Αναβαθμίστε τον για να δείτε σωστά αυτό το site. Αναβαθμίστε τον browser σας τώρα!
Μαρκ Τουέιν
Αν και γράφτηκαν στα 1876, όταν ο Μαρκ Τουέιν ζούσε στο Χάρτφορντ του Κονέκτικατ, Οι περιπέτειες του Τομ Σόγερ αφηγούνται τη ζωή κοντά στον ποταμό Μισισιπή, στην πόλη Χάνιμπαλ, όπου ο συγγραφέας έζησε τα παιδικά του χρόνια. Στους κεντρικούς ήρωες του βιβλίου, τον Τομ, τον Χακ, την Μπέκι και τα άλλα παιδιά, βλέπουμε όλα όσα χαρακτηρίζουν την παιδική ηλικία, δοσμένα με μοναδικό τρόπο από την πένα ενός προικισμένου λογοτέχνη: τις σκανταλιές, την αγνή φιλία, την αφέλεια και τη φαντασία που οργιάζει, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, την αγάπη για την περιπέτεια, τα πείσματα, την τόλμη αλλά και το φόβο, την ευρηματικότητα, την καλή καρδιά και την ευαισθησία. Όλα αυτά βάζουν τους ήρωες του Τουέιν σε μπελάδες με επικίνδυνους κακοποιούς, αυστηρούς δασκάλους και τυπολάτρες κατηχητές, αλλά και τους χαρίζουν στιγμές οικογενειακής… αυστηρότητας αλλά και αστείρευτης αγάπης και τρυφερότητας.
Ο Σάμιουελ Λάνγκχορν Κλέμενς (1835-1910) πήρε το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο από το παράγγελμα «mark twain!» (δύο μέτρα βάθος), μια προειδοποίηση στους πλοηγούς των ποταμόπλοιων του Μισισιπή ότι πλησιάζουν σε επικίνδυνα ρηχά νερά – άλλωστε δούλεψε και ο ίδιος ως πλοηγός. Εργάστηκε αλλά και διακρίθηκε ως τυπογράφος, δημοσιογράφος, εκδότης. Ως επενδυτής απέτυχε οικτρά, ως ρήτορας, όμως, και κυρίως ως συγγραφέας διέπρεψε. Η λεπτή σάτιρα, το αιχμηρό χιούμορ, το εύθυμο πνεύμα, η οξυδέρκεια και ο ορθός λόγος διαπερνούν τα έργα του. Οι περιπέτειες του Τομ Σόγερ (1876) και οι δίδυμές τους Περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν (1884) είναι τα πιο γνωστά του έργα. Εξαιρετικά είναι, επίσης, Ο πρίγκιπας και ο φτωχός (1881) και το Ένας Γιάνκης του Κονέκτικατ στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου (1889).
Διάβασα τον Τομ Σόγερ ένα καλοκαίρι στο χωριό μου, όπου και πέρασα τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια. Πρέπει να ήμουν δέκα ή έντεκα χρονών όταν έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο. Δεν θυμάμαι ποιος μου το δάνεισε, αλλά το πιθανότερο είναι να το δανείστηκα από τη βιβλιοθήκη της Κοινότητας Κοσμά, του χωριού μου, δηλαδή.
Τσούρμο τα παιδιά παίζαμε στις μεγάλες μαρμάρινες γούρνες όπου έπιναν νερό τα πάμπολλα ζώα του χωριού μου. Και πιάναμε βδέλλες και φτιάχναμε «φωλιές» πουλιών με τη λάσπη που υπήρχε άφθονη και όπου σμήνη χελιδονιών κατέβαιναν κάθε στιγμή να προμηθευτούν υλικό για τη φωλιά τους.
Πρέπει να σας πω πως η βιβλιοθήκη αυτή ήταν παράδεισος για πολλούς μικρούς και μεγάλους που μη έχοντας τηλεόραση -κανείς δεν διέθετε- αναζητούσαν στα βιβλία έναν ευχάριστο τρόπο να περάσουν τις πολλές ανέμελες ώρες της ατέλειωτης καλοκαιρινής μέρας. Είχαμε βλέπεις διακοπές. Αφού κόπαζε το πρωινό με την παρέα μου των άλλων αγοριών, καθόμουν στο καρεκλάκι μου στη «γωνιά» του σπιτιού μας και χανόμουν στις περιπέτειες του Τομ Σόγερ και του Χακ Φιν. Ήταν ένα όμορφο βιβλίο με χοντρό, σκληρό και πολύχρωμο εξώφυλλο. Το ίδιο χρωματιστές ήταν και οι ζωγραφιές του βιβλίου, που τραβούσαν το ακόμη ανομολόγητο και απροσδιόριστο ενδιαφέρον μου για τη ζωγραφική έκφραση
Συναρπάστηκα από το βιβλίο. Σχεδόν το ζούσα. Ταυτιζόμουν με τον Τομ και τον Χακ. Το Σεντ Πίτερσμπουργκ ήταν το χωριό μου. Το μόνο που του έλειπε ήταν ο Μισισιπής και οι νέγροι – αλλά ποιος έδινε σημασία, όλα τ' άλλα έμοιαζαν. Οι δάσκαλοί μας ήταν αυστηροί, το σχολείο αναγκαίο κακό, ξυλοδαρμοί για λάθη και ατασθαλίες στο καθημερινό πρόγραμμα – αλλά και πόση ελευθερία, φαντασία, χαρά! Τσούρμο τα παιδιά παίζαμε στις μεγάλες μαρμάρινες γούρνες όπου έπιναν νερό τα πάμπολλα ζώα του χωριού μου. Και πιάναμε βδέλλες και φτιάχναμε «φωλιές» πουλιών με τη λάσπη που υπήρχε άφθονη και όπου σμήνη χελιδονιών κατέβαιναν κάθε στιγμή να προμηθευτούν υλικό για τη φωλιά τους.
Μπορεί τη θεία μου να μην τη λέγαν Πόλι, αλλά Χρυσούλα, και τους κολλητούς μου αντί να τους λένε Χακ ή Τζο τους λέγαν Τάκη ή Αργύρη. Τι μ' αυτό. Μήπως δεν είχαμε κι εμείς έντομα, τζιτζίκια, γατιά να παιδέψουμε; Μήπως δεν είχαμε κρυψώνες ή στοιχειωμένα σπίτια να κρυφτούμε; Το μισό χωριό μου ήταν ακόμη «στοιχειωμένο» από τα δεκάδες χαλάσματα που άφησε πίσω της η φοβερή του πυρπόληση από τους Γερμανούς το '44. Παράδεισος αυτά τα «στοιχειωμένα» χαλάσματα για μας τα παιδιά
Τα όρια μεταξύ του μακρινού αμερικανικού νότου και του χωριού μου εξανεμιζόντουσαν, καταργούνταν σαν διάβαζα το βιβλίο. Μιμούμενος τον Τομ, που φανταζόταν το κουρσάρικο καράβι του να λέγεται «Το Πνεύμα της Θύελλας», βάφτισα ένα γατί που είχα «Θύελλα» και αποφάσισα να το γυμνάσω και να το μάθω μπάνιο στη στέρνα μας
Γιώργος Ρόρρης (Ζωγράφος)
Κάθε φορά που φοβόμουν μια αποτυχία, επαναλάμβανα από μέσα μου την ευχή του Τομ Σόγιερ: Αχ, ας πεθάνω για λίγο (κι ας επιστρέψω στη ζωή όταν ο κίνδυνος περάσει). Έμοιαζε με την ευχή του ιερού Αυγουστίνου: Κύριε, χάρισέ μου εγκράτεια και αγνότητα, αλλά όχι ακόμα – παρ’ όλ’ αυτά, ο Τομ, ο Χακ κι εγώ δεν είχαμε καμιά επικοινωνία με τον θεό° ο θεός αγνοούσε την ύπαρξή μας. Η θεία Πόλλυ έλεγε ότι ο Τομ ίσως κάποτε γινόταν πρόεδρος της χώρας, υπό τον όρον ότι δεν θα τον εκτελούσαν με απαγχονισμό. Οι φιλοδοξίες της δικής μου θείας δεν ήταν τόσο υψηλές – οι φόβοι της όμως ήταν παρόμοιοι. Η μικρή μου ζωή φαινόταν παράλληλη μ’ εκείνη του Τομ: τα καλοκαίρια ήταν εκτυφλωτικά° έκανα θελήματα για τη θεία° τρέχοντας από ’δω κι από ’κει με τ’ άλλα παιδιά, δεν ανακαλύψαμε σπηλιά, ανακαλύψαμε όμως μια πελώρια λεύκα που είχε τις ρίζες της στη θάλασσα. Φτιάξαμε ένα δεντρόσπιτο και περνούσαμε τις πιο ζεστές ώρες της μέρας μέσα στα φυλλώματα. Από το μεγαλύτερο κλαδί της λεύκας κρεμόταν μια ξύλινη κούνια° όταν κουνιόμασταν, κάτω από τα πόδια μας βλέπαμε τα κύματα. Το σκηνικό περιείχε γάτο: δεν ήταν κίτρινος όπως της θείας Πόλλυ, ήταν όμως εξίσου αινιγματικός. Ένιωθα ατρόμητη: δεν ξέρω αν αυτή η ψευδαίσθηση προϋπήρχε ή αν οφειλόταν στην ανάγνωση του «Τομ Σόγιερ» -- έτσι κι αλλιώς, προτιμούσα να ζήσω ένα χρονάκι στο Δάσος του Σέργουντ παρά πολλά χρονάκια στον Λευκό Οίκο.
Η μικρή μου ζωή φαινόταν παράλληλη μ’ εκείνη του Τομ: τα καλοκαίρια ήταν εκτυφλωτικά° έκανα θελήματα για τη θεία° τρέχοντας από ’δω κι
από ’κει με τ’ άλλα παιδιά...
Οφείλω και σε όσους άλλους διάβασα ότι με απέσπασαν από τη στενότητα της δικής μου ζωής, ενώ η ζωή των βιβλίων έχει μια παραμυθητική απεραντοσύνη. Διαβάζοντας εισχώρησα στους περίπλοκους κόσμους των ηρώων, στις αμέτρητες συγκρούσεις μεταξύ τους, και ο αταξίδευτος ακόμα ψυχισμός μου άρχισε τις περιπλανήσεις του μακρύτερα από το κατανοητό, έφτανε διεγερμένος στο ακατανόητο, χωρίς να δυσκολεύεται να εξομοιώνει το πραγματικό με το φανταστικό. Σιγά σιγά, η μοναξιά που μου είχε γίνει τσιμπούρι έμαθε κι αυτή να διαβάζει και με άφηνε ήσυχη. Εν τέλει, ωραία ζωή αυτή των άλλων, χάρη στη μάνα της τη λογοτεχνία, η οποία της παρέχει άφθονη υπερβολή και αλλοκοτιά. Προς τι τώρα όλη αυτή η βιογραφία της αξίας του βιβλίου; Είναι για να καταλήξω ότι η απόκτησή του και η ανάγνωσή του σου εξασφαλίζει, συν τοις άλλοις, την ωραιότερη κι εντελώς δωρεάν φυγή. Όλα πληρωμένα και η επιστροφή σου πληρωμένη από τους στίχους του Καβάφη: έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ στην κόχη τούτη την μικρή σ’ όλην τη γη την χάλασες.