Με κάποια καθυστέρηση, κλάδεψα επιτέλους τα δεντρολίβανα, πρόλαβα πριν πλακώσουν τα πρώτα μεγάλα κρύα. Πρόκειται βεβαίως για σκληροτράχηλα φυτά που έχουν αποδείξει ότι δεν πτοούνται ακόμα και όταν το χιόνι τα καλύπτει για βδομάδες, επιδιώκω πάντως να μην τα ταλαιπωρώ. Βρίσκονται πια, βλέπετε, σε προχωρημένη ηλικία, την άνοιξη συμπληρώνουν δεκαπέντε χρόνια ζωής. Τα ορθόκλαδα έγιναν θεριά που με έφτασαν στο μπόι και έχουν ξυλώδεις βλαστούς, χοντρούς σαν το χέρι μου, ενώ τα έρποντα ανταγωνίζονται στο ποιο θα εξαπλωθεί παραπάνω. Μόλις τελείωσα, κοίταξα πίσω μου και αντίκρισα ένα βουνό από κλαδέματα. Αν βρισκόμασταν στις αρχές της άνοιξης, θα έφτιαχνα από τις κορυφές τους μοσχεύματα, που όταν, μετά από δυο τρεις μήνες, ρίζωναν, θα τα χάριζα σε φίλους. Ειδικά οι πιο σπάνιες ποικιλίες, που παράγουν άνθη λευκά ή ρόδινα, γίνονται ανάρπαστες. Επίσης θα φύλαγα αρκετά κλαράκια στην κατάψυξη – τα μεταχειρίζομαι μετά ολόκληρα όταν βράζω ρεβίθια και ψήνω τάρτα μήλου. Ή ψιλοκόβω, μετά από απόψυξη, τα βελονοειδή φυλλαράκια, για να καρυκεύω σαλάτες και σάλτσες. Τέτοια εποχή όμως υπολείπονται σε άρωμα, χωρίς τούτο να σημαίνει πως δεν μου σπάνε και τώρα τη μύτη. Και βέβαια διαθέτω κιόλας ακόμα αρκετό απόθεμα από το πολύ πιο ήπιο κλάδεμα του Μάρτη.
Παίδευα το μυαλό μου κάμποση ώρα σκεπτόμενος τι μπορώ να τα κάνω, με τίποτα δεν ήθελα να τα ρίξω όλα στον κομποστοποιητή. Εύρηκα. Και χάρηκα διπλά, επειδή έχω πολλά χρόνια να τα φτιάξω. Έκοψα κάμποσα κλαράκια σε μήκος μιας σπιθαμής και μετά τα έδεσα πολύ σφιχτά, πέντε-έξι μαζί, με λεπτό βαμβακερό νήμα. Αφαίρεσα προσεκτικά με το ψαλίδι ό,τι εξείχε και ανάρτησα τα πάχους περίπου τριών δακτύλων δεμάτια από ένα συρματόσχοινο της στέγης. Σε δύο εβδομάδες θα έχουν ξεραθεί και θα τα φυλάξω έπειτα σε δοχείο που σφραγίζει καλά. Αν κάποια στιγμή αισθανθώ την ανάγκη για εξαγνισμό, θα πάρω ένα, θα βάλω φωτιά στη μια άκρη του και αμέσως μετά, με ένα δυνατό φύσημα, θα τη σβήσω. Θα συνεχίσει να κουφοκαίει όμως, λένε ότι ο πυκνός και αρωματικός καπνός που αναδύεται γεφυρώνει το χάσμα μας με τη μητέρα φύση και διαθέτει την ικανότητα να ηρεμεί τα πνεύματα. Στο παρελθόν κάτι έχω βιώσει, επιβεβαιώνω λοιπόν ότι η πανανθρώπινη πρακτική του υποκαπνισμού δεν είναι αγυρτεία. Τέτοια δεμάτια κυκλοφορούν και στο εμπόριο, φτιάχνονται συνήθως από το ιερό για πολλές ινδιάνικες φυλές «λευκό» φασκόμηλο της Καλιφόρνια. Από όποιο φυτό και αν προέρχονται, απαιτούν πάντως σεβασμό και τήρηση των μέτρων προφύλαξης. Το υπογραμμίζω, κυρίως επειδή πολλοί αμελούν το άνοιγμα των παραθύρων, με συνέπεια ο χώρος μιας απλής τελετουργίας να αναβαθμίζεται ταχέως σε μοναστήρι (τουρκιστί, τεκές).
Αν κάποια στιγμή αισθανθώ την ανάγκη για εξαγνισμό, θα πάρω ένα, θα βάλω φωτιά στη μια άκρη του και αμέσως μετά, με ένα δυνατό φύσημα, θα τη σβήσω.
Τη χρήση του δεντρολίβανου ως θυμίαμα στην αρχαιότητα απηχεί το όνομά του, καθώς προέρχεται από την τότε ονομασία του, «λιβανωτίς στεφανωματική», η οποία περιγράφει την πρακτική του να καίγονται τα κλαδάκια του προς τιμήν της Αφροδίτης, αλλά και να στεφανώνουν με αυτά τα αγάλματά της. Η αφιέρωσή του στη θεά της ομορφιάς και του έρωτα δικαιολογείται απολύτως και σήμερα, καθώς η βιομηχανία των καλλυντικών αξιοποιεί σε πλήθος προϊόντα την ιδιότητα του δεντρολίβανου να καταπραΰνει ερεθισμούς, να βελτιώνει την ελαστικότητα της επιδερμίδας και να προσφέρει αντιγηραντική προστασία.
Τώρα που χειμωνιάζει, θα αρχίσω να πίνω τακτικά το θερμαντικό, τραχύ κάπως αλλά εύγευστο, έγχυμα που παρασκευάζω, αφήνοντας να μουλιάσει για δέκα λεπτά ένα κουταλάκι ξερό δεντρολίβανο σε μια κούπα βραστό νερό. Σας το συνιστώ θερμά, οι ουσίες που εκχυλίζονται τονώνουν το κυκλοφορικό, δυναμώνουν την πέψη και προστατεύουν από πολλές παθολογικές καταστάσεις. Φρόνιμο όμως είναι να αποφεύγεται η χρήση του από τους υπερτασικούς, καθώς και η κατανάλωσή του τις βραδινές ώρες, αλλιώς είναι πιθανό να σας αφήσει ξάγρυπνους.