«Αποκάλυψη τώρα», «Νονός», «Μπόνι και Κλάιντ», «Ζαμπρίσκι Πόιντ», «Ο θεός της σφαγής»: μυθικές ταινίες, τη σκηνογραφία των οποίων έχει υπογράψει ο βραβευμένος με Όσκαρ Αμερικανός ελληνικής καταγωγής Ντιν Ταβουλάρις. Ο 86χρονος πλέον σχεδιαστής παραγωγής, αλλά και εικαστικός, μας μιλάει για τη ζωή του και μας μεταφέρει νοερά στον μαγικό κόσμο του Χόλιγουντ, κάνοντας έναν απολογισμό της συναρπαστικής καλλιτεχνικής του διαδρομής.
Ντιν Ταβουλάρις, ποιες είναι οι πρώτες σας κινηματογραφικές αναμνήσεις;
Όταν ήμουν μικρός, μου άρεσε πολύ να πηγαίνω στον κινηματογράφο, όπως άλλωστε σε όλα τα παιδιά. Εκείνη την εποχή, στην Αμερική, όταν ήσουν κάτω από πέντε ετών, έμπαινες στην αίθουσα χωρίς εισιτήριο. Και, επιπλέον, στην είσοδο σου έδιναν ένα παγωτό σοκολάτα και στην έξοδο ένα κόμικ. Οπότε ο κινηματογράφος ήταν για μένα μεγάλος πειρασμός. Και καθώς ήμουν μικρόσωμος, έμπαινα ελεύθερα μέχρι 7-8 χρονών. Φυσικά, τότε δεν γνώριζα τίποτα για την καλλιτεχνική διεύθυνση, τον σχεδιασμό παραγωγής ταινιών. Θεωρούσα τα σκηνικά κάτι αυτόματο και φυσικό, και όχι έργο κάποιου. Αυτό το κατάλαβα πολύ αργότερα.
Πότε ανακαλύψατε τον κόσμο των κινηματογραφικών πλατό;
Ο πατέρας μου δούλευε στην επιχείρηση καφέ του θείου μου, την California Coffee Company, και το καλοκαίρι που δεν είχα σχολείο με έπαιρνε μαζί του στα στούντιο της Fox, η οποία ανήκε στον Σκούρα και προμηθευόταν καφέ από μας. Πηγαίναμε λοιπόν μαζί εκεί, ο πατέρας μου έκανε τις δουλειές του κι εγώ χάζευα τις ηθοποιούς με τα υπέροχα φορέματα ή τους άντρες που ήταν ντυμένοι καουμπόηδες. Θυμάμαι μεγάλα κομμάτια σκηνικών να περνούν, γαλάζιους ουρανούς και ζωγραφισμένους δρόμους. Όλα αυτά ήταν για μένα κάτι μαγικό. Δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση ενός άλλου κόσμου, ενός κόσμου ψεύτικου, που παρουσίαζε όμως πολύ πιο μεγάλο ενδιαφέρον από τον πραγματικό.
Ενός κόσμου που κάποια στιγμή γίνατε μέρος του…
Αυτό έγινε εντελώς τυχαία. Εμένα με ενδιέφεραν η αρχιτεκτονική και τα εικαστικά, και στο κολέγιο αυτή την κατεύθυνση είχα επιλέξει. Η σχολή μου μάλιστα είχε μια συνεργασία με την Ντίσνεϊ, η οποία, όταν χρειαζόταν σχεδιαστές για τις ταινίες της, έπαιρνε τους καλύτερους μαθητές της. Μια μέρα, λοιπόν, ένας συμμαθητής μου μου είπε: «Δεν κάνουμε μια επιλογή από τα σχέδιά μας να τα δείξουμε στην Ντίσνεϊ;». Αν και απαισιόδοξος για την έκβαση του εγχειρήματος, ακολούθησα τη συμβουλή του και τελικά με πήραν σε ένα πρόγραμμα επιμόρφωσης, όπου έκανα ενδιάμεσα σχέδια για ταινίες κινουμένων σχεδίων. Ήμουν πραγματικά ενθουσιασμένος, διότι μια θέση στην Ντίσνεϊ ήταν το όνειρο όλων. Έτσι, για έναν ολόκληρο χρόνο δούλευα για τη «Λαίδη και τον Αλήτη»!
Ο Ντιν Ταβουλάρις στα γυρίσματα του δεύτερου «Νονού».
Η πραγματικότητα ήταν ανάλογη των προσδοκιών σας;
Η αλήθεια είναι ότι η δουλειά μου ήταν πολύ μοναχική. Περνούσα όλη τη μέρα μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, μπροστά σε μια φωτεινή οθόνη, χωρίς καμία επικοινωνία με τους συναδέλφους μου, πέρα από την ώρα του γεύματος. Αυτό δεν μου άρεσε καθόλου και μετά από έναν χρόνο πήγα στη διεύθυνση για να υποβάλω την παραίτησή μου. Εκείνοι κοίταξαν το βιογραφικό μου και, βλέποντας ότι είχα κάνει αρχιτεκτονική, μου πρότειναν να μεταπηδήσω στις ταινίες με ηθοποιούς, τις λεγόμενες «ζωντανής δράσης». Έτσι, άφησα τα κινούμενα σχέδια την Παρασκευή και τη Δευτέρα άρχισα να δουλεύω εκεί. Ήταν η εποχή που έκαναν τις «20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα» και την «Πολυάννα». Εκεί έμαθα πραγματικά αυτό που έγινε στη συνέχεια το επάγγελμά μου.
Πώς θα περιγράφατε τη σχέση των δημιουργών με τα στούντιο εκείνη την εποχή;
Η σχέση τους ήταν καθαρά υπαλληλική. Δεν υπήρχε ακόμη η έννοια του σκηνοθέτη-δημιουργού, για παράδειγμα. Αυτό ήταν κάτι τελείως άγνωστο. Τα πράγματα όμως άρχισαν σιγά σιγά να αλλάζουν κι εγώ ήμουν μάρτυρας αυτής της αλλαγής. Η εξουσία των στούντιο έπαψε να είναι απόλυτη και πρωτεργάτες αυτής της νέας κατάστασης πραγμάτων ήταν σκηνοθέτες όπως ο Άρθουρ Πεν, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα ή ο Ουίλιαμ Φρίντκιν, οι οποίοι σκέφτηκαν: «Αν σταματήσουμε να δουλεύουμε για τους παραγωγούς, τι θα τους απομείνει; Τίποτα. Η δύναμή μας είναι η τέχνη μας, το ταλέντο μας!». Έτσι, άλλαξαν οι ισορροπίες υπέρ των σκηνοθετών, αλλά και των ηθοποιών, οι οποίοι έγιναν σούπερ σταρ και από 1.500 δολάρια την εβδομάδα έφτασαν να παίρνουν μερικά εκατομμύρια για μία ταινία.
Ήταν η εποχή του «Μπόνι και Κλάιντ», της πρώτης σας μεγάλης επιτυχίας…
Ήταν και η πρώτη ταινία που έκανα μόνος μου. Αν και είχα δουλέψει προηγουμένως σε πολλές παραγωγές της Ντίσνεϊ, τελικά έφυγα, διότι δεν μου έδιναν προαγωγή, δεν με άφηναν να ασχοληθώ με τον τομέα της καλλιτεχνικής διεύθυνσης που με ενδιέφερε. Έτσι, έφυγα και συνεργάστηκα ως βοηθός σκηνογράφου με τον Άλαν Πακούλα και τον Ρόμπερτ Μάλιγκαν, δούλεψα με τον Στάνλεϊ Κρέιμερ στο «Πλοίο των τρελών» και στο «Μάντεψε ποιος θα έρθει το βράδυ», και μετά μου προτάθηκε να κάνω το «Μπόνι και Κλάιντ». Επρόκειτο για μια ταινία με ιστορική σημασία, καθώς προκάλεσε πολλές αναταράξεις στο Χόλιγουντ.
Τι είδους αναταράξεις;
Στις σχέσεις των δημιουργών με τα στούντιο. Ο Τζακ Γουόρνερ, θυμάμαι, δεν ήθελε να γυριστεί η ταινία στο Τέξας, αλλά στα στούντιο στην Καλιφόρνια. O Γουόρεν Μπίτι, που ήταν συμπαραγωγός της ταινίας, διαφώνησε σε αυτό και ο Άρθουρ Πεν τον ακολούθησε. Τα πράγματα άλλαξαν χάρη στην αποφασιστικότητα και στο σθένος του Γουόρεν Μπίτι, ο οποίος ήθελε μια διαφορετική αισθητική. Και γεννήθηκε το Νέο Χόλιγουντ. Και το γεγονός ότι ήταν η πρώτη μου ταινία δημιούργησε ένα ενδιαφέρον γύρω από τη δουλειά μου. Έτσι έκανα μετά το «Ζαμπρίσκι Πόιντ» με τον Μικελάτζελο Αντονιόνι, ο οποίος θέλησε να δουλέψει μαζί μου επειδή είχε δει το «Μπόνι και Κλάιντ». Συνεργαζόμουν με τον σκηνοθέτη της «Νύχτας» και της «Έκλειψης», ζούσα ένα θαύμα!
Πίνακας του Ντιν Ταβουλάρις από την προσωπική του έκθεση ζωγραφικής, που ολοκληρώθηκε στο Παρίσι πριν από λίγες εβδομάδες.
Και στη συνέχεια εμφανίστηκε στη ζωή σας ο Φράνσις Φορντ Κόπολα…
Ακριβώς. Με τον Φράνσις έχουμε συνεργαστεί πάρα πολλές φορές. Εγώ στην αρχή φανταζόμουν ότι θα κάναμε μια ταινία μαζί και ότι μετά δεν θα τον ξανάβλεπα. Η ταινία αυτή όμως ήταν ο «Νονός», και αυτό άλλαζε τα δεδομένα. Ήταν μια ταινία της οποίας η υλοποίηση αντιμετώπισε πολλές περιπέτειες και ίντριγκες. Η Παραμάουντ ήταν ένα μεγάλο στούντιο και ο Φράνσις, ως σκηνοθέτης, ήταν υπάλληλός τους. Όμως, η ευφυΐα και το ταλέντο του τον βοήθησαν να νικήσει το σύστημα, καθώς και όλους αυτούς που τον υπονόμευαν. Εγώ έζησα όλες αυτές τις καταστάσεις από κοντά και τον υποστήριξα από την αρχή με όλες μου τις δυνάμεις. Αυτό το βάπτισμα του πυρός μάς έφερε πολύ κοντά. Και η επιτυχία του «Νονού» ήταν τόσο μεγάλη, που στη συνέχεια η Παραμάουντ σχεδόν ικέτευε τον Φράνσις να γράψει μια ιστορία για τη συνέχεια της ταινίας.
Ποια ήταν τα σημεία τριβής με την Παραμάουντ;
Όταν αρχίσαμε να προετοιμάζουμε την ταινία με τον Φράνσις, στην Παραμάουντ δεν άρεσε τίποτε από αυτά που κάναμε. Δεν ήθελαν να τη γυρίσουμε στη Νέα Υόρκη, αλλά στο στούντιο στην Καλιφόρνια – ήθελαν, βλέπετε, να αποφύγουν τα νεοϋορκέζικα συνδικάτα. Όταν τους είπα ότι αυτό είναι αδύνατον, αντιπρότειναν το Σεν Λούις. Στην ουσία, δεν τους ενδιέφερε η ποιότητα της ταινίας, αλλά το πώς θα τους κόστιζε όσο το δυνατόν λιγότερο. Ο Αλ Πατσίνο δεν τους άρεσε γιατί ήταν πολύ κοντός, η Νταϊάν Κίτον γιατί δεν ήταν πολύ όμορφη, όλα τους έφταιγαν. Και, βέβαια, το μεγάλο θέμα ήταν ο Νονός. Διότι όλη η Αμερική αναρωτιόταν ποιος θα ενσάρκωνε τον ομώνυμο ρόλο.
Και πώς έγινε η επιλογή;
Επιστρέφοντας από τη Νέα Υόρκη στο Λος Άντζελες, ο Φράνσις μού λέει στο αεροπλάνο: «Μάντεψε ποιον θέλω για τον ρόλο του Νονού». Και, όταν μου είπε ότι επρόκειτο για τον Μπράντο, ενθουσιάστηκα. Η ιδέα ήταν ευφυής. Καθώς λοιπόν είχα ήδη συνεργαστεί με τον Μάρλον, φρόντισα να κανονιστεί μια συνάντηση για να συζητήσουν. Ο Φράνσις άρχισε, λοιπόν, να εξηγεί στον Μάρλον ότι πρόκειται για τον ρόλο του πατριάρχη μιας οικογένειας μαφιόζων, ο οποίος, σε μια απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, είχε πυροβοληθεί στον λαιμό. Τότε ο Μάρλον παίρνει μερικά χαρτομάντιλα και τα βάζει στο στόμα του, κάτω από τα ούλα του, και αρχίζει να μιλάει με ραγισμένη φωνή. Η φυσιογνωμία του είχε αλλάξει εντελώς. Ήταν ο Νονός! Και ο Φράνσις τού λέει: «Σε πειράζει να φέρω μια κάμερα που έχω στο αυτοκίνητο να σε μαγνητοσκοπήσω;». Αντίθετα με τις φήμες που τον ήθελαν περίεργο και δύστροπο, ο Μάρλον ήταν πολύ εύκολος άνθρωπος. «Βεβαίως», του λέει. Ο Φράνσις πηγαίνει έπειτα στην Παραμάουντ και τους λέει ότι θέλει τον Μπράντο για τον ρόλο. Εκείνοι όμως αρνήθηκαν κατηγορηματικά, θεωρώντας ότι ο Μάρλον είναι ένας δύσκολος άνθρωπος, που δημιουργεί μονίμως προβλήματα.
Τελικά τι τους έκανε να αλλάξουν γνώμη;
Γυρίσαμε με τον Φράνσις στη Νέα Υόρκη, για να συνεχίσουμε την προετοιμασία των γυρισμάτων, και ο Φράνσις πήγε στο γραφείο του, που βρισκόταν στο κτίριο της ιδιοκτήτριας εταιρείας της Παραμάουντ, της Gulf and Western, την οποία διηύθυνε ο Αυστριακός Τσαρλς Μπλούντορν. Έβαλε να δει την κασέτα με τον Μάρλον σε μια οθόνη και ο Μπλούντορν, που περνούσε εκείνη τη στιγμή από τον διάδρομο, κοντοστάθηκε και άρχισε κι αυτός να παρακολουθεί μέσα από τα γυάλινα διαχωριστικά. Μετά από ένα δύο λεπτά μπαίνει μέσα ενθουσιασμένος: «Μα αυτός είναι ο Νονός! Πες μου, ποιος είναι;». «Ο Μάρλον Μπράντο» του απαντάει ο Φράνσις. Έτσι, λοιπόν, το αφεντικό των αφεντικών επέβαλε τελικά στην Παραμάουντ τον Μπράντο για τον ρόλο. Και στα γυρίσματα ο Μάρλον όχι μόνο δεν δημιούργησε κανένα πρόβλημα, αλλά ήταν για όλους μια τεράστια πηγή έμπνευσης.
Νιώθετε κάποτε νοσταλγία για όσα έχετε ζήσει, Ντιν Ταβουλάρις;
Όχι. Ίσως καμιά φορά νιώθω νοσταλγία για τον τρόπο που γίνονταν οι ταινίες προ ψηφιακής εποχής. Διότι εγώ σε όλες τις συνεργασίες μου είχα τον απόλυτο έλεγχο της δουλειάς μου. Σήμερα όμως, σε πολλές μεγάλες παραγωγές, για να γίνει η είσοδος ενός σπιτιού, για παράδειγμα, αυτό που ζητούν από τον σχεδιαστή παραγωγής είναι να κάνει απλώς το δάπεδο, διότι εκεί θα περπατάει ο ηθοποιός. Όλα τα άλλα, τα παράθυρα, οι κολόνες, ακόμα και τα φώτα, γίνονται από εταιρείες ψηφιακού σχεδιασμού ερήμην του! Αυτό μόνο. Κατά τα άλλα, όχι, δεν νιώθω νοσταλγία. Αισθάνομαι πολύ τυχερός και πλήρης με όσα μου δώρισε η ζωή μου στον κινηματογράφο. Έχω πετάξει με μικρό αεροπλάνο στη ζούγκλα του Βόρνεο για το «Αποκάλυψη τώρα», έχω πάει με αυτοκίνητο από τη Σιγκαπούρη στην Καμπότζη, έχω ταξιδέψει στο Ελσίνκι μες στον χειμώνα για να βρω τοποθεσίες γυρίσματος, δούλεψα στα στούντιο της Σινετσιτά, γνώρισα ενδιαφέροντες ανθρώπους, συνεργάστηκα με τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ και με άλλους σκηνοθέτες για ταινίες που ποτέ δεν έγιναν, γνώρισα τον Φασμπίντερ, δούλεψα με τον Βιμ Βέντερς… Η ζωή μου ήταν πολύ πλούσια σε εμπειρίες και συγκινήσεις. Αγάπησα κάθε στιγμή της.
Και το μέλλον;
Είμαι πάντα έτοιμος για νέες περιπέτειες. Αυτό λέγαμε με τον Γουόρεν Μπίτι τις προάλλες. Θα ήθελα να κάνουμε άλλη μια ταινία μαζί. Ή με τον Φράνσις. Φράνσις, σε παρακαλώ, κάνε μια ταινία! Καιρός είναι! ■