O θησαυρός στην άκρη του ουράνιου τόξου

O θησαυρός στην άκρη του ουράνιου τόξου

3' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τακ, τακ, τακ… Ο Πάτρικ Ο’ Ράιλι κάρφωνε νυσταγμένα τις σόλες των παπουτσιών του. Χτες όλη νύχτα χόρευε με τα άλλα ξωτικά και οι σόλες του έλιωσαν! Τακ, τακ, τακ… Μπα! Τα εργαλεία γλιστρούσαν απ’ τα χέρια του και τα μάτια του έκλειναν. Καλύτερα να σηκωνόταν να κάνει μια βόλτα στο δάσος, για να ξυπνήσει.

O ήλιος είχε πάρει να σηκώνεται ψηλά. Οι πρώτες ζεστές αχτίδες τρύπωναν ανάμεσα στα δέντρα του δάσους κάνοντας την πρωινή δροσιά να αχνίζει. Ξαφνικά, μέσα από τη διάφανη ομίχλη, εμφανίστηκε ένας μικρόσωμος γεράκος ντυμένος στα πράσινα. Δε με είδε που βάδιζα στο μονοπάτι και ερχόταν καταπάνω μου. «Έι, αυτός μοιάζει με λέπρεκον», σκέφτηκα, τα άτακτα ξωτικά της ιρλανδέζικης παράδοσης που διάβαζα στα παραμύθια.

Τι ήξερα για τα λέπρεκον; Ότι ζουν στα δάση της Ιρλανδίας. Kαι ότι είναι μικροκαμωμένα, σαν μικρά παιδιά, έχουν άσπρη ή πορτοκαλί γενειάδα, μεγάλες, γαμψές μύτες και μυτερά αυτιά. Φορούν πράσινη φορεσιά και καλοφτιαγμένα παπούτσια που τα μαστορεύουν μόνα τους. Τα χρειάζονται για τους ολονύχτιους χορούς τους με τα ξωτικά και τις νεράιδες. Μαστορεύουν και γι’ αυτούς παπούτσια. Είναι οι τσαγκάρηδες του δάσους. Τώρα εξηγούνταν τα «τακ, τακ, τακ» που άκουγα πιο πριν στην ησυχία του δάσους… Για τις τσαγκάρικες υπηρεσίες τους, τα λέπρεκον πληρώνονται με χρυσάφι. Κάθε λέπρεκον κατέχει ένα τσουκάλι χρυσά νομίσματα θαμμένο στην άκρη του ουράνιου τόξου. Κι αν ποτέ πιαστεί, θα πρέπει να σου δείξει πού βρίσκεται ο θησαυρός του! Οι ιστορίες λένε για ξυλοκόπους και κυνηγούς που κατάφεραν να πιάσουν λέπρεκον. Τότε, εκείνα τους υπόσχονταν πως θα τους οδηγήσουν στο θησαυρό τους και τους καλούσαν να τους ακολουθήσουν στο πυκνό δάσος. Αλλά εκεί τους έκαναν γύρους και μέχρι να φτάσουν στην άκρη του ουράνιου τόξου είχαν καταφέρει να εξαφανιστούν! Γι’ αυτό ποτέ κανείς δεν είχε καταφέρει να πάρει το θησαυρό τους.

Σε δυο-τρεις στροφές του μονοπατιού, το λέπρεκον κι εγώ βρεθήκαμε μύτη με μύτη.  Ό,τι είχε αρχίσει να πέφτει ψιλόβροχο. Ήλιος και βροχή μαζί…

Σπάνιο φαινόμενο! Αμέσως εμφανίστηκε στον ουρανό σαν πολύχρωμη πινελιά ένα ουράνιο τόξο. Ήταν από τις αχτίδες του ήλιου όπως προκαλούσαν διάθλαση πάνω στα εκατομμύρια σταγονίδια νερού που αιωρούνταν στον αέρα. Τι τύχη! Αν έπιανα το λέπρεκον, θα με πήγαινε στο θησαυρό του! Για να μην προλάβει να ξεγλι-στρήσει, έδωσα μια και γραπώθηκα στη ράχη του!

«Τι θέλεις στο δάσος μου;» το ρώτησα άγρια. «Νόμιζα πως τα λέπρεκον ζουν μόνο στην Ιρλανδία».

«Όχι όλα…» Γύρισε και με κοίταξε τρομαγμένο.

«Κάποια το σκάσαμε και για ξένα δάση».

«Άκου!» είπα. «Θα πρέπει να μου δείξεις πού είναι ο θησαυρός σου!» Kαι έκανα το σφίξιμό μου πιο δυνατό.

Το λέπρεκον αναστέναξε. «Ω, αυτή είναι μια άσχημη μέρα για τον Πάτρικ Ο’ Ράιλι. Δεν έμενα καλύτερα να μαστορέψω παπούτσια;»

«Το καλό που σου θέλω να μου δείξεις το θησαυρό σου, αλλιώς η μέρα σου θα γίνει ακόμη πιο άσχημη, Πάτρικ Ο’ Ράιλι», τον απείλησα, κοιτάζοντας το ουράνιο τόξο. Μόνο που δεν έβλεπα την άκρη του. Κρυβόταν πίσω από τα δέντρα του δάσους.

«Τι κοιτάζεις, bad boy!» ξέσπασε το ξωτικό κι ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. «Δεν μπορείς να δεις το θησαυρό μου, ε; Κι όμως βρίσκεται παντού γύρω σου!»

Κοίταξα τριγύρω. Μόνο βελανιδιές, σφενδάμνους κι οξιές έβλεπα. Και πιο χαμηλά μυρωδάτους θάμνους, πουρνάρια και αγριοκυκλάμινα.

Ο Πάτρικ Ο’ Ράιλι εξήγησε: «Όταν ήρθα από τη μακρινή Ιρλανδία, άφησα το χρυσάφι μου πίσω. Ήταν πολύ βαρύ για να το κουβαλήσω μαζί μου. Αλλά έπρεπε να βρω έναν καινούργιο θησαυρό για να προστατέψω. Αυτό κάνουν τα λέπρεκον. Προστατεύουν θησαυρούς! Έτσι, αποφάσισα να κάνω τα δέντρα τον καινούργιο μου θησαυρό. Ο δικός μου θησαυρός είναι το δάσος σου… Τα δέντρα είναι καλύτερα από χρυσάφι. Φαντάζεσαι τι θα κάναμε χωρίς αυτά; Χωρίς ξυλεία και χαρτί, χωρίς τις ρίζες τους να συγκρατούν το νερό, χωρίς το οξυγόνο και τους καρπούς τους, μήλα, καρύδια, κάστανα και τα άλλα τους καλά; Και μην ξεχνάς ότι δίνουν σπίτι και τροφή σε όλων των ειδών τα ζώα…».

Σκέφτηκα πόσες ευτυχισμένες ώρες είχα περάσει στο δάσος μου. Πόσα παράξενα μανιτάρια, πανέμορφα λουλούδια και σπάνια σκαθάρια είχα συναντήσει στο παγωμένο του έδαφος. Έκανα κατασκήνωση κάτω από τις φυλλωσιές των δέντρων και σκαρφάλωνα στα κλαδιά τους για να δω μακριά. Μια φορά είχα βρει και μια φωλιά γερακιού.

Το ξωτικό ξέσπασε σε λυγμούς. «Σε παρακαλώ, νεαρό ανθρωπάκι, μη μου πάρεις το θησαυρό μου».

«Ω, κύριε Ο’ Ράιλι, μην κλαίτε», είπα. «Όχι μόνο δε θα πάρω το θησαυρό σας, αλλά θα σας βοηθήσω και να τον προστατέψετε». Κι αμέσως ξεγραπώθηκα από πάνω του. Το λέπρεκον τέντωσε το μικροσκοπικό σώμα του και το ζαρωμένο του πρόσωπο ξαστέρωσε.

«Wonderful!» είπε και άρχισε να χοροπηδάει και να χτυπάει τα χέρια του με χαρά. «Ένα καλό νεαρό ανθρωπάκι υποσχέθηκε να με βοηθάει να φυλάω τα δέντρα! Ποιος είπε ότι αυτή είναι μια κακιά μέρα για τον Πάτρικ Ο’ Ράιλι και το θησαυρό του;» 

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT