Λίζα Βιντζηλαίου
Ακούστε το άρθρο
Τέσσερις γνώστες του ελληνικού κρασιού, πρόεδροι των γευσιγνωστικών ομάδων του 23ου Διεθνούς Διαγωνισμού Οίνου και Αποσταγμάτων Θεσσαλονίκης, μιλούν για τις ποικιλίες που τους εξέπληξαν, για τη θέση του ελληνικού οίνου στις αγορές στις οποίες δραστηριοποιούνται και για το πώς αυτή μπορεί να βελτιωθεί.
Andy Howard MW, Ηνωμένο Βασίλειο
«Η Ελλάδα διαθέτει κρασιά υψηλής ποιότητας, εντυπωσιακές ποικιλίες και ιδιαίτερους παραγωγούς. Στη Μεγάλη Βρετανία παρατηρείται άνοδος των ελληνικών κρασιών, αλλά το καίριο ερώτημα είναι πώς θα τοποθετηθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στην αγορά. Έχει ενδιαφέρον αυτό, δεδομένου ότι πολλοί Βρετανοί γνωρίζουν τη χώρα, όχι όμως και τα κρασιά της. Οι καταναλωτές τους είναι επί του παρόντος άνθρωποι με οινικές γνώσεις ή όσοι επισκέπτονται συχνά την Ελλάδα. Υπάρχουν, βέβαια, κάποια εστιατόρια που κάνουν αρκετά καλή δουλειά στην προώθησή τους.
»Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να προωθηθούν τα λευκά –αλλά και τα ροζέ– ελληνικά κρασιά, δεδομένου ότι πολλοί πιστεύουν πως η Ελλάδα παράγει κυρίως ερυθρά. Καθώς βρισκόμαστε στο καλοκαίρι, τα ελληνικά λευκά μπορούν να αποτελέσουν εναλλακτική πρόταση στο Pinot Grigio και στο Sauvignon Blanc. Φέτος στον ΔΔΟΑΘ μού έκαναν εντύπωση κρασιά από λιγότερο γνωστές λευκές ποικιλίες, όπως η Μαλαγουζιά, η οποία πραγματικά ξεχώρισε. Σίγουρα υπάρχει δυνατότητα για πωλήσεις περισσότερων ελληνικών κρασιών στο Ηνωμένο Βασίλειο, εάν προσεγγίσετε την ευρεία κατανάλωση. Η έμφαση πρέπει να δοθεί στην επικοινωνία τού πόσο καλά είναι και στην καλή σχέση ποιότητας-τιμής τους.
»Όσον αφορά την κλιματική αλλαγή, είναι αυτή που έχει οδηγήσει το Ηνωμένο Βασίλειο να παράγει αφρώδη κρασιά πολύ υψηλής ποιότητας, όμως θα χρειαστεί ακόμα χρόνος πριν δούμε πραγματικά ποιοτικά “ήσυχα” κρασιά. Ο κλάδος άλλωστε είναι ακόμα μικρός».
Ronan Sayburn MS, Ηνωμένο Βασίλειο
«Τα ελληνικά κρασιά είναι από τα πιο ενδιαφέροντα της Ευρώπης, ειδικά τα λευκά, που είναι φιλικά, αρωματικά και μοναδικά. Η μοναδικότητα αυτή όμως μπορεί να δυσκολέψει κάποιους καταναλωτές, που φοβούνται να δοκιμάσουν ποικιλίες με τις οποίες δεν είναι εξοικειωμένοι. Συνήθως προτιμούν την “ασφάλεια” ενός Sauvignon Blanc και ενός Chardonnay. Στον ΔΔΟΑΘ εντυπωσιάστηκα φέτος από τη δυνατότητα των σταφυλιών να διατηρούν την οξύτητά τους ακόμα και στις υψηλές θερμοκρασίες, από το ότι η δρυς μπορεί να ενσωματωθεί πολύ καλά στα κρασιά, καθώς και από κάποια εξαιρετικά αφρώδη.
»Οι Άγγλοι σομελιέ θέλουν να προσφέρουν στους πελάτες τους νέες εμπειρίες και τα ελληνικά κρασιά μπορούν να τους τις εξασφαλίσουν. Όπως και το πορτογαλικό κρασί, το ελληνικό διαθέτει μεγάλο εύρος γηγενών ποικιλιών και γευστικών προφίλ. Στη Μεγάλη Βρετανία βλέπουμε κρασιά κυρίως των καλύτερων παραγωγών από τις μεγάλες οινοπαραγωγούς περιοχές, αλλά θεωρώ πως η χώρα σας έχει πολλά ακόμα να προσφέρει».
Matteo Montone MS, Ιταλία / Ηνωμένο Βασίλειο
«Η Ελλάδα είναι σαφώς η χώρα που αξίζει να ανακαλύψει οινικά κανείς αυτή τη στιγμή. Διαθέτει ένα εύρος γηγενών ποικιλιών με αρώματα και γεύσεις που δεν μπορούν να παραχθούν πουθενά αλλού στον κόσμο, ειδικά σε τόσο προσιτές τιμές. Επίσης υπάρχουν πολλές περιοχές με διαφορετικά υψόμετρα, εδάφη και μικροκλίματα, για τις οποίες, όταν διαβάζω, πάντα εντυπωσιάζομαι. Ανάμεσα στις πολλές θετικές ποικιλιακές εκπλήξεις του φετινού διαγωνισμού συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, η Λημνιώνα, η Ρομπόλα, το Μοσχοφίλερο και το Μοσχόμαυρο.
»Στο Ηνωμένο Βασίλειο οι σομελιέ έχουν αρχίσει να βλέπουν την ελληνική αγορά με αυξημένο ενδιαφέρον, αλλά ακόμα δεν υπάρχει αρκετή γνώση σχετικά με τις ποικιλίες, με εξαίρεση το Ξινόμαυρο και το Ασύρτικο. Πιστεύω ότι συμβαίνει κάτι αντίστοιχο με τα ιταλικά κρασιά, η γνώση για τα οποία περιορίζεται κατά κύριο λόγο στο Nebbiolo και στο Sangiovese. Θεωρώ πως η εκπαίδευση είναι ο τρόπος για να προωθήσει κανείς οποιοδήποτε κρασί. Οι επαγγελματίες, και ειδικά αυτοί της νέας γενιάς, πρέπει να επιμορφωθούν μέσα από σεμινάρια και –οπωσδήποτε– ταξίδια, γιατί εκείνοι είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ του παραγωγού και του καταναλωτή.
»Προσωπικά, ερωτεύτηκα το ελληνικό κρασί πριν από μερικά χρόνια, όταν γνώρισα τον Κωνσταντίνο Λαζαράκη MW και μελέτησα το βιβλίο του The Wines of Greece, που το θεωρώ αριστούργημα! Στη συνέχεια άρχισα να επισκέπτομαι τακτικά την Ελλάδα, να μιλάω με παραγωγούς και να δοκιμάζω όσο το δυνατόν περισσότερα κρασιά. Πλέον θεωρώ ότι έχω επαρκείς γνώσεις και μπορώ να μιλάω με άνεση γι’ αυτά. Βρίσκω ότι έχουν καλή ποιότητα και λογικές τιμές. Υπάρχει, δε, ένα κύμα νέων οινοπαραγωγών οι οποίοι προσπαθούν να βάλουν τη χώρα στην πρώτη γραμμή».
Sebastian Bredal MW, Νορβηγία
«Φέτος μου έκαναν εντύπωση η έντονη φρεσκάδα και η αρωματική κομψότητα των λευκών ελληνικών κρασιών – και όχι μόνο του Ασύρτικου. Πιστεύω ότι αυτός ο χαρακτήρας, που εκπλήσσει πολύ κόσμο, αντιπροσωπεύει τις δροσερότερες περιοχές της χώρας και τους αμπελώνες σε υψόμετρο. Τα Ξινόμαυρα ήπιας εκχύλισης μιλούν σε ένα κοινό που ήδη έχει αγκαλιάσει το Nebbiolo και το Pinot Noir, και αποτελούν με βεβαιότητα ένα –ανεκμετάλλευτο ακόμη στις ξένες αγορές– δυναμικό. Στις εκπλήξεις του διαγωνισμού περιλαμβανόταν το Σαββατιανό, τόσο ως “συμβατικό” κρασί, όσο και ως βάση για τη ρετσίνα του νέου κύματος. Στη Νορβηγία, στην κατηγορία “ελληνικό κρασί” συναντούσε κανείς μέχρι πριν από περίπου δέκα χρόνια μόνο την παραδοσιακή ρετσίνα. Γύρω στο 2009, θέλοντας να εξερευνήσουν τα πιο ενδιαφέροντα ελληνικά κρασιά, το μονοπώλιο εισήγαγε το πρώτο Ασύρτικο. Δεκατέσσερα χρόνια μετά, βλέπουμε πλέον στα ράφια και στα εστιατόρια πολλά κρασιά από την Ελλάδα, ενώ το ενδιαφέρον για τη ρετσίνα έχει υποχωρήσει. Το Σαββατιανό από παλιά κλήματα και ο Ροδίτης, σε συνδυασμό με προσεκτική οινοποίηση που εισάγει κομψά τα αρώματα της ρητίνης, μπορούν πάντως να αναζωπυρώσουν το ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο κρασί στις αγορές του εξωτερικού.
»Στον τομέα των εξαγωγών, τώρα, δεδομένης και της μικρής ελληνικής παραγωγής –ειδικά των κρασιών της Σαντορίνης–, πρέπει να υπάρχει στόχευση στις premium αγορές του εξωτερικού, ώστε να δοθεί μια ενδιαφέρουσα εναλλακτική στους καταναλωτές του Riesling, του Sancerre, του Chablis και των λευκών κρασιών της Βουργουνδίας. Βλέπουμε επίσης ότι οι άνθρωποι μειώνουν τον προϋπολογισμό τους, λόγω των γενικότερων προβλημάτων στην οικονομία, και αναζητούν εναλλακτικές φρέσκων λευκών κρασιών στον πορτογαλικό αμπελώνα. Και σε αυτή την κατηγορία η Ελλάδα μπορεί να συμμετάσχει με διάφορες ποικιλίες από την ηπειρωτική χώρα και αμπελώνες με μεγαλύτερο υψόμετρο: μέτρια σε αλκοόλη, φρέσκα και αρωματικά, ξηρά λευκά κρασιά. Με τους Νορβηγούς να έχουν την τάση να δοκιμάζουν νέα πράγματα, είτε από το ράφι είτε στο εστιατόριο, αν το κρασί διαθέτει το ύφος και το στιλ που αναζητούν, τότε η ποικιλία και η προέλευση έρχονται σαφώς σε δεύτερη μοίρα. Όλο και περισσότεροι αποκτούν σχετική οινική εμπειρία και αυτό τους κάνει να θέλουν να συζητούν για κάτι καινούργιο με τους φίλους τους ή στα κοινωνικά δίκτυα.
»Όσον αφορά τέλος την κλιματική αλλαγή και τις προσπάθειες παραγωγής κρασιού στη Νορβηγία, έχουν συμβεί και τα δύο! Έχουν ήδη φυτευτεί περίπου 500 στρέμματα αμπελιού, ενώ είναι προγραμματισμένες για φέτος ακόμη περισσότερες φυτεύσεις. Τον περασμένο Αύγουστο, η μεγάλη ετήσια γευσιγνωσία νορβηγικών κρασιών έγινε στα βάθη ενός από τα δυτικά φιόρδ, όπου περισσότεροι από είκοσι παραγωγοί παρουσίασαν σε τυφλή δοκιμή πάνω από σαράντα κρασιά, μερικά από τα οποία εξαιρετικά ενδιαφέροντα. Η χώρα μας βρίσκεται αυτή τη στιγμή εκεί που ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο πριν από τριάντα χρόνια, όμως γίνονται άλματα τόσο στον αμπελουργικό όσο και στον οινολογικό τομέα. Τα σταφύλια που χρησιμοποιούνται προς το παρόν είναι κυρίως υβρίδια, αλλά γίνονται και δοκιμές με Riesling, Chardonnay και Pinot Noir. Η –δυστυχώς– κλιμακούμενη κλιματική αλλαγή, σε συνδυασμό με το πάθος και τη διάθεση για γνώση των εμπλεκομένων, θα μας δώσει, πιστεύω, κάποια ποιοτικά κρασιά από Vitis Vinifera στα επόμενα πέντε με δέκα χρόνια».
(Φωτογραφίες: Έβελυν Φώσκολου)