Ενας φοιτητής στα ίχνη του Μεγαλέξανδρου

Ενας φοιτητής στα ίχνη του Μεγαλέξανδρου

Bρέθηκε σε μια επαρχία του Νότιου Ουζμπεκιστάν, πέρασε έναν μήνα συμμετέχοντας σε μια αρχαιολογική ανασκαφή και μοιράζεται μαζί μας τις σημειώσεις του ταξιδιού του

15' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ημέρα πρώτη

Τη μια με έπαιρνε ο ύπνος στην ξηρή, ατελείωτη στέπα, την άλλη ξυπνούσα ανάμεσα σε καταπράσινους λόφους. Ταξιδεύαμε ήδη πολλές ώρες και το μόνο που με κρατούσε ξύπνιο ήταν οι πανέμορφες εικόνες που εναλλάσσονταν από το παράθυρο του παλιού αυτοκινήτου και οι βρισιές του οδηγού στα ρωσικά κάθε φορά που πεταγόταν μια αγελάδα στον δρόμο. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με το Ουζμπεκιστάν: ένας ευέξαπτος οδηγός, η ανοίκεια φυσική ομορφιά και πολλές, πολλές αγελάδες. Απείχαμε ακόμα 10 ώρες για να φτάσουμε στο Χοτζάικουρ, τον οικισμό στο Νότιο Ουζμπεκιστάν όπου μια ντόπια οικογένεια θα μας φιλοξενούσε για τον επόμενο μήνα. 

«Τώρα περνάμε στη Βακτριανή», μας ενημέρωσε η διευθύντρια της ανασκαφής, Λόρεν Μόρις. Έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι το γεωγραφικό κομμάτι της Κεντρικής Ασίας που μοιράζεται σήμερα το Νότιο Ουζμπεκιστάν, το Αφγανιστάν και το Τατζικιστάν. Ξαφνικά όλοι κόλλησαν τα κεφάλια τους στο παράθυρο να δουν απέξω κι εγώ σκεφτόμουν ότι σε αυτό το μέρος είχε φτάσει ο Μέγας Αλέξανδρος δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν. Ήταν το μέρος όπου συναντήθηκαν Δύση και Ανατολή: Έλληνες, Πέρσες, Ινδοί και νομάδες ζούσαν μαζί, γεννώντας έναν νέο πολιτισμό τον οποίο διψούσαμε να ανακαλύψουμε. Όταν φτάσαμε αργά το βράδυ μέσα από χωματόδρομους στο βαθύ σκοτάδι, η οικογένεια, το επίθετο της οποίας δεν κατάφερα ποτέ να μάθω, μας υποδέχθηκε με ένα δείπνο στο χαλί. Χορτόσουπα, κεφίρ και ένας νοστιμότατος χαλβάς. Οι πρώτες γεύσεις δεν ήταν τόσο ξένες.

Ενας φοιτητής στα ίχνη του Μεγαλέξανδρου-1
Κεφαλή Κουσανού πρίγκιπα, 1ος-2ος αιώνας μ.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Τερμέζ.

Ημέρα δεύτερη

Ήταν μόλις η πρώτη μέρα στην ανασκαφή, αλλά δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Κάτω από τον καυτό ήλιο και την τρομακτική ξηρασία της στέπας, εγώ και ο Στρατής, ο φίλος και συμφοιτητής μου στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ, περπατούσαμε χιλιόμετρα γύρω από το σημείο της ανασκαφής. Συμμετείχαμε εθελοντικά σ’ αυτό το πολυετές αρχαιολογικό πρότζεκτ με στόχο να μάθουμε περισσότερα για τον πολιτισμό και την οικονομική ανάπτυξη των Κουσανών, να δούμε αν ήταν πράγματι οι μεσάζοντες των πρώτων Δρόμων του Μεταξιού, όπως είναι γνωστοί, ή αν η οικονομική τους ανάπτυξη είχε και άλλες πτυχές. Μαζί με τον Τσέχο αρχαιολόγο Γιάκουμπ Χάβλικ συλλέγαμε συστηματικά ό,τι αρχαίο κατάλοιπο βρίσκαμε στην επιφάνεια. Στο Κουλάλ Τέπα, τον λόφο όπου αναπτύχθηκε στην αρχαιότητα ένας αγροτικός οικισμός και όπου διεξαγόταν η ανασκαφή, ξεκινούσε το σκάψιμο από τους ντόπιους εργάτες του χωριού. Όταν έπεφτε ο ήλιος, εγώ, ο Στρατής και ο Χρήστος, υποψήφιος διδάκτορας του Κέιμπριτζ και αρχαιολόγος από την Κύπρο, βοηθούσαμε τους Ουζμπέκους εργάτες στο σκάψιμο. Σύντομα ξεκινήσαμε να ανταλλάσσουμε κοινές λέξεις που βρίσκαμε ανάμεσα στα ελληνικά και τα ουζμπεκικά: τσοπάνης, ζαχάρ, γιοκ… Βρήκαμε έναν κάποιο τρόπο να επικοινωνούμε.

Ενας φοιτητής στα ίχνη του Μεγαλέξανδρου-2
Η ομάδα της αρχαιολογικής αποστολής στον δρόμο προς την ανασκαφή.

Η πιο κοντινή πόλη με βασικές υποδομές βρισκόταν μία ώρα μακριά με αυτοκίνητο. Η μόνη πηγή νερού ήταν ένα ρυάκι που περνούσε από την ξηρή αυλή του σπιτιού, ενώ η ίδια χορτόσουπα επαναλαμβανόταν κάθε μέρα. Για να πιάσω σήμα έπρεπε να ανεβαίνω έναν λόφο παραδίπλα. Κάθε απόγευμα, λίγο πριν δύσει ο ήλιος, αφού διέσχιζα στάβλους με αγελάδες και κάποια τσοπανόσκυλα που με τον καιρό γίνονταν πιο φιλικά, ανέβαινα τον μικρό λόφο με την ελπίδα πως θα καταφέρω να επικοινωνήσω με την οικογένειά μου. Πέρα όμως από σήμα, η κορυφή προσέφερε και μια απίστευτη θέα στα φαράγγια και στους λόφους που περικύκλωναν το χωριό. Σε ένα ύψωμα, όχι μακριά από τον μικρό λόφο, υπήρχε κάποτε ένα ελληνιστικό φρούριο. Μιλώντας στην κοπέλα μου, συνειδητοποίησα πως ό,τι έβλεπε από το μπαλκόνι της στην Αθήνα και ό,τι έβλεπα εγώ από αυτό το ύψωμα στο Νότιο Ουζμπεκιστάν, ανήκαν κάποτε στην ίδια αυτοκρατορία. Κοίτα να δεις!

Ημέρα έβδομη

Με ταλαιπωρούσε μια αρρώστια από την αλλαγή της διατροφής, αλλά δεν μπορούσα να χάσω το πρόγραμμα της μέρας: θα πηγαίναμε εκδρομή, θα επισκεπτόμασταν μια Αλεξάνδρεια. 
Μόλις φτάσαμε, μου κόπηκε η ανάσα. Μπροστά μου έστεκαν τα επιβλητικά της τείχη, ενώ στο βάθος έβλεπα για πρώτη φορά το Αφγανιστάν. Βρισκόμασταν στον αρχαιολογικό χώρο του Καμπίρ Τέπα, που κάποιοι αρχαιολόγοι ταυτοποίησαν με την Αλεξάνδρεια επί του Ώξου, μία από τις πολλές που ίδρυσε ο Αλέξανδρος κατά την παραμονή του στην Κεντρική Ασία. Περιπλανιόμουν ανάμεσα στα ερείπια δίχως να μπορώ να συνειδητοποιήσω πού βρισκόμουν. Περπάτησα κάθε γωνιά, μέχρι τους απότομους γκρεμούς όπου τελείωνε η αρχαία πόλη και όπου κάποτε έρρεε ο αρχαίος ποταμός Ώξος. Ήταν από τα πιο όμορφα μέρη που είχα επισκεφθεί.

Ενας φοιτητής στα ίχνη του Μεγαλέξανδρου-3
Βάση κορινθιακού κίονα στο βουδιστικό μοναστήρι Κάρα Τέπα, 1ος-3ος αιώνας μ.Χ.

Τα ερείπια μαρτυρούσαν την ιστορία της Βακτριανής. Τα θεμέλια της πόλης ήταν από την εποχή του Αλεξάνδρου. Τα πρώτα μεγάλα τείχη χτίστηκαν όταν το σημερινό Ουζμπεκιστάν ήταν μέρος του Ελληνοβακτριανού βασιλείου, που δημιουργήθηκε περίπου εκατό χρόνια μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου και αποτέλεσε ένα αυτόνομο ελληνιστικό βασίλειο στην Κεντρική Ασία. Από πάνω είχαν χτίσει ακόμα περισσότερα οι Κουσανοί, ο νομαδικός λαός που δημιούργησε μια μεγάλη αυτοκρατορία στα ερείπια των κατεστραμμένων ελληνιστικών βασιλείων της Κεντρικής Ασίας, την ιστορία των οποίων προσπαθούσαμε να ανακαλύψουμε στην ανασκαφή. Σε αυτές τις πόλεις που ίδρυσε ο Αλέξανδρος, οι Έλληνες συνυπήρχαν με τους ανατολικούς λαούς δύο χιλιάδες χρόνια πριν, ανταλλάσσοντας στοιχεία και πτυχές των πολιτισμών τους.

Σε αυτές τις πόλεις που ίδρυσε ο Αλέξανδρος, οι Έλληνες συνυπήρχαν με τους ανατολικούς λαούς δύο χιλιάδες χρόνια πριν, ανταλλάσσοντας στοιχεία και πτυχές των πολιτισμών τους.

Στην πιο κοντινή πόλη, το Σεραμπάντ, καθίσαμε να φάμε σε ένα μεγάλο εστιατόριο, το οποίο φιλοξενούσε, την ίδια στιγμή, ένα παιδικό πάρτι και δύο γάμους. Το σουρεάλ σκηνικό μαζί με το υπέροχο παραδοσιακό φαγητό και την ασταμάτητη ουζμπεκική ποπ, στους ρυθμούς της οποίας χόρευαν εναλλάξ οι νιόπαντροι και τα πιτσιρίκια του πάρτι, γιάτρεψαν ξαφνικά το στομάχι μου. Στην τοπική αγορά μυηθήκαμε για πρώτη φορά στα παζάρια, μια επιδεξιότητα αναγκαία για τις αγορές, διαπραγματευόμενοι για τα μεγάλα αποθέματα φαγητού και καθαρού νερού που θα χρειαζόμασταν την υπόλοιπη εβδομάδα.

Ημέρα δωδέκατη

Κατά την παραμονή μου στο σπίτι, καταγράφοντας τα αρχαιολογικά ευρήματα υπό τις οδηγίες της κεραμολόγου δρα Γκαμπριέλα Πούσνιγκ, είχα την ευκαιρία να γνωριστώ καλύτερα με την οικογένεια που τόσο καιρό μάς φιλοξενούσε. Οι κυρίες με φρόντιζαν με πολύ τσάι και φρέσκο ουζμπεκικό ψωμί, που έψηναν με τον παραδοσιακό τρόπο, κολλώντας τη ζύμη σε έναν πήλινο φούρνο, ενώ τα παιδιά του σπιτιού, ο εξάχρονος Φάιζουλα και η τρίχρονη Σόλιχα, γκρίνιαζαν συνέχεια για παιχνίδι. Ο Φάιζουλα, δε, αποδείχθηκε μεγάλος φαν του Φοίβου Δεληβοριά, απαιτώντας με νοήματα και ουζμπεκικά, τα οποία δεν καταλάβαινα, να βάλω ξανά και ξανά το Ελεφαντάκι. 

Ενας φοιτητής στα ίχνη του Μεγαλέξανδρου-4
Damas, το εθνικό αμάξι-βαν του Ουζμπεκιστάν.

Παράλληλα, στο πεδίο της ανασκαφής η ομάδα των μεταλλικών ανιχνευτών έβρισκε τα πρώτα αρχαία νομίσματα. Το βράδυ απλώσαμε στο χαλί δεκάδες από αυτά, προσπαθώντας να τα αναγνωρίσουμε. Ενθουσιασμένος, διέκρινα σε ένα ελληνικά γράμματα. «ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ», έγραφε γύρω από μια παράσταση του Ηρακλή να στέκεται με το ρόπαλό του, ενώ στην άλλη μεριά έλαμπε από το ασήμι το προφίλ του ίδιου του Δημητρίου, το κρανίο του οποίου στόλιζε ένα κεφάλι ελέφαντα, παράσημο των κατακτήσεών του στην Ινδία. Ήταν ένας από τους πιο γνωστούς βασιλείς του Ελληνοβακτριανού βασιλείου, και το νόμισμά του ήταν μόνο ένα από τα πολλά με Έλληνες βασιλείς και θεούς που θα βρίσκαμε έως το τέλος της αποστολής. 

Στο πεδίο της ανασκαφής η ομάδα των μεταλλικών ανιχνευτών έβρισκε τα πρώτα αρχαία νομίσματα. Το βράδυ απλώσαμε στο χαλί δεκάδες από αυτά, προσπαθώντας να τα αναγνωρίσουμε.

Ημέρα δέκατη τέταρτη

Χθες το απόγευμα είδαμε την οικογένεια να σφάζει ένα αρνάκι. Ήταν μεγάλο γεγονός και όλο το χωριό μαζεύτηκε στο σπίτι να γιορτάσουν τα γενέθλια ενός συγχωριανού. Ο παππούς έφαγε τόσο πολύ αρνί και μυρωδάτο πιλάφι, που την επόμενη μέρα είχε ξεχάσει πως θα ήταν ο οδηγός για τη δεύτερή μας εκδρομή.

Το πρωί επιβιβαστήκαμε στο Ντάμας, το εθνικό αμάξι-βανάκι του Ουζμπεκιστάν, και ο λακωνικός παππούς –έως το τέλος της αποστολής, το πολύ να είχε ξεστομίσει πέντε-έξι λέξεις–, αγκομαχώντας αυτός και το αυτοκίνητο, κατάφερε με νύχια και με δόντια να μας ανεβάσει στο βουνό του Μπαϊσούν, μέχρι εκεί που τελείωνε ο γκρεμώδης και επικίνδυνος χωματόδρομος. 

Μετά από πολύ περπάτημα φτάσαμε στο ελληνιστικό φρούριο Ουζουντάρα. Όσο ανεβαίναμε το βουνό, τόσο περισσότερο ανακαλύπταμε τα απομεινάρια του. Όταν φτάσαμε στην ακρόπολη, καταλάβαμε και τον λόγο που χτίστηκε σε αυτό ακριβώς το σημείο. Μπορούσαμε να δούμε τη σύγχρονη λεωφόρο αλλά και ένα από τα σημαντικότερα περάσματα της αρχαίας Βακτριανής. Ανακαλύφθηκε αρκετά πρόσφατα από μια ρωσο-ουζμπεκική αρχαιολογική αποστολή και αυτό πιθανότατα μας καθιστούσε τους πρώτους Έλληνες που πάτησαν το πόδι τους εδώ και πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια! Οικοδομήθηκε από τους Σελευκίδες, τους πρώτους κληρονόμους των κατακτήσεων του Αλεξάνδρου σε ολόκληρη την Ασία, πριν η Βακτριανή αυτονομηθεί από τον σατράπη των Σελευκιδών Διόδοτο, που αποσχίστηκε και ίδρυσε το προαναφερθέν Ελληνοβακτριανό βασίλειο. 

Ενας φοιτητής στα ίχνη του Μεγαλέξανδρου-5
Στον καθρέφτη κρέμεται ένα ουζμπεκικό «κομπολόι», το τασμπέ. 

Η επόμενη στάση δεν ήταν μακριά. Είχα διαβάσει γι’ αυτές στα βιβλία από παλιά, αλλά δεν περίμενα να τις δω ποτέ από κοντά. Ήταν οι Σιδηρές Πύλες, το θρυλικό στενό πέρασμα που χώριζε τη Σογδιανή, το σημερινό Βόρειο Ουζμπεκιστάν, από τη Βακτριανή. Σήμερα δεν σώζεται σχεδόν τίποτα· μόνο ο αυτοκινητόδρομος και ο σιδηρόδρομος που εκμεταλλεύονται αυτή την εντυπωσιακή φυσική δίοδο ανάμεσα στα βουνά. Κάποτε όμως έστεκαν εδώ τα τείχη που προστάτευαν το Ελληνοβακτριανό βασίλειο από τις εισβολές των νομάδων της στέπας. Βρισκόμασταν στα σύνορα του ελληνιστικού κόσμου, που μετά τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου και για αιώνες αργότερα εκτεινόταν από τη Μεσόγειο έως αυτές τις Πύλες.

Λίγο μετά τις Πύλες σταματήσαμε για μια ουζμπεκική λιχουδιά που πούλαγε ένας ντόπιος στον δρόμο: το τυρί κουρτ. Στο σχήμα έμοιαζαν με μικρές μπουκιές, ενώ στη γεύση ήταν αλμυρά σαν μυζήθρα. Σκληρά και συμπαγή, διατηρούνταν για μέρες και μόνο δυο-τρία από δαύτα αρκούσαν να χορτάσεις. Όπως μάθαμε όμως από τους ντόπιους, αυτός ακριβώς ήταν και ο λόγος που τα κουρτ ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή ανάμεσα στους κρατουμένους των γκουλάγκ.

Στο πρώτο εστιατόριο που βρήκαμε να φάμε, μας υποδέχθηκαν τρία παιδάκια, τα οποία, μόλις είδαν την κάμερά μου, ζητούσαν επανειλημμένως να τους βγάλω φωτογραφίες ενώ πόζαραν παρέα. Μιλούσαν καλούτσικα αγγλικά, ενώ είχαν δημιουργήσει και μια μικρή επιχείρηση: όποιος επισκεπτόταν την τουαλέτα τούς όφειλε ένα μικρό φιλοδώρημα.

Ενας φοιτητής στα ίχνη του Μεγαλέξανδρου-6
Γλυπτό του Βούδα με δύο μοναχούς, ανάμεσα σε κορινθιακούς κίονες και κάτω από την ιερή συκιά όπου πέτυχε τη φώτιση, Αρχαιολογικό Μουσείο Τερμέζ.

Το Μπαϊσούν, η κοντινότερη πόλη με παζάρι, έμοιαζε με μια μεγάλη γειτονιά. Σχολεία, δέντρα, ήσυχοι δρόμοι, ήταν κάτι το εντελώς διαφορετικό απ’ ό,τι είχαμε συναντήσει μέχρι στιγμής. Στο παζάρι, ψάχνοντας να αγοράσω κάποιο αναμνηστικό για να θυμάμαι αυτή την τρελή μέρα, έπεσα σε ένα σχολικό τετράδιο. Στο εξώφυλλο είχε έναν μεσαιωνικό εθνικό ήρωα, τον Πέρση επιστήμονα Αλ Μπιρούνι. Το μάτι μου, όμως, έμεινε στα μεγάλα γράμματα στο κέντρο του τετραδίου: «Daftar». «Τεφτέρι!», μου υπέδειξε ο Στρατής, ανακαλύπτοντας άλλη μία λέξη που έρχεται από την Ανατολή.

Ημέρα δέκατη ένατη 

Είχαμε ολοκληρώσει τις δουλειές μας και ο Γιάκουμπ πρότεινε σ’ εμένα, στον Στρατή και τον Χρήστο να πάμε μια βόλτα γύρω στο χωριό. Βγήκαμε από την πίσω πόρτα της αυλής, περάσαμε μια χωμάτινη γεφυρούλα και μαζί σε έναν άλλον κόσμο, σε ένα μέρος που καμία σχέση δεν είχε με ό,τι είχαμε συνηθίσει στον οικισμό. Περπατήσαμε πλάι σε έναν ξεροπόταμο όπου έρρεε ελάχιστο νερό, αρκετό όμως για να πλένουν οι γυναίκες του χωριού τα ρούχα. Δίπλα μας το έδαφος κοβόταν σαν μαχαίρι. Όσο περπατούσαμε, τόσο περισσότερο ψήλωνε το φαράγγι, από την κορυφή του οποίου μας παρακολουθούσαν κάπως καχύποπτα κατσίκες και μικρά βοσκόπουλα. Εμείς χαιρετούσαμε διακριτικά τους βοσκούς που περνούσαν με το διψασμένο κοπάδι τους. 

Λιγότερο ευγενικά ήταν τα δύο σκυλιά του σπιτιού, με τα οποία είχαμε γίνει πλέον στενοί φίλοι και μας ακολουθούσαν όπου πηγαίναμε: η Μπόινοκ και το κουταβάκι της, η Πάντα. Θέλοντας να μας προστατεύσουν, επιτέθηκαν στα σκυλιά ενός βοσκού και η μικρή Πάντα παραλίγο να τραυματιστεί άσχημα από τα μεγαλύτερα τσοπανόσκυλα. Αυτή η σύγκρουση όμως αποτέλεσε και την αφορμή να γνωρίσουμε τον ίδιο τον τσοπάνη, τον Ζαΐρ, ο οποίος, μόλις άκουσε πως είμαστε αρχαιολόγοι, θέλησε να μας οδηγήσει σε κάποια μέρη που μόνο ο ίδιος γνώριζε. 

Ενας φοιτητής στα ίχνη του Μεγαλέξανδρου-7
Βοσκός με τοπική φορεσιά δίνει κατευθύνσεις σε αρχαιολόγο της αποστολής.

Επικοινωνώντας μέσω νοημάτων και ρωσικών, τα οποία μιλούσε ο Γιάκουμπ, μας έδειξε μικρούς και μεγαλύτερους ανεξερεύνητους τύμβους, άγνωστους μέχρι τότε. Ο πιο ψηλός, όπως μας εξήγησε ο Ζαΐρ, είναι αφιερωμένος σε μια άγνωστη θεότητα των βοσκών, η οποία λατρεύεται σε αυτά τα μέρη από την αρχαιότητα. Με είχε κυριεύσει ενθουσιασμός αλλά και μεγάλη περιέργεια. Ο Ζαΐρ, φορώντας την παραδοσιακή ουζμπεκική φορεσιά, το «τσαπάν», μας πήγαινε από λόφο σε λόφο που από κάτω τους κρύβονταν –το πιθανότερο– μεσαιωνικά ή ακόμα αρχαιότερα κατάλοιπα και ήμασταν οι πρώτοι αρχαιολόγοι που τους ανακαλύπταμε. Έπειτα, μας γνώρισε τα παιδιά του, το μεγαλύτερο από τα οποία ονομαζόταν Ισκαντάρ, η ασιατική παραλλαγή του ονόματος «Αλέξανδρος».

Ημέρα εικοστή πέμπτη

Για την τελευταία μας εκδρομή είχαμε αφήσει τα καλύτερα. Δεν είχαμε ξαναβρεθεί τόσο κοντά στα σύνορα με το Αφγανιστάν. Το Τερμέζ ήταν η πρώτη μεγαλούπολη στην οποία βρισκόμασταν εδώ και εβδομάδες. Αρχικά πήγαμε στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης. Βρέθηκα για πρώτη φορά σε απόσταση αναπνοής από τα πολύτιμα έργα τέχνης που έστεκαν στους υποφωτισμένους χώρους έκθεσης. Αυτά τα γλυπτά ήταν από τους λόγους που είχα κάνει αυτό το ταξίδι. Στα μάτια μου ξεχώρισε αυτό ενός Κουσανού πρίγκιπα, που είχε διαλέξει να απεικονιστεί με ελληνική τεχνοτροπία, φορώντας όμως παράλληλα το μυτερό του στέμμα, ενδεικτικό της νομαδικής του καταγωγής. Παραδίπλα, δύο μικρές Καρυάτιδες είχαν μετατραπεί σε Ινδές χορεύτριες, ενώ ένας Βούδας έστεκε γαλήνια ανάμεσα σε δύο κορινθιακούς κίονες. Στην αυτοκρατορία των Κουσανών, οι οποίοι κατέκτησαν τα εδάφη που είχαν ανθίσει τα ελληνιστικά βασίλεια της Κεντρικής Ασίας και της Ινδίας, η ελληνική τέχνη όχι μόνο συνεχίστηκε, αλλά και εμπλουτίστηκε. Γεννήθηκε ένα νέο είδος τέχνης, που συνδύαζε τα ελληνικά στοιχεία με τον βουδισμό, δίνοντας την πρώτη ανθρωπόμορφη εικόνα του Βούδα, ο οποίος μέχρι τότε παρουσιαζόταν ανεικονικά.

Ενας φοιτητής στα ίχνη του Μεγαλέξανδρου-8
Πέρα από το ποτάμι ξεκινά το έδαφος του Αφγανιστάν.

Το μουσείο ήταν ένα ταξίδι στην τέχνη και την ιστορία του τόπου, ενώ η μεγαλύτερη ένδειξη της ανάμειξης των πολιτισμών που συνέβη εδώ ήταν ένα γλυπτό της Αθηνάς. Το πιο εντυπωσιακό όμως δεν ήταν το ίδιο το γλυπτό, αλλά το γεγονός πως αυτή η Αθηνά έστεκε κάποτε δίπλα σε θεούς της Ασίας, σε ένα σύμπλεγμα γλυπτών που στόλιζε ένα κουσανικό παλάτι με το ποικίλο πάνθεόν τους. Θεοί των Περσών, των Ελλήνων και των Ινδών λατρεύονταν κάποτε μαζί.

Στην επόμενη στάση βρισκόμασταν σε ένα μέρος που δεν γνωρίζαμε πόσο επικίνδυνο ήταν. Το Αφγανιστάν φαινόταν πλέον καθαρά. Η απέραντη όχθη του Άμου Ντάρια, του ποταμού που χωρίζει το Ουζμπεκιστάν από το Αφγανιστάν, δεν απείχε πολύ εδαφικά. Στην πραγματικότητα ωστόσο, αυτός ο ποταμός χώριζε δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Εμείς όμως δεν είχαμε πάει για να θαυμάσουμε τα συρματοπλέγματα και τους οπλισμένους στρατιωτικούς που περιπολούσαν, αλλά για να επισκεφθούμε δύο αρχαία βουδιστικά μοναστήρια, μοναδικά στο είδος τους.

Για καλή μας τύχη, υπήρχε ένας ντόπιος ξεναγός σ’ εκείνο το σημείο. Κάποια στιγμή άνοιξε την παλάμη του και άρπαξε μια χούφτα από το ξηρό χώμα. Μείναμε άναυδοι όταν το μόνο που έμεινε στην παλάμη του ήταν σκουριασμένες σφαίρες! Μας εξήγησε ότι κάποτε το μοναστήρι χρησιμοποιούνταν ως στρατόπεδο και κέντρο εξάσκησης στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού, πριν εισβάλουν στο Αφγανιστάν το 1979. Κάποιοι, μάλιστα, είχαν χαράξει το αποτύπωμα της παλάμης τους στους τοίχους των μοναστηριών και δίπλα το όνομά τους.

Ενας φοιτητής στα ίχνη του Μεγαλέξανδρου-9
Τα ανοικοδομημένα τείχη της Αλεξάνδρειας επί του Ώξου (Καμπίρ Τεπά).

Όσο περπατούσαμε στα μοναστήρια, πέρα από σοβιετικές σφαίρες, βρίσκαμε και κάτι εξίσου απρόσμενο: αμέτρητες βάσεις κορινθιακών κιόνων. Οι Κουσανοί είχαν χτίσει τους πρώτους αιώνες μ.Χ. πάμπολλα βουδιστικά μοναστήρια όπως αυτά, το Φαϊγιάζ Τέπα και το Κάρα Τέπα, συνδυάζοντας την ινδική – βουδιστική αρχιτεκτονική με την αρχαία ελληνική. Στο τέλος της ημέρας δεν ήξερα τι ήταν πιο εντυπωσιακό: το ότι είχα κρατήσει μια ντουζίνα σφαίρες στην παλάμη μου ή το ότι είχα δει περιστύλια με κορινθιακούς κίονες σε ένα αρχαίο βουδιστικό μοναστήρι;

Όσο περπατούσαμε στα μοναστήρια, πέρα από σοβιετικές σφαίρες, βρίσκαμε και κάτι εξίσου απρόσμενο: αμέτρητες βάσεις κορινθιακών κιόνων. 

Ημέρα τριακοστή

Τελείωνε μια δύσκολη εβδομάδα, με πολλή δουλειά αλλά και μια δυσάρεστη εξέλιξη: το μικρό κουταβάκι της οικογένειας, η Πάντα, είχε δυστυχώς πεθάνει. Την είχε ταλαιπωρήσει μια αρρώστια που ήρθε γρήγορα και δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί. Τα μόνα κτηνιατρεία στην ευρύτερη περιοχή ειδικεύονταν αποκλειστικά στα άλογα. Ήταν μια σκληρή υπενθύμιση της πραγματικότητας στην οποία βρισκόμασταν. Την εβδομάδα αυτή, όμως, μας βρήκαν και νέες ενθουσιώδεις ανακαλύψεις στην ανασκαφή, που προσέθεταν σιγά σιγά κομμάτια στο παζλ, το οποίο, όπως σε όλες τις αρχαιολογικές ανασκαφές, αργεί να ολοκληρωθεί. Οι ρυθμοί είχαν ανεβεί και όλοι δουλεύαμε πρωί και βράδυ για να κλείσει η αποστολή επιτυχώς. Το τελευταίο βράδυ το γιορτάσαμε με ουζμπεκική ποπ, αλλά και τραγούδια του Λευτέρη Πανταζή, τιμώντας την ουζμπεκική καταγωγή του.

Ενας φοιτητής στα ίχνη του Μεγαλέξανδρου-10
Αντίγραφο ζωφόρου, χαρακτηριστικό δείγμα μείξης ελληνικών, περσικών, κεντροασιατικών και ινδικών στοιχείων, Αρχαιολογικό Μουσείο Τερμέζ.

Ημέρα τριακοστή πρώτη

Η περιπέτεια είχε φτάσει στο τέλος της. Ο Ρώσος οδηγός που μας είχε φέρει στον οικισμό πριν από έναν μήνα, είχε έρθει να μας παραλάβει. Είχα στο μυαλό μου τα θρυλικά μέρη που επισκεφθήκαμε, τις αρχαίες πόλεις στις ερήμους που είχαν χτιστεί από τους αρχαίους Έλληνες και τους Κουσανούς, αλλά και τα πανέμορφα γλυπτά ενός άγνωστου πολιτισμού στο μουσείο.

Θα μου έλειπε όμως και ο οικισμός, η απλότητα της καθημερινότητας παρά τις δυσκολίες, τα υπέροχα άτομα της αποστολής, καθώς και οι άνθρωποι του χωριού: οι εργάτες, ο λακωνικός παππούς, η φιλόξενη γιαγιά, οι πάντα χαμογελαστές κυρίες και τα όλο χαρά και κέφι παιδιά της οικογένειας, ο Φάιζουλα και η Σόλιχα. Ανακαλύπτοντας την ιστορία του Ουζμπεκιστάν, είχα μάθει πολλά άγνωστα πράγματα για τον αρχαίο κόσμο αλλά και για το σήμερα. Πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, μακρινοί πολιτισμοί είχαν συναντηθεί εδώ, συνυπήρχαν και αναμειγνύονταν, γεννώντας κάτι νέο και μοναδικό. Ήταν κάπως σαν τα τοπία που χάζευα και πάλι στον γυρισμό από το παράθυρο. Στέπα, βουνά και λόφοι διαδέχονταν το ένα το άλλο. Συνυπήρχαν, όμως, σε ένα από τα πιο περίεργα και όμορφα μέρη του κόσμου.

Ενας φοιτητής στα ίχνη του Μεγαλέξανδρου-11
Οι φοιτητές Αρχαιολογίας Μαρίνος Καραγιαννόπουλος και Στρατής Καλουτάς μπροστά από το αρχαίο βουδιστικό μοναστήρι του Φαγιάζ Τέπα.

Σχετικά με την αποστολή

Η αρχαιολογική ανασκαφή του Κουλάλ Τέπα είναι μέρος μιας τσεχο-ουζμπεκικής αρχαιολογικής αποστολής, συνεργασία του Charles University της Πράγας και του Termez State University. Πραγματοποιείται από το 2002, υπό την εποπτεία του καθηγητή Λάντισλαβ Στάντσο του Charles University, με σκοπό την περαιτέρω ανακάλυψη της ιστορίας και του πολιτισμού του αρχαίου Ουζμπεκιστάν. Η Λόρεν Μόρις από το Charles University ηγείται του Kulal Tepa Archaeological Project. Το έργο αυτό αφορά την κατανόηση της έκτασης και των καταλυτών της αγροτικής οικονομικής ανάπτυξης κατά την περίοδο των Κουσανών (1ος-4ος αιώνας μ.Χ.), που ήταν μάρτυρες μεγάλων αλλαγών στην ιστορική περιοχή της Βακτριανής. Το Κουλάλ Τέπα είναι ένας μικρός αγροτικός οικισμός στην περιοχή Σεραμπάντ της επαρχίας Σουρχανταριά (Νότιο Ουζμπεκιστάν) και κάποτε ήταν το κέντρο μιας μικρο-όασης στους πρόποδες των βουνών Κουγκιτάνγκ. Σε αυτή την περιοχή είχε επίσης προηγουμένως σημειωθεί σύντομη κατοίκηση στον κοντινό χώρο του Ισκαντάρ Τέπα (ανασκαφές υπό τη διεύθυνση του Λ. Στάντσο). Οι κάτοικοι του Ισκαντάρ Τέπα ασχολούνταν σε κάποιον βαθμό με την αγροτική επεξεργασία κατά την Ελληνιστική περίοδο (2ος αιώνας π.Χ.).

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT