Υπάρχει στο YouTube μια παλιά συνέντευξη του Βαγγέλη Παπαθανασίου η οποία μεταδόθηκε στην ΕΡΤ1 το 1990. Προς το τέλος, ο συνθέτης εκτελεί στο συνθεσάιζερ ένα πομπώδες κομμάτι, φορώντας χοντρά γυαλιά ηλίου σε σκοτεινό χώρο. Στο επιβλητικό φινάλε, εν μέσω οίστρου, ο Παπαθανασίου αναπηδά από τη θέση του, αναφωνεί δύο φορές «δεν μπορώ άλλο», χτυπάει τα χέρια του και ύστερα τα βάζει στο κεφάλι. «Από πού αντλείς όλη αυτή τη μαγεία, κύριε Παπαθανασίου;», ρωτάει μαγεμένη η δημοσιογράφος. Όμως ο Vangelis δεν είναι σε mood διαλόγου. Συνεννοείται με τον ηχολήπτη και ύστερα απομακρύνεται από το όργανο, σαν να έχει μόλις κάνει σεξ.
Το 666 των Aphrodite’s Child, που αυτές τις μέρες επανεκδίδεται σε νέο, προσεγμένο remaster από τη Universal, υπήρξε η πρώτη μεγάλη καλλιτεχνική χειρονομία του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Η στιγμή που έπαψε να είναι ένας συνθέτης ποπ/ροκ επιτυχιών και άρχισε να φλερτάρει με τη μεταφυσική, τη φιλοσοφία, το αβανγκάρντ. Πρόκειται για το μοναδικό ροκ άλμπουμ Ελλήνων δημιουργών που χαίρει διεθνούς αναγνώρισης. Πηγή χρυσού για αναρίθμητους μουσικόφιλους ανά τον κόσμο, που το ανακαλύπτουν μέσα στα χρόνια, αλλά και αντανάκλαση της υπερβολής του ακμάζοντος, τότε, προοδευτικού ροκ. O δίσκος κυκλοφόρησε από τη βρετανική Vertigo το 1972. Δεν σημείωσε εντυπωσιακές πωλήσεις (παρά μόνο σε βάθος χρόνου), πέρασε γρήγορα στη σφαίρα του καλτ και έθεσε τα θεμέλια για τις μεγάλες σόλο πορείες του Παπαθανασίου και του Ντέμη Ρούσσου. Aς πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ελλάδα – Γαλλία
Οι Βαγγέλης Παπαθανασίου και Ντέμης Ρούσσος γνωρίστηκαν στα μέσα των ’60s, ως μουσικοί ποπ συγκροτημάτων της Αθήνας. Ο πρώτος έπαιζε πλήκτρα και όργανο στους Forminx. Ο δεύτερος μπάσο στους Idols. Μαζί με τον ντράμερ Λουκά Σιδερά και τον κιθαρίστα Αργύρη «Silver» Κουλούρη, η μπάντα (χωρίς όνομα ακόμα τότε ή άλλοτε ως The Papathanasiou Set) άρχισε να κινείται προς ένα ώριμο, ψυχεδελικό ροκ και να εμφανίζεται σε μπαρ όπως το Galaxy του Χίλτον. «Ο στόχος ήταν να μαζέψουμε κανένα φράγκο και να φύγουμε έξω», θυμάται ο ντράμερ Λουκάς Σιδεράς. «Κατά τα άλλα, στο γκρουπ αυτό υπήρχε εξαρχής καλή χημεία. Συνεννοούμασταν με τα μάτια. Και βέβαια υπήρχε ο καταπληκτικός ήχος του Βαγγέλη. Σήμερα δεν μπορείς να καταλάβεις τι σημαίνει να βγάζεις τέτοιους ήχους χωρίς κομπιούτερ». Ο Παπαθανασίου ήταν ήδη μια «μορφή» στην τοπική σκηνή. Χαρακτηριστική η τότε φράση του παραγωγού Νίκου Μαστοράκη στο περιοδικό Μοντέρνοι Ρυθμοί: «Κάθε μουσικός θα εγκατέλειπε τα πάντα προκειμένου να παίξει με τον Βαγγέλη» (Ιανουάριος, 1967).
Την άνοιξη του 1968, εν μέσω χούντας, το συγκρότημα αποφασίζει να κάνει το μεγάλο βήμα και να φύγει για Αγγλία. Υπάρχουν όμως δύο προβλήματα: Πρώτον, ο κιθαρίστας Αργύρης Κουλούρης πρέπει να μείνει πίσω, για να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία. Δεύτερον, τα μέλη δεν έχουν άδειες εργασίας. «Στα σύνορα, στο Ντόβερ, δεν μας άφησαν να περάσουμε εμένα και τον Ντέμη», θυμάται ο Σιδεράς. «Οπότε πήγαμε στο Παρίσι, περιμένοντας να έρθει ο Βαγγέλης, να δούμε τι θα κάνουμε». Τελικά εγκαθίστανται εκεί, υπογράφουν με τη Mercury, βαφτίζονται Aphrodite’s Child (από το ομώνυμο τραγούδι του Ντικ Κάμπελ) και κυκλοφορούν το σινγκλ Rain and tears, που θα συνδεθεί με τα γεγονότα του Μάη του ’68 και θα γνωρίσει αμέσως τεράστια επιτυχία στη Γαλλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Τα δύο πρώτα άλμπουμ (End of the world, 1968, και It’s five o’clock, 1969) εδραιώνουν τη φήμη τους. Ξεχωρίζει επίσης το σινγκλ Spring, summer, winter and fall, που κυκλοφορεί το 1970. Στο μεταξύ, ο Παπαθανασίου, που εξαρχής δεν έμπαινε σε αεροπλάνα, αρχίζει να χάνει το ενδιαφέρον του για την ταλαιπωρία και τις υποχρεώσεις μιας ροκ μπάντας και αφοσιώνεται στη σύνθεση μουσικής ταινιών. Το κλίμα δεν είναι καλό. Ο Ντέμης Ρούσσος σχεδιάζει τη σόλο καριέρα του. Όμως η μπάντα χρωστάει έναν ακόμα δίσκο στη Mercury. Ο Παπαθανασίου θέλει να κλείσει την πορεία των Aphrodite’s Child με ένα έργο που θα τον εδραιώσει ως σοβαρό συνθέτη – και κάπως έτσι ζητάει από τον φίλο του Κώστα Φέρρη στίχους για έναν κύκλο τραγουδιών με ενιαίο θέμα. Στη μόδα τότε ήταν τα concept albums, όπως η ροκ όπερα Tommy των Who.
Ο δίσκος
Το πρώτο που μαθαίνει κανείς για το 666 (και κομπλάρει όσο να πεις), είναι ότι οι στίχοι και τα κείμενα βασίζονται στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Πάντα βέβαια μέσα από το κλίμα και τα αιτήματα της εποχής: Ο Μάης του ’68, ο χιπισμός, η επαναστατικότητα του ροκ συμβαδίζουν με τις προφητείες και τις εσχατολογίες της Καινής Διαθήκης. Από την άλλη, δεν είναι όλα τόσο βαρύγδουπα όσο νομίζουμε.
«Συνεχώς είχαμε μια αίσθηση του χιούμορ πάνω στο έργο, και αυτό είναι κάτι που δεν αναγνωρίστηκε σχεδόν ποτέ», αναφέρει ο Κώστας Φέρρης σε πρόσφατη συνέντευξη στο Newsbomb. «Εμείς γελάγαμε συνέχεια, δεν είναι ένα σοβαρό έργο, είναι μια αυτοσαρκαζόμενη σάτιρα της Αποκάλυψης».
Οι ηχογραφήσεις άρχισαν στα τέλη του 1970, στο στούντιο Europa Sonor του Παρισιού. «Το κλίμα ήταν κάπως ηλεκτρισμένο», θυμάται ο Κουλούρης. «Υπήρχαν διαφωνίες, γιατί δεν ξέραμε πού θα το πάμε. Παίζεις ένα κομμάτι και ξεπετάγεται ένα άλλο. Κάναμε δοκιμές με διαφορετικά όργανα, διαφορετικούς ήχους… Ήταν λίγο αυτό που λέμε “περιμένετε στη σειρά σας”». Οι ηχογραφήσεις κράτησαν τελικά τρεις μήνες. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι ξεπέρασαν τους έξι. «Είχαμε πουλήσει εκατομμύρια δίσκους», εξηγεί ο Σιδεράς. «Επομένως είχαμε την άνεση να καθόμαστε ώρες επί ωρών μέσα στο στούντιο. Και το εκμεταλλευτήκαμε αναλόγως. Μάλιστα, επειδή ξέραμε ότι δεν θα αρέσει το άλμπουμ στη Phillips (θα το έβρισκαν αντιεμπορικό), τους είχαμε απαγορεύσει να το ακούσουν». Μέσα σε αυτό το κλίμα ελευθερίας, ένα βράδυ ο Βαγγέλης έφερε στο στούντιο μια ακροβάτισσα. «Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα», θυμάται ο Κουλούρης. «Η κοπέλα ήταν σαν λάστιχο!».
Στα ρεπό, η μπάντα ακολουθούσε τον ροκ τρόπο ζωής. «Ήταν πανέμορφο το Παρίσι τότε», λέει ο Κουλούρης. «Γνωρίζαμε κόσμο, φλερτάραμε… Ορισμένα κλαμπ ήταν σαν θέατρα, όπου ακούγαμε μπάντες όπως οι Magma. Φορούσαμε γούνινα παλτό και μποτάκια από φίδι με τακούνι δωδεκάποντο». Ρωτάω αν κυκλοφορούσαν ναρκωτικά. «Ναι. Αλλά δεν έμπλεξε κανείς μας με αυτή την ιστορία. Κάνα δυο φορές μάς “τσίμπησαν” στον δρόμο επειδή δεν είχαμε χαρτιά. Μας τραβούσαν στο Τμήμα, αλλά μεσολαβούσε κάποιος γνωστός και ξεμπλέκαμε. Το μεγάλο πρόβλημα ήταν το οικονομικό. Εγώ έμενα στο σπίτι του Βαγγέλη και η μόνη περίπτωση να φάω κάτι της προκοπής ήταν όταν ο κυρ Οδυσσέας, ο πατέρας του, έστελνε χρήματα. Επειδή μέναμε σε καλή συνοικία, πολλές φορές ξύπναγα νωρίς, έβγαινα στους δρόμους και, αν έβλεπα έξω από μια πόρτα πέντε-έξι μπουκάλια γάλα, έπαιρνα ένα, έριχνα μέσα ζάχαρη και το έπινα. Στο μεταξύ, ο δίσκος προχωρούσε. Με τη διαφορά ότι δεν ήξερες ποιο είναι το τέλος, ποια η αρχή… Χάος! Ένα βράδυ ήρθε η Ειρήνη Παππά και έβγαζε κάτι κραυγές. Μετά ο Χάρης ο Χαλκίτης, που τον χάσαμε πρόσφατα, έπαιζε με το σαξόφωνο “τα-τατατα-τατα”…». Παρότι είχε ένα όραμα και ένα πλάνο, ο Παπαθανασίου ζητούσε από τους μουσικούς ελεύθερα παιξίματα. «Ό,τι παίζω μέσα στον δίσκο ήταν απ’ το μυαλό μου», λέει ο Κουλούρης. «Δεν είχαμε παρτιτούρες. Θυμάμαι έξυνα τις χορδές ή έβαζα πάνω τα κλειδιά μου, για να βγει έντονος ηλεκτρικός ήχος… Σήμερα τα ακούμε και κάνουμε κριτική. Τότε δεν είχαμε χρόνο για κριτική. Ήταν κάτι πηγαίο».
Κατά την ολοκλήρωση του άλμπουμ, η Mercury αρνείται να το κυκλοφορήσει. Ανάμεσα σε άλλα θέματα που έχουν, ζητούν να αφαιρεθεί οπωσδήποτε το κομμάτι ∞ (Infinity), όπου τα φωνητικά της Ειρήνης Παππά παραπέμπουν σε οργασμό. Ο Βαγγέλης αρνείται οποιαδήποτε παρέμβαση. Οι μήνες περνούν, το 666 μένει στο συρτάρι και κανείς δεν ξέρει ποια θα είναι η τύχη του. Στα τέλη του 1971, η μπάντα, που ακόμα και σε αυτή την απεγνωσμένη φάση έχει χιούμορ, οργανώνει πάρτι στο στούντιο για τον έναν χρόνο μη έκδοσης του δίσκου. Ανάμεσα στους καλεσμένους είναι και ο Σαλβαντόρ Νταλί, που εντυπωσιάζεται από το άλμπουμ και λίγο μετά στέλνει μια ιδέα για την πρεμιέρα του, τον τρόπο δηλαδή που θα λανσαριστεί. Πρόκειται για ένα χάπενινγκ στη Σαγράδα Φαμίλια της Βαρκελώνης. Δυνατότητα παρακολούθησης θα έχει μόνο ένα ζευγάρι βοσκών, που εν συνεχεία θα διηγηθεί προφορικά στον υπόλοιπο κόσμο αυτό που είδε. Μεγάφωνα θα παίζουν το άλμπουμ δυνατά επί 24 ώρες, σε δρόμους κατειλημμένους από στρατιώτες με ναζιστικές στολές. Ο ουρανός θα γεμίσει στρατιωτικά αεροπλάνα, που στις δώδεκα το μεσημέρι θα βομβαρδίσουν τη Σαγράδα Φαμίλια με ελέφαντες, ιπποπόταμους, φάλαινες και αρχιεπισκόπους με ομπρέλες. Η ιδέα δεν υλοποιείται. Όταν πια το άλμπουμ κυκλοφορεί το 1972, οι Aphrodite’s Child έχουν ήδη διαλυθεί.
«Όλα πήγαν μια χαρά»
Με τον Αργύρη Κουλούρη περνάμε από το ένα θέμα στο άλλο. Μου λέει για τον πατέρα του, που έφυγε νωρίς, για τις νύχτες που κοιμόταν αγκαλιά με την κιθάρα του, για την ωραία φασολάδα που έφαγε το μεσημέρι και για εκείνη τη βραδιά στην Αθήνα που αντικατέστησε τελευταία στιγμή έναν άρρωστο μουσικό του Τζέιμς Μπράουν. «Μια περίοδο είχε έρθει στους Juniors ο Έρικ Κλάπτον και του έδειξα ορισμένα πράγματα… Ποτέ δεν με εντυπωσίασε σαν κιθαρίστας. Όλοι αυτοί γίνανε μεγάλοι επειδή ζούσαν έξω, κατάλαβες; Μου έλεγε το αδερφάκι μου: “Έλα, ρε, στην Αμερική να σε πάω, να σε γυρίσω”. Μπα, δεν ήθελα. Έμεινα με τον Βαγγέλη, τον κολλητό μου, και όλα πήγαν μια χαρά. Πέρασε η ζωή μας όμορφα. Εύχομαι και σε άλλα παιδιά να ζήσουν τη μαγεία της μουσικής, να ακούσουν σε πενήντα χρόνια αυτό που κάνουν τώρα και να νιώσουν περήφανοι». Ο Σιδεράς είναι πιο λιγομίλητος. «Ναι, το βάζω», μου λέει όταν ρωτάω αν κάθεται σήμερα να ακούσει το 666. «Μου αρέσει. Συγκινούμαι γενικώς».
Πλέον μπορεί να το απολαύσει και με σημαντικά βελτιωμένο ήχο. Το νέο remaster ανέλαβε ο Γάλλος μηχανικός ήχου Φιλίπ Κολονά, στενός συνεργάτης του Βαγγέλη Παπαθανασίου για πάνω από 35 χρόνια, σε στενή συνεργασία μαζί του και υπό την άμεση επίβλεψή του, το 2021. «Θέλαμε να κάνουμε την απόλυτη, την οριστική εκδοχή», μου εξηγεί. «Δώσαμε μεγάλη έμφαση, γιατί σήμερα υπάρχει πλέον η τεχνολογία βελτίωσης και “στολισμού” του ήχου. Επιμείναμε ιδιαίτερα στην πρώτη πλευρά, για να τονίσουμε την ενέργεια τραγουδιών όπως το Loud loud loud ή το The four horsemen». Το τελευταίο είναι και η μεγάλη επιτυχία του δίσκου, ένα σπουδαίο ροκ κομμάτι που παίζεται ακόμα στα μπαρ του κόσμου και στέκεται άνετα δίπλα στα μεγάλα αριστουργήματα των ’70s.
Όμως υπάρχουν και άλλα διαμάντια εδώ. H ατμόσφαιρα του Aegian Sea, το οποίο συνομιλεί σε πραγματικό χρόνο με τους Pink Floyd, oι απόπειρες συγκερασμού παράδοσης και μοντερνισμού στο The Lamb (που έγιναν ακόμα πιο μεστές στις Ωδές του 1979), η ανατολίτικη/βυζαντινή πνοή πάνω στις ροκ ενορχηστρώσεις, μαρτυρούν ότι ο Βαγγέλης Παπαθανασίου δεν ήταν ένας μιμητής των τάσεων της εποχής, αλλά μια φωνή συνείδησης και διεύρυνσης της αντίληψής μας περί μουσικής. Τα σάουντρακ που αργότερα συνέθεσε, για ταινίες όπως το Βlade Runner και οι Δρόμοι της φωτιάς, θα ταξίδευαν τη μουσική του σε όλο τον πλανήτη. Η αφετηρία αυτού του ταξιδιού είναι το 666.
«Εσύ το έκανες αυτό το πράγμα;»
Στα φοιτητικά χρόνια, θυμάμαι να διαφωνώ με φίλους για το αν πρέπει να συγκαταλέγουμε το 666 στα σημαντικότερα ελληνικά άλμπουμ, από τη στιγμή που ηχογραφήθηκε έξω και κυκλοφόρησε από «ξένη» εταιρεία. Προσωπικά, το έβρισκα πολύ εγκεφαλικό. «Πρέπει να το ακούσεις από την αρχή μέχρι το τέλος, αλλιώς χάνεις το νόημα», μου λέει ο Κύριλλος Ρούσσος, μουσικός, τραγουδοποιός και γιος του Ντέμη. Ο ίδιος θυμάται την πρώτη φορά που το άκουσε ολόκληρο: «Έπαθα πλάκα. Όταν τελείωσε, πήγα στον πατέρα μου και του είπα: “Εσύ το έκανες αυτό το πράγμα;” (γέλια). Γενικά, τα concept άλμπουμ είναι δύσκολα ζώα. Δεν χωράνε στο πλαίσιο της κοινής γνώμης τού πώς πρέπει να είναι ένας δίσκος. Μιλάμε για μια παρέα νέων παιδιών σε μια ξένη χώρα, που είπαν “ας κάνουμε κάτι τρελό, κάτι που δεν έχει γίνει ποτέ ξανά”».
O δίσκος διαρκεί 78 λεπτά. Εκεί που πάει να τελειώσει, σου πετάει ένα jam session 19 λεπτών. «Σίγουρα έχει τις στιγμές του», γράφει ένας συντάκτης του allmusic.com, «αλλά είναι δυσβάσταχτο να το ακούσεις ολόκληρο». Αναφέρω τη φράση αυτή στον Κύριλλο, πιο πολύ για να τον τσιγκλίσω. «Και ο Νονός 2 έχει μεγάλη διάρκεια», μου κάνει. «Χρειάζεται να έχεις πάει τουαλέτα πριν τον ξεκινήσεις». Μια νέα, ολοσέλιδη παρουσίαση του 666 στο περιοδικό UNCUT με αφορμή την επανέκδοση, αναφέρει ότι «όσο πιο πολύ νομίζεις ότι το καταλαβαίνεις, τόσο λιγότερο νόημα βγάζει». Σε τελική ανάλυση, μιλάμε για ένα άλμπουμ που δεν μπορεί να ελέγξει τον εαυτό του. Το χάος του αποτελεί κομμάτι της γοητείας του. «Τέτοιο άλμπουμ σήμερα δεν θα μπορούσες καν να το βγάλεις», μου λέει εμφατικά ο Κύριλλος, τονίζοντας τη λέξη «βγάλεις». «Τι να λέμε τώρα; Για το TikTok; Που πρέπει να κερδίσεις τον ακροατή σε δύο δευτερόλεπτα; Πόσα παιδιά νομίζεις έχουν σήμερα την υπομονή να ακούσουν ένα ολόκληρο τραγούδι;»
Βαγγέλης και Ντέμης
Αυτό που με εντυπωσίαζε πάντα στον Βαγγέλη Παπαθανασίου, πέρα από τις μουσικές του, είναι το παιγνιώδες βλέμμα του. «Η ιδιοφυΐα και η παιδικότητα συνήθως πάνε μαζί», μου υπενθυμίζει ο Κύριλλος, που τον γνώρισε ως παιδί. Όταν στέλνω στον αδερφό μου εκείνη την παλιά συνέντευξη στην EΡΤ1, με τον Παπαθανασίου σε οίστρο, τη στέλνω πιο πολύ για να γελάσουμε. Όμως με κάνει να το δω αλλιώς: «Ήταν φοβερός, δεν έχω ξαναδεί άνθρωπο να παίρνει τέτοια ηδονή από τη δουλειά του». Ρωτάω τον Φιλίπ Κολονά πώς ήταν να εργάζεται μαζί του: «Διέφερε από κάθε άλλο μουσικό που έχω γνωρίσει. Ερχόταν στο στούντιο μόνο όταν είχε διάθεση. Είχε μια καλλιτεχνική προσέγγιση στην τεχνολογία, που στόχευε στο να βοηθήσει τη δημιουργία. Επίσης έδινε μεγάλη προσοχή στην ομάδα του και φρόντιζε να νιώθουν όλοι άνετα. Μαζί του ξαναέμαθα τα πάντα».
«Ο Βαγγέλης ήταν φοβερός, δεν έχω ξαναδεί άνθρωπο να παίρνει τέτοια ηδονή από τη δουλειά του». — Φιλίπ Κολονά, μηχανικός ήχου
Και ο Ντέμης Ρούσσος; Βάζω το βιντεοκλίπ του The Four Horsemen. Μόνιμα αχτένιστος, ο Ντέμης τραγουδάει, συμπράττει με μουσικούς, γλείφει τα δάχτυλά του τρώγοντας λαίμαργα, τσουγκρίζει ποτήρια και ρυθμίζει τα κανάλια μιας κονσόλας ήχου, σαν όλα αυτά να είναι ένα πράγμα. Σαν δηλαδή η καλλιτεχνική του δράση, η ζωή του και η ροκ μουσική να είναι μια ενιαία αρένα υπεράσπισης της προσωπικής του ιδιαιτερότητας ή της ιδιαιτερότητας όλων μας. Όταν ήμουν παιδί, προτού καν αρχίσω να αναγνωρίζω τη φωνή του σε τραγούδια, ήξερα για τις κελεμπίες. «Κατ’ αρχάς μιλάμε για άλλες εποχές, μιλάμε για τη δεκαετία του 1970», με προσγειώνει ο Κύριλλος, αναφερόμενος στη σόλο καριέρα του μπαμπά του. «Είχες να πουλήσεις έναν Έλληνα σε αγγλόφωνο κοινό, ο οποίος ήταν πληθωρικός στο μέγεθος και τριχωτός. Οι καλλιτέχνες, τα μίντια και οι δισκογραφικές κατά κάποιον τρόπο συνεργάζονταν για να φτιάξουν μια εικόνα. Και η εικόνα αυτή πούλαγε δίσκους». Άραγε στην εφηβεία του αισθάνθηκε ποτέ άβολα με την καρτουνίστικη εκδοχή του πατέρα του; «Όταν εγώ ήμουν έφηβος, ο πατέρας μου φορούσε κοστούμια. Και δεν υπήρχε και ίντερνετ, για να δω παλιά βιντεοκλίπ. Σήμερα, όταν βλέπω παλιές εικόνες, βλέπω ένα fashion icon. Οι κελεμπίες, οι μπότες ήταν ένα statement». Ο Κύριλλος έχει δίκιο. Μπορεί μάλιστα κανείς να διακρίνει στοιχεία της θαρραλέας εκκεντρικότητας του μπαμπά του σε τραγουδιστές των μετέπειτα δεκαετιών, όπως ο Τζίμης Πανούσης, ο Π.Ε. Δημητριάδης και ο Κωνσταντίνος Κωνιός των Lungs.
Όταν πια τελειώνω με την έρευνα, τις συνεντεύξεις και τις σκέψεις, βάζω ξανά το 666. Εξακολουθεί να μιλάει περισσότερο στο μυαλό μου, παρά στην καρδιά μου. Την ίδια στιγμή, παραδέχομαι τα παιξίματα, τον ήχο, την ελευθερία και την τρέλα αυτών των παιδιών, που ξενιτεύτηκαν εν μέσω χούντας όχι για να φτιάξουν συμβατικές ροκ επιτυχίες, αλλά για να αφήσουν στην αιωνιότητα έναν δίσκο που θα μας θυμίζει πάντα ότι στην τέχνη δεν υπάρχουν όρια. «Κάθε φορά που τον ακούω, ανακαλύπτω κάτι καινούργιο», μου λέει ο Κύριλλος πριν κλείσουμε. «Δεν είναι βέβαια ο δίσκος που θα τον ακούς κάθε μέρα, στον δρόμο για τη δουλειά κ.λπ. Πρέπει να καθίσεις σπίτι, να βάλεις τα ακουστικά σου ή, αν είσαι πιο παλιός, τα ηχεία σου, να βάλεις ένα ποτό, να ανάψεις ένα τσιγάρο και να τον απολαύσεις με την ησυχία σου. Have a good trip, man!».
*Το remaster του 666 κυκλοφορεί στις 8/11 από τη Universal, σε δύο διαφορετικές εκδόσεις βινυλίου, αλλά και σε ένα πολυτελές boxset με πλούσιο φωτογραφικό υλικό και διαφωτιστικά κείμενα.