, ενώ ένα κατασκευασμένο εδώ δεν μπορεί να τιμολογηθεί κάτω από 30 ευρώ», διευκρινίζει, «όχι γιατί είμαστε “ψώνια”, αλλά επειδή τόσο κοστίζουν εδώ τα ημερομίσθια και οι πρώτες ύλες». 

«Εύχομαι να βελτιωθεί η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, διότι ακόμα και να έχουν πεισθεί ιδεολογικά να επιμείνουν ελληνικά, η απόσταση στην τιμή είναι τεράστια». — Χρυσάνθη Γκούρου 

Η κινητικότητα ευνοείται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Νέοι δημιουργοί σχεδιάζουν ένα ρούχο και με ένα post στο Ιnstagram ή στο ΤikΤok κατορθώνουν να το κάνουν επιθυμητό, να αποσπάσουν likes ή ακόμα και παραγγελίες», συμπληρώνει ο κ. Πεφάνης. «Πολλές φορές, όμως, δεν έχουν σκεφτεί τα επόμενα βήματα». Ο ίδιος, ως μέντορας στο The People’s Trust του Κοινωφελούς Ιδρύματος Αθανάσιος Κ. Λασκαρίδης, αναλαμβάνει τον άχαρο ρόλο να τους… προσγειώνει. Απευθύνονται σε νεοσύστατες και υφιστάμενες μικρές επιχειρήσεις όλων των κλάδων, προκειμένου να λάβουν οικονομική ενίσχυση έως 15.000 ευρώ και δωρεάν υπηρεσίες επιχειρηματικής ανάπτυξης. Οι αιτήσεις από εταιρείες ενδυμάτων έχουν αυξηθεί αισθητά τα τελευταία χρόνια. 

Πώς οι ελληνικές βιοτεχνίες ρούχων έρχονται ξανά στη μόδα-4

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν, ομολογουμένως, αλλάξει τους όρους του εμπορίου. «Μπορεί κάποιος να βγάλει πολλά λεφτά πολύ γρήγορα και μετά να χαθεί, άλλοι μπορεί να εκτεθούν ολοκληρώνοντας μια παραγγελία με τέσσερις μήνες καθυστέρηση», αναφέρει ενδεικτικούς κινδύνους ο κ. Πεφάνης, «όμως δίνουν και την ευκαιρία σε ανθρώπους άγνωστους μέχρι χθες να παρουσιάσουν τη δουλειά τους στο ευρύ κοινό». Έτσι, πολλές φορές αναδεικνύονται νέα ταλέντα. 

Τι φορούν οι σεφ;

«Όταν ήμουν μικρή, ζωγράφιζα φορέματα και νυφικά, μεγάλωσα σε σπίτι με ραπτομηχανή», θυμάται σήμερα η Μαρία Ξυπολιτά, δημιουργός του kook. «Τότε, όμως, κανείς δεν παρατηρούσε τις κλίσεις των παιδιών». Έτσι, απασχολήθηκε σε διάφορους τομείς. Μια εποχή που εργαζόταν στην εστίαση, παρατήρησε τη στολή εργασίας των μαγείρων. «Οι ίδιοι το θεωρούν δευτερεύον, όμως εργάζονται σκληρά πολλές ώρες και καλό είναι να φορούν υλικά φιλικά προς το δέρμα, που να τους προστατεύουν από τις υψηλές θερμοκρασίες και να μην απορροφούν τις μυρωδιές», εξηγεί, «υφάσματα και ραφές που να αντέχουν στον χρόνο, να είναι εύκολα στο πλύσιμο και το σιδέρωμα». 

«Όταν ήμουν μικρή, ζωγράφιζα φορέματα και νυφικά, μεγάλωσα σε σπίτι με ραπτομηχανή», θυμάται η Μαρία Ξυπολιτά, δημιουργός του kook. «Τότε, όμως, κανείς δεν παρατηρούσε τις κλίσεις των παιδιών». 

Μέχρι και το 2014, που αποφάσισε να δημιουργήσει τις δικές της στολές μαγείρων, πολλοί επαγγελματίες παράγγελναν ρούχα εργασίας από το εξωτερικό. «Υπήρχε ένα κενό στην ελληνική αγορά». Οι στολές της για μαγείρους είναι εσωτερικά βαμβακερές και εξωτερικά έχουν σύμμεικτο βαμβάκι. Τα σχόλια των πρώτων πελατών είναι διθυραμβικά. «Έτσι, οι σεφ έφεραν τους σερβιτόρους και εκείνοι τους ρεσεψιονίστ, τις καμαριέρες, τους κηπουρούς, τους μπάτλερ και τους σοφέρ», περιγράφει η ίδια, που πλέον κατασκευάζει στολές για όλο το προσωπικό στην εστίαση και στον τουρισμό. «Κάνουμε και παραγγελίες εξατομικευμένες, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες εργασίας και το ύφος κάθε επιχείρησης». Η μπλούζα του μάγειρα διά χειρός kook κοστίζει από 48 έως 80 ευρώ. «Έχω, όμως, πελάτες που τις αγόρασαν το 2014 και ακόμα μου στέλνουν φωτογραφίες στις οποίες τις φοράνε», τονίζει η ίδια, που πλέον στέλνει προϊόντα σε ΗΠΑ, Κίνα, Ντουμπάι, Κύπρο αλλά και Ευρώπη. «Για το ράψιμο συνεργάζομαι με δύο βιοτεχνίες, εκ των οποίων ο ένας ιδιοκτήτης είναι τρίτη γενιά πουκαμισάς», λέει η ίδια, που εκτιμά ιδιαίτερα την κληρονομημένη τεχνογνωσία. «Υφάσματα προμηθευόμαστε από ένα από τα τελευταία και πιο παλιά υφαντουργεία της Αθήνας».

Πώς οι ελληνικές βιοτεχνίες ρούχων έρχονται ξανά στη μόδα-5
Ο Εμμανουήλ- Ραφαήλ Λαυρεντίου ήθελε να διώξει την αρνητική ενέργεια που εισέπραττε επί πανδημίας και ενόψει Πανελληνίων. Και δημιούργησε το δικό του brand ρούχων. 

Θετική σκέψη

Όταν οι συμμαθητές του παίζουν βιντεοπαιχνίδια, ο Εμμανουήλ-Ραφαήλ Λαυρεντίου, ως γνήσιος εκπρόσωπος της γενιάς Ζ, χαζεύει σχεδιαστικά μοτίβα στο Pinterest και εξασκείται στα αγγλικά του παρακολουθώντας βίντεο στο YouΤube. «Από μικρός άλλαζα συνεχώς τη διαρρύθμιση στο δωμάτιό μου και τη διακόσμηση της τάξης στο σχολείο», θυμάται ο 21χρονος καθώς μας υποδέχεται στον χώρο του, ένα φοιτητικό σπίτι-σχεδιαστήριο και αποθήκη των συλλογών του. Οι δάσκαλοί του στο Ηράκλειο Κρήτης είχαν διακρίνει από νωρίς την καλλιτεχνική του φλέβα, αλλά ήταν εξίσου ορατό και το επιχειρηματικό του δαιμόνιο: στα 16 του ανέβαζε ονλάιν ρούχα με την υπογραφή του. 

Οι δάσκαλοι του Ραφαήλ στο Ηράκλειο Κρήτης είχαν διακρίνει από νωρίς την καλλιτεχνική του φλέβα, αλλά ήταν εξίσου ορατό και το επιχειρηματικό του δαιμόνιο: στα 16 του ανέβαζε ονλάιν ρούχα με την υπογραφή του. 

Η επιλογή της επωνυμίας ΠOSITIVE ΘINKING ήταν η αυθόρμητη αντίδρασή του «στην αρνητική ενέργεια που εισέπραττα» κατά την περίοδο της πανδημίας. Τα εμποτισμένα με αισιοδοξία μπλουζάκια, κατασκευασμένα τότε σε ένα «σταμπάδικο», είχαν μεγάλη απήχηση. Για να καλύψει το κόστος κατασκευής, ο Ραφαήλ δούλευε σεζόν σε ξενοδοχεία της Κρήτης. «Αποφάσισα να το εξελίξω». Συνέχισε με αξεσουάρ, παντελόνια, φόρμες, αμάνικα, τα οποία έστελνε ταχυδρομικώς σε Ελλάδα και εξωτερικό, ενώ ακόμα φοιτούσε στη Γ΄ Λυκείου. «Ερχόμενος στην Αθήνα, κλήθηκα να κερδίσω μια πόλη από την αρχή, να αποκτήσω δίκτυο φίλων και γνωστών, κάτι σημαντικό για τη διάδοση του μπραντ». Παράλληλα με τις σπουδές του στην εσωτερική αρχιτεκτονική, ο Ραφαήλ ασχολείται σήμερα ακατάπαυστα με τις συλλογές του, ενώ συνεργάζεται με φασόν και με πατρονίστ. Όλη η διαδικασία γίνεται στην Αθήνα, η πρώτη ύλη είναι κατά 95% ελληνική. «Σχεδιάζω ρούχα απλά, άνετα, unisex, oversized, που καθένα φέρει ένα λογότυπο με συγκεκριμένο μήνυμα», περιγράφει. «Απευθύνομαι σε όσους θέλουν κάτι διαφορετικό, σε μειονότητες που αναζητούν τρόπο έκφρασης».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT