Αναβαθμίστε τον για να δείτε σωστά αυτό το site. Αναβαθμίστε τον browser σας τώρα!
Του Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον
Στο άκουσμα της λέξης πειρατής, ακόμη και σήμερα, ο νους όλων, νεότερων και μεγαλύτερων, ταξιδεύει σχεδόν αντανακλαστικά στο Νησί των Θησαυρών. Φαντάζεται τροπικά νησιά και ιστιοφόρα να σκίζουν φουρτουνιασμένες θάλασσας, φιγούρες με ξύλινο πόδι ή γάντζο στο χέρι, ηλιοκαμένους ναυτικούς με έναν πολύχρωμο παπαγάλο στον ώμο, κασέλες με χρυσά νομίσματα και βαρέλια με ρούμι, μαύρες σημαίες με τη νεκροκεφαλή και χάρτες με ένα τεράστιο «Χ» στο σημείο κάποιου κρυμμένου θησαυρού, μεθυσμένους ναυτικούς να τραγουδούν με έξαψη: «Κι οι δεκαπέντε είμαστε κλεισμένοι στο μπουντρούμι, γιο-χο-χο, μ’ αχώριστη παρέα μας ένα μπουκάλι ρούμι...». Οι εικόνες αυτές δημιουργήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από το συγγραφικό τάλαντο του Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον γύρω στα 1880. Τότε παρέδωσε στο αναγνωστικό κοινό το συναρπαστικό και διαχρονικό Νησί των Θησαυρών και έπλασε τους κύριους ήρωες του, τον παράτολμο νεαρό Τζιμ Χόκινς και τον μπαρουτοκαπνισμένο πειρατή Τζον Σίλβερ.
Ο Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον (1850-1894), μυθιστοριογράφος, ποιητής και δοκιμιογράφος, γεννήθηκε στο Εδιμβούργο και πέθανε στη Δυτική Σαμόα, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Πολυγραφότατος και ευφυέστατος, έγινε διάσημος κυρίως για Το νησί των θησαυρών και τη νουβέλα Δόκτωρ Τζέκιλ και Κύριος Χάιντ, αι είναι ένας από τους πιο πολυμεταφρασμένους συγγραφείς σε όλο τον κόσμο. Αν και σπούδασε νομικά, τον κέρδισαν η δημοσιογραφία και η λογοτεχνία. Η ασθενική του κράση δεν στάθηκε εμπόδιο στην άλλη μεγάλη του αγάπη, τα ταξίδια.
Μεγάλωσα με μια εξαιρετική μετάφραση του βιβλίου αυτού, στην παιδική σειρά ενός από τους πιο καλούς εκδοτικούς οίκους της εποχής εκείνης – δεκαετίες του 1950 και 1960. Σίγουρα είναι ένα βιβλίο που ξαναδιάβασα πολλές φορές από τότε, με όλο και μεγαλύτερη απόλαυση για την υψηλή τέχνη του Σκωτσέζου αυτού συγγραφέα, και που θα ξαναδιαβάσω ευχαρίστως και στο μέλλον. Ένα βιβλίο που σου μένει αξέχαστο και σου μαθαίνει να αγαπάς τα περιπετειώδη μυθιστορήματα αλλά και το ίδιο το διάβασμα, καθώς σε τυλίγει από την πρώτη στιγμή στη μαγευτική του ατμόσφαιρα.
Τα βιβλία του Στήβενσον μιλούν για αληθινούς ανθρώπους και για αληθινές ιστορίες. Οι χαρακτήρες του είναι ρεαλιστικοί. Οι άνθρωποι μπορεί να είναι καλοί, θαρραλέοι και ευγενικοί, αλλά μπορεί να είναι και κακοί, δόλιοι, δειλοί, εγκληματίες ακόμα.
Ο Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον (1850- 1894) έχει γράψει πολλά μυθιστορήματα, γεμάτα περιπέτειες, τα πιο γνωστά από αυτά τοποθετημένα, όπως και Το Νησί των Θησαυρών, εκατό και παραπάνω χρόνια πριν την εποχή που τα έγραψε. Δεν είναι φυσικά «παιδικά» μυθιστορήματα – όχι πάντως με τη σημερινή άποψη για τα παιδικά, που είναι γεμάτα με φανταστικά όντα, τόπους παραμυθένιους, όπου φυτρώνουν μαγικά δέντρα και περιφέρονται ξωτικά, δράκοι που βγάζουν φωτιές από το στόμα, κακοί και καλοί μάγοι και αστεία τερατάκια. Τα βιβλία του Στήβενσον μιλούν για αληθινούς ανθρώπους και για αληθινές ιστορίες. Οι χαρακτήρες του είναι ρεαλιστικοί. Οι άνθρωποι μπορεί να είναι καλοί, θαρραλέοι και ευγενικοί, αλλά μπορεί να είναι και κακοί, δόλιοι, δειλοί, εγκληματίες ακόμα. Ο Στήβενσον ξέρει πως η ζωή είναι σκληρή, οι περιπέτειες αληθινές δοκιμασίες, οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους μπορεί να είναι στερεωμένες με δυνατές φιλίες και πράξεις αυτοθυσίας, αλλά μπορεί να είναι και γεμάτες εχθρότητα, εντάσεις, διαμάχες και αναμετρήσεις μέχρι θανάτου. Ο Τζομν Σίλβερ, ο κουτσός μάγειρας της «Ισπανιόλας», της σκούνας του κ. Τριλόουνι, είναι μια χαρακτηριστική μορφή «κακού», που ωστόσο έχει μέσα του αρκετά ψήγματα καλοσύνης και γενναιότητας. Και η σχέση του με τον νεαρό ήρωα του βιβλίου, μια αληθινά συγκινητική σχέση, που περνά από πολλά στάδια ίσαμε το τέλος.
Η ευρηματικότητα του Στήβενσον, η εκπληκτική του ικανότητα να δημιουργεί ατμόσφαιρα και να προξενεί στον αναγνώστη του αγωνία και φόβο, μαθαίνει στους νεότερους αναγνώστες την αληθινή γεύση της ζωής. Μέσα σε αυτό το αρχετυπικό πειρατικό μυθιστόρημα θα συναντήσουμε χαρακτήρες που θα μας μείνουν αξέχαστοι. Τον νεαρό Τζιμ Χόκινς, ένα ορφανό αγόρι που θα αναλάβει ευθύνες όλο και πιο βαριές για την ηλικία του, με αποτέλεσμα να ωριμάσει μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, και που την ιστορία του θα την παρακολουθήσουμε σα να τη ζούμε μεις οι ίδιοι. Τον έμπειρο και αυστηρό πλοίαρχο Σμόλετ, τον αρχοντικό αλλά εύπιστο κύριο Τριλόουνι, τον σοφό και ευγενικό γιατρό Λάιβσι, τον κουτσό μάγειρα Τζον Σίλβερ, με το δεκανίκι και τον παπαγάλο στον ώμο του, που αποτελεί και αυτός ένα αρχέτυπο πειρατή των ναυτικών περιπετειών, τον τρομαχτικό τυφλό γέρο- Πιου, παλιό πειρατή που κι αυτός ψάχνει να βρει το χάρτη με το θησαυρό και ένα σωρό άλλους.
Ο Στήβενσον καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον αμείωτο από την πρώτη κιόλας φράση του βιβλίου ως την τελευταία. Και στο διάστημα αυτό, ο μικρός Τζιμ, που ξεκινά την αφήγησή του σαν ένα αθώο μικρό παιδί, επιστρέφει στο σπίτι όπου τον περιμένει η μητέρα του, λίγους μόνο μήνες αφότου έφυγε, άντρας υπεύθυνος πια, αφού έχει ζήσει μια τρομερή περιπέτεια, έχει αντιμετωπίσει χίλιους κινδύνους, έχει γνωρίσει το θάνατο, την αθλιότητα και τους ανθρώπους σε όλες τους τις ποικίλες εκφάνσεις των χαρακτήρων και της συμπεριφοράς τους.
Ειλικρινά ζηλεύω τον αναγνώστη που για πρώτη φορά στη ζωή του θα πραγματοποιήσει αυτό το ταξίδι με τη σκούνα «Ισπανιόλα» στο Νησί των Θησαυρών.
ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ, ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Από τα ελάχιστα παραμύθια που ξεφύλλισα ως παιδί, έμαθα πρώτα να συλλαβίζω εικόνες. Οι εικόνες εύκολα μετακινούν το θέμα τους και την ερμηνεία του, προσαρμόζοντάς τα στο βαθμό της αντίληψης του μικρού αναγνώστη.
Άργησα να ανακαλύψω ότι ο λύκος που έφαγε τα κατσικάκια δεν ήταν παραμύθι, αλλά μια συχνή πραγματικότητα. Αντίθετα, σχεδόν αμέσως αναγνώρισα ότι η νεκρή κοπέλα την οποία είδε περνώντας με το άλογό του το πριγκιπόπουλο και θαμπωμένο από την ομορφιά της έσκυψε, τη φίλησε και αναστήθηκε ήταν εντελώς παραμύθι. Όσο κι αν το φιλί κάνει πότε πότε στιγμιαία θαύματα, τον θάνατο τον τρέμει, τον έχει υποστεί. Ως εκεί. Μετά, απέκτησα το πρώτο μου αλφαβητάριο. Η μαγεία της εικονογράφησης εξατμιζόταν με την παρέμβαση της μάθησης. Έπρεπε πια να αντιλαμβάνομαι με κανόνες κι όχι όπως ήθελα. Νομίζω πάντως ότι η εικονογράφηση ήταν το κίνητρο να θέλω να διαβάζω, να μαθαίνω. Αργότερα χορηγός της αναγνωστικής απόλαυσης ήταν ο Άθως Δημουλάς. Τον παντρεύτηκα με τις βιβλιοθήκες του μαζί, μαζί με τις ταξινομημένες στο μυαλό του ατελείωτες γνώσεις. Και ήταν εκείνος που με σύστησε στον Παπαδιαμάντη, τον Τσέχωφ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Καρυωτάκη, με επικεφαλής τον Καβάφη.
Εν τέλει, ωραία ζωή αυτή των άλλων, χάρη στη μάνα της τη λογοτεχνία, η οποία της παρέχει άφθονη υπερβολή και αλλοκοτιά.
Οφείλω και σε όσους άλλους διάβασα ότι με απέσπασαν από τη στενότητα της δικής μου ζωής, ενώ η ζωή των βιβλίων έχει μια παραμυθητική απεραντοσύνη. Διαβάζοντας εισχώρησα στους περίπλοκους κόσμους των ηρώων, στις αμέτρητες συγκρούσεις μεταξύ τους, και ο αταξίδευτος ακόμα ψυχισμός μου άρχισε τις περιπλανήσεις του μακρύτερα από το κατανοητό, έφτανε διεγερμένος στο ακατανόητο, χωρίς να δυσκολεύεται να εξομοιώνει το πραγματικό με το φανταστικό. Σιγά σιγά, η μοναξιά που μου είχε γίνει τσιμπούρι έμαθε κι αυτή να διαβάζει και με άφηνε ήσυχη. Εν τέλει, ωραία ζωή αυτή των άλλων, χάρη στη μάνα της τη λογοτεχνία, η οποία της παρέχει άφθονη υπερβολή και αλλοκοτιά. Προς τι τώρα όλη αυτή η βιογραφία της αξίας του βιβλίου; Είναι για να καταλήξω ότι η απόκτησή του και η ανάγνωσή του σου εξασφαλίζει, συν τοις άλλοις, την ωραιότερη κι εντελώς δωρεάν φυγή. Όλα πληρωμένα και η επιστροφή σου πληρωμένη από τους στίχους του Καβάφη: έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ στην κόχη τούτη την μικρή σ’ όλην τη γη την χάλασες.