Αναβαθμίστε τον για να δείτε σωστά αυτό το site. Αναβαθμίστε τον browser σας τώρα!
Χάριετ Μπίτσερ Στόου
Η Αμερικανίδα Χάρριετ Μπήτσερ Στόου (1811-1896) είναι μία από τις πιο λεπταίσθητες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Γεννημένη στο Λίτσφηλντ του Κονέκτικατ, είχε πατέρα λειτουργό εκκλησίας και πρόεδρο θεολογικού φροντιστηρίου και αδελφή δασκάλα. Μεγάλωσε σε μια περιοχή με πλούσια πνευματική ζωή, και το 1836 παντρεύτηκε τον ιεροδιδάσκαλο Κάλβιν Ε. Στόου. Αυτό το περιβάλλον εξηγεί τόσο την ενασχόλησή της –από νωρίς– με τα γράμματα όσο και τις ηθικές αξίες της που διαπνέουν την «Καλύβα του μπάρμπα Θωμά»: την ελευθερία, την ειρήνη, την αγάπη προς τον συνάνθρωπο, την τιμιότητα, την αγνή πίστη στον Θεό, την καρτερικότητα. Έχοντας αυτές τις αξίες, αλλά και μιαν ευαίσθητη ψυχή, ήταν φυσικό να εξελιχθεί σε πολέμιο του απάνθρωπου θεσμού της δουλείας.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1830, η οικογένεια της Στόου μετακόμισε στο Σινσινάτι. Η πόλη χωριζόταν από τις περιοχές όπου επικρατούσε ο θεσμός της δουλείας μόνο με τον ποταμό Οχάιο. Εκεί γνώρισε τη θλιβερή ζωή των σκλάβων και την αγωνιώδη προσπάθειά τους να αποκτήσουν την ελευθερία τους και μια ζωή με αξιοπρέπεια. Η εμπειρία αυτή τη σημάδεψε και έκτοτε έκανε σκοπό της ζωής της την κατάργηση της δουλείας. Το 1852, όταν πλέον ζούσε στο Μέιν, τούτη η εμπειρία, συνδυασμένη με την ευαισθησία, τις αξίες και τη φαντασία της, πρόσφερε στο αναγνωστικό κοινό την «Καλύβα του μπάρμπα Θωμά». Ένα βιβλίο αριστοτεχνικά γραμμένο, με εξαίσια πλοκή, πλημμυρισμένο από ποιητική δροσιά και ευγενικές αξίες. Και το κοινό ανταποκρίθηκε. Όχι μόνο τότε, αλλά και στις δεκαετίες που ακολούθησαν· κι όχι μόνο στη χώρα της, μιας και η «Καλύβα» έχει μεταφραστεί σε 35 γλώσσες...
Ξαναβρήκα –πριν λίγες μέρες- την παλιά συντομευμένη έκδοση της Καλύβας που είχα διαβάσει παιδί. Τι μου θύμισε! Αυτή την τρομακτική απορία -την παιδική απορία-, πώς γίνεται να κρύβεται στον ανθρώπινο κόσμο τόση κακία; Γιατί τάχα αυτοί οι δυστυχισμένοι νέγροι να υφίστανται τέτοια συμπεριφορά από συνανθρώπους τους; Αλλά και τι είδους χριστιανική ηθική υπήρχε πίσω από τους καλούς και τους κακούς λευκούς;
Από αυτόν προέρχεται η λογοτεχνική περσόνα του Μπάρμπα-Θωμά που, μετά από τους δύο συμπονετικούς κυρίους του, έπεσε στα χέρια του Λεγκρή, του τρομακτικού κακού που εφαρμόζει στην πράξη το απάνθρωπο πιστεύω του: οι μαύροι είναι όλοι ζώα και κανείς πρέπει να τους συμπεριφέρεται ανάλογα.
Σήμερα δεν αναπολώ τις παιδικές μου αναμνήσεις αλλά θέλω να βάλω μια τάξη σ’ αυτά τα συναισθήματα, όμως με πρόθεση κριτική, που μου προκλήθηκαν τότε με την Καλύβα του Μπαρμπά Θωμά. Ένα βιβλίο που, όταν πρωτοεκδόθηκε το 1852, εν μέσω του θεσμού της δουλείας στον Αμερικανικό Νότο, αποτέλεσε ένα γεγονός που συντάραξε το αναγνωστικό κοινό. Στενά δεμένο με την ιστορική πραγματικότητα της εποχής, αναφέρεται στον αμερικανικό νόμο που ψηφίστηκε στο 1850, σύμφωνα με τον οποίο ακόμη και σε κείνες τις αμερικανικές πολιτείες που δεν ίσχυε η δουλεία απαγορευόταν η παροχή βοήθειας προς τους δυστυχισμένους μαύρους που αναζητούσαν έναν δρόμο φυγής από τη σκλαβιά. Έτσι στήνεται σιγά-σιγά η πλοκή της ιστορίας: η Ελίζα που τρομοκρατημένη από την ιδέα ότι θα της πουλήσουν το μικρό της αγόρι, αναζητά διέξοδο ελευθερίας μαζί του στον Καναδά
Στο σημείο αυτό, θα μπει η πραγματική συγγραφέας, η Harriet Stowe, μια θρησκευόμενη γυναίκα και με προοδευτικές αρχές, που μεταβιβάζει τις πεποιθήσεις της στην κοινότητα των Κουακέρων που βοηθούν την Ελίζα και άλλους δύστυχους μαύρους να γλιτώσουν από τη δουλεία. Αυτό που θέλει η Stowe είναι να διαπαιδαγωγήσει τους Βόρειους για τις απαράδεκτες συνθήκες ζωής των νέγρων του Νότου, παίρνοντας αφορμή από το θάνατο μετά από βασανιστήρια ενός σκλάβου. Από αυτόν προέρχεται η λογοτεχνική περσόνα του Μπάρμπα-Θωμά που, μετά από τους δύο συμπονετικούς κυρίους του, έπεσε στα χέρια του Λεγκρή, του τρομακτικού κακού που εφαρμόζει στην πράξη το απάνθρωπο πιστεύω του: οι μαύροι είναι όλοι ζώα και κανείς πρέπει να τους συμπεριφέρεται ανάλογα.
Οι προσωπογραφίες των χαρακτήρων απηχούν όλες τις απόψεις: τους ακαλλιέργητους φοβισμένους σκλάβους αλλά να υπερτερούν οι μεγαλόψυχοι, οι άξιοι, οι ανθρωπιστές όπως η Κάσυ και, πάνω απ’ όλους, ο Θωμάς, τους καλούς λευκούς που αντιμετωπίζουν τους σκλάβους τους με σεβασμό και ηπιότητα και στο τέλος τους χαρίζουν την ελευθερία, τους σκληρούς λευκούς που μέσω αυτών στιγματίζεται ο Νότος για τις απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσης των εκεί –με όλη τη σημασία της λέξης- σκλάβων.
Το βιβλίο υπήρξε αναμφίβολα ένα βιβλίο-σταθμός στην ιστορία της Αμερικανικής –αλλά όχι μόνον- λογοτεχνίας. Εκ των υστέρων, όμως, διατυπώθηκαν επαμφοτερίζουσες κριτικές που επισημαίνουν την ευκολία με την οποία προκαλείται το θυμικό του αναγνωστικού κοινού. Οι παραμυθιακού τύπου καλοί και κακοί του μυθιστορήματος μάλλον προϊδεάζουν τον απαιτητικό αναγνώστη ότι πρόκειται για «μελό» λογοτεχνία. Έπρεπε να έρθουν –στον 20ο αιώνα- οι φεμινίστριες θεωρητικοί της λογοτεχνίας για να υπερασπιστούν το βιβλίο και την ηθική του μέσω της κοινότητας γυναικών που δρα στο μυθιστόρημα και πίσω από αυτό, στην τότε πραγματικότητα.
Η γυναικεία κοινότητα, υπερασπιζόμενη την οικονομία του σπιτιού και τις αξίες της –βαθιά γυναικείες αξίες όπως η φροντίδα για τους άλλους, η αλληλεγγύη, αλλά και η πίστη στην κατάργηση του (κάθε) μανιχαϊστικού κόσμου- υποδεικνύει μια άλλου είδους ανάγνωση. Αυτήν που μέσα από την προδρομική εκδοχή της Stowe για τη λογοτεχνία που αφορά τη Μαύρη Φυλή θα οδηγήσει στις λογοτεχνικές κορυφώσεις των μεγάλων Αφροαμερικανίδων λογοτέχνιδων: Virginia Hamilton, Maya Angelou, Toni Morrison.
Μένη Κανατσούλη, καθηγήτρια, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης