Αναβαθμίστε τον για να δείτε σωστά αυτό το site. Αναβαθμίστε τον browser σας τώρα!
Λουίζα Μέι Άλκοτ
Οι «Μικρές Κυρίες» αποτελούν μυθιστορηματική αυτοβιογραφία της δημιουργού τους, της Αμερικανίδας Λουίζας Μέι Άλκοτ (1832-1888). Οι αρχές του πατέρα της, ο οποίος ήταν δάσκαλος, φιλόσοφος και μέλος του ρομαντικού και μεταρρυθμιστικού κινήματος των Υπερβατιστών, αντανακλώνται με πολύ σαφή τρόπο στο έργο, το πιο γνωστό από τα συνολικά 30 βιβλία της. Στο έργο αντανακλώνται, επίσης, ο δικός της χαρακτήρας -στη μορφή της Τζο-, η μαχητική της θέση κατά της δουλείας και η ευγένειά της. Στα χρόνια του αμερικανικού Εμφυλίου, κατατάχτηκε ως εθελόντρια νοσοκόμα. Προσβλήθηκε, όμως, από τυφοειδή πυρετό, τον οποίο δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει πλήρως. Πέθανε δύο ημέρες μετά το θάνατο του πατέρα της.
Τη δεκαετία του 1860 άρχισαν να δημοσιεύονται παιδικές ιστορίες της Άλκοτ στην «Atlantic Monthly». Λόγω της απήχησής τους, της ζητήθηκε να γράψει ένα μυθιστόρημα για κορίτσια. Αρχικά αρνήθηκε, αντιδρώντας περίπου όπως η Τζο, το αγοροκόριτσο του βιβλίου. Έχοντας μεγαλώσει μαζί με πνευματικές μορφές όπως ο Ρ. Γ. Έμερσον, ο Ν. Χόθορν ή ο Χ. Ντ. Θόρω, θεωρούσε ότι δεν τις άρμοζε κάτι τέτοιο. Τα χρέη της οικογένειας, όμως, την ανάγκασαν να αλλάξει γνώμη.
Έτσι, το 1868 γράφτηκαν οι πολύ γνωστές πλέον «Μικρές Κυρίες», έργο εμπνευσμένο από τη ζωή της, που αγαπήθηκε από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας του. Η επιτυχία τους ήταν τόσο μεγάλη και τόσο άμεση, ώστε την επόμενη χρονιά η Άλκοτ έγραψε στο ημερολόγιό της: «Δόξα τω Θεώ. Εξώφλησα όλα μας τα χρέη και έχουμε πια αρκετά για να ζούμε καλά... Τώρα μπορώ να πεθάνω ήσυχη».
Το ανοιχτό τέλος των Μικρών κυριών (το γεύμα των παντρεμένων πια κοριτσιών, μετα συζύγων και τέκνων, για τα εξήντα χρόνια της μητέρας Μαρτς) είναι ένα εύρημα που μόλις σήμερα συνειδητοποιώ ότι χρησιμοποίησα κι εγώ στο πρώτο μου μυθιστόρημα Γιάντες.
Διάβασα τις Μικρές κυρίες στην πέμπτη Δημοτικού, στο κρεβάτι, με λοιμώδη μονοπυρήνωση. Φοβόμουν μήπως πεθάνω, όπως η Μπεθ, η πιο ρομαντική από τις τέσσερις αδερφές Μαρτς. Οι Μικρές κυρίες (στο παρόν βιβλίο αλλά και στο Οι Μικρές κυρίες παντρεύονται) δημιουργούν ούτως ή άλλως υπερταυτίσεις. Οι τέσσερις αδερφές έχουν όλα τα χαρακτηριστικά που θέλει να διαθέτει ένα κορίτσι καθώς μεταμορφώνεται σε γυναίκα.
Η Μεγκ είναι η μεγαλύτερη, άρα και η πιο σοφή. Η Τζο ένα στοχαστικό αγοροκόριτσο. Η Μπεθ είναι η μουσικός που στο τέλος πεθαίνει. Η Έιμυ η γοητευτική καλλιτέχνης με τις ξανθές μπούκλες, που ακολουθεί τους θείους της σε ευρωπαϊκή τουρνέ.
Το άθροισμά τους είναι η γυναίκα που ονειρευόμασταν στη δεκαετία του ʼ70: ένα ατρόμητο πλάσμα γεμάτο αρετές και φιλοδοξίες, εξαιρετικά ευφυές, αλλά και εύθραυστο κατά περίπτωση, μια κοπέλα που δεν δέχεται τη μοίρα της αδιαπραγμάτευτα, αλλά ταξιδεύει, ερωτεύεται, γράφει θεατρικά έργα – και ξέρει κιόλας να μαντάρει μια κάλτσα αν χρειαστεί. Είναι η γυναίκα που θα ικανοποιούσε όχι μόνο εμάς, αλλά και τις μητέρες μας. Μια καλλιτέχνης της ζωής, με το κεφάλι στα σύννεφα και τα πόδια στη γη.
Η γοητεία που άσκησαν αυτά τα μυθιστορήματα στα κορίτσια όλου του κόσμου –από το 1868 που γράφτηκε το πρώτο ώς το 1960 όπου άρχισαν να απασχολούν συνολικά τις δυτικές κοινωνίες τα πολύπλοκα ζητήματα φύλου– οφείλεται στην παραπληρωματικότητα των αδερφών Μαρτς. Τι μαγνητική έλξη ασκεί πάνω μας το πρότυπο μιας γυναίκας που τα κάνει όλα με πάθος: υποφέρει, συγχωρεί, αρρωσταίνει, μάχεται, δημιουργεί, αναζητά και… δεν βρίσκει!
Το ανοιχτό τέλος των Μικρών κυριών (το γεύμα των παντρεμένων πια κοριτσιών, μετα συζύγων και τέκνων, για τα εξήντα χρόνια της μητέρας Μαρτς) είναι ένα εύρημα που μόλις σήμερα συνειδητοποιώ ότι χρησιμοποίησα κι εγώ στο πρώτο μου μυθιστόρημα Γιάντες. Δεν αποκλείεται οι πηγές της έμπνευσης να βρίσκονται στο βιβλίο της Λουίζας Μέι Άλκοτ.
Έζησα μέσα στα βιβλία της με πάθος. Θυμάμαι ακόμη πόσο έκλαψα για το θάνατο της Μπεθ, πόσο θύμωσα με την απόφαση της Τζο να παντρευτεί έναν μεσήλικα Γερμανό δάσκαλο αντί για τον νεαρό Λόρι, πόσο ζήλεψα την Έιμι που γύρισε όλη την Ευρώπη μέσα σε έξι μήνες. Ένα από τα πιο συγκλονιστικά στοιχεία του μυθιστορήματος είναι ο φόβος της ενηλικίωσης, όπως αποτυπώνεται στα έργα και τις ημέρες των αδερφών Μαρτς. Οι Μικρές κυρίες είναι, ας μην το ξεχνάμε, η ιδρυτική πράξη της νεανικής λογοτεχνίας, τότε που ακόμη δεν υπήρχαν μάνατζερ για να κατευθύνουν τους αναγνώστες στα ράφια χωρίζοντας τα βιβλία σε κατηγορίες. Η Λουίζα Μέι Αλκοτ μίλησε πρώτη (σε μια παραλλαγή του ντικενσιανού κόσμου) για το τέλος της αθωότητας, την παράταση της εφηβείας, τα όνειρα που εγκαταλείπονται προς χάρη του ρεαλισμού.
Πριν από μερικά χρόνια, καλεσμένη για μια ανάγνωση στη Βοστόνη, βρέθηκα με μια φίλη στο Κόνκορντ της Μασαχουσέτης. Σαν υπνωτισμένες κατευθυνθήκαμε στο σπίτι των Άλκοτ, που ζούσαν ακριβώς όπως οι ηρωίδες του βιβλίου, με δυο γονείς υπερβολικά δημοκράτες για τα μέτρα της εποχής. Και παρότι ήμουν μητέρα πλέον, μέσα στο Orchard House, με τις πορσελάνες, τα πορτρέτα της οικογένειας Άλκοτ, τον ξυλόφουρνο και το αναδιπλούμενο τραπέζι, στο οποίο η νεαρή Λουίζα έγραψε ταχύτατα τις Μικρές κυρίες της, ξαναέγινα κορίτσι. Και θυμήθηκα κάτι που είχα ξεχάσει: τον αμερικανικό προτεσταντισμό, την αξιοπρεπή φτώχεια, τον ήσυχο μελοδραματισμό του βιβλίου, που μας έμαθε τότε, στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ότι η ζωή είναι ταυτόχρονα διαρκής πάλη και αναπάντεχο θαύμα.
Αμάντα Μιχαλοπούλου - Συγγραφέας