Μετρά δεκαετίες καλλιτεχνικής πορείας, στην τηλεόραση, στον κινηματογράφο, στο θέατρο, αλλά, παρότι είναι ένας εξαιρετικά αναγνωρίσιμος ηθοποιός, δεν τον βαραίνει η ταμπέλα του «μαϊντανού». Ο Σπύρος Παπαδόπουλος επικοινωνεί με το κοινό συχνότατα, για πολλά χρόνια ωστόσο απέφευγε να δίνει συνεντεύξεις ή να μοιράζει δηλώσεις. Όπως διαπίστωσα στη συνάντησή μας, δεν είναι επειδή δεν έχει πολλά να πει. Η συζήτησή μας ξεκίνησε από την κοινή μας αγάπη για τον καφέ -«πίνω και… 18 εσπρέσο την ημέρα» μου είπε-, έκανε μια στάση στην ταινία «Τζαμάικα», έθιξε την ελληνική κρίση και καταλήξαμε να συμφωνήσουμε στην αξία του «άδραξε τη μέρα» ως στάση ζωής, για να διαπιστώσουμε με παραίτηση ότι κανείς από τους δυο μας δεν την έχει κάνει πράξη.
Το ραντεβού μας ήταν στο Big Kahuna, στο οποίο έχει γυριστεί μία από τις σκηνές της «Τζαμάικα». Ένας τεμπέλης χειμωνιάτικος ήλιος ξεκουραζόταν στις στέγες των ερειπωμένων σπιτιών στη γειτονιά του Κεραμεικού όπου έχει «φωλιάσει» το εστιατόριο, στο εσωτερικό του ωστόσο επικρατούσε ένα απρόσκλητο σκοτάδι, εξαιτίας μιας βλάβης στην ηλεκτρολογική εγκατάσταση. «Χτες είχαμε βγει όλοι οι συντελεστές της ταινίας για φαγητό και στο μαγαζί όπου πήγαμε πάλι έπεσε το ρεύμα. Τι μπορεί να σημαίνει τώρα αυτό;» μου λέει μισοαστεία μισοσοβαρά. Είπε το «ναι» στη συνεργασία με τον συνάδελφό του Φάνη Μουρατίδη και τον σκηνοθέτη Ανδρέα Μορφονιό, παρότι ήταν κατάκοπος και ετοιμαζόταν να πάρει τη βάρκα του και να τραβήξει για τα ανοιχτά, να ξεκουράσει το μυαλό του. «Με ιντρίγκαρε το σενάριο, γιατί ήταν ένα κανονικό σενάριο. Είμαι… τραυματίας πολέμου εγώ, έχω διαβάσει πάρα πολλά σενάρια που δεν καταλάβαινα καν εγώ. Σε πολλά μπορώ να καταλάβω ότι η πρόθεση είναι να ξεχωρίσει κάποιος, να φανεί εξυπνότερος από τους άλλους. Αυτά δεν έχουν σχέση με την τέχνη. Αυτό το σενάριο δεν είχε πρόθεση να παραστήσει κάτι που δεν είναι, δεν έχει κάτι δυσανάγνωστο για να δείξουμε ότι δεν είμαστε τίποτα τυχαίοι».
Ο φίλος μου ο Βλάσης
Είναι η ιστορία δύο αντρών, δύο αδερφών, του τίμιου βιοπαλαιστή Άκη (Σπύρος Παπαδόπουλος) και του επιτυχημένου τηλεπαρουσιαστή Τίμου (Φάνης Μουρατίδης), που η ζωή και ο θάνατος ξαναφέρνουν κοντά, έπειτα από χρόνια αποξένωσης. Τον γοητεύει ο κόσμος των αντρών, οι κώδικες και η σχέση μεταξύ τους. «Αυτοί οι δύο είναι δύο πόλοι, ο ένας ζει τη ζωή του σαν να είναι κάθε μέρα η τελευταία και ο άλλος νομίζει ότι τη ζει, αλλά η ζωή περνά από δίπλα του γιατί την ορίζουν τα πρέπει». Ως χαρακτήρας είναι πολύ πιο κοντά στον Άκη, δεν καμαρώνει όμως γι’ αυτό. Θαυμάζει πάντως τους ανθρώπους που έχουν τα χαρακτηριστικά που λείπουν στον ίδιο. Και θυμάται τον φίλο του τον Βλάση Μπονάτσο: «Τον Βλάση τον θαύμαζα πάρα πολύ και ο λόγος που έκανα παρέα μαζί του, πέρα από το ότι τον αγαπούσα, ήταν ότι μου πρόσφερε ένα λούνα παρκ, ήταν το προσωπικό μου λούνα παρκ. Είμαι ο πιο βαρετός άνθρωπος του κόσμου. Μπορεί να κάτσω κάπου και να μη μιλήσω καθόλου όλη νύχτα, αλλά είχα τον Βλάση και ήταν η σύνδεσή μου με τον έξω κόσμο».
Άδραξε τη μέρα
Η καλύτερη ατάκα της ταινίας ακούγεται από τα χείλη του Φάνη Μουρατίδη («Η ζωή δεν είναι για να μας στενεύει, αλλά για να τη φοράμε στο νούμερό μας»), αλλά προέκυψε από μια ανάμνηση του Σπύρου Παπαδόπουλου: «Θυμήθηκα μια ρωσική παροιμία που λέει “όταν έχεις προβλήματα, φόρα στενό παπούτσι για να τα ξεχνάς”, που είχα ακούσει πιτσιρικάς, δεν θυμάμαι από ποιον, και μου είχε κολλήσει στο μυαλό σαν τσίχλα». Δεν έχει ωστόσο καταφέρει να ζει την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία. Έχουν υπάρξει διαστήματα που έχει αντιληφθεί ότι, εξαιτίας των υποχρεώσεων, των φίλων, των «πρέπει», αφήνει τη ζωή να περνά από δίπλα του. Τότε λυπάται για τον εαυτό του, αλλά δεν μπορεί να αλλάξει το γεγονός ότι παραείναι άνθρωπος του καθήκοντος. Προσπάθησε ωστόσο να μάθει από νωρίς στον 23χρονο γιο του να ζει και να χαίρεται την κάθε στιγμή: «Ήταν στο δημοτικό ακόμη όταν του έμαθα το carpe diem, άδραξε τη μέρα, ακριβώς επειδή εγώ δεν το πολυκάνω». Ευτυχώς γι’ αυτόν έχει την τύχη να κάνει δουλειά που τη λατρεύει.
Υποδυόμενος τον Άκη, ο οποίος εργάζεται σκληρά ως ταξιτζής, αλλά κινδυνεύει να χάσει το σπίτι του σε πλειστηριασμό λόγω της «μεγάλης ζωής» της γυναίκας του, σκέφτηκε αναπόφευκτα πώς φτάσαμε έως εδώ. «Δεν κάνω τον μετά Χριστόν προφήτη, αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Πολλά από τα δεινά μας μας έρχονται απέξω, αλλά κάποια στιγμή βάλαμε κι εμείς το χεράκι μας». Λύση δεν βλέπει να υπάρχει, θεωρεί όμως ότι «μπορούμε ακόμη να καμαρώνουμε γιατί, αν συνέβαινε αυτό σε δυτικοευρωπαϊκή χώρα, θα είχαν πεθάνει οι μισοί και οι άλλοι μισοί θα είχαν πάει στο τρελοκομείο. Εδώ κρατάμε ακόμη το φιλότιμο, την αλληλεγγύη, έχουμε τα ξαδέρφια, τους θείους, τους παππούδες, τις γιαγιάδες. Μπορεί να τα κοροϊδεύουμε, είναι όμως ένας συνεκτικός ιστός που μας κρατάει ακόμη όρθιους. Η μόνη λύση είναι να ακουμπάς σε κάποιον άνθρωπο».
Η δική του «Τζαμάικα»
«Η δική μου “Τζαμάικα” είναι η Νάξος. Όταν θέλω να ξεφύγω και να ονειρευτώ, αμέσως ως εικόνα έρχεται στο μυαλό μου το νησί. Παίρνω τη βάρκα μου, είναι μέρος κι αυτή της “Τζαμάικάς” μου, και φεύγω». Έχει βάλει ως όρο να ξεκουράζεται εκεί δύο τρεις μήνες τον χρόνο, και τα τελευταία χρόνια τα καταφέρνει. «Νομίζω ότι εκεί χάνω την ηλικία μου. Όπως κλείνω το κινητό, σαν να κλείνουν και οι μνήμες και οι σκέψεις που με βαραίνουν. Ελαφραίνω πολύ και γίνομαι δέκα χρονών».
Δεκατέσσερα χρόνια «Στην υγειά μας»
Εδώ και κάποιες εβδομάδες, τα σαββατόβραδα ο Σπύρος Παπαδόπουλος και οι καλεσμένοι του εύχονται «Στην υγειά μας» από την τηλεόραση του ΣΚΑΪ. Τι είναι αυτό που τον κάνει να διασκεδάζει ακόμη δεκατέσσερα χρόνια μετά το πρώτο… γλέντι; «Είναι σαν κοινωνική ανάγκη πια, δεν είναι απλώς ότι αρέσει στο κοινό. Δεν είναι η κρίση ούτε ότι ο κόσμος δεν βγαίνει, αυτά είναι λαϊκίστικα. Υπάρχει όμως κόσμος στην επαρχία, στα χωριά, στο εξωτερικό που έχουν εβδομαδιαίο ραντεβού. Παίρνω μηνύματα που μου λένε ότι συνεννοούμαστε ποιος θα βάλει το φαγητό, ποιος το κρασί… Γι’ αυτό και δεν μου περνά από το μυαλό να σταματήσω, παρότι κουράζομαι πολύ. Αν και μετά τόσα χρόνια, προετοιμάζομαι ακόμα πολύ για κάθε εκπομπή, μπορεί να μελετήσω και 500 σελίδες με πληροφορίες και πάντα χρειάζεται να περάσει λίγη ώρα, να δω ότι όλα είναι καλά, και μετά να χαλαρώσω και να περάσω όμορφα». ■