Παραμονές της 28ης Οκτωβρίου στη Σόφια. Στις 26 του μηνός, οι καμπάνες συνοδεύουν το πρωινό ξύπνημα και τα δελτία ειδήσεων αφιερώνουν ένα κομμάτι τους στην Dimitrovden, τη γιορτή που τιμάται ο Άγιος Δημήτριος (ο Θεσσαλονικιός, όπως αναφέρεται στα κιτάπια της βουλγαρικής εκκλησίας). Στις 27 του μηνός, οι κάλπες των βουλευτικών εκλογών στήνεται για έβδομη φορά τα τελευταία τρία χρόνια σε σχολεία και δημόσιες υπηρεσίες λόγω της αδυναμίας σύνθεσης κυβέρνησης. Προσέρχεται μόνο το 38,94% του εκλογικού σώματος των έξι εκατομμυρίων ψηφοφόρων. Το ίδιο πρωί, στις αρχές του πεζοδρόμου της λεωφόρου Βίτοσα, μερίδα πολιτών διαδηλώνει μπροστά από το Δικαστήριο για τον θάνατο ενός 14χρονου που παρασύρθηκε από μεθυσμένο οδηγό, ενώ διέσχιζε διάβαση. Στο τέλος της, ένα λεωφορείο με ελληνικές πινακίδες σταματάει σε ένα σημείο που απαγορεύεται η στάθμευση και «αποβιβάζει» τουρίστες από τη Βόρεια Ελλάδα.
Δεν είναι παράξενο που ακούγονται ελληνικά στη Σόφια. Την τελευταία δεκαετία, οι Έλληνες φοιτητές που επέλεξαν να σπουδάσουν σε βουλγαρικό πανεπιστήμιο, οι εργαζόμενοι που δουλεύουν σε πολυεθνικές εταιρείες και μετεγκαταστάθηκαν και οι επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται ανάμεσα σε Ελλάδα και Βουλγαρία δημιούργησαν μια ελληνική αποικία στην πρωτεύουσα της Βουλγαρίας, η οποία χρόνο με το χρόνο μεγαλώνει. Το αξιοπερίεργο όμως είναι η προσέλευση των Ελλήνων τουριστών, και μάλιστα τόσο μαζικά.
«Είπαμε να δοκιμάσουμε και εμείς»
Από το 2018, ταξιδεύω κάθε χρόνο (με εξαίρεση το 2020) στη Σόφια, λόγω της εγγύτητας από τη Θεσσαλονίκη και του χαμηλού κόστους μεταφορικών και διαμονής. Κάθε φορά που ταξιδεύω, κάποιος ή κάποια από τον κύκλο μου θα μοιραστεί τη σκέψη του με τρόπο που φαίνεται να υποβιβάζει τις βαλκανικές χώρες ως τουριστική επιλογή. Χρόνο με το χρόνο όμως παρατηρώ ολοένα και περισσότερα καραβάνια Ελλήνων τουριστών που επιλέγουν την πρωτεύουσα της Βουλγαρίας για μια σύντομη απόδραση εκτός συνόρων. Κάποιοι έρχονται με τα αυτοκίνητά τους, οι περισσότεροι όμως στο πλαίσιο οργανωμένων εκδρομών από ταξιδιωτικά γραφεία.
Στέκομαι στην ουρά για το ταμείο μέσα σε ένα κατάστημα καλλυντικών της λεωφόρου Βίτοσα, τόσο μπροστά, όσο και πίσω μου, περιμένουν τουρίστριες από τη Βόρεια Ελλάδα. Πιάνω λίγο την κουβέντα μαζί τους. «Ακούγαμε εδώ και καιρό φίλους που ήρθανε στη Σόφια και έφυγαν με τις καλύτερες εντυπώσεις και είπαμε να δοκιμάσουμε και εμείς να ‘ρθούμε το τριήμερο», λέει η Κυριακή Καλλινικίδου από τη Θεσσαλονίκη, η οποία ήρθε στη Σόφια με εκδρομικό λεωφορείο, παρέα με οικογενειακούς φίλους.
Η Παναγιώτα Μπέλλη από τις Σέρρες ήρθε με τον άντρα της και το αυτοκίνητό τους. «Εμείς περνάμε τα σύνορα στον Προμαχώνα, επειδή οι τιμές είναι πιο χαμηλές στη Βουλγαρία. Γεμίζουμε το ντεπόζιτο, αγοράζουμε τρόφιμα και γυρνάμε πίσω», λέει. Αυτή τη φορά, όμως, θέλησαν να οδηγήσουν λίγο παραπάνω και να φτάσουν μέχρι την πρωτεύουσα. «Αν εξαιρέσεις τη γλώσσα και τις τιμές, δεν νιώθουμε πως ήρθαμε σε ξένο τόπο. Οι γεύσεις και κάποια κομμάτια της κουλτούρας είναι παρόμοια με την Ελλάδα. Απλώς, είναι πιο φθηνά».
«Φύγαμε με τις καλύτερες εντυπώσεις»
Παρόλο που ο πληθωρισμός έχει επηρεάσει και τη Βουλγαρία, οι τιμές σε πολλά προϊόντα παραμένουν χαμηλές για τα ελληνικά δεδομένα. Απλώς, αν κάτι μπερδεύει κάποιους από τους επισκέπτες, αυτό είναι σίγουρα το νόμισμα (ένα ευρώ ισοδυναμεί με δύο λέβα). «Υπάρχουν φορές που δεν ξέρουμε τι ξοδεύουμε, πηγαίνουμε σε ανταλλακτήρια και μπερδευόμαστε, μας φαίνεται ξένο. Σε κάθε συναλλαγή κάνουμε διαιρέσεις», μου λέει ο Μιχάλης Κολιόπουλος στο αεροπλάνο της επιστροφής για Αθήνα, ο οποίος ήρθε με την παρέα του, επειδή βρήκαν φθηνά εισιτήρια. «Δεν ξέρουμε αν θα ξαναερχόμασταν, ποτέ μη λες ποτέ, αλλά νομίζω πως φύγαμε με τις καλύτερες εντυπώσεις».
Όσο για το πώς περνούν την ώρα τους στη Σόφια, οι απαντήσεις που συλλέξαμε, περιλαμβάνουν: βόλτα στα πάρκα, καφέ σε μαγαζιά που είδαν στο ΤikTok, περιήγηση στον Καθεδρικό Ναό του Αλεξάνταρ Νέφσκι και στον αρχαιολογικό χώρο της αρχαίας Σέρδικα, μπροστά από το κτίριο της Εθνοσυνέλευσης, μπόλικο φαγητό και αγορές από καταστήματα ρούχων και φαρμακεία.