Κορίτσι-θαύμα του ιταλικού σινεμά στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ξετρέλανε τη Βενετία με την ερμηνεία της στο «Ένας κάποιος έρωτας» του Φραντσέσκο Μασέλι το 1986 και έγινε παγκοσμίως γνωστή δύο χρόνια αργότερα πλάι στον Τομ Κρουζ και στον Ντάστιν Χόφμαν στον περίφημο «Άνθρωπο της βροχής».
Η Βαλέρια Γκολίνο έχει διαγράψει μια πορεία τριών γεμάτων δεκαετιών στο κινηματογραφικό στερέωμα, πρωταγωνιστώντας σε αμερικανικές και ευρωπαϊκές παραγωγές, ενώ πλέον εμπλουτίζει το βιογραφικό της και ως σκηνοθέτρια: το 2013 παρουσίασε την πολύ συγκινητική ταινία «Μέλι» και ακολούθησε φέτος η «Ευφορία», με την οποία άνοιξε το 31ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου της Αθήνας, το οποίο ολοκληρώνεται στις 5 Δεκεμβρίου. Η προβολή της ταινίας έγινε παρουσία της και το «Κ» εξασφάλισε λίγο χρόνο μαζί της.
«Το συναίσθημα που ήθελα να μεταφέρω μέσω της ταινίας βρίσκεται κάπου ανάμεσα στη χαρά και το άγχος», μου λέει – σε άπταιστα ελληνικά παρεμπιπτόντως. Η μητέρα της είναι Ελληνίδα, ο πατέρας της Ιταλός και η ίδια μεγάλωσε ανάμεσα στην Αθήνα και τη Νάπολη, καλλιεργώντας με απόλυτη φυσικότητα το ταμπεραμέντο της. Όσο μιλάει, κουνάει τα χέρια της, δεν φιλτράρει όσα μου λέει, είναι άνετη, διαχυτική – η επίσκεψή της στην Αθήνα δεν κράτησε παρά μία περίπου ημέρα και το πρόγραμμά της ήταν εξαιρετικά σφιχτό, ωστόσο έμοιαζε να απολαμβάνει το ότι βρισκόταν στην Ελλάδα.
Στην ταινία παρακολουθούμε την ιστορία δύο αδερφών πολύ διαφορετικών μεταξύ τους, του Ματέο (δυναμικός, φανταχτερός, επιτυχημένος) και του Ετόρε (χαμηλών τόνων, εσωστρεφής, καλόψυχος), όταν ο πρώτος μαθαίνει ότι στον δεύτερο διαγνώστηκε καρκίνος. Της σχολιάζω ότι και στην πρώτη της ταινία είχε κάνει μια απόπειρα να μιλήσει για τον θάνατο (στο «Μέλι» επεξεργαζόταν το ζήτημα της ευθανασίας). «Έτσι όπως το λες», μου λέει. «Απόπειρες είναι». Συμφωνούμε ότι είναι ο μόνος τρόπος. Τη ρωτάω αν σε κάθε περίπτωση είναι σύμπτωση που στις δύο πρώτες της σκηνοθετικές δουλειές επέλεξε να αντιμετωπίσει το ίδιο ζήτημα. «Θα σου πω ότι είναι σύμπτωση, ότι δεν το έκανα σκόπιμα, ωστόσο προφανώς δεν είναι τυχαίο, κάτι πρέπει να σημαίνει, υποσυνείδητα έστω, που με γοήτευσαν αυτές οι δύο ιστορίες». Θεωρεί ότι είναι ένα θέμα το οποίο στο σινεμά συνήθως αντιμετωπίζεται επιφανειακά. «Οι ταινίες είναι γεμάτες με φαντασμαγορικούς θανάτους», λέει, «όμως οι σκηνοθέτες αποφεύγουν να μιλήσουν ουσιαστικά για τον θάνατο, είναι ένα θέμα… scabroso». Αιχμηρό, ας πούμε. «Δεν μας ενοχλεί η βία στο σινεμά, ξέρουμε ότι είναι ψέματα, δεν ισχύει το ίδιο όμως αν αρχίσεις να σκέφτεσαι τι σημαίνει αυτό που βλέπεις».
Άρωμα γυναίκας
Το φετινό πρόγραμμα του φεστιβάλ, σε καλλιτεχνική διεύθυνση του Νίνου Φένεκ Μικελίδη, περιστρέφεται γύρω από τον κόσμο της γυναίκας, τόσο μέσα από τη θεματολογία αρκετών ταινιών όσο και από τις πολλές γυναίκες σκηνοθέτριες των οποίων η δουλειά προβάλλεται αυτές τις ημέρες στον κινηματογράφο Τριανόν (σημαντικός σταθμός στα σινεφίλ δρώμενα της πόλης). Είναι μια απάντηση στη συζήτηση των τελευταίων ετών για την ανισότητα των δύο φύλων στον χώρο του θεάματος. Ειδικότερα, όταν μιλάμε για σκηνοθεσία, η αναλογία ανδρών και γυναικών προκαλεί κάποιον προβληματισμό. Ρωτάω επ’ αυτού την κυρία Γκολίνο αν ένιωσε ότι εισέβαλε σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο όταν αποφάσισε να περάσει πίσω από τις κάμερες. «Γενικά, ο κόσμος είναι ανδροκρατούμενος», μου απαντά γελώντας. «Ωστόσο, λιγότερο τώρα από ό,τι πριν».
Μου περιγράφει ότι έχει δουλέψει με πολλές γυναίκες όλα αυτά τα χρόνια, ότι στην πρώτη της ταινία («A Joke of Destiny», 1983) σκηνοθέτρια ήταν η Λίνα Βερτμίλερ. «Αλλά ναι, είμαστε λιγότερες, και έτσι ήταν πάντα. Έτσι είναι. Αλλά αυτό μειώνεται, αλλάζουν τα πράγματα. Πάντως δεν αντιμετώπισα δυσκολίες επειδή ήμουν γυναίκα, τουλάχιστον όχι στην επιφάνεια. Μπορεί σε ένα δεύτερο επίπεδο να με βλέπουν κάπως αλλιώς, αποφασίζω να μη με ενδιαφέρει όμως. Με ενδιαφέρει η ουσία. Με ενδιαφέρει να με σέβονται, να υπάρχει ισότητα. Και μισθολογικά. Και είμαι πάντα έτοιμη να πολεμήσω γι’ αυτό. Και καλλιτεχνικά δεν θέλω να με κρίνει κανείς για το φύλο μου. Να μην ενδιαφέρει κανέναν αν είμαι γυναίκα ή όχι, να μη με κρίνουν ούτε καλύτερα ούτε χειρότερα, να βλέπουν μόνο τη δουλειά μου». Κάνει μια μικρή παύση. «Είναι εξωφρενικό το ότι πρέπει να συζητάμε γι’ αυτό, αλλά, συζητώντας το, τα πράγματα γίνονται λίγο καλύτερα. Συνήθως, για να γίνουν τα πράγματα καλύτερα, πρέπει να περάσεις τα χειρότερα». ■